Ο Μολιέρος και ο θίασος του βασιλιά στο Palais-Royal (1658-1673)

Ο Μολιέρος και ο θίασος του βασιλιά στο Palais-Royal (1658-1673)

Μοιράσου το!

  • Georges Mongrédien

Το 1643, ένας νεαρός άντρας, ονόματι Ζαν-Μπατίστ [Jean-Baptiste], εγκαταλείπει το μαγαζί τού ταπετσιέρη πατέρα του Ζαν Ποκελέν [Jean Poquelin], για να ακολουθήσει τη θεατρική περιπέτεια. Αυτό που τον ωθεί δεν είναι μόνο μια αδιαμφισβήτητη έφεση, αλλά και μια κωμωδός, όμορφη, κοκκινομάλλα, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή του, την οποία δεν θα αργήσει να την κάνει ερωμένη του: η Μαντλαίν Μπεζάρ [Madeleine Béjart]. Πρόκειται για το ξεκίνημα του Μολιέρου [Molière].

Στρατολογεί κάποια “παιδιά καλών οικογενειών” και φτιάχνει μαζί της ένα θέατρο, που θα αποκαλέσει μες στον ενθουσιασμό της νιότης του: Επιφανές Θέατρο [Illustre Théâtre]. Συναντά κανείς εκεί ένα γραμματικό δικαστηρίου, έναν αριστοτέχνη της γραφής, ένα βιβλιοπώλη, μια κόρη μαραγκού, όπως και έναν αδελφό και μιαν αδελφή της Μαντλαίν. Συνολικά δέκα μέλη. Ο μεγαλύτερος είναι εικοσιεφτά χρόνων και η μικρότερη δεκάξι. Εκτός από τη Μαντλαίν Μπεζάρ, κανένας από αυτούς δεν έχει ανέβει ποτέ στο παλκοσένικο. Το εταιρικό συμβόλαιο υπογράφεται στις 30 Ιουνίου 1643, ενώ η Μαντλαίν Μπεζάρ, προσωρινή διευθύντρια, επιφυλάσσει για τον εαυτό της και την επιλογή των ρόλων.

Ο θίασος νοικιάζει το σφαιριστήριο των Μεσταγιέ, στην οδό Μαζαρίν. Το ενοίκιο καθορίζεται σε 1900 λίρες ετησίως. Θα πληρώνεται με το μήνα και προκαταβολικά. Ο συνετός ιδιοκτήτης του σφαιριστηρίου απαιτεί την εγγύηση της Μαρί Ερβέ [Marie Hervé], μητέρας των Μπεζάρ. Προσλαμβάνουν ένα χορευτή και τέσσερις μουσικούς για τρία χρόνια, λες και η επιτυχία είναι εξασφαλισμένη. Ύστερα από τις εργασίες διαρρύθμισης της αίθουσας και των γύρω χώρων, το καινούργιο θέατρο ανοίγει τις πύλες του την 1η Ιανουαρίου 1644, δεκαπέντε μέρες πριν από την πυρκαγιά του Μαραί [Théâtre du Marais], πράγμα που δεν μπορεί παρά να ευνοήσει τους πρωτόβγαλτους. Ο Γκαστόν ντ’ Ορλεάν [Gaston d’Orléans], τον οποίο είχε βολιδοσκοπήσει ο Τριστάν ο Ερημίτης [Tristan L’Hermite], παραχωρεί την προστασία του στην επιχείρηση, κρατά όμως κλειστό το πουγκί του. Το Επιφανές Θέατρο, που διαπνέεται από ευγενείς φιλοδοξίες, προσκολλάται κυρίως στην τραγωδία και, προφανώς, σε εκείνη του νεαρού Κορνέιγ [Pierre Corneille]. Θα παίξει επίσης τον Αρταξέρξη του Μανιόν, τον Scevole του ντυ Ρυέ, τον Θάνατο του Σενέκα [La Mort de Sénèque] του Τριστάν, το έργο Perside του Νικολά Ντεφονταίν. Παρ’ όλα αυτά, τα έξοδα είναι τεράστια και οι εισπράξεις εξαιρετικά φειδωλές. Είναι δυσκολότατο για ένα θίασο που πρωτοεμφανίζεται να ανταγωνιστεί το Οτέλ ντε Μπουργκόνι [Hôtel de Bourgogne], και μάλιστα στην ενορία του Αγίου Σουλπικίου, όπου δεσπόζει ο χειρότερος εχθρός των κωμωδών: ο Κ. Ολιέ.

