Μικρό σχεδίασμα για τον Μολιέρο
Στις 24 Οκτωβρίου του 1658, ο Λουδοβίκος ο δέκατος τέταρτος, η βασίλισσα και η Αυλή παρακολουθούσαν στην αίθουσα της Φρουράς του Λούβρου μια παράσταση του Νικομήδη, τραγωδίας του Κορνήλιου. Ο θίασος που παρουσιαζόταν τη μέρα κείνη στο “Βασιλιά Ήλιο” είχε επικεφαλής του έναν άνθρωπο τριανταέξι χρονών, τον Ιωάννη-Βαπτιστή Ποκλέν, γνωστό κάπως στο θεατρόφιλο κοινό των επαρχιών με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Μολιέρος. Το μικρό εκείνο θεατρικό συγκρότημα ένα μόνον τίτλο είχε για να παρουσιαστεί στην Αυλή: πως ο διευθυντής του, παλιός συμμαθητή του πρίγκιπα ντε Κοντί, είταν συστημένς απ’ αυτόν στον αδελφό του βασιλέα, κι εκείνος πάλι είχε πετύχει την άδεια για το θίασο να δώσει μια παράσταση μπροστά στην Μεγαλειότητά του.
Και τον παρακάλεσε ν’ ακούσει και μιαν από τις μικρές εκείνες κωμωδίες που ο θίασός του έπαιζε στις επαρχίες. Η κωμωδία αυτή, έργο του ίδιου του Μολιέρου, είχε τον τίτλο Ο ερωτευμένος γιατρός. Η παράσταση σημείωσε μεγάλη επιτυχία, τόση μάλιστα που, από την άλλη κιόλας ημέρα, να δοθεί στο θίασο η άδεια από το Παλάτι να εγκατασταθεί στο Παρίσι, στην αίθουσα του “Πετί Μπουρμπόν.
Το κοινωνικό όνομα του Μολιέρου, Ποκλέν, δεν είταν άγνωστο στην Αυλή. Ο πατέρας Ποκλέν, ταπετσιέρης το επάγγελμα, είχε διατελέσει θαλαμηπόλος του Λουδοβίκου δέκατου τρίτου, και η φιλοδοξία του, ανέκαθεν, είτανε να βάλει το γιό του να τον διαδεχτεί. Του έδωσε λοιπόν μιαν ανατροφή και μια μόρφωση ανάλογες. Μαθητής στο κολλέγιο του Κλερμόν, ο αυριανός Μολιέρος συναναστράφηκε αρχοντόπουλα, μελέτησε τους Λατίνους συγγραφείς κι άκουσε τα μαθήματα του υλιστή κι επικούρειου φιλοσόφου Γκασσαντί. Σπούδασε και τα νομικά, στην Ορλεάνη, χρημάτισε τέλος, για ένα μικρό διάστημα θαλαμηπόλος του Λουδοβίκου δέκατου τρίτου. Όμως η φυσική του κλίση είταν άλλη. Το 1643 ερωτεύεται μια θεατρίνα, τη Μαγδαληνή Μπεζάρ, παραιτείται από την Αυλή και ιδρύει θίασο με τον πομπώδη τίτλο “Το Διάσημο Θέατρο”. Το 1645 το Διάσημο Θέατρο πτωχεύει. Ο Μολιέρος, κυνηγημένος από τους δανειστές του, με κάμποσες αγωγές στη ράχη του κι αφού γνώρισε τη φυλακή του Γκραν Σατλέ έντεκα μέρες, παίρνει το θίασό του και ξεκινάει για τις επαρχίες. Εκεί είναι που, γυρίζοντας από χωριό σε πολιτεία δεκατρία ολόκληρα χρόνια, κάνει τη σκληρή και τόσο γόνιμη θεατρική μαθητεία του. Όταν τα 1658 γυρίζει στο Παρίσι, έχει συμπληρωμένο, άρτιο τον οπλισμό του σε πείρα σκηνής και πείρα ζωής. Τα μεγάλα έργα δεν θ’ αργήσουν να παρουσιαστούν. Αρχίζουν τον επόμενο κιόλας χρόνο, 1659, με τις Γελοίες επιτηδευόμενες.
Αν θελήσει να διακρίνει κανένας το έργο του Μολιέρου σε κατηγορίες, θα σταματήσει πρώτα-πρώτα στις δυο ακραίες: Στην κωμωδία χαρακτήρων, ή και κωμωδία υψηλού ύφους, και στην προωρισμένη για διασκέδαση, δίχως άλλο περιεχόμενο, φάρσα. Στην πρώτη ανήκουν ο Μισάνθρωπος και το Σχολείο γυναικών, ο Φιλάργυρος και ο Ταρτούφος. Στη δεύτερη οι Πανουργίες του Σκαπέν, ο Κύριος ντε Πουρσονιάκ, ο Γιατρός με το στανιό, κ.λπ. Ανάμεσα όμως στις δυο αυτές κατηγορίες πρέπει να βάλει κανένας έργα ιδιότυπα, με ανάλαφρο άρωμα φαντασίας και μαζί καίρια ψυχογραφική αιχμή, όπως ο Δον Ζουάν. Αλλά και τις κωμωδίες-μπαλλέτα, έργα δηλαδή διανθισμένα με χορό και τραγούδι, κράματα κωμωδίας και φάρσας, που ο συγγραφέας συνέθετε για τις λαμπρές αυλικές γιορτές. Ο Αρχοντοχωριάτης, ο Κατά φαντασίαν ασθενής, με πρόσθετες εδώ, κυμαινόμενες δόσεις σάτιρας, ανήκουν σ’ αυτό το είδος.
