Ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο

Ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο

Μοιράσου το!

  • Στις 7 Φεβρουαρίου 1945 ο Θίασος Μανωλίδου-Αρώνη-Χορν ανέβασε στο Θέατρο Πάνθεον τη “Δωδέκατη Νύχτα” του Σαίξπηρ. Για να πλαισιωθεί το ανέβασμα τούτο, και για να γνωρίσει το Αθηναϊκό κοινό καλύτερα το έργο και τον ποιητή του, ο Θίασος οργάνωσε και μιαν “Εβδομάδα του Σαίξπηρ”, όπου παρακλήθηκαν να μιλήσουν διάφοροι Άγγλοι, Έλληνες και ένας Αμερικανός ομιλητής για θέματα σχετικά με την παράσταση. Στο τομίδιο που εκδόθηκε, δημοσιεύτηκαν τέσσερις από τις διαλέξεις αυτές μεταφρασμένες ελληνικά, γιατί όλες είχαν δοθεί αγγλικά.

DEREK PATMORE

Η “Δωδέκατη Νύχτα” τελειώνει με τα ακόλουθα λόγια του Τρελού:

Πάει ένας καιρός που πλάστη η πλάση αυτή,
Με χάι-χο, μ’ αγέρα και βροχή,
Μα πάει, το δράμα τέλειωσε,
Είμαστε πρόθυμοι για σας καθημερινά,
Για το γούστο σας εδώ καθημερινά.

(Μετάφραση Βασ. Ρώτα)

Όταν ο Σαίξπηρ έγραφε αυτές τις γραμμές, σκεπτόταν φυσικά το κοινό της Ελισαβετιανής εποχής, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία, πως σήμερα, ύστερα από σχεδόν τετρακόσια χρόνια, ο μεγάλος Άγγλος δραματουργός εξακολουθεί να δίνει ευχαρίστηση στο κοινό του πολεμικού Λονδίνου. Πραγματικά είναι σημαντικό γεγονός πως ο Σαίξπηρ φαίνεται να σημειώνει τις μεγαλύτερες επιτυχίες του πάνω στο βρετανικό κοινό σε στιγμές κρίσιμες. Είχε έρθει μια εποχή μετά τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο, που ο Σαίξπηρ θεωρούνταν από πολλούς θεατρικούς επιχειρηματίες σαν “μη εμπορικός” και τα έργα του παίζονταν σπάνια στα θέατρα του West End. Μόνο το Old Vic διατηρούσε ζωντανό το όνομά του με θεατρικές παραστάσεις. Αλλά στα πολυτάραχα χρόνια πριν το σημερινό πόλεμο παρουσιάστηκε ξαφνικά μια αναβίωση των έργων του Σαίξπηρ, εμπνευσμένη κυρίως από τις προσπάθειες και τις λαμπρές παραστάσεις ενός ανθρώπου, που έχει γίνει σήμερα ο σπουδαιότερος ηθοποιός σαιξπηρικών έργων στη Βρετανία – του John Gielgud.

John Gielgud

Φαίνεται πραγματικά, πως ο βρετανικός λαός καταλαβαίνει στ’ αλήθεια το μεγαλύτερο δραματικό του συγγραφέα μόνο σε στιγμές εθνικής κρίσης. Ίσως γίνεται αυτό επειδή κανένας άλλος βρετανός συγγραφέας δεν ενσωματώνει και δεν παρουσιάζει τόσο τυπικά τη βρετανική φιλοσοφία και τα βρετανικά ιδανικά. Οι ειδικοί ίσως να ισχυρίζονται πως δεν έγραψε ο Σαίξπηρ όλα αυτά τα έργα και να υποστηρίζουν με πάθος πως συγγραφέας τους είναι ο Μπέικον. Οι Γερμανοί πιθανό να ισχυρίζονται πως ο Σαίξπηρ ήταν στ’ αλήθεια προϊόν της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας. Αλλά όποιος ξέρει την Αγγλία κι έχει μελετήσει τα έργα του Σαίξπηρ νιώθει πως μόνο μια χώρα σαν την Αγγλία μπορεί να δημιουργήσει μια δραματική μεγαλοφυΐα τόσο πολύπλοκη αλλά και τόσο ανθρώπινη σαν ον Σαίξπηρ. Πραγματικά οι κωμωδίες του, και τα δράματά του ακόμα αποδίδουν το αληθινό πνεύμα της Αγγλίας, κι αυτός είναι ο λόγος που τόσο αρέσουν στο κοινό του πολεμικού Λονδίνου.