Κι όμως, το νοίκι, οι συγγραφείς, τα κοστούμια, όλα αυτά πρέπει να πληρωθούν. Οι άποροι νεαροί μας κωμωδοί θα ακολουθήσουν την ολέθρια μέθοδο των δανείων. Ένας τραπεζοκόμος του βασιλιά, ο Λουί Μποντώ, τους δανείζει 1100 λίρες. Ύστερα από τρεις μήνες, θα δανειστούν ακόμα 2000 λίρες από τον Φρανσουά Πομμιέ –πίσω από τον οποίο κρύβεται ουσιαστικά και πάλι ο Λουί Μποντώ–, υποθηκεύοντας τα μελλοντικά τους έσοδα, τα κτίσματα του θεάτρου, τα σκηνικά και τα εν γένει προσωπικά περιουσιακά τους στοιχεία. Η κ. Ερβέ χρησιμοποιεί ως εγγύηση το μερίιο των δυο θυγατέρων της, όπως και εκείνο του Μολιέρου.

Ωστόσο, δεν είναι πλέον δυνατό να σταθούν στην οδό Μαζαρίν, όπου παίζουν μπροστά σε άδειους πάγκους. Άραγε το κοινό απεχθάνεται να διασχίζει το Σηκουάνα προκειμένου να παρακολουθήσει ένα θέαμα; Ας είναι. Θα κάνουν μια καινούργια προσπάθεια στη δεξιά όχθη του ποταμού. Καταγγέλλουν τη σύμβαση του σφαιριστηρίου των Μεσταγιέ και νοικιάζουν –για τρία χρόνια, και μάλιστα στην αστρονομική τιμή των 2400 λιρών!– το σφαιριστήριο της Κρουά-Νουάρ, την όχθη του Σηκουάνα, στο σημερινό νούμερο 32 του Και ντε Σελεστέν [Quai des Célestins]. Καινούργια έξοδα διαρρύθμισης, καινούργιες δαπάνες για την ξυλουργική και την ταπετσαρία. Ο Φρανσουά Πομμιέ θα αναλάβει τα πάντα. Το Επιφανές Θέατρο βρίσκεται υπό κηδεμονία, έχοντας χάσει εντελώς την ανεξαρτησία του. Οι πιστωτές και οι προμηθευτές καταφεύγουν στη δικαιοσύνη. Ο Μολιέρος, σε απελπιστική κατάσταση, δανείζεται άλλες 291 λίρες από μια έμπορο, ενεχυριάζοντας δυο χρυσοκέντητες και ασημοκέντητες κορδέλες.

Στις 2 Αυγούστου 1645, ο Φωσέ, έμπορος κεριών, επιτυγχάνει εξαιτίας ενός – διαμφισβητούμενου άλλωστε– χρέους 142 λιρών, τη φυλάκιση του Μολιέρου στο Σατελέ. Ο αστυνόμος διατάσσει την αποφυλάκισή του με εγγύηση. Πριν όμως αυτή πραγματοποιηθεί, ο Ντυμπούρ, έμπορος λευκών ειδών, θα τον κρατήσει στη φυλακή για ένα χρέος 155 λιρών. Το θέατρο κλείνει και ο θίασος διαλύεται. Ο Μολιέρος και η Μαντλαίν Μπεζάρ δανείζονται ακόμη 522 λίρες από μια έμπορο, την Αντουανέτ Σιμονύ, ενεχυριάζοντας ό,τι τους έχει απομείνει, δηλαδή τη γκαρνταρόμπα τους ως κωμωδών, το κυριότερο εργαλείο για τη δουλειά τους. Αυτά τα αξιοθρήνητα κουρέλια θα βγουν στο σφυρί. Με τα συντρίμμια της εταιρείας τους, οι κωμωδοί μας θα βυθιστούν στο σκοτάδι της επαρχίας.

Τους περιμαζεύει ο Σαρλ Ντυφρέν, επικεφαλής του θιάσου του δούκα του Επερνόν, και φεύγουν μέσω Νάντης και Μπορντώ προς τα νοτιοδυτικά. Επί δεκατρία χρόνια, εντελώς ξεχασμένοι από τους Παριζιάνους, θα ζήσουν τη γραφική περιπέτεια του Κωμικού Μυθιστορήματος. Στη διάρκεια της μακρόχρονης αυτής περιοδείας, ο Μολιέρος θα σπουδάσει το επάγγελμά του.