Ο Σλέγκελ πρώτος, κι αργότερα ο Λανσόν, τονίζουν πως ο Μολιέρος είχε κατά κύριο λόγο, πηγαίο, το τάλαντο της φάρσας κι ότι από εκεί ξεκίνησε. “Ο φίλος του ο Μπουαλώ –λέει ο πρώτος– του μιλούσε, κατά τα φαινόμενα, για τις δικές του αντιλήψεις σχετικά με το σοβαρό γέλιο και το ψύχραιμο χωρατό. Και τότε ο Μολιέρος, που είχε κάνει πια κατάχρηση από χοντρά αστεία, αποφάσιζε να υποταχθεί στη δίαιτα του ορθού γούστου και του μέτρου”. Αυτό, που άλλωστε είναι φανερό σ’ όλο το πλάτος του μολιερικού έργου, έχει μιαν εξήγηση και ιστορικά ορθή: Αν η μια πηγή της καλλιτεχνικής του προπαιδείας είταν η ρωμαϊκή κωμωδία –Πλαύτος και Τερέντιος– η άλλη είταν το ιταλικό λαϊκό θέατρο, η Commedia dell’ Arte. Στη σύνθεση αυτή, όπου η νέα αττική κωμωδία του Μενάνδρου διοχετευόταν μέσω των Λατίνων, για να συναντηθεί με την αυτοσχεδιαστική ευφορία των Ιταλών, ο Μολιέρος συνεισέφερε το γαλατικό οίστρο, το μυκτηρισμό, έτσι όπως τον είχαν ιδεί να πρωτοαναβρύζει τα μεσαιωνικά “φαμπλιώ” πρώτα, η πρόζα του Ραμπελαί ύστερα.
Το θέατρο ωστόσο αυτό, που συνθέτει τόσες παραδόσεις, είναι στην ουσία του ένα επαναστατικό θέατρο. Σημειώνει τη μετάβαση από τον εσωτερικό στόμφο στην αγάπη της αλήθειας. Από το μεγαλόσχημο θέμα στην απουσία θέματος. Οι χαρακτήρες, έπειτα, των προσώπων –Αρπαγκόν, Άλκης, Ταρτούφος, Δον Ζουάν– δεν είναι ηθικά σχεδιάσματα. Έχουν το πολύπλευρο, την πλαστικότητα, του ζωντανού όντος. Γι’ αυτό και βλέπουμε τον γερο-Αρπαγκόν όχι αποκλειστικά φιλάργυρο αλλά κι ερωτευμένο. Η ποικιλία χρωματισμού αυτή, που –παράδοξο!– παρεξηγήθηκε από μερικούς μελετητές, συμπατριώτες μάλιστα του συγγραφέα, δεν δίνει μόνο ζωντάνια, θερμοκρασία, στο κεντρικό πρόσωπο του Φιλάργυρου. Βοηθάει σημαντικά και στον κατάλληλο φωτισμό του: Είναι τώρα η αμαρτωλή χαλάρωση μιας ψυχής που έρχεται στην επιφάνεια, και μαζί παρέχεται έτσι ευκαιρία στην καταγγελία της και στη γελοιοποίησή της.
Από το έργο του Μολιέρου, κοινωνικού κριτικού με ηθικό υπόστρωμα την αστική του συνείδηση, το δίδαγμα που απορρέει είναι η καταδίκη κάθε υπερβολής. Αν όμως, από μια τέτοια τάξη πραγμάτων, προβάλλουν διακωμωδημένα τα ελαττώματα εκείνα που πραγματικά περικλείουν το σπόρο του γελοίου, δεν απολείπουν ωστόσο και οι εκδηλώσεις μιας ιδιοσυγκρασίας δυναμικής που, για ν’ αναπτυχθεί κατάλληλα και να δικαιωθεί τελικά, θα είχε ακριβώς ανάγκη από την έλλειψη ακαμψίας των κοινωνικών θεσμών. Η καταδίκη αυτή του εξαιρετικού, δεν πηγάζει βέβαια άμεσα από το μολιερικό έργο. Ακόμα και στην υποστήριξη των δικαιωμάτων της γυναίκας, της φιλελεύθερης αγωγής της και του σεβασμού προς την ανεξαρτησία της –όπου ο Μολιέρος δείχτηκε προοδευτικός– παρατηρούμε μια παράδοξη κατιούσα, μιαν επάνοδο βαθμιαία στις συντηρητικες αντιλήψεις του καιρού του. Στο χρονικό διάστημα που χωρίζει το Σχολείο συζύγων και το Σχολείο γυναικών από τις Σοφές γυναίκες, ο Μολιέρος βρήκε τον καιρό να μεταστραφεί και να ευθυγραμμίσει τη στάση του με του συνόλου τις πεποιθήσεις. Υποχώρηση άραγε σκόπιμη, για λόγους επαγγελματικής επιτυχίας; Προσανατολισμός νέος, σαν απόρροια προσωπικής πείρας – οδυνηρής; Ένα είναι βέβαιο: Πως η ηθική του συγγραφέα του Φιλάργυρου, όχι μονάχα δεν είναι η καλλιτεχνική πραγμάτωση ενός ανεξάρτητου προσωπικού ιδανικού, αλλά και μένει η στάσιμη ενός μέσου ανθρώπου του 1660.