Είναι ένα αξιοσημείωτο γεγονός, πως ο σημερινός πόλεμος φαίνεται να τονώνει την επιθυμία του κόσμου για τις τέχνες. Οι εκδότες του Λονδίνου μου λέγαν πως τους κάνει κατάπληξη πόσο ζητούν οι βρετανοί στρατιώτες να διαβάσουν ποίηση, και πως οι κάθε είδους ποιητικές συλλογές πουλήθηκαν καλύτερα από όλα τα άλλα βιβλία στο σημερινό πόλεμο. Ο βρετανικός λαός φαίνεται πως έχει ανάγκη επίσης κι από μουσική. Ακόμη και στους μεγαλύτερους βομβαρδισμούς οι συναυλίες συγκέντρωναν πλήθος κόσμου στο Λονδίνο, ιδιαίτερα τα κοντσέρτα με ελεύθερη είσοδο, που οργάνωναν κορυφαίοι βρετανοί μουσικοί στην Εθνική Πινακοθήκη. Το ίδιο έγινε και με τον Σαίξπηρ. Σήμερα ο Σαίξπηρ είναι ίσως ο δημοφιλέστερος συγγραφέας στο κοινό του Λονδίνου.

Εξαιτίας του πολέμου έλειψα από την πατρίδα μου για χρόνια, μα όταν τελικά γύρισα στο Λονδίνο στο τέλος του 1943, με κατάπληξη είδα πόσες αξιόλογες παραστάσεις σαιξπηρικών έργων γίνονταν στο Λονδίνο. Αυτό κάνει μεγαλύτερη εντύπωση, όταν σκεφθούμε πως τα περισσότερα από τα έργα του Σαίξπηρ έχουν πολλά πρόσωπα και απαιτούν επιμελημένο ανέβασμα.

Και ήξερα πως τα θέατρα του Λονδίνου, όπως και τα δικά σας εδώ στην Αθήνα, υποφέραν από τις πολεμικές συνθήκες και ήταν δύσκολο να βρουν υλικά για σκηνογραφίες και κοστούμια. Αλλά “η πενία τέχνας κατεργάζεται”, και οι βρετανοί σκηνοθέτες επινόησαν πολλούς τρόπους, για να υπερνικήσουν αυτές τις υλικές δυσκολίες.

Drury Lane

Πιστεύω πως πολλοί από σας θα έχουν ακούσει για τις τρομερές καταστροφές του Λονδίνου, και αναρωτιούνται πόσα από τα λονδρέζικα θέατρα υπάρχουν ακόμα, ύστερα από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς και τις προσπάθειες τουV1 και του V2. Ευτυχώς όμως, επειδή πολλά από τα καλύτερα θέατρα του Λονδίνου έχουν τις αίθουσές τους υπόγεια χτισμένες, λίγα μονάχα έπαθαν ζημιές, και το Εθνικό Θέατρο του Λονδίνου, το Drury Lane, μένει άθικτο. Στους εννιά μήνες που έμεινα στο Λονδίνο είδα πολλές σαιξπηρικές παραστάσεις, αξίζει όμως να σημειώσουμε, πως ο “Άμλετ”, μένει πάντα το δημοφιλέστερο από τα έργα του Σαίξπηρ. Όσο ήμουν εκεί γίναν τρεις διαφορετικές παραστάσεις του “Άμλετ”, η καθεμιά με έναν από τους αξιολογότερους άγγλους ηθοποιούς.

Ο “Άμλετ” είναι ένα έργο που σηκώνει πολλούς διαφορετικούς τρόπους ερμηνείας, και πιστεύω πως πολλοί από σας θα είδαν την παράσταση με μοντέρνα κοστούμια που το Old Vic έδωσε στην Αθήνα λίγο πριν τον πόλεμο. Αλλά οι τελευταίες παραστάσεις του “Άμλετ” στο Λονδίνο ήταν πιο ρομαντικές σε στυλ, και είναι αξιοσημείωτο πως ο ρομαντισμός –ή εκείνο που θα ονόμαζα φυγή από τον τρομακτικό ρεαλισμό της σημερινής ζωής– παρουσιάζεται σε όλες παραστάσεις του πολεμικού Λονδίνου.