Κατόπιν, μια ωραία πρωία, ο θίασος –του οποίου δεν άργησε να μπει επικεφαλής– ενισχυμένος με τα ζευγάρια Ντυπάρκ και Ντε Μπρι από τη Ρουέν, ξαναγυρνά στο Παρίσι. Ωστόσο, ο Μολιέρος θα μπει στην πρωτεύουσα μονάχα αφού θα έχει προετοιμάσει το έδαφος. Κάποιοι ημιεπίσημοι μεσάζοντες έχουν αποσπάσει υπέρ αυτού την προστασία του Κυρίου, Φιλίππου της Ορλεάνης, αδελφού του Λουδοβίκου XIV. Και εκεί, στην αίθουσα των Φυλάκων του Λούβρου, θα κάνει, στις 24 Οκτωβρίου 1658, παρουσία του βασιλιά, το δεύτερο παρισινό του ντεμπούτο. Ολόκληρο το Οτέλ ντε Μπουργκόνι παρίσταται, με την προσοχή του στραμμένη στην υποδοχή που επιφυλάσσεται στους καινούργιους αυτούς αντιζήλους, για τους οποίους ο βασιλιάς έχει κιόλας εκδηλώσει ζωηρό ενδιαφέρον. Ο Μολιέρος παίζει το Νικομήδη, κι ύστερα, με ένα καλογραμμένο λογύδριο, ζητά από το βασιλικό του θεατή την άδεια να του παρουσιάσει μια από εκείνες τις μικρές κωμωδίες, “με τις οποίες έτερπε τις επαρχίες”. Πρόκειται για τον Ερωτευμένο Γιατρό [Le Docteur Amoureux]. Τη συγκεκριμένη εποχή, η φάρσα έχει ξεχαστεί εντελώς στο Παρίσι. Ο βασιλιάς και οι αυλικοί του καταδέχονται να ξεκαρδιστούν στα γέλια. Το παιχνίδι είναι κερδισμένο. Ο Μολιέρος θα μείνει στο Παρίσι και θα μοιραστεί με τους Ιταλούς, επικεφαλής των οποίων βρίσκεται ο Σκαραμούς [Scaramouche], το θέατρο του Πετί-Μπουρμπόν [Le théâtre du Petit-Bourbon]. Αυτό βρίσκεται περίπου στη σημερινή θέση του περιστυλίου του Λούβρου. Πρόκειται για αίθουσα πανέμορφη, που ο Σωβάλ την περιγράφει ως εξής: “Είναι αναμφισβήτητα η πιο ευρύχωρη, η πιο ψηλή και μακριά αίθουσα ολόκληρου του βασιλείου. Έχει πλάτος δεκαοχτώ συνηθισμένα πόδια, μήκος τριανταπέντε οργιές (70 μέτρα), και η στέγη της είναι τόσο ανυψωμένη που το αέτωμα φαίνεται ίσο σε ύψος με εκείνα των κτηρίων του Αγίου Γερμανού και του Αγίου Ευσταθίου”. Σ’ αυτήν την αίθουσα, δίνουν τις παραστάσεις τους τα μπαλέτα της Αυλής. Ο Μολιέρος εγκαινιάζει την εκεί σταδιοδρομία του, στις 2 Νοεμβρίου, με δυο κωμωδίες που έχουν πρωτοπαιχθεί στην επαρχία: τον Ασυλλόγιστο [L’ Etourdi] και το Ερωτικό Πείσμα [Le Depit Amoureux]. Και ολοταχώς πλέον, στρώνεται στη δουλειά. Το Πάσχα του 1659, στρατολογεί δυο από τους καλύτερους κωμικούς, ιδιαίτερα δημοφιλείς στο Μαραί: τον Ζοντελέ και τον Λ’ Εσπύ, και αναζητεί ένα καινούργιο θέμα φάρσας μες από την επικαιρότητα.

Η Madeleine Béjart στις “Ψευτοσπουδαίες”

Στις 18 Νοεμβρίου 1659, μετά τον Κίννα, δίνει την πρώτη παράσταση του έργου του οι Ψευτοσπουδαίες [Les Precieuses Ridicules]i. Η μαρκησία ντε Ραμπουγιέ και οι φίλοι της κάθονται στα πρώτα θεωρεία. Θρίαμβος. Ο Μολιέρος κατακτά μεμιάς το παρισινό κοινό, δίνοντάς του την ευκαιρία να γελάσει, ευκαιρία που έχει από καιρό χαθεί. Από τότε, στεριώνει οριστικά στην πρωτεύουσα, που θα περιλαμβάνει εις το εξής όχι πλέον δυο, αλλά τρία θέατρα κωμωδίας. Ύστερα από λίγο, η επιτυχία του Κατά Φαντασίαν Κερατά [Le Cocu Imaginaire]ii επισφραγίζει εκείνη των Ψευτοσπουδαίων.

Το Οτέλ ντε Μπουργκόνι αρχίζει να ανησυχεί. Παραγγέλλει στον Σομαίζ τις Πραγματικές Κομψευόμενες [Les Veritables Precieuses]. Ένας αδιάκριτος βιβλιοπώλης δημοσιεύει χωρίς ειδική άδεια τις Ψευτοσπουδαίες. Ο Μολιέρος κατηγορείται ότι λεηλάτησε μια ιταλική κωμωδία, η οποία ανήκε στον αββά του Πούρε. Ένας άγνωστος τυπώνει μια λαθραία έκδοση του Κατά Φαντασίαν Κερατά, που ο Μολιέρος δίνει εντολή να κατασχεθεί και να απαγορευθεί. Κάποιος άλλος τον μιμείται με την Κατά Φαντασίαν κερατού. Κοντολογής, ο Μολιέρος μπλέκεται ευθύς αμέσως σε περιπέτειες, τις οποίες το Οτέλ ντε Μπουργκόνι φροντίζει να υποθάλπει όσο μπορεί καλύτερα. Οι εφημερίδες, αναγκασμένες να αναφέρουν την επιτυχία, σιγούν όσον αφορά το όνομα του συγγραφέα. Ωστόσο, ο βασιλιάς, με μια δωρεά ύψους 500 λιρών, εκδηλώνει την ικανοποίησή του, υπόσχεται στο νεοφερμένο να τον υποστηρίξει και του ζητά να παίξει στις Βενσέν.

