Peter Hall: σκηνοθετώντας τον Πίντερ
Μια από τις δυσκολίες που συναντούν οι ηθοποιοί στον Πίντερ είναι ότι δεν μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη πως αυτά που λέγονται είναι όντως αλήθεια. Εδώ που τα λέμε, είναι καλύτερα να υποθέτεις πως πρόκειται για κάποιο κόλπο, εκτός κι αν μπορέσεις ο ίδιος ν’ ανακαλύψεις πως είναι αλήθεια. Έτσι, λοιπόν, μόλις μάθουν οι ηθοποιοί να εξωτερικεύουν τα αισθήματά τους, τότε πρέπει ν’ αρχίσει η διαδικασία της απόκρυψής τους, γιατί στα έργα του Πίντερ, το να δείχνεις τα αισθήματά σου είναι μια αδυναμία που τιμωρείται ανελέητα από τα άλλα πρόσωπα του έργου.
Πρέπει να κατασκευάσεις τη μάσκα σου –γιατί όλοι οι ήρωες του Πίντερ έχουν μάσκες– όμως, την μάσκα την χρειάζεσαι μόνο όταν ξέρεις τι κρύβεται από κάτω. Και δεν γλιστράει ποτέ. Είναι ακριβώς σαν τον Μαρκ Μαρσώ, τον μίμο, που γελάει και η μάσκα του κολλάει στην γκριμάτσα του γέλιου, κι εσύ ξέρεις πως μέσα του η καρδιά του έχει ραγίσει. Αυτό που νιώθεις είναι η ραγισμένη του καρδιά, αλλά εκείνος δεν δείχνει καθόλου τι του συμβαίνει. Έτσι γίνεται και στην ερμηνεία των έργων του Πίντερ.
Κάθε φορά που σκηνοθετείς ένα έργο του Πίντερ, αναγκάζεσαι να σκηνοθετήσεις δυο. Και πιστεύω πως η επιτυχία μιας πιντερικής παραγωγής είναι όταν τα δυο αυτά έργα συναντώνται. Γιατί εκείνο που συγκλονίζει το κοινό δεν είναι η μάσκα αλλά ό,τι κρύβεται κάτω απ’ αυτήν. Αυτό που τους ταράζει, τους τρομάζει και τους συγκινεί. Μ’ αυτή την έννοια, ο Πίντερ είναι μια νέα μορφή θεάτρου. Δύσκολα θα πεις για έναν άλλο συγγραφέα, “Έτσι κάνει κι αυτός”. Μόνον ο Μπέκετ, βέβαια, καμιά φορά.
Νομίζω πως ο Χάρολντ κατάλαβε απ’ την αρχή ότι, αν κάθομαι μόνος μου στο δωμάτιό μου, ας πούμε, και βρίσκομαι σε μια κατάσταση πλήρους χαλάρωσης – δεν γνωρίζω πώς συμπεριφέρεται το πρόσωπό μου. Δεν με ενδιαφέρει αυτό, δεν παρουσιάζω τον εαυτό μου σε κανέναν. Όμως, ένα δικό σου χτύπημα στην πόρτα είναι αρκετό για να δώσει στο πρόσωπό μου μια συγκεκριμένη έκφραση, πριν ακόμα προλάβεις να μπεις. Και, από κείνη τη στιγμή, κανένας από τους δυο μας, ούτε με λόγια ούτε με πράξεις, δεν εκφράζει αυτά ακριβώς που αισθάνεται. Προσαρμόζουμε τον εαυτό μας σε σχέση με τους άλλους και όλες οι μεταλλαγές, τα σχήματα της σύγχρονης συμπεριφοράς, έχουν ως στόχο να διατηρήσουν αυτή τη μάσκα. Παίζουμε ένα παιχνίδι – το παιχνίδι της κοινωνικής συνουσίας.
Ξεκινώντας από το σημείο αυτό, ο Πίντερ έπιασε τρομερές καταστάσεις, τρομερές συγκρούσεις μεταξύ των ανθρώπων, μάχες για κατακτήσεις, εδαφικές ή ανθρώπων. Και εκεί που τα έργα του στραβώνουν πάνω στη σκηνή είναι όταν οι ηθοποιοί σταματούν να παίζουν το παιχνίδι. Όταν δείξουν τι αισθάνονται. Γιατί τότε το έργο γίνεται γελοίο – όπως αυτά τα άστοχα γέλια που βγαίνουν καμιά φορά από το κοινό όταν ένα έργο παίζεται χωρίς αλήθεια από κάτω. Ξάφνου, λέγεται κάτι που είναι προφανώς αρκετά σοβαρό, και είναι σαν να σου τραβούν το χαλί κάτω από τα πόδια. Όμως, ο Πίντερ είναι αστείος, κυρίως επειδή δεν μπορείς να πιστέψεις πως οι άνθρωποι μπορούν να διατηρήσουν αυτά τα σήματα, αυτές τις μάσκες, και αυτό είναι τόσο τρομερό, που σε κάνει να γελάς. Αλλά, αν ένας ηθοποιός αφεθεί και του πέσει η μάσκα και πει, “θέλω να δείξω στο κοινό ότι υποφέρω”, τότε όλη η σκηνή καταρρέει.