Πολλοί κριτικοί συμφωνούν πως ο “Άμλετ” του Τζον Γκίλγκουντ είναι ο καλύτερος που έχουμε δει στη σύγχρονη βρετανική σκηνή. Αν και την είδα, νομίζω, πως μια άλλη παράσταση του ίδιου έργου θα σας ενδιαφέρει εξίσου. Ήταν ο “Άμλετ” που έδωσε ο Tyrone Guthrie για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων την περασμένη χρονιά με έναν εξαιρετικό βρετανό χορευτή, τον Ρόμπερτ Χέλπμαν, στο ρόλο του Άμλετ και με συνεργασία μερικών από τους καλύτερους ηθοποιούς του Λονδίνου. Το γεγονός πως ένας χορευτής τόλμησε να παίξει Άμλετ, προκάλεσε μεγάλες συζητήσεις στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Λονδίνου, μα πρέπει να ομολογήσουμε πως το αποτέλεσμα όσο ασυνήθιστο και αν ήταν, έδωσε νέα ώθηση στην τέχνη. Ο σκηνοθέτης Τάιρον Γκάθρι, που είναι συνάμα και σκηνοθέτης του Old Vic, αποφάσισε να ανεβάσει τον “Άμλετ” σαν μελόδραμα της Αναγέννησης, και ανέθεσε σε έναν νέο βρετανό καλλιτέχνη με μεγάλο ταλέντο, τον Λέζλι Χάρι να σχεδιάσει τα ντεκόρ. Ήταν ένα μόνιμο σκηνικό, με μεγάλες σκοτεινές κολώνες και στριφτές σκάλες, που έδινε ένα πένθιμο φόντο στην τραγωδία. Πάνω σε αυτό ο σκηνοθέτης και οι ενδυματολόγοι προβάλαν τα πρόσωπα ντυμένα με μεγαλόπρεπα κοστούμια Αναγέννησης, χρυσά, κόκκινα, γαλάζια και μαύρα. Η σκηνή της Αυλής, όπου επικρατούσε το κόκκινο και το χρυσό, ήταν η θεαματικότερη που έχω δει ποτέ σε παράσταση του “Άμλετ”. Αλλά ήταν η ερμηνεία κυρίως που έδινε ενδιαφέρον στην παράσταση.

Ο Robert Helpmann, που είναι σήμερα ο κορυφαίος χορευτής τού Vic-Wells Ballet, παρουσίασε τον “Άμλετ” σαν ένα εξαιρετικά ευαίσθητο νευρωτικό νέο. Ήταν ένας Άμλετ που ένιωθε την τραγωδία γύρω του, μα που τον στοίχειωνε συνάμα το τραγικό αναπόφευκτο της μοίρας του. Έδωσε ένα πορτρέτο θα μπορούσε κανείς να πει, της μοίρας του σημερινού πνευματικού νέου μέσα σε αυτό το τρομακτικό πολεμόδαρτο κόσμο. Μολονότι πρέπει να ομολογήσουμε πως ο Άμλετ του Χέλπμαν δε συγκαταλέγεται ανάμεσα στους μεγάλους Άμλετ της εποχής μας, ήταν μια εξαιρετικά έξυπνη, ζωντανή και ζωογόνα παράσταση, και έδειξε για μια ακόμη φορά τι ποικιλία σε ερμηνείες προσφέρει ο μεγάλος αυτός ρόλος. Αλλά το προτέρημα της παράστασης του Γκάθρι ήταν ο ρυθμός και η αίσθηση του τραγικού που κυριαρχούσε απ’ την αρχή ως το τέλος. Χαρακτήριζε την παράσταση ένας Ελισαβετιανός ρεαλισμός, και η σκηνή όπου τρελαίνεται η Οφηλία ήταν τρομακτική στην ωμότητά της. Η Οφηλία τούτη, που την έπαιξε η λαμπρή νέα ηθοποιός Πάμελα Μπράουν, δεν ήταν το ευγενικό κορίτσι που ο άτυχος έρωτας το έκανε να παραφρονήσει, αλλά μια τρομακτική σπουδή της παραφροσύνης σε όλη της την ασκήμια. Ο Γκάθρι δυσαρέστησε πολλούς κριτικούς βάζοντας την Οφηλία να τρέχει στη σκηνή ξεφωνίζοντας μ’ έναν τρόπο ανατριχιαστικό. Η σκηνή της τρέλας με τη βιαιότητα που δόθηκε θύμισε σε πολλούς τις γυναίκες που παραφρονήσαν από τους βομβαρδισμούς και τα δεινά του πολέμου. Και στ’ αλήθεια τη νύχτα της πρεμιέρας του “Άμλετ” σημάνθηκαν γερμανικές ιπτάμενες βόμβες πάνω από το Λονδίνο, αλλά κανείς από τους θεατές δε σάλεψε, και ο μακρινός θόρυβος των κανονιών έκανε μονάχα πιο έντονο το δράμα της σκηνής.

Όμως ο “Άμλετ” του Γκίλγκουντ μένει δίχως άλλο ο μεγαλύτερος της εποχής μας. Όταν έφευγα από το Λονδίνο, μου είπε πως ελπίζει να παίξει μια μέρα “Άμλετ” στην Αθήνα και σε άλλες πρωτεύουσες στα μέρη αυτά. Ο Τζον Γκίλγκουντ είναι απόγονος της μεγάλης αγγλίδας ηθοποιού Έλεν Τέρι κι ακολουθεί στο παίξιμο το “μεγάλο στυλ”. Ο Άμλετ που δίνει είναι τόσο άνθρωπος της δράσης όσο και πνευματικός κι ονειροπαρμένος. Μολονότι η παράστασή του δεν έχει τη θεαματική γοητεία της παράστασης του Τάιρον Γκάθρι, είναι ίσως μια ακριβέστερη απόδοση της σαιξπηρικής τραγωδίας. Ο Γκίλγκουντ, που είναι και προικισμένος σκηνοθέτης όσο και ηθοποιός, δεν πιστεύει πως πρέπει να παραφορτώνεται ο Σαίξπηρ με υπερβολική σκηνική επιμέλεια, κι έτσι ο “Άμλετ” του στηρίζεται περισσότερο στο παίξιμο παρά στη σκηνογραφία. Επειδή ο Γκίλγκουντ ο ίδιος είναι ηθοποιός με εξαιρετική δύναμη και ποικιλία, πετυχαίνει το σκοπό του, και ο Άμλετ του είναι ο πιο αξιόλογος από όσους έχω δει ως τώρα. Και έχω δει πολλούς, ανάμεσα στους άλλους τον Τζον Μπάριμορ και τον γερμανό ηθοποιό Μόισι.

Μα δεν πρέπει να νομίσουμε, πως το κοινό στο πολεμικό Λονδίνο ζητάει μόνο τις τραγωδίες του Σαίξπηρ, γιατί και οι κωμωδίες του σημειώσαν μεγάλη μόδα. Το “Όνειρο Καλοκαιριάτικης Νύχτας” ανεβάστηκε αρκετές φορές, και μια από τις πιο ενδιαφέρουσες παραστάσεις ήταν εκείνη που έδωσε ο θίασος του Old Vic, με σκηνογραφίες που σχεδίασε ένας από τους καλύτερους άγγλους σκηνογράφους, ο Όλιβερ Μέσελ. Σ’ αυτή την παράσταση που τη σκηνοθέτησε ο Τάιρον Γκάθρι, η κωμωδία ανεβάστηκε σε στυλ της πρώτης Βικτωριανής εποχής, ένα στυλ που χειριζόταν το έργο σαν παραμύθι. Ο χορευτής Ρόμπερτ Χέλπμαν που έπαιξε αργότερα τον Άμλετ, είχε το ρόλο του Όμπερον, και όλη η παράσταση δόθηκε με φανταστική και παραμυθένια ατμόσφαιρα. Θυμάμαι πως μια από τις πιο εντυπωσιακές σκηνές ήταν η τελευταία στο παλάτι του Δούκα Θησέα, όταν η σκηνή είναι σκοτεινή και οι ηθοποιοί μπαίνουν με αναμμένους δαυλούς. Τώρα τελευταία ο Τζον Γκίλγκουντ ανέβασε και πάλι το έργο, και πάιζει το ρόλο του Όμπερον, αλλά τη φορά τούτη το έργο δόθηκε κατά ρεαλιστικό τρόπο, με τονισμένο το κωμικό στοιχείο, ιδιαίτερα τις σκηνές του Μπότομ και των άλλων απλοϊκών Αθηναίων, που καταπιάνονται με τη θεατρική παράσταση.

Η θαυμάσια τούτη παράσταση της “Δωδέκατης Νύχτας” που μας παρουσιάζει ο θίασος του “Πανθέου” δείχνει πόσο παγκόσμια είναι η γοητεία του Σαίξπηρ. Αυτή η κωμωδία, που ξετυλίγεται στη φανταστική χώρα της Ιλλυρίας, θα μπορούσε να συμβεί οπουδήποτε, και η αξία της είναι πως αρέσει τόσο στο Λονδίνο όσο και στην Αθήνα. Η “Δωδέκατη Νύχτα” είναι εξαιρετικά αγαπητό έργο για το κοινό του Λονδίνου, και ποτέ δε γνώρισε αποτυχία. Είναι ένα από τα γοητευτικότερα έργα του Σαίξπηρ, γιατί είναι πραγματικά μια fête galante, όπου τα ελαττώματα τγης ανθρωπότητας εξετάζονται με συμπάθεια και κατανόηση. Η “Δωδέκατη Νύχτα” είναι ουσιαστικά ένα έργο που λέει για τους ερωτευμένους και τις αδυναμίες τους, και ο Σαίξπηρ που ήταν και ο ίδιος άτυχος εραστής, τους μεταχειρίζεται με συμπάθεια. Μονάχα ο Τρελός μας θυμίζει εδώ και κει τη θλίψη που η ζωή κρύβει, και συχνά μιλά η απαισιόδοξη φιλοσοφία του Σαίξπηρ. Στο πολεμικό Λονδίνο η μόνη παράσταση της “Δωδέκατης Νύχτας”, που μπόρεσα να δω έμοιαζε πολύ με την παράσταση που βλέπετε εδώ πέρα. Οι σκηνογραφίες ήταν χαρούμενες και ζωηρές. Ίσως η μόνη διαφορά στο ανέβασμα, ήταν πως οι άγγλοι ηθοποιοί τόνιζαν περισσότερο το τυπικά εγγλέζικο χοντροκομμένο κωμικό στοιχείο του έργου. Ξέροντας όμως λίγα ελληνικά, οφείλω να ομολογήσω πως μου έκανε εντύπωση πόσο καλά είναι μεταφρασμένη η σαιξπηρική κωμωδία στα νέα ελληνικά και πόσο μικρή είναι η διαφορά ανάμεσα στα κωμικά πρόσωπα του Σαίξπηρ και σε αυτά που παρουσίασε η σύγχρονη ελληνική σκηνή.

Κατηγορούν συχνά τους Άγγλους πως δεν έχουν πάθος, και είναι αλήθεια πως κατά κανόνα μπορούν να κυριαρχούν πάνω στα εσωτερικά τους συναισθήματα. Όμως κάθε μελετητής του Σαίξπηρ πρέπει να ομολογήσει πως το πάθος φανερώνεται στα έργα του με το παραπάνω. Ίσως θα μπορούσαμε να πούμε, πως ο μέσος Άγγλος είναι ρομαντικός και πως γι’ αυτό το λόγο δειλιάζει να δείξει τα αληθινά του αισθήματα από φόβο μήπως απογοητευτεί. Αυτό δεν σημαίνει πως είναι ανίκανος να νιώσει δυνατά συναισθήματα ή πάθη, αλλά ο μέσος Άγγλος αργεί να εκφράσει την αγάπη ή τη συγκίνησή του. Αυτό δεν είναι έλλειψη αγάπης αλλά φόβος πως η αγάπη μπορεί να γνωρίσει απογοήτευση. Νομίζω, πως αυτή η στάση απέναντι στο άλλο φύλο εικονίζεται ιδιαίτερα στην τραγωδία του Σαίξπηρ “Ρωμαίος και Ιουλιέτα”. Το έργο αυτό έχει πάντα επιτυχία στο αγγλικό κοινό και τελευταία έγινε ένα πείραμα, όπου παίχτηκε ο ρόλος του Ρωμαίου από δυο από τους καλύτερους ηθοποιούς του Λονδίνου.

Laurence Olivier

Ο Τζον Γκίλγκουντ ανέβασε το “Ρωμαίο και Ιουλιέτα” κι ο ίδιος, μαζί με έναν άλλον κορυφαίο ηθοποιό, τον Laurence Olivier, παίζαν διαδοχικά το ρόλο του Ρωμαίου. Το έργο ανεβάστηκε με εξαιρετικά απλές σκηνογραφίες, που δίναν μάλλον μια εντύπωση παρά μια απεικόνιση της Βερόνας, και κείνο που τονίστηκε ιδιαίτερα ήταν η τραγωδία του νεανικού έρωτα. Πραγματικά το κλειδί της παράστασης όλης ήταν η αρχική σκηνή, όπου ο Ρωμαίος βλέπει για πρώτη φορά την Ιουλιέτα στο χορό των Καπουλέτων, και λέει τα παρακάτω λόγια:

Ω αυτή μαθαίνει τα φώτα να λάμπουν!
Η ομορφιά της κρεμάει
στο πρόσωπο της νύχτας, σαν πολύτιμο
διαμαντικό σε αράπη αφτί. Ομορφιά
πάρα πολύ πλούσια γι’ ανθρώπου χρήση,
πάρα πολύ ακριβή γι’ αυτή τη γη!
Σαν άσπρο περιστέρι σε κοπάδι
κοράκων, έτσι φαίνεται και τούτη
μες στις συντρόφισσές της.
Σαν πάψει τούτος ο χορός, θα πάω κοντά της
να κάνω ευτυχισμένο το τραχύ μου χέρι
πιάνοντας το δικό της. Η καρδιά μου
αγάπησε ποτέ; Όχι! Τ’ ορκίζονται
τούτα τα μάτια, τι πρώτη φορά
βλέπουν απόψε αληθινή ομορφιά.

(Μετάφραση Κ. Καρθαίου)

Ο Λόρενς Ολίβιε που θα τον είδατε ίσως στις μεγάλες του κινηματογραφικές δημιουργίες και που είναι αναμφισβήτητα ένα από τους καλύτερούς μας σαιξπηρικούς ηθοποιούς έδωσε ιδιαίτερη συγκίνηση στη σκηνή αυτή, με τον τρόπο που κοιτούσε την Ιουλιέτα από μακριά, και ύστερα με τον τρόπο που άγγιζε το χέρι της έδειχνε πως το άγουρο Ιταλόπαιδο είχε πια μπλέξει στον έρωτα. Η δημιουργία του, ίσως περισσότερο και από του Γκίλγκουντ, μας έκανε να νιώσουμε την τραγωδία του πρώτου έρωτα, που είναι σίγουρα η ουσία της σαιξπηρικής αυτής τραγωδίας. Η στάση του Ρωμαίου ίσως φανεί απλοϊκή σε ένα μεσογειακό κοινό, ενσαρκώνει όμως το ρομαντισμό του βρετανικού χαρακτήρα.

Αλλά ίσως ξεφεύγουμε από το θέμα μας: ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο. Ίσως να θέλετε να ξέρετε με ποιον τρόπο σκηνοθετήθηκαν τα έργα του στην περίοδο του πολέμου. Η απάντηση είναι πως ο Σαίξπηρ ανεβάζεται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Το τελευταίο καλοκαίρι έγινε μια σειρά σαιξπηρικών παραστάσεων στο ύπαιθρο, στο Regent’s Park, που εξακολουθεί να είναι ένα από τα ωραιότερα πάρκα του Λονδίνου. Εδώ έργα σαν το “Χειμωνιάτικο Παραμύθι” ή το “Όπως αγαπάτε” παίζονται σε μια σκηνογραφία από πράσινο χορτάρι και δέντρα,, και σχεδόν καμιά προσπάθεια δε γίνεται να προστεθούν άλλα σκηνικά. Σε πολλά θέατρα του Λονδίνου ο Σαίξπηρ γίνεται και σήμερα αντικείμενο διαφόρων πειραμάτων. Όπως ανάφερα πριν, οι πολεμικές καταστροφές κάνουν δύσκολο το ανέβασμα του Σαίξπηρ με ιδιαίτερη πολυτέλεια στα σκηνικά, και οι περισσότεροι σκηνοθέτες συγκεντρώνουν τις προσπάθειές τους όχι τόσο για να απεικονίσουν μια σκηνή σε όλη της την πραγματικότητα, αλλά μάλλον για να δώσουν μια μονάχα εντύπωση της σκηνής αυτής. Είναι σα μια ειρωνεία της τύχης πως αυτό είναι επιστροφή στην Ελισαβετιανή σκηνοθεσία, γιατί είναι γνωστό πως εκείνη την εποχή δε γινόταν καμιά απόπειρα για σκηνικά και πως η δράση στα δράματα του Σαίξπηρ προσδιοριζόταν από επιγραφές ή τοπογραφικά σημάδια. Επειδή είδα πολλές από τις πρόσφατες παραστάσεις του Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο, δεν μπορώ να κρύψω την γνώμη μου, πως αυτός είναι ίσως ο σωστός τρόπος για να ανεβάζουμε τα έργα του. Όπως η ελληνική τραγωδία, έτσι και τα έργα του Σαίξπηρ είναι τόσο τέλεια και μεγάλα αφ’ εαυτού τους, που πραγματικά δεν χρειάζονται καμιά βοήθεια απ’ την πολύπλοκη σκηνοθεσία και τη λεπτομερειακή αμφίεση. Ο Σαίξπηρ τα λέει όλα μοναχός του. Και συχνά τα λέει καλύτερα δίχως στολίδια.