Ο Μολιέρος, εγκατεστημένος εκεί ένα χρόνο, έχει γνωρίσει μονάχα επιτυχίες ώσπου ξεσπά η καταστροφή. “Χωρίς να προειδοποιήσει το θίασο”, ο Κ. Ντε Ραταμπόν, ανώτατος επόπτης των βασιλικών κτηρίων, διατάσσει την κατεδάφιση της αίθουσας του Πετί-Μπουρμπόν προκειμένου να διευρυνθεί το Λούβρο. “Η κακή προαίρεση του Κ. Ντε Ραταμπόν ήταν έκδηλη”, θα σχολιάσει ο πιστός Λα Γκρανζ. Ύστερα από παρέμβαση του Κυρίου, ο βασιλιάς παραχωρεί στο θίασο του Μολιέρου την παλιά αίθουσα του Παλαί-Ρουαγιάλ [Palais-Royal] , χτισμένη από τον Ρισελιέ και μισοκατεστραμμένη. Ο Κ. Ντε Ραταμπόν την αναστηλώνει με έξοδα του βασιλιά. Έτσι, σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, ο Μολιέρος θα έχει έναντι των δυο άλλων παρισινών θιάσων ένα μεγάλο πλεονέκτημα: δεν θα πληρώνει νοίκι. Οι εργασίες επιταχύνονται. Η διακοπή θα είναι βραχυπρόθεσμη, μόλις τριών μηνών. Εν τω μεταξύ, ο θίασος δίνει πολλές παραστάσεις στο Λούβρο και σε κατοικίες ιδιωτών.

Παρ’ όλα αυτά, το Οτέλ ντε Μπουργκόνι επωφελείται από τη θαυμάσια τούτη ευκαιρία, προσπαθώντας να αποδιοργανώσει το θίασο του Μολιέρου, όπως έχει κάνει τόσες φορές και για το θέατρο Μαραί. Διαβάστε τις ευγενικές αυτές γραμμές του Λα Γκρανζ: “Ο θίασος, εκτεθειμένος σε όλες αυτές τις λαίλαπες, αναγκάστηκε επιπλέον να αμυνθεί ενάντια στη διχόνοια που οι άλλοι κωμωδοί του Οτέλ ντε Μπουργκόνι και του Μαραί ήθελαν να ενσπείρουν ανάμεσα στα μέλη του, κάνοντάς τους διάφορες προτάσεις, τόσο οι μεν όσο και οι δε, για να τους αποσπάσουν υπέρ αυτών. Ωστόσο, σύσσωμος ο θίασος του Κυρίου έμεινε ακλόνητος. Όλοι οι ηθοποιοι αγαπούσαν τον Κύριο Μολιέρο, το θιασάρχη τους, ο οποίος συνδύαζε μια εκπληκτική αξία και ικανότητα με την εντιμότητα και έναν άκρως φιλοφρονητικό τρόπο. Και, σαν αντάλλαγμα γι’ αυτές τις αρετές του, αισθάνονταν υποχρεωμένοι να του υποσχεθούν πως δεν θα τον εγκατέλειπαν ποτέ, οποιαδήποτε πρόταση κι αν τους γινόταν και οποιοδήποτε πλεονέκτημα και αν είχαν τη δυνατότητα να βρουν αλλού. Βάσει αυτών, διαδόθηκε στο Παρίσι ότι ο θίασος υφίσταται πράγματι και είναι εγκατεστημένος στο Παλαί-Ρουαγιάλ, υπό την προστασία του βασιλιά και του Κυρίου”.

Μια φιλία σφραγισμένη επί δεκαπέντε χρόνια, μες από πολλές δοκιμασίες, μεταξύ των συντρόφων του Μολιέρου, όλων τους πιστών και αλληλέγγυων την ώρα ενός καινούργιου κινδύνου, ήταν η ωραιότερη ανταμοιβή για το θιασάρχη τους.

Το Παλαί-Ρουαγιάλ ανοίγει τι πύλες του στις 20 Ιανουαρίου 1661. Πρόθεσή μας δεν είναι να παρακολουθήσουμε, από χρονιά σε χρονιά και από επιτυχία σε επιτυχία, τη δωδεκαετή ιστορία κατά την οποία ο Μολιέρος δίνει περίφημες μάχες με το Σχολείο των Γυναικών [L’École des femmes], τον Ταρτούφο [Tartuffe] και τον Δον Ζουάν [Dom Juan], σε μια λαμπρή σταδιοδρομά που έχει άπειρες φορές περιγραφεί.