Νομίζω πως είναι σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, καθώ κατασκευάζεις τις μάσκες, που πρέπει να επιβεβαιώσεις, μ’ έναν τρόπο πολύ συγκεκριμένο, ότι λες αυτά που λέει ο Πίντερ και να κρατήσεις τους ρυθμούς του. Δεν έχει νόημα να το κάνεις αυτό νωρίτερα γιατί τότε είναι σαν να φοράς στο κεφάλι του ηθοποιού ένα αστείο καπέλο. Όταν, όμως, το έργο αρχίσει να ζωντανεύει, δεν μπορεί να είσαι τόσο σχολαστικός. Αυτά που έχει γράψει ο Πίντερ είναι πάντα καλύτερα από αυτά που θα αποδώσει ένας τεμπέλης ηθοποιός. Αυτό που θα πω μπορεί να φανεί επουσιώδες και δασκαλίστικο, αλλά οι περισσότεροι ηθοποιοί μας έχουν μια κάπως ανέμελη, για να μην πω περιφρονητική, στάση απέναντι στα κείμενα των συγγραφέων και, για τους περισσότερους συγγραφείς των περισσότερων συνηθισμένων και φλύαρων έργων, μπορεί να μην κάνει μεγάλη διαφορά αν πεις “όμως” αντί “και”, ή αν προσθέσεις μερικές λέξεις παραπάνω. Στον Πίντερ, όμως, κάνει μεγάλη διαφορά και είναι τρομερά δύσκολο να το πιάσεις απόλυτα σωστά. Όταν, όμως, το πιάσεις σωστά, τότε ο ρυθμός –και έχει μιαν εκπληκτική ικανότητα, να γράφει ρυθμούς– αρχίζει να λειτουργεί. Και αρχίζεις κι εσύ να νιώθεις τα συναισθήματα που κρύβονται σ’ αυτούς τους ρυθμούς. Για να το εξηγήσω καλύτερα: Αν τραγουδήσεις μιαν άρια του Μότσαρτ σωστά, κάποιες αντιδράσεις αρχίζουν να είναι απαραίτητες μέσα σου. Θα μου πείτε πως έτσι βάζουμε το κάρο πριν από το άλογο, όμως έτσι είναι – δεν αυτοσχεδιάζεις κάτι δικό σου. Τραγουδάς κάτι που έγραψε ο Μότσαρτ. Κάπως έτσι συμβαίνει και με τον Πίντερ.
Αν το κάνεις αυτό πολύ νωρίς, τότε θα έχεις έναν ηθοποιό που μιμείται επιφανειακούς κανόνες. Πρέπει ο ίδιος να έχει ήδη ζωντανέψει μέσα του, συναισθηματικά, αλλιώς θα είναι κάτι το επίκτητο, κάτι που του έχει επιβληθεί. Πρέπει, όμως, να φτάσει στο σημείο –και αυτή είναι η πιο δυσάρεστη, η πιο αγωνιώδης στιγμή των δοκιμών– να το πιάσει σωστά. Δεν είναι εύκολο. Στα κείμενα του Πίντερ υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε μια παύση, σε μια σιωπή και σε τρεις τελείες. Η παύση είναι, στην πραγματικότητα, μια γέφυρα: το κοινό νομίζει πως βρίσκεσαι από τούτη την όχθη του ποταμού, κι ύστερα –όταν μιλήσεις ξανά– βρίσκεσαι στην απέναντι. Αυτή εινσι η παύση. Και είναι συχνά τρομακτική. Είναι ένα κενό που γεμίζει αναδρομικά. Δεν είναι ένα απόλυτο σταμάτημα. Αυτό είναι η σιωπή, όταν η σύγκρουση φτάνει στα άκρα και τίποτα δεν μπορεί πια να ειπωθεί, ώσπου να κατεβεί η θερμοκρασία, ή να ανεβεί η θερμοκρασία, και τότε κάτι καινούργιο θα συμβεί. Οι τρεις τελείες είναι ένας τόσος δα μικρός δισταγμός. Όμως, είναι εκεί –και είναι διαφορετικό από μιαν άνω τελεία, που ο Πίντερ δεν χρησιμοποιεί ποτέ σχεδόν, και διφορετικά από ένα κόμμα. Το κόμμα είναι κάτι που το προσπερνάς. Και η τελεία είναι τελεία. Σταματάς.