Ίσως όμως είναι ενδιαφέρον να αναλύσουμε μερικούς από τους τρόπους που χρησιμοποιούν οι σκηνοθέτες στο πολεμικό Λονδίνο όταν επιχειρούν να ανεβάσουν έργα του Σαίξπηρ. Κατά κανόνα δεν προσπαθούν να φορτώνουν τις σκηνογραφίες με λεπτομέρειες. Κείνο που επιδιώκουν περισσότερο οι άγγλοι σκηνογράφοι είναι να υποβάλουν μάλλον στο θεατή την ατμόσφαιρα, παρά να την αναδημιουργήσουν μπροστά του. Ο Σαίξπηρ κερδίζει όταν τον παίζουμε με απλό φόντο και, όμοια με την ελληνική τραγωδία, πολλά από τα έργα του μπορούν να παιχτούν και μπρος σε ένα απλό φόντο από σκαλιά. Αυτό αποδείχτηκε στην ωραιότερη σύλληψη του “Άμλετ” που έγινε στα χρόνια μας, απ’ το μεγάλο αμερικανό σκηνογράφο Ρόμπερτ Έντμοντ Τζόουνς, όταν έκανε τις σκηνογραφίες για την παράσταση του Τζον Μπάριμορ, παρουσιάζοντας ένα μόνιμο σκηνικό από σκάλες κάτω από ένα μεγάλο τόξο.

Ο φωτισμός της σκηνής μπορεί επίσης να παίξει έναν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στο ανέβασμα του Σαίξπηρ, και οι σκηνοθέτες στο πολεμικό Λονδίνο δεν παράλειψαν να χρησιμοποιήσουν αυτό το μέσο. Ο κινηματογράφος μας δίδαξε πως ο φωτισμός μπορεί πολύ να βοηθήσει τη δράση και την κίνηση σε ένα έργο, και μερικές από τις τελευταίες παραστάσεις του Σαίξπηρ στο Λονδίνο βασίστηκαν περισσότερο πάνω στο φωτισμό παρά στη σκηνογραφία. Ο φωτισμός έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα , πως το καλά χρησιμοποιημένο χρωματιστό φως μπορεί να υποβάλει διάφορες δραματικές ψυχικές καταστάσεις, κι έτσι η χρησιμοποίησή του γίνεται ιδιαίτερα κατάλληλη για Σαίξπηρ. Λόγου χάρη, η τραγωδία του “Μάκβεθ” είναι ένα από τα έργα που επαναλήφθηκαν στο πολεμικό Λονδίνο, και το έργο αυτό που εικονίζει ισχυρές συγκινήσεις και την τραγωδία της απογοητευμένης φιλοδοξίας, είναι εξαιρετικά κατάλληλο για φωτιστικά εφφέ. Ο “Μάκβεθ” είναι ένα έργο που γενικά ευκολότερα διαβάζεται παρά παίζεται, και για τούτο ο κατάλληλος φωτισμός μπορεί να βοηθήσει στο ανέβασμά του. Κανένας σκηνογράφος δε μπορεί να δώσει σήμερα τη σκοτεινή φρίκη της σκηνής με τις Μάγισσες, αλλά ο σύγχρονος φωτισμός με τις σκιές και τις αποχρώσεις του μπορεί να παρουσιάσει υποβλητικά αυτό το φανταστικό κόσμο. Αυτό μπορεί επίσης να γίνει και στη δύσκολη σκηνή, όπου ο Μάκβεθ βλέπει τα φαντάσματα των βασιλιάδων της Σκωτίας. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε πως το χρωματιστό φως έχει ψυχολογική αξία, όπως έδειξε ο Goethe στη “Θεωρία των Χρωμάτων” του, και πως το κόκκινο υποβάλλει τη βία και το πάθος, το κίτρινο την ευτυχία και το μπλε την ηρεμία και τη γαλήνη. Είναι όλα παράγοντες που τους εκμεταλλεύθηκαν οι σκηνοθέτες στο πολεμικό Λονδίνο.

Ίσως το πιο αξιοσημείωτο πράγμα για τον Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο είναι το κοινό. Τα βάσανα και η ένταση του πολέμου φαίνονται να έκαναν τους ανθρώπους σοβαρότερους. Νιώθουν την ανάγκη για ποίηση, για μια εξήγηση των προβλημάτων της ζωής και την επιθυμία να ξεφύγουν από την μονοτονία της πολεμικής ζωής. Ο Σαίξπηρ μπορεί να τους τα δώσει όλα αυτά, και αναμφισβήτητα αυτός είναι ο λόγος που οι παραστάσεις του Σαίξπηρ είναι πάντα γεμάτες από εργάτες και γυναίκες που ξέφυγαν λίγο από την πολεμική τους εργασία, για να βρουν μια μικρή ανακούφιση. Οι πολεμικές παραστάσεις του Σαίξπηρ τραβούν νέο κοινό προς το θέατρο, και ακόμα και οι μεγάλες επαρχιακές πόλεις σε όλη τη Μεγάλη Βρετανία ζητούν να ανεβάσουν τα έργα του. Ένας ηθοποιός, ο Ντόναλντ Γούλφιτ σχημάτισε ένα σαιξπηρικό θίασο, με ειδικό σκοπό να γυρίσουν όλη τη χώρα κάνοντας φτηνές παραστάσεις και η προσπάθειά του είχε καταπληκτική επιτυχία. Πραγματικά πολλοί από τους καλύτερους άγγλους δραματικούς κριτικούς θεωρούν το Γούλφιτ σαν το μεγαλύτερο Βασιλιά Ληρ της σημερινής αγγλικής σκηνής.

Όταν σκεφτούμε το μέγεθος της σαιξπηρικής μεγαλοφυΐας, τη συμπάθεια και την κατανόησή του για τα προβλήματα της ανθρωπότητας, το χιούμορ και το λυρισμό του, δεν μας κάνει κατάπληξη που το βασανισμένο από τον πόλεμο κοινό ζητάει ανακούφιση και αναψυχή από έναν άνθρωπο, που μπορούσε να γράφει τέτοιες γραμμές, σαν εκείνες που λέει ο μάγος Πρόσπερος στην “Τρικυμία”:

…τελειώσαν τώρα οι ξεφάντωσές μας,
οι ηθοποιοί μας τούτοι, όπως σας είπα
και πριν, ήταν όλοι πνεύματα, κι όλοι
διαλύθηκαν, και γίνανε καπνός,
ψιλός καπνός και σαν της οπτασίας τούτης
τ’ ανάερα κατασκευάσματα, οι πύργοι
οι συννεφοστεμμένοι, τα παλάτια
τα λαμπρά, οι επιβλητικοί ναοί
η ίδια η μεγάλη του κόσμου
σφαίρα, ναι, ο κόσμος ο ίδιος, κι όλοι
που τον κληρονομούν και κτήμα τον έχουν,
θα διαλυθούν· και σαν την άυλη τούτη
πομπή, την ξεφτισμένη, ούτε το πιο μικρό
συννεφάκι πίσω τους θ’ αφήσουν. Γεννημένοι
είμαστε απ’ την ίδια ουσία
με τα όνειρα, κι η μικρή μας ζωή είναι
από ύπνο ζωσμένη.

(Μετάφραση Αλ. Ξύδη)


Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