Έτσι, θεωρούμε πιο ενδιαφέρον να διεισδύσουμε μέσα στην ίδια ζωή του θιάσου. Ας μην ξεχνάμε καταρχήν ότι ο Μολιέρος είναι ο διευθυντής του, αυτός που απευθύνεται προς το κοινό και καταρτίζει το πρόγραμμα, ο εν ενεργεία σκηνοθέτης, όπως εκφράζεται μεταξύ των συντρόφων του στο Αυτοσχεδίασμα των Βερσαλλιών [L’Impromptu de Versailles]. Είναι όμως και ο κύριος προμηθευτής του ρεπερτορίου του. Τα έργα του Κορνέιγ και του Ρασίν [Jean Racine] παίζονται στο Οτέλ ντε Μπουργκόνι. Παιγμένα αλλού, δεν μπορεί παρά να αποτελούν επαναλήψεις. Ο θίασος έχει στη διάθεσή του μονάχα έργα κάποιων μέτριων συγγραφέων τραγωδιών, όπως ο Μπουαγιέ ή ο Λα Καλπρενέντ, ή κωμωδιών, όπως ο Ζιλμπέρ, ο Ντονώ ντε Βιζέ και ο Σαπυζώ. Αν το Παλαί-Ρουαγιάλ έχει γίνει ο ναός του κωμικού στοιχείου, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο θίασος ζει αποκλειστικά και μόνο από τα έργα του Μολιέρου – έγραψε τριάντα τρία, μεταξύ των οποίων περίπου δέκα, με διάφορους τίτλους, μπορούν να θεωρηθούν αριστουργήματα, ενώ πολλά προσεγγίζουν κάποια επίκαιρα προβλήματα. Συμπεριλαμβάνοντας και τις επαναλήψεις έργων που παίζονταν στα άλλα θέατρα, ο Μολιέρος στη διάρκεια των δεκαπέντε χρόνων της σταδιοδρομίας του στο Παρίσι, ανέβασε ενενήντα πέντε έργα. Από αυτά, τα τριάντα ένα είναι δικά του, δηλαδή έγραφε κατά μέσον όρο δυο το χρόνο. Ποιος διευθυντής θεάτρου σήμερα θα μπορούσε να εξασφαλίσει μια τέτοια φιλολογική παραγωγή;

Ο λόγος που ο Μολιέρος έγινε τόσο γρήγορα δημοφιλής στο Παρίσι συνίσταται, καταρχήν, στο ότι επανέφερε τη φάρσα, ξεχασμένη επί είκοσι χρόνια. Τη συνδυάζει με την ηθογραφική κωμωδία, την κωμωδία-μπαλέτο, ακόμα και με τη μεγάλη κωμωδία. Είναι η σκηνή του Ορόντη στο Μισάνθρωπο [Le Misanthrope], ο κρυμμένος κάτω από το τραπέζι Οργκόν στον Ταρτούφο, η φιλονικία του Βάντιους και του Τρισοτίνου στις Λόγιες Γυναίκες [Les Femmes savantes], ολόκληρος ο ρόλος του Σωσία στον Αμφιτρύονα [Amphitryon]. Ένα από τα τελευταία έργα του, μετά από τα μεγάλα αριστουργήματα, θα είναι επίσης μια φάρσα: Οι Κατεργαριές του Σκαπίνου [Les Fourberies de Scapin]. Ο Μολιέρος όμως συγκρατεί το ενδιαφέρον του κοινού και με έναν άλλο τρόπο: κάνει το θέατρο να ριζώνει στην επικαιρότητα. Αντικαθιστά τη ρομαντική κωμωδία των Σκαρρόν, Μπουαρομπέρ και Τομά Κορνέιγ, άκαιρη, στερεότυπη, κατ’ απομίμηση των ιταλικών ή των ισπανικών προτύπων, με μια καινούργια κωμωδία, όπου προσεγγίζονται τα σύγχρονα προβλήματα. Η φάρσα των Ψευτοσπουδαίων είναι μια πραγματική σκηνή επιθεώρησης. Οι Ενοχλητικοί [Les Fâcheux], μια σειρά από σκετς. Το Σχολείο των Γυναικών αναφέρεται στο καυτό πρόβλημα της εκπαίδευσης των γυναικών, το οποίο θα επαναληφθεί στις Λόγιες Γυναίκες. Η Κριτική του Σχολείου των Γυναικών [La Critique de l’école des femmes] και το Αυτοσχεδίασμα των Βερσαλλιών αποτελούν έργα φιλολογικής διαλεκτικής, όπου επιτίθεται στους αντιζήλους του ηθοποιούς και συγγραφείς. Ο Έρως Ιατρός [L’Amour médecin] προσφέρει μια καρικατούρα των γιατρών της Αυλής. Ο Ταρτούφος και ο Δον Ζουάν πραγματεύονται το ουσιώδες πρόβλημα της θρησκείας και εντάσσονται στη γενική πολεμική του θεάτρου, στην οποία ήδη αναφερθήκαμε. Ο Κύριος ντε Πουρσωνιάκ [Monsieur de Pourceaugnac]iii, Η Κόμισσα ντ’ Εσκαρμπανιά [La Comtesse d’Escarbagnas] και ο Γεώργιος Δανδίνος [George Dandin]iv γελοιοποιούν τους επαρχιώτες ευγενείς τους οποίους εκ παραδόσεως κοροϊδεύουν οι αυλικοί, όπως δείχνουν άλλες κωμωδίες της εποχής. Ο Αρχοντοχωριάτης [Le Bourgeois gentilhomme] αναφέρεται στην άνοδο της αστικής τάξης, την οποία ο Λουδοβίκος XIV προήγαγε σε θέσεις-κλειδιά του Κράτους, μεταβάλλοντας τον αιώνα του, κατά τα λεγόμενα του Σαιν-Σιμόν, σε “μακρόχρονη βασιλεία της ποταπής μπουρζουαζίας”. Η ίδια η τουρκική φάρσα έχει την πηγή της στην επικαιρότητα μιας πρόσφατης πρεσβείας της Υψηλής Πύλης. Ο Κατά φαντασίαν Ασθενής [Le Malade imaginaire], ύστατη επίθεση κατά της ημιμάθειας των γιατρών, εξυψώνεται σε υπερσύγχρονη φιλοσοφία υπέρ των “ανακαλύψεων του αιώνα”, όπως η άρνηση, από την πλευρά της κατακυρωμένης επιστήμης, της κυκλοφορίας του αίματος.

Έτσι, σε καθεμιά από τις κωμωδίες του Μολιέρου, ο θεατής ξαναβρίσκει τους ανθρώπους της εποχής του, τους μικροκαβγάδες ή τις μεγάλες διενέξεις που τους χωρίζουν. Κάτι που τον συνδέει μαζί τους με διαφορετικό τρόπο από ό,τι τα παραδοσιακά επεισόδια –απαγωγές ή μεταμφιέσεις– της ρομαντικής κωμωδίας. Και έρχεται να αναζητήσει με ευχαρίστηση στο Μολιέρο αυτό που οι άλλοι δεν ξέρουν να του προσφέρουν.

Οι σύγχρονοί του μας πληροφορούν πως είχε γερή κράση, αλλά ο καθημερινός φόρτος της δουλειάς του, οι τρομεροί αγώνες του κατά των αντιζήλων και συνδεδεμένων με τους θεοσεβούμενους κωμωδών, οι έγνοιες του ως θιασάρχη –“οι κωμωδοί είναι παράξενα ζώα που πρέπει να χειραγωγείς”–, οι συζυγικές του πικρίες –εκείνος, ο τόσο ζηλότυπος είχε κάνει έναν αταίριαστο γάμο με την Αρμάντ Μπεζάρ, επιπόλαιη και φιλάρεσκη–, οι αέναες απαιτήσεις του βασιλιά που δεν υπήρχε τρόπος να τις αποφύγει, ο μόχθος του ως θεατρικού συγγραφέα, οι δυσκολίες του με τον Λουλλύ [Lully], όλη αυτή η συνεχής υπερκόπωση δεν άργησε να έχει αντίχτυπο στην υγεία του. Πέθανε στα πενήντα ένα του χρόνια, λίγες ώρες μετά το κατέβασμά του από τη σκηνή.

Ένα σημαντικό μέρος της θεατρικής του δραστηριότητας συνίσταται στη συμμετοχή του στις γιορτές της Αυλής, για τις οποίες δημιούργησε το καινούργιο είδος των κωμωδιών-μπαλέτων, που εγκαινιάστηκε στο Βω-λε-Βικόντ για τον Φουκέ με τους Ενοχλητικούς. Οι Τέρψεις του Μαγεμένου Νησιού [Les Plaisirs de l’ Ile enchantee], Η Μεγάλη Ψυχαγωγία των Βερσαλλιών [Le Grand Divertissement de Versailles], οι γιορτές που γίνονταν στο Σαιν Ζερμαίν, στη Φονταινεμπλώ, στο Σαμπόρ, περιλάμβαναν όλες τους διάφορα θεάματα. Σε ανταγωνισμό και πολλές φορές ταυτόχρονα με το Οτέλ ντε Μπουργκόνι, ο Μολιέρος καλείτο να συμμετάσχει. Γι’ αυτόν, αποτελούσε μεγάλη τιμή και εξαιρετική διαφήμιση, ενώ παράλληλα αντλούσε και για το θίασό του σημαντικά οφέλη. Από το 1665, ο Λουδοβίκος XIV οικειοποιήθηκε το θίασο του Παλαί-Ρουαγιάλ, ο οποίος έγινε, όπως και εκείνος του Μαραί, “θίασος του βασιλιά”. Εισέπραττε μια επιχορήγηση ύψους 6000 λιρών, που σύντομα αυξήθηκε σε 7000, έναντι 12000 λιρών που παραχωρούνταν “στο βασιλικό θίασο και μόνο”. Αυτός, εξάλλου, διαφύλασσε κατ’ αυτό τον τρόπο την ονομαστική του πρωτοκαθεδρία. Ωστόσο, το ρεπερτόριο του Μολιέρου ταίριαζε περισσότερο με τις γιορτές και τις ψυχαγωγίες της Αυλής από ό,τι εκείνο του Οτέλ ντε Μπουργκόνι, όπου δέσποζε η τραγωδία.

Η Πριγκίπισσα της Ίλιδος [La Princesse d’Élide], Ο Έρως Ιατρός [L’Amour médecin], Ο Σικελικός [Le Sicilien], Οι Θαυμάσιοι Εραστές [Les Amants magnifiques], ακόμα και το έργο του Pastorale comique, ή κάποιες φάρσες ανακατωμένες με μουσικά ιντερμέδια, όπως Ο Κύριος Πουρσωνιάκ ή Ο Αρχοντοχωριάτης, έχαιραν μεγαλύτερης εκτίμησης από την πλευρά των αυλικών και ήταν πιο εναρμονισμένες με τις γιορτές εκείνες όπου κυριαρχούσε το ερωτικό στοιχείο. Άξιον απορίας δεν είναι μόνο το γεγονός ότι ο συγγραφέας του Μισάνθρωπου έγραψε τη Μελικέρτη [Mélicerte], αλλά κυρίως ότι ο συγγραφέας της Μελικέρτης βρήκε το χρόνο για να γράψει το Μισάνθρωπο.

Από αυτές τις μετακινήσεις του στην Αυλή, ο θίασος αντλούσε ένα συμπλήρωμα του εισοδήματός του κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο. Ο βασιλιάς εξεδήλωνε κάθε γενναιοδωρία και, εκτός από τις ουσιαστικές επιχορηγήσεις, φιλοξενούσε τους κωμωδούς στη διάρκεια της διαμονής τους στα βασιλικά διαμερίσματα. Έτσι, αυτοί απαλλάσσονταν από κάθε δαπάνη. Όπως θα δούμε πιο κάτω, ο θίασος του Παλαί-Ρουαγιάλ έβγαζε πολλά χρήματα. Οι Τέρψεις του Μαγεμένου Νησιού απέφεραν 4000 λίρες στο θίασο και Η Πριγκίπισσα της Ίλιδος, 2000 λίρες στο συγγραφέα της.

Η ευνοϊκή αυτή οικονομική κατάσταση ήταν αναμφισβήτητα ένα σημαντικό στοιχείο για τη συνοχή της ομάδας Σε διάστημα δεκαπέντε χρόνων, παρατηρήθηκε μία και μόνη αποστασία, εκείνη της Δίδας Ντυπάρκ. Και αυτή μάλιστα δικαιολογείται από τον έρωτά της για τον Ρασίν, που την παρέσυρε στο Οτέλ ντε Μπουργκόνι. Η φιλία μεταξύ των μελών του θιάσου είχε σφυρηλατηθεί στη διάρκεια των ετών της επαρχίας, υπό τη διεύθυνση της Μαντλαίν Μπεζάρ, γυναίκας με ατράνταχτη λογική και αδιαμφισβήτητα διοικητικά προσόντα για την εταιρεία της. Ύστερα από το γάμο του Μολιέρου με την Αρμάντ Μπεζάρ –για την οποία εξακολουθούμε να μην γνωρίζουμε αν ήταν κόρη της Μαντλαίν, όπως διατείνονται όλοι οι σύγχρονοί της, η αδελφή της–, πέντε μέλη της οικογένειας Μπεζάρ ανήκουν στο θίασο, μεταβάλλοντάς τον κατά κάποιο τρόπο σε οικογενειακή επιχείρηση.

Από όλα αυτά συνάγεται ότι ο Μολιέρος, ως συγγραφέας κωμωδιών, γράφει έργα για να παίζονται από τους συντρόφους του και αυτόν τον ίδιο. Ο δικηγόρος Γκερέ είπε πολύ σωστά: “Δίχως άλλο, τους έχει όλους στο νου του όταν συγγράφει”. Και ο Περώ: “Εξακολουθεί να διαθέτει το χάρισμα της άριστης κατανομής των χαρακτήρων του και, στη συνέχεια της τέλειας εκπαίδευσης εκείνων που δεν μοιάζουν τόσο με ηθοποιούς κωμωδίας όσο με τα πραγματικά πρόσωπα, τα οποία αναπαριστάνουν επί σκηνής”. Ενώ ο Ντονώ ντε Βιζέ προσθέτει για το Σχολείο των Γυναικών: “Ποτέ κωμωδία δεν παίχτηκε τόσο καλά και με τόση τέχνη. Κάθε ηθοποιός ξέρει πόσα βήματα πρέπει να κάνει και οι ματιές του είναι ζυγισμένες”. Εξαίρετος κωμικός ηθοποιός, που έμαθε από τους Ιταλούς να δίνει έκφραση στο πρόσωπο και σε ολόκληρο το σώμα του, ο Μολιέρος δεν παύει να είναι και ένας εξαίρετος σκηνοθέτης.

Με τους μορφασμούς του στο ρόλο του Σγαναρέλλου, κάνει το κοινό να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Με τις Ψευτοσπουδαίες, κόβει ένα ρόλο στα μέτρα του Ζοντελέ, του πρώτου κωμικού της Γαλλίας, και γράφει το ρόλο της Cahos για την Κατρίν ντε Μπρι και εκείνον της Μαντελόν για τη Μαντλαίν Μπεζάρ. Η χωλότητα του Λα Φλες είναι εκείνη του Λουί Μπεζάρ, η “καμπυλότητα” του Γκρο-Ρενέ, εκείνη του Ντυπάρκ, η “σκυλόφατσα” του συμβολαιογράφου του Σχολείου των Γυναικών, εκείνη του Ντε Μπρι, το γέλιο της Ζερμπινέτ και της Νικόλ, εκείνο της Δίδας Μπωβάλ, η αγριωπή διάθεση της Μαρινέτ ή της Ντορίν, εκείνη της Μαντλαίν Μπεζάρ, η κραυγαλέα φιλαρέσκεια της Σελιμέν, εκείνη της γυναίκας του, ο βήχας του Αρπαγκόν, ο ίδιος του ο βήχας. Γράφει για τον εαυτό του τους ρόλους του Οργκόν, του Άλκηστου και του Αργκάν. Ο Λα Γκρανζ πιστοποιεί ότι πολλές φορές μετέφερε στο θέατρο “τα οικογενειακά του” και “όσα γίνονταν μέσα στο ίδιο του το σπίτι”.

Έτσι, οι σύντροφοι του Μολιέρου είχαν ρόλους γραμμένους στα μέτρα τους, που ανταποκρίνονταν απόλυτα στο φυσικό τους παρουσιαστικό και στις ιδιότητές τους. Και αυτό αποτελεί ένα στοιχείο επιτυχίας που λείπει από τους άλλους θιάσους.

Η πίστη του κοινού, όπως και η τελεσφόρα υποστήριξη του βασιλιά, ιδιαίτερα στις δύσκολες ώρες του Ταρτούφου, κρατούν το Παλαί-Ρουαγιάλ στην πρώτη θέση μεταξύ των παρισινών θεάτρων.

Παρ’ όλα αυτά, το 1672, η δυστυχία κατακεραυνώνει το Μολιέρο, ο οποίος είναι ήδη σοβαρά άρρωστος. Χάνει τη Μαντλαίν Μπεζάρ, την παντοτινή του φίλη και πρώτη μούσα του. Από την άλλη πλευρά, ο βασιλιάς τον εγκαταλείπει επιφυλάσσοντας όλες του τις εύνοιες για τον Λουλλύ, όπως ήδη εκθέσαμε. Το τελευταίο του έργο, Ο Κατά Φαντασίαν Ασθενής, γραμμένο για να παιχθεί στην Αυλή, όπως αποδεικνύεται από τον πρόλογό του, παίζεται στην πόλη. Και μέσα σε μια κατάσταση σχεδόν ολοκληρωτικής δυσμένειας, ο Μολιέρος πεθαίνει στις 17 Φεβρουαρίου 1673. Η ιστορία του Παλαί-Ρουαγιάλ σβήνει μαζί του. Ο θίασός του θα γνωρίσει καινούργιες περιπέτειες.

ΣΗΜΙΩΣΕΙΣ της μεταφράστριας

iΤο έργο αυτό συναντάται και ως Γελοίες Κομψευόμενες

iiΚωμωδία γνωστή και ως Σγαναρέλλος

iiiΤο έργο αυτό μεταφράστηκε και ως Κύριος Γουρουνάκης, ως Σκαμπαρδόνιος, ως Αγαθόπουλος ή Αγαθόπουλος ο Ξηροχωρίτης

ivΜεταφράστηκαν και ως Εντροπιασμένος Σύζυγος ή ως Προοδοθείς Σύζυγος

  • Από το βιβλίο Η καθημερινή ζωή των ηθοποιών την εποχή του Μολιέρου του Georges Mongrédien. Μετάφραση: λήδα Παλλάντιου. Εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα. Αθήνα 1997.

Μοιράσου το!
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΔΡΩΜΕΝΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