Το δυσκολότερο απ’ όλα είναι όταν φτάνεις αντιμέτωπος με το κοινό, γιατί ο πιντερικός ηθοποιός πρέπει να εξουσιάσει το κοινό του προσεκτικά, με έναν τρόπο αρκετά προμελετημένο. Απέναντι στο κοινό πρέπει να υπάρχει στον ηθοποιό, ώς ένα βαθμό, έλεγχος, ώς έναν άλλο βαθμό, αλαζονεία και αυθάδεια. Πρέπει, για παράδειγμα, ν’ αφήσεις το κοινό να γελάσει, έτσι ώστε την κατάλληλη στιγμή, όταν θα ’χουν γελάσει με την καρδιά τους, να τους καταφέρεις ένα δυνατό χτύπημα με την πραγματικότητα. Έτσι είναι δομημένα τα έργα του Πίντερ, και αυτό έχει να κάνει μ’ εκείνο το κομμάτι στο μυαλό του ηθοποιού που δεν έχει καμιά σχέση με την αλήθεια, αλλά με τον έλεγχο και την τεχνική – το κομμάτι εκείνο που στέκεται απ’ έξω και παρακολουθεί τα πάντα. Χρειάζεται πολύ μεγάλη επιδεξιότητα.
Μέχρι στιγμής, νομίζω πως ο Χάρολντ έχει επαναφέρει στο θέατρο καλοακονισμένες λέξεις, που δεν είναι επιτηδευμένες, ούτε χρυσωμένες. Ξαναέφερε στο θέατρο το ποιητικό δράμα. Ξανάδωσε στις λέξεις, και στη χρήση των λέξεων, την βαρύτητά τους στον χώρο του θεάτρου, που τόσο καιρό έβλεπε το ποιητικό δράμα σαν ένα αποκριάτικο καπέλο που το φοράς στο κεφάλι σου. Ήθελες να πεις κάτι το συνηθισμένο, αλλά επειδή ήταν ποιητικό δράμα φορούσες το γελοίο καπελάκι. Προσωπικά, εκείνο που εισπράττω από τον Πίντερ είναι μια πολύ ψυχρή, πολύ αδιάλλακτη, πολύ εχθρική άποψη της ζωής, με αντίβαρο μια μεγάλη επιθυμία για επαφή και για σχέσεις και… χωρίς να εμπλέκεται κανείς σε καταστάσεις μεγάλων τύψεων, που είναι τόσο επώδυνες. Γιατί πράγματι, όλοι του οι ήρωες έχουν τύψεις, σταυρώνουν τον ίδιο τον εαυτό τους και όλους τους άλλους. Αλλά εκείνο που βρίσκω θαυμάσιο στον Πίντερ είναι ότι μέσα σε μια, πέρα για πέρα, εχθική ατμόσφαιρα, όπου όλοι, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είναι ένοχοι, υπάρχουν υπέροχες στιγμές φωτός και τρυφερότητας. Είναι ένας πολύ απαισιόδοξος δραματουργός. Όμως, αληθινά, δεν καταλαβαίνω πώς θα μπορούσε να γράφει κανείς στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 και να είναι ιδιαίτερα αισιόδοξος. Ένα σωρό άνθρωποι με ρωτούν συχνά, “Γιατί δεν κάνετε χαρούμενα έργα, έργα που να υμνούν τη ζωή;” κι εγώ τους απαντώ ρωτώντας τους. “Γιατί οι άνθρωποι δεν γράφουν τέτοια έργα;”. Όμως, το κυριότερο στον Πίντερ είναι πως η τρυφερότητα και η συμπόνια του δεν είναι προϊόντα συναισθηματισμού, αλλά απολύτως ρεαλιστικά.
- Το κείμενο αυτό βασίστηκε σε σειρά απαντήσεων του Peter Hall στις ερωτήσεις της Catherine Itzin και του Simon Trussler. Η πλήρης συνέντευξη, με τον τίτλο “Σκηνοθετώντας τον Πίντερ”, δημοσιεύθηκε στο Theatre Quarterly, τόμος IV, αρ. 16, Νοέμβριος 1974 – Ιανουάριος 1975.
Ελεύθερη απόδοση: ΜΑΡΛΕΝΑ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ.
_______________________________________
- Πρώτη δημοσίευση: Έντυπο πρόγραμμα. Χάρολντ Πίντερ | Ο Επιστάτης. Μετάφραση: Κώστας Σταματίου. Σκηνοθεσία: Αντώνης Αντύπας. Διανομή: Χάρης Φραγκούλης (Μικ), Λαέρτης Βασιλείου (Άστον), Δημήτρης Καταλειφός (Ντέηβις). Απλό Θέατρο. Καλλιτεχνικός Οργανισμός Φάσμα, Νέα Σκηνή. Θεατρική περίοδος: 2010-2011.
PETER HALL
Latest posts by PETER HALL (see all)
- Peter Hall: σκηνοθετώντας τον Πίντερ - 16 Ιουνίου, 2021