Ύστερα απ’ αυτό, φαίνεται κάπως παράδοξη η από μέρους του Ρουσσώ κατηγορία του Μολιέρου για ανηθικότητα! Συγκέντρωσε –υποστηρίζει ο συγγραφέας των Εξομολογήσεων– την προσοχή στους κατεργαρέους και γελοιοποίησε τους τίμιους ανθρώπους. Και ο Φενελόν: “Έδωσε όψη απλοχεριάς στην κακία και μιαν αυστηρότητα γελοία κι αποκρουστική στην αρετή”. Είναι άραγε αλήθεια αυτό; Αν εξαιρέσει κανένας τις μεγάλες απεικονίσεις της ψυχικής διαστροφής –Ταρτούφος, π.χ. ή κι ο βαθύς εκείνος κολασμένος Δον Ζουάν– που απέναντί τους συγγραφέας παίρνει ολοφάνερα στάση κατηγόρου, οι υπόλοιποι “κατεργαρέοι” του δεν είναι παρά “τρομερά παιδιά”, ακίνδυνοι κι απλοϊκοί ταραξίες, από εκείνους που ο κοινωνικός νόμος αφήνει να ζουν ανενόχλητοι, στον ίσκιο μιας βουβής, αδιάφορης ανοχής. Είναι οι χαριτωμένοι υπηρέτες (Σκαπέν, Μασκαρίλλας, Τουανέττα) που έχουν για προορισμό τους να βάζουν σε μπελάδες τ’ αφεντικά τους, να δροσίζουν την ατμόσφαιρα μιας κωμωδίας άκακης, που λίγο ακόμα και θα γινόνταν κάποτε δράμα, να υπογραμμίζουν τέλος την αντίθεση προς την πεζότητα του σσχολαστικισμού, του μόνου πραγματικού, ωρκισμένου εχθρού του Μολιέρου.
____________________
Το κείμενο γράφτηκε για το έντυπο πρόγραμμα του Εθνικού Θεάτρου, που παρουσίασε στην Κεντρική Σκηνή (17/12/1959 – 15/01/1960) τον Φιλάργυρο, σε μετάφραση Λ. Κουκούλα, σκηνοθεσία Κωστή Μιχαηλίδη, σκηνικά Κλ. Κλώνη και κοστούμια Αντ. Φωκά. Στη διανομή: Χριστόφορος Νέζερ (Αρπαγκόν), Αλέκος Δεληγιάννης (Κλεάνθης), Θάνος Λειβαδίτης (Βαλέριος), Παντελής Ζερβός (Μαστρο-Ιάκωβος), Μιράντα (Φροσύνη), Γκέλυ Μαυροπούλου (Μαριάννα), Κική Ρέππα (Λίζα), Νέλλη Μαρσέλλου (Κλαυδία), Γιάννης Αποστολίδης (Ανσέλμης), Θεόδωρος Σαρρής (Σίμος), Άγγελος Γιαννούλης (Αστυνόμος), Μιχάλης Καλογιάννης (Σαϊτας), Μιχάλης Μαραγκάκης (Γαλέος), Γιάννης Στεφάνου (Στουπής). “Εις εορτασμόν των πενήντα χρόνων θεατρικής ζωής του Χριστοφόρου Νέζερ”. Το έργο ξαναπαίχτηκε (28/01/1964 – 02/02/1964) με αλλαγέ στη διανομή: Φροσύνη η Ελένη Χαλκούση, Μαριάννα η Πόπη Παπαδάκη, Κλαυδία η Δ. Σερεμέτη, Ανσέλμης ο Άρης Μαλλιαγρός.
- Κεντρική φωτογραφία: Χριστόφορος Νέζερ (Αρπαγκόν), Μιχάλης Καλογιάννης (Σαΐτας)
ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
Latest posts by ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ (see all)
- Ο κατά φαντασίαν ασθενής - 29 Μαΐου, 2021
- Μικρό σχεδίασμα για τον Μολιέρο - 28 Μαΐου, 2021
- Ο Αρχοντοχωριάτης - 27 Μαΐου, 2021