Νίκος Μέγκουλας (1868-1911)

Νίκος Μέγκουλας (1868-1911)

Μοιράσου το!

  • Μιχαήλ Ροδάς

“Ποτέ ηγεμονική πορφύρα δε
στάθηκε καλύτερα στους ώμους
ηθοποιού, όπως στο Μέγκουλα”.

Ανάμεσα στις μορφές του νεοελληνικού θεάτρου διακριτική θέση έχει ο δραματικός καλλιτέχνης Νίκος Μέγκουλας. Γεννήθηκε στη Σύρα κατά το 1868. Η πρωτεύουσα αυτή των Κυκλάδων, μετά την ανεξαρτησία της Ελλάδας, είχε μια οικονομική άνθηση μοναδική στη χώρα γιατί το λιμάνι της θησαύριζε τον κόσμο και το εμπόριο κυριαρχούσε στα λεύτερα και υπόδουλα μέρη. Προοδευτικοί άνθρωποι οι Συριανοί έχτισαν σχολεία και ανέπτυξαν τα γράμματα. Σ’ αυτό συνετέλεσαν πολύ για να πούμε την αλήθεια, όχι μονάχα οι Συριανοί αλλά και οι πρόσφυγες της Χίου και της Κρήτης που βρήκαν άσυλο στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων και γλύτωσαν την Τουρκική σκλαβιά. Η ανάμιξη αυτή, ντόπιων και προσφύγων, μεγάλωσε την πρόοδο και σιγά-σιγά έφερε ένα πραγματικό πολιτισμό σε κάθε εκδήλωση της ζωής.

Το νεοελληνικό θέατρο ερίζωσε στη Σύρα από τα πρώτα χρόνια της ελληνικής ανεξαρτησίας. Στην αρχή με ερασιτεχνικές παραστάσεις και αργότερα με τακτικές επαγγελματικές, με ηθοποιούς που αφιέρωσαν τη ζωή τους στο θέατρο. Τρία ελληνικά κέντρα έδωσαν ζωή και υπόσταση στην ανάπτυξη του νεοελληνικού θεάτρου. Εφτάνησο, Οδησσό, Βουκουρέστι. Ήταν το θέατρο των “Φιλικών” που είχε εθνικούς και καλλιτεχνικούς σκοπούς. Στη Ζάκυνθο από τα 1800 αρχίζει η θεατρική κίνηση με την ηθογραφία “Γιαννιώτες” του Ι. Καντούδη που σατίριζε τους Ηπειρώτες γιατρούς και αργότερα και τον περίφημο “Χάση” του Δ. Γουζέλη. Στα 1815 Έλληνες ηθοποιοί δίνουν παραστάσεις στην Οδησσό. Στα 1817 με την έμπνευση και την πρωτοβουλία της Ραλλούς Καρατζά, θυγτέρας του Ηγεμόνα, ιδρύεται στο Βουκουρέστι το ελληνικό θέατρο με παραστάσεις της “Εκάβης” του Ευριπίδη. Το Ναύπλιο στην αρχή της λευτεριάς προπαγάνδιζε την ιδέα του θεάτρου και στη Σύρα κατά το 1830, όπως αναφέρει στα ιστορικά του ο Ν. Λάσκαρης, μια σάλα ενός καταστήματος γίνεται θεατρική σκηνή με τη σχετική πλατεία. Στα 1836 η Σύρα έχει ένα “ευπρόσωπο θέατρο” και ο Γερμανός περιηγητής Pukler Muscau το περιγράφει με τα ακόλουθα λόγια:

“Ενώ αι Αθήναι μόνον ένα ξύλινο παράπηγμα έχουν προς χρήσιν των σχοινοβατών η Σύρος έχει αίθουσα θεάτρου με πλατεία και δυο μικρά θεωρεία που φωτίζονται με πολύφωτα και ποικιλόχρωμα γυαλιά. Η αλήθεια είναι πως είναι μικρή, φτωχή και ελεεινού σχήματος. Αλλ’ οπωσδήποτε είναι πάντα μια αρχή. Ιματιοφυλάκιο και άλλα αντικείμενα πολυτελείας του είδους αυτού δεν υπάρχουν. Μόνον μια στενή δίοδος ευρίσκεται όπισθεν των παρασκηνίων του, και απ’ εκεί μια άκρα φαίνεται που παριστάνει εναλλάξ δάσος ή σπίτι, αναλόγως του μέρους το οποίον στρέφουν προς τους θεατάς. Η φαντασία δέον ν’ αναπληροί τα ελλείποντα, όπως επί της εποχής του Σαίξπηρ”.

Σ’ αυτό ο θέατρο έδωσαν παραστάσεις ο θίασος Γ. Ματζουράνη και Γ. Καλόγνωμου με τη συνεργασία των Ι. Κυριακού, Θ. Ελευθεριάδη, Τηλ. Παϊζη, Θ. Αλκαίου, που μερικοί υπεκρίνοντο τις… γυναίκες. Εκεί παραστάθηκαν έργα του Ζαμπελίου και του Ρίζου Νερουλού, καθώς και ο “Βρούτος” του Βολταίρου και ο “Ορέστης” του Αλφιέρη. Απ’ εκεί πέρασαν και άλλοι θίασοι και αργότερα με την ανέγερση του δημοτικού θεάτρου ο Παντελής Σούτσας και οι Ταβουλάρηδες. Στη Σύρα γεννήθηκε και ο Δημοσθένης Αλεξιάδης, 1839, και σε ηλικία 16 ετών έγινε ναυτικός. Αργότερα άφησε τη θάλασσα και υπηρέτησε γραφιάς στην αστυνομία Αθηνών. Αλλά και απ’ εκεί έφυγε και βγήκε στο θέατρο με το θίασο του Σούτσα και στα 1866 σήκωσε τη σημαία του θιασάρχη.

Ο Δημοσθένης Αλεξιάδης, με πρωταγωνίστρια την Πιπίνα Βονασέρα, περιέφερε την ελληνική θεατρική σημαία στα λεύτερα και υπόδουλα κέντρα του ελληνισμού και ήταν ένα φαινόμενο εργατικού ανθρώπου. Παρίστανε, αντέγραφε διάφορα έργα, εδίδασκε τους ηθοποιούς, διετήρησε παντού και πάντοτε την αξιοπρέπειά του ως άνθρωπος και καλλιτέχνης και στα γεράματά του έπαιζε εκ του φυσικού στα μονόπρακτο δραματάκι “Μοσχομάγκα των Παρισίων” το θείο που υπέφερε από ποδάγρα, γιατί και ο Αλεξιάδης δεν μπορούσε να κινηθή, να περπατήσει λεύτερα. Η θεατρική βιβλιοθήκη του ήταν σημαντική, και προτού πεθάνει, στις 10 Ιