Το σύμφωνο των Ευμενίδων. Η δικαιοσύνη στα χέρια των ανθρώπων
Ο Φρανσουά Μιτεράν, άλλοτε πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας και από τις μεγαλύτερες πολιτικές προσωπικότητες της Γαλλίας αλλά και της Ευρώπης, καταφεύγοντας στον τραγικό ελληνικό Μύθο, αξιολογεί διδακτικά ακόμα και τη σύγχρονη ελληνική περίπτωση, που αποτελεί ενδεικτικότατο σύμπτωμα μιας οικουμενικής τραγωδίας. Οι “Ευμενίδες”, τρίτο έργο της αισχυλικής τριλογίας “Ορέστεια” – που την έκλεινε το χαμένο σατυρικό δράμα “Πρωτεύς” – διδάχτηκε στην Αθήνα στα 458 π.Χ., δηλαδή τέσσερα χρόνια μετά τη μεταρρύθμιση του Εφιάλτη, που εκμηδένιζε την πολιτική ισχύ του αριστοκρατούμενου Άρειου Πάγου. Στην τραγωδία αυτή, οι Ερινύες – πανάρχαιες παραδοσιακές κατάρες της γης – κυνηγάνε το μητροκτόνο Ορέστη στους Δελφούς, συγκρούονται με τον Απόλλωνα, εκπρόσωπο μιας νέας φωτισμένης θεανθρωπικής τάξης και συνεχίζουν το κυνηγητό του θύματος της Μοίρας, στην Αθήνα. Η Αθηνά, με την επέμβασή της, σώζει το “σκεύος της εκλογής” και εγκαινιάζει με τον Άρειο Πάγο μια νέα εποχή Δικαιοσύνης, στη θέση της αυτοδικίας του σκοτεινού ενστίκτου και της εκδίκησης του αίματος. Οι ερινύες θα μεταβληθούν σε ευμενίδες, καλόγνωμες προστάτισσες της Αθήνας, που θα κρατάνε όμως τη μνήμη της απειλής, με το φόβο, γιατί “ποιος άνθρωπος θα μπορούσε να παραμείνει δίκαιος αν δε φοβότανε” και η Αθηνά θα ορίσει το απαραβίαστο όριο της Δημοκρατίας: “το μητ’ άναρχον μήτε δεσποτούμενον… σέβειν” (στ. 696). Ο Φρανσουά Μιτεράν χειρίζεται τη “διάνοια” των “Ευμενίδων”, παραβολικά, με στόχο το ηθικό, δηλαδή πολιτικό, δίδαγμα. Οι αντιστοιχίες του δεν είναι υπαινικτικές. Είναι ενδεικτικότατες. Μιλάει για το πάθημα και για το μάθημα, μέσα από τον ελληνικό μύθο. Για να ενωτιζόμαστε το ανθρώπινο χρέος, ανάγκη να βυθιζόμαστε ξανά και ξανά στον καθαρτήριο Μύθο, που διέπλασε τον Πολιτισμό. Και την ύπαρξη της μνήμης του, τη χρωστάμε στα κλασικά κείμενα της ελληνικής αρχαιότητας, που κάνανε τον Άνθρωπο, να αναλογίζεται την τραγική του εκλογή μπροστά στο δίλημμα, ανάμεσα στην ανάγκη και την Ελευθερία.
“Να οι γιορτές που κάνουν τις χαρές σας”
Αυτή η κραυγή του Απόλλωνα στις Ερινύες διάσχισε τους αιώνες. Γιατί η γιορτή όπου “κόβουν κεφάλια, βγάζουνε μάτια, ανοίγουνε λαιμούς, διαμελίζουν ή μουρμουρίζουν το μακρόσυρτο θρήνο των ανθρώπων”, η γιορτή συνεχίστηκε. Το δίχως άλλο, η Αθηνά ανάθεσε – μια για πάντα – στο δικαστήριο των ανθρώπων την αποστολή να κρίνει· το δίχως άλλο, υπόβαλε σ’ αυτό το δικαστήριο την πιο δύσκολη περίπτωση: ένας γιος σκότωσε τη μητέρα του. Διαπραγματευόμενη, όμως, με τις θεές, κόρες της νύχτας, ήρθε μαζί τους σε συμβιβασμό και, για να σώσει τον Ορέστη, εγκατάστησε τις εχθρές της: “δε θα προστατέψω παρά όποιον σας τιμήσει”.
Και να που οι τελευταίες αυτές δεν κράτησαν την υπόσχεσή τους ν’ απλώσουν στην πόλη, στον κόσμο, τους ευνοϊκούς χρησμούς τους: “Ας ξεπηδήσουν απ’ τη γης όλες οι ευτυχίες που κάνουν τη ζωή γεμάτη ευμάρεια, πλήθος, κι ας βγουν στο φως ενός εξαίσια λαμπερού ήλιου”. Αν η λυτρωμένη απ’ τους αρχαίους τρόμους δικαιοσύνη, λυτρωμένη επίσης κι απ’ τη μόνη δικαιοδοσία των πιο ισχυρών και των πιο δυνατών, υπήρξε το πρώτο θεμέλιο των πρώτων δημοκρατιών, γνώρισε, ταυτόχρονα, και την εκδίκηση των Ερινύων. “Στο φονικό, σε όλες τις μορφές του, αφήνουμε από σήμερα λεύτερο χαλινάρι”, είχαν απαντήσει στον Απόλλωνα. Κι αυτό τον όρκο τους τον κράτησαν.
Γι’ αυτό και η πάλη συνεχίστηκε χωρίς αναπαμό από τότε που ο Αισχύλος, έχοντας εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη των ανθρώπων, πρόφερε την απόφασή τους (έβαλε, φυσικά, το χέρι της και η Αθηνά, πράγμα που αποδείχτηκε αναγκαίο για τη σωτηρία του Ορέστη, αφού χάρη στη δική της ψήφο, όπως είναι γνωστό, το αποτέλεσμα ήταν ισοψηφία ακριβώς. Αν οι δικαστές αφήνονταν να κρίνουν με μόνο γνώμονα τη συνείδησή τους σίγουρα θα τον καταδίκαζαν!).
Η ίδια η πόλη της Αθήνας, ιδιαίτερο αντικείμενο του συμφώνου των Ευμενίδων, μπόρεσε να δοκιμάσει λίγο αργότερα τ’ αποτελέσματα της απρονοησίας της Παλλάδας. Και για το υπόλοιπο της γης, ο Ορέστης, προστατευμένος για μια μονάχα στιγμή, δε χρειάστηκε να ξαναρχίσει την περιπλάνησή του ανάμεσα από όνειρα, απελπισίες κι αναθεματισμούς; Ο Ορέστης; Θέλω να πω αυτά τα πλήθη που υποφέρουν, αυτά τα πλήθη που περιπλανιούνται και που, σε κάθε στροφή της Ιστορίας, εμφανίζονται καταδιωγμένα χωρίς κανένας να ξέρει για ποιο έγκλημα, και που γεμίζουν τη σκηνή του κόσμου περιμένοντας, χωρίς να το πολυπιστεύουν, την αποφασιστική ψήφο της Αθηνάς.
Τα πάντα βρίσκονται μέσα στην “Ορέστεια”. Κι ο ερχομός της γαλήνιας δικαιοσύνης, που ακροάται χωρίς να πολυακούει τ’ αντιφατικά επιχειρήματα. Και η λύσσα των παλιών θεών που, από τιμωρία σε τιμωρία, είχαν γίνει κύριοι των συνειδήσεων, σε σημείο που να τις κλείσουν σε μια άκαμπτη κοινωνική οργάνωση. Και ο τρόμος των ανθρώπων, που είχαν συνηθίσει στις απλές χειρονομίες και ξαφνιάστηκαν από μια απόφαση που για πολύ καιρό ακόμη πίστευαν πως οφείλονταν στην επιείκεια, ενώ δεν ήτανε παρά δικαιοσύνη.
Αυτό που εκφράζουν οι “Ευμενίδες” σημαίνει μια νέα αντίληψη των σχέσεων ανάμεσα στους θεούς, των σχέσεων ανάμεσα σε θεούς κι ανθρώπους και των σχέσεων των ανθρώπων μεταξύ τους. Άλλωστε, αυτοί οι Κριτές που συγκεντρώθηκαν και που υποκαθίστανται στον αναλλοίωτο κανόνα που είχε καθορίσει ένα ανώτερο Δικαστήριο, δεν πιστεύουνε καλά-καλά τ’ αυτιά τους, καθώς ακούν την Παλλάδα Αθηνά να συνεχίζει ήρεμα τον επαναστατικό της λόγο. Μπορούμε, μάλιστα, να πούμε πως σκανδαλίζονται κιόλας μ’ αυτά που ακούνε. Αισθάνονται λύπη, στεναχώρια. Αισθάνονται αδυναμία, κάτι σαν προδοσία. Αφηρημένος ο Απόλλωνας, παρά την ικεσία του Ορέστη (“Ξέρεις να είσαι δίκαιος, μάθε λοιπόν και να επαγρυπνάς”), θα τους αφήσει συχνά έξω απ’ την προστασία του και την εγγύησή του.
Το νέο σύμφωνο, όμως, έχει υπογραφτεί. Διαδέχεται το “παλιό μοίρασμα” που οι θεοί είχαν αμοιβαία αποδεχτεί. Χάρη σ’ αυτό, οι άνθρωποι έχουνε τώρα να πούνε κι αυτοί το λόγο τους! Τι θα το κάνουν αυτό το προνόμιο; Ίσως δεν είναι και τόσο άσχημο το γεγονός ότι οι Ερινύες παραμένουν, επιβλέποντας πάνω απ’ το σπόρο που ’σπειραν, για να δείξουν στους δικαστές, όπως και στους εγκληματίες, πως αν δεν ταχτοποιήσουν τις υποθέσεις τους μεταξύ τους, θ’ αναλάβουν αυτές να τις ταχτοποιήσουν. Στ’ όνομα της Δικαιοσύνης κι αυτές, φυσικά. (Δεν αγανακτούν, μάλιστα, κάπου “με τους τρόπους αυτών των νεαρών θεών που θέλουνε να βασιλεύουνε στον κόσμο δίχως να νοιάζονται για δικαιοσύνη”;)
Οι δικαστές θα ξέρουν πια, ώς την αιωνιότητα, πως η Αθηνά άφησε μια κάποια μέρα τη δικαιοσύνη στα χέρια τους. Μα και θα το ξεχνάνε επίσης. Ποτέ, όμως, “αρκετά εντελώς”, για να μην ονειρεύονται καθόλου απ’ τα βάθη της δυστυχίας.
***
Γιατί άλλοι θεοί δεν έπαψαν να ζητάνε το μερίδιό τους, σα να θυμόντουσαν το σύμφωνο του Ολύμπου. Η σκιά της Κλυταιμνήστρας μεγάλωσε ώς τις μέρες μας και για πολύ καιρό έγινε ένα με τη νύχτα, τη μακριά νύχτα της παρούσας εποχής. Η βραχνιασμένη, παθιασμένη, δεσπόζουσα φωνή που παράσυρε εκατομμύρια ανθρώπους, τα τραγούδια που κρατούσαν το ρυθμό στο βηματισμό των φαντάρων, οι γυμνόστηθοι εργάτες στα έλη και στα ορυχεία, οι τουφεκισμένοι της αυγής, τα ξαπλωμένα στη σειρά πτώματα, τα συνθήματα που άναρθρα κραυγάζουν τόσοι και τόσοι λαοί – στο σχολείο, στο εργοστάσιο κι επαναλαμβάνουν στο σπίτι – ο γραφειοκράτης δικτάτορας που αυτοδιορίζεται στρατάρχης, τι επικαλούνται, τι ζητάνε, που κάνουν πως βασίζονται αν όχι στη Δικαιοσύνη; Δικαιοσύνη Φυλής, Ταξική Δικαιοσύνη, Κομματική Δικαιοσύνη: μύθοι ακόμα πιο απαιτητικοί απ’ ό,τι μια δολοφονημένη μητέρα, μύθοι που θέλησαν και έτυχαν το μερίδιό τους απ’ το αίμα.
Αυτή η δικαιοσύνη, όμως, χρειαζόταν λιτά παραδείγματα και απλές μεθόδους, χρειαζόταν άμεσα συστατικά. Γιατί, καθώς εγκαθιδρύθηκε από μερικούς μονάχα, βρισκόταν σ’ εξάρτηση από μερικούς μονάχα· οι άλλοι, οι πολλοί, οι μισητοί το δίχως άλλο, δεν είχαν το δικαίωμα να γνωρίσουν τα Ανώτερα Συμφέροντα. Καταλαβαίνει κανένας καλύτερα τις κατάρες των Ερινύων μέσα απ’ τις απειλές και τα εγκλήματα αυτών που πίστεψαν πως ενσαρκώνουν το Κράτος, το Έθνος, το Αίμα, το Γένος και που προαισθάνονταν την αποτυχία τους. Θα μπορούσαν τουλάχιστο να νιώσουν ευχαριστημένοι που η νικήτρια, μα μολυσμένη, δημοκρατία με πολύ κόπο θυμήθηκε την ευχή της Αθηνάς: “ούτε δεσποτισμός, ούτ’ αναρχία, είν’ ο κανόνας που συμβουλεύω την πόλη μου να τηρήσει… αδιάφθορο, σεβαστό, άκαμπτο, τέτοιο είναι το Συμβούλιο που εγκαθιδρύω, για να διατηρεί πάντα άγρυπνη την κοιμισμένη πολιτεία…”.
Γιατί το παλιό μοίρασμα διατήρησε ένα παράξενο γόητρο. Την επαύριο των απελευθερώσεων, οργισμένες κραυγές πρόσφεραν στην Κλυταιμνήστρα την ηχώ της εκδίκησής της. Και παντού όπου ο άνθρωπος υποφέρει ακόμα, παντού όπου η αθλιότητα κ’ η πείνα, ο φόβος και το κρύο, η μοναξιά κ’ η φυλακή τον αγκαλιάζουν ή τον πειθαναγκάζουν, το κάνουν πάντα στ’ όνομά του. Δεν υπάρχει κοινωνία που να μη βρίσκει στην αυτοάμυνά της όλες τις δικαιολογίες. Κι αν τύχει και της λείπουν, απευθύνεται στο θεό της εκλογής της. Οι πεισματάρες και ψεύτρες Ερινύες είν’ έτσι αιώνια έτοιμες να καταδιώξουν τον Ορέστη, μακριά απ’ τον Απόλλωνα και τους ναούς του, όπου θα προσφέρονταν ένα καταφύγιο στη φυγή του.
***
Ένα Δικαστήριο, άνθρωποι επιφορτισμένοι ν’ αποφασίσουν “κατά συνείδησιν”, υπερασπιστές, συνήγοροι που τους δίνεται πλήρης ελευθερία ν’ αναπτύξουν τα επιχειρήματά τους – και μπροστά σ’ αυτό, η εξαφάνιση της σκοτεινής, συντριπτικής εξουσίας των θεών, μόνων κυρίων ώς τότε των κυρώσεων – αυτό είναι το εκπληκτικό μήνυμα των “Ευμενίδων”.
Δύσκολα φαντάζεται κανένας τη σπουδαιότητα του γεγονότος και πιο πολύ τις δυσχέρειες που παρουσιάζει. Ο Αισχύλος το έκανε μια τραγωδία, όπου θέλησε το Κοινό μέτοχο, ερμηνευτή, δρων πρόσωπο κι όχι θεατή, γιατί πρόκειται για τη δική του μοίρα και τώρα πρέπει να ξέρει πως αυτή η μοίρα βρίσκεται πια στα ίδια του τα χέρια.
Το θέμα ήταν, λοιπόν, αρκετά επίκαιρο κι αρκετά ενδιαφέρον για ν’ αποτελέσει τον πυρήνα δράματος κ’ η διδαχτική του αξία αρκετά σίγουρη για να υποκαταστήσει κάθε άλλο πιο παραδοσιακό μάθημα· αυτό που σήμερα θα φαινόταν (κακώς) σαν κάτι υπερβολικά αφηρημένο και θα προσέκρουε στη δεχτικότητα του σύγχρονου κόσμου (αν όχι των συγγραφέων) ήταν τότε αρκετά ελκυστικό για να το κάνει ο Αισχύλος τη μεγαλειώδη κατάληξη της Τριλογίας του.
Τι παραπάνω να πούμε; Αυτή η συζήτηση ενδιέφερε το λαό. Η αθηναϊκή δημοκρατία, που μόλις γεννιόταν, προκαλούσε έξαρση κι ο λαός αναγνώριζε σ’ αυτή το πεπρωμένο του.
Η πρώτη αυτή απόπειρα, όπου οι θεοί ανακατεύονται ακόμη στο παιχνίδι και στα πάθη των ανθρώπων, αλλά μονάχα για να τους μάθουν να κάνουν πια χωρίς θεούς, διατηρεί τη δύναμή της κι έχει απήχηση και πέρα απ’ την εποχή του Αισχύλου. Μένει ένα ορόσημο που η Ιστορία διαφύλαξε απ’ τη λήθη, σα σημάδι σεβασμού αναμφισβήτητα, κ’ ίσως αγάπης, για τ’ αληθινά ξεκινήματα.
Μετάφραση: ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό ΘΕΑΤΡΟ, τεύχος 38/39, Μάρτης-Ιούνης 1974, σσ. 79-80
Κεντρική φωτογραφία: Ο Ορέστης “καταδιώκεται” από τις Ερινύες στην απεικόνιση του William-Adolphe Bouguereau (1862)
François Mitterrand
Latest posts by François Mitterrand (see all)
- Το σύμφωνο των Ευμενίδων. Η δικαιοσύνη στα χέρια των ανθρώπων - 24 Μαΐου, 2021