Ο Αρχοντοχωριάτης

Ο Αρχοντοχωριάτης

Μοιράσου το!

Το Νοέμβριο του 1669 ένας απεσταλμένος του Σουλτάνου έγινε δεκτός με πολλή μεγαλοπρέπεια στην Αυλή του Λουδοβίκου 14ου της Γαλλίας. Το γεγονός άφησε μια μικρή εποχή, όχι τόσο για τη λάμψη που το περιέβαλε –οι μεγαλοπρεπείς δεξιώσεις είτανε τρέχουσα υπόθεση στο παλάτι του Βασιλιά Ήλιου– όσο γιατί ο σουλτανικός εκπρόσωπος έδειξε μιαν υπερβολική αδιαφορία για τις τιμές που του έγιναν, μιαν έπαρση προσβλητική.

Η στάση του αυτή προκάλεσε κάποιαν αντίδραση ανάμεσα στους αυλικούς κύκλους. Η φιλαυτία τους είχε θιγεί. Κι όμως, η εθιμοτυπία της γαλλικής Αυλής, είτανε φυσικό να μην ξιππάζει εύκολα έναν ανατολίτη, συνηθισμένον στις μυθικές παράτες της χώρας του. Για τις τελευταίες τούτες, για το μεγαλείο γενικά, τη χλιδή, τον εξωτικό πλούτο τη Ανατολής, είχε από καιρό κεντηθεί η περιέργεια του Δυτικού κόσμου.

Η Ανατολή άρχιζε να γίνεται ένα είδος μόδας. Όταν λοιπόν στη σειρά των αυλικών διασκεδάσεων που οργανώνονταν συνήθως, αποφασίστηκε το 1670 να δοθεί μια παράσταση κωμωδίας-μπαλλέτου –είδους χαρακτηριστικού της εποχής– για χάρη του Βασιλιά Ήλιου, η εκλογή έπεσε φυσιολογικά στο ανατολίτικο θέμα. Ο συνθέτης Λουλλύ ανέλαβε να γράψει τη μουσική, ο Μολιέρος το κείμενο και, από τη συνεργασία αυτή, βγήκε ο Αρχοντοχωριάτης.

Ο ρόλος του Μολιέρου στην περίπτωση τούτη δεν είταν και τόσο απλός. Τον εδέσμευε κιόλας το δεδομένο θέμα. Έπρεπε μ’ έναν τρόπο οργανικό, ή και μηχανικό, να συνδεθεί η “τούρκικη γιορτή” του Λουλλύ με το υλικό μιας κωμωδίας. Τα προβλήματα του είδους αυτού, καθώς και τα έργα περιστάσεων, είταν ανεγνωρισμένο καθεστώς της εποχής εκείνης. Ο ίδιος ο Μολιέρος είχε γράψει κιόλας κωμωδίες-μπαλλέτα.

Στην περίπτωση του 1670, η λύση που έδωσε στάθηκε από τις πιο καλότυχες. Συγγραφέας και συνθέτης άρχισαν τη συνεργασία τους στο σπίτι τού πρώτου. Ένας ευπατρίδης που είχε ζήσει στην Ανατολή κάμποσο καιρό, έδωσε στους δυο συνεργάτες πληροφορίες για τα ήθη και την εθιμοτυπία της Αυλής του Σουλτάνου. Από μέρος του ο Μολιέρος επινόησε ένα μύθο ζωντανό, με πρόσωπα και καταστάσεις παρμένες, όπως συνήθως, από τη γύρω του κοινωνική ζωή. Έτσι το έργο στηριζόταν σε κάτι περισσότερο από ένα συμβατικό πλαίσιο. Γινόταν κωμωδία με άμεσο, αυθύπαρκτο ενδιαφέρον. Ο Αρχοντοχωριάτης σημείωσε επιτυχία όχι μόνο μπροστά στην Αυλή αλλά και σαν παίχτηκε μπροστά στο μεγάλο κοινό, στις 23 Νοεμβρίου το 1670. Από τότε κ’ ίσαμε σήμερα ανήκει στο ταχτικό δραματολόγιο της Γαλλικής Κωμωδίας.

***

Ποιο είταν το θέμα που επινόησε ο Μολιέρος; Η σάτιρα μιας ανθρώπινης αδυναμίας υπερβολικά διαδεδομένης, της ξιππασιάς. Ο κύριος Ζουρνταίν είναι νοικοκύρης ευκατάστατος χάρη στην περιουσία που του άφησε ο πατέρας του, παλιός υφασματέμπορος. Ο κ. Ζουρνταίν έχει γυναίκα κι ένα κορίτσι, τη Λουκίλη. Θα μπορούσε να είναι άνθρωπος κοινωνικά αξιοσέβαστος. Όμως όχι. Ό,τι έχει ο κ. Ζουρνταίν δεν του αρκεί. Θα ήθελε να είναι κάτι καλλίτερο από αυτό που είναι: Αριστοκράτης. Αγωνίζεται λοιπόν μ’ όλους τους τρόπους να το πετύχει, να δημιουργήσει τουλάχιστον μιαν ανάλογη πρόσοψη. Αρχίζει, στα γεράματά του σχεδόν, να εκπαιδεύεται, να πιάνει φιλίες μ’ αριστοκράτες, ν’ αλλάζει ύφος ζωής για τον εαυτό του και για την οικογένειά του. Το αποτέλεσμα είναι αυτονόητο: Γίνεται γελοίος, πέφτει θύμα απατεώνων, αναστατώνει το σπίτι του. Άδικα η γυναίκα του, κι ακόμα κ’ η υπηρέτριά του, προσπαθούν να τον συνεφέρουν. Αυτές, έχουν το πρακτικό, τετράγωνο μυαλό των κοινωνικών τάξεων απ’ όπου προέρχονται. Δεν τις απαρνήθηκαν, καθώς ο ήρωας της κωμωδίας. Η μια είναι αστή, η άλλη κοπέλλα τού λαού. Ο κ. Ζουρνταίν μένει ωστόσο τυφλωμένος από τη λόξα του. Δεν θα διορθωθεί ούτε στο τέλος, γιατί η διαστροφή του δεν είναι από κείνες που θεραπεύονται εύκολα. Θα χρειαστεί, για ν’ αποκατασταθούν τα πράγματα, σ’ ό,τι τουλάχιστον αφορά του άλλους, να του στήσουν μια παγίδα, να κορυφωθεί η γελοιοποίησή του. Μια μετάνοια του κ. Ζουρνταίν θα είταν ψυχολογικά αυθαίρετη. Το ελάττωμά του έχει βαθύτερες ρίζες από τις συμπτωματικές του άλφα ή του βήτα κοινωνικού περίγυρου. Είναι έμφυτη ατέλεια χαρακτήρος. Και τούτο ακριβώς προεκτείνει τη σημασία του πέρα από τα όρια του τυχαίου και του συμπτωματικού.

Ο Μολιέρος, αντιπροσωπευτικός κωμωδιογράφος μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, είτανε ποιητής προικισμένος με την πνοή της διάρκειας. Σαν σατιρικός του περιβάλλοντός του, ήξερε να συλλαμβάνει τους τύπους του από το έτοιμο και παλλόμενο υλικό της ζωής. Σαν ηθογράφος, υπεστήριζε μιαν ηθική που είναι η κλασική ηθική της κωμωδιογραφίας: Την υποταγή στον κανόνα του συνόλου, την καταδίκη της υπερβολής, τη συμμόρφωση με τον γενικά παραδεδεγμένο κανόνα. Από την άποψη τούτη, η ηθική του θέση είναι καθαρά λαϊκή. Εκείνο που πρέπει να του ζητήσουμε, πραγματικά, δεν είναι η τόλμη στις απόψεις ή το θεωρητικά απροσδόκητο. Είναι το βάθος στην παρατήρηση, ο οξύς χαρακτηρισμός, μια στερεότης θεμελιωμένη στον κοινωνικό νόμο.

Οι προφήτες των νέων ηθικών δοξασιών έχουν την τάση ν’ ανατρέπουν τους κανόνες. Ο κωμωδιογράφος του μολιερικού τύπου είναι ταγμένος να τους υπερασπίζει. Γι’ αυτό, ο Μολιέρος παρουσιάζεται στο κέντρο μιας εποχής κοινωνικά διαμορφωμένης, θεμελιωμένης, κατασταλαγμένης, με ιεραρχημένη κλιμάκωση, στο κέντρο δηλαδή μιας εποχής που είναι ο επίλογος ιστορικών ζυμώσεων κι όχι η αφετηρία τους ή το μεταβατικό στάδιο όπου οι αξίες εγέρασαν, ελέγχονται κι αναθεωρούνται. Σε μιαν εποχή καθώς του Μολιέρου, υπόδικες δεν είναι οι αρχές. Είναι τα άτομα, αυτά που σπάζουν, ή που απειλούν να σπάσουν τα πλαίσια του κοινωνικού νόμου. Αλλιώς συμβαίνει λόγου χάρη με τον Μπέρναρ Σω, αναθεωρητή και εικονοκλάστη αξιών. Γι’ αυτό, ο Μολιέρος ακολουθώντας το ρυθμό της εποχής του, οικοδομεί, ενώ ο Σω, προφητεύοντας τον αναβρασμό της δικής του, γκρεμίζει.

Πού βρίσκεται στο Μολιέρο το μυστικό της διάρκειας; Στο ότι έχοντας γι’ αντικείμενό του άτομα, δηλαδή χαρακτήρες κι όχι αφηρημένες αρχές, μελετάει το πράγμα καθ’ εαυτό, που είναι ο άνθρωπος. Ο κ. Ζουρνταίν μεταφέρει παντού το ελάττωμά του, σ’ οποιαδήποτε εποχή και κάτω από οποιονδήποτε ουρανό, όπως μεταφέρουν το δικό τους ο Ταρτούφος ή ο Αρπαγκόν. Οι όροι της ζωής αλλάζουν, τα ήθη της, οι αναλογίες, τα μέτρα της. Οι χαρακτήρες, σύμφωνα με τις δεδομένες κάθε φορά συνθήκες, εκδηλώνονται έτσι ή αλλιώς. Δεν τους αλλάζουν οι συνθήκες. Αν προσέξουμε κάπως βαθύτερα θα ιδούμε πως, τουναντίο, αυτοί είναι που δημιουργούν κάθε φορά τις συνθήκες, ή, τουλάχιστο, που τις εκμεταλλεύονται. Τα μέσα, συχνά, αλλάζουν, ο άνθρωπος όχι. Κι όπως η περρούκα του δέκατου έβδομου αιώνα δεν μας εμποδίζει ν’ αναγνωρίσουμε στο πρόσωπο του Ταρτούφου τον συγκαιρινό μας ομογάλακτο αδερφό του, έτσι και τα τυχαία ήθη, οι συμπτωματικές καταστάσεις, το κοινωνικό ύφος του Αρχοντοχωριάτη δεν μας εμποδίζει να ταυτίσουμε το πρόσωπο του κ. Ζουρνταίν με άπειρα ομοιότυπά του και των δυο φύλων, γνώριμά μας από τη γύρω κοινωνική ζωή.

***

Με την ευκαιρία λοιπόν μιας αυλικής γιορτής του 1670, ο Μολιέρος έγραψε μια κωμωδία ωπλισμένη με το δώρο της διάρκειας. Την έγραψε στο ζωηρό εκείνο, κοφτερό, παλλόμενο από θεατρικό ρυθμό ύφος που είταν το δικό του. “Ο κανόνας των κανόνων είναι ν’ αρέσεις” είχε πει ο ίδιος στην “Κριτική του Σχολείου Γυναικών”. Είταν υπερβολικά μετριόφρων. Μπορεί κανείς ν’ αρέσει με πολλούς τρόπους. Μπορεί ν’ αρέσει χωρίς να λέει απολύτως τίποτα – και, κάποτε, ακριβώς επειδή δεν λέει τίποτα απολύτως. Και μπορεί ν’ αρέσει, παρ’ όλο που λέει πολλά. Ο Μολιέρος ήξερε ν’ αρέσει μ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο. Το μυστικό της επιτυχίας του είναι η αλήθεια, η παρρησία, το γνώρισμα της ζωής.

Στον Αρχοντοχωριάτη τα πρόσωπα σκιτσάρονται μάλλον παρά που ζωγραφίζονται. Αυτό όμως δεν εμποδίζει την κ. Ζουρνταίν να είναι αυθεντική, τη Νικόλ ν’ αστράφτει από αυθορμησία, τον Δοράντη να είναι το πρότυπο του ηθικά ξεπεσμένουυ άρχοντα. Δίχως ντροπή και συνείδηση, ο ευγενής αυτός, έχει εξελιχτεί σ’ ένα δεξιοτέχνη απατεώνα, απομυζά τον κ. Ζουρνταίν καλλιεργώντας τις ανόητες αδυναμίες του. Η μαρκησία Δοριμένη, εξάλλου, είναι μια γυναίκα κάπως ελαφρόμυαλη, αλλά έξυπνη, έντιμη στο βάθος. Δεν υποπτεύεται τις λαθροχειρίες του Δοράντη. Διασκεδάζει με τον Ζουρνταίν χωρίς να ξέρει πως αυτός κι όχι ο Δοράντης είναι η πηγή της τύχης της. Όπως κάθε γυναίκα με κάπως θολή κοινωνική ζωή, αποβλέπει στο γάμο για ν’ αποκατασταθεί. Ο Κοβιέλος, ο υπηρέτης του Κλεόντη, τέλος, έρχεται κατευθείαν από τη λαϊκή ιταλική κωμωδία. Είναι ένας κλασικός τύπος της που κάνει πρόδηλη την επίδρασή της πάνω στην τέχνη του Μολιέρου.

Έτσι, γύρω στο κεντρικό πρόσωπο της κωμωδίας, διαγράφεται ένας μικρός κοινωνικός περίγυρος. Ο Μολιέρος σημάδευε με την κριτική του όλες τις τάξεις δίχως διάκριση και προς τ’ απάνω και προς τα κάτω. Άπειρες φορές είχε σατιρίσει την αριστοκρατία. Με την ίδια κωμική ευφράδεια σατιρίζει στον Αρχοντοχωριάτη του τη μεσαία τάξη. Είχε το μέγα δώρο να μη γίνεται ποτέ πικρός. Το γέλιο του είταν πρόσχαρο και άκακο, χαρακτήριζε δίχως να πληγώνει. Κ’ είτε γράφοντας κωμωδίες υψηλού ύφους, που κρύβουν κάτω από την επιφάνειά τους δραματικά θέματα, είτε φάρσες, είτε κωμωδίες-μπαλλέτα, είχε το χάρισμα να τα εμψυχώνει με την ισχυρή πνοή του, να κολπώνει τα πανιά, έτσι που τα έργα του, καθώς λέει κι ο Σαρσαί, “να διασχίζουν τους αιώνες”.

______________________

Το κείμενο γράφτηκε για το έντυπο πρόγραμμα του Εθνικού Θεάτρου που παρουσίασε στην Κεντρική Σκηνή (08/11/1952 – 14/12/1952) τον Αρχοντοχωριάτη, σε μετάφραση Γ.Ν. Πολίτη, σκηνοθεσία Σωκράτη Καραντινού και σκηνικά-κοστούμια Γ. Βακαλό. Μουσική: Ζαν Λουλλύ, ενορχήστρωση-διασκευή Μ. Δούνια, χορογραφία Τατιάνας Βαρούτη και μουσική διεύθυνση Κ. Κυδωνιάτη.

Αναδημοσιεύτηκε επίσης και στο έντυπο πρόγραμμα του Εθνικού Θεάτρου που παρουσίασε στην Κεντρική Σκηνή (16/11/1979 – 13/01/1979) τον Αρχοντοχωριάτη, σε μετάφραση Γιώργου Πολίτη, σκηνοθεσία Γιώργου Θεοδοσιάδη, χορογραφίες Ντόρας Τσάτσου-Συμεωνίδη, σκηνικά-κοστούμια Γιώγου Πάτσα, μουσική διεύθυνση Στέφανου Βασιλειάδη, επιμέλεια ασκήσεων ξιφασκίας Χριστόφορου Μπουμπούκη. Η μουσική που παιζόταν κατά τη διάρκια του έργου ήταν η αυθεντική μουσική που είχε γράψει ο Lully, προσαρμοσμένη από τον Στ. Βασιλειάδη.

  • Κεντρική φωτογραφία: Κώστας Καστανάς (Κλεόντης), Νόρα Βαλσάμη (Δεσποινίς Ντεμπρύ), Μαργαρίτα Λαμπρινού (Κυρία Μολιέρου), Παντελής Ζερβός (Ζουρνταίν), Τάσος Χαλκιάς (Κοβιέλος), Πόπη Παπαδάκη (Νικολέττα). Ο αρχοντοχωριάτης (1980). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή. 16/11/1979 – 13/01/1979
The following two tabs change content below.

ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ

O Αγγελος Τερζάκης γεννήθηκε το 1907 στο Nαύπλιο. Πρωτοεμφανίζεται στα γράμματα με τη συλλογή διηγημάτων "O ξεχασμένος" (1925). Tο 1936 ανεβαίνει στο Eθνικό Θέατρο το πρώτο θεατρικό έργο του, ο Aυτοκράτωρ Mιχαήλ. Διηύθυνε τα λογοτεχνικά περιοδικά Πνοή, Λόγος και Eποχές, και από το 1947 αρχίζει η συνεργασία του με την εφημερίδα Tο Bήμα, ως τακτικού επιφυλλιδογράφου (1947-1979) και θεατρικού κριτικού (1947-1965). Yπηρέτησε από το 1937 και για πολλά χρόνια στο Eθνικό Θέατρο ως γενικός γραμματέας, καλλιτεχνικός διευθυντής, γενικός διευθυντής, διευθυντής δραματολογίου και διευθυντής της Δραματικής Σχολής. Tιμήθηκε με το Aριστείο Γραμμάτων και Tεχνών της Aκαδημίας Aθηνών (1969). Tο 1974 εξελέγη Aκαδημαϊκός. Πέθανε στην Aθήνα το 1979. Tο έργο του (μυθιστόρημα, διήγημα, δοκίμιο, κριτική, μετάφραση) φτάνει, για την ώρα, τους πενήντα σχεδόν τόμους.

Latest posts by ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ (see all)


Μοιράσου το!
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΔΡΩΜΕΝΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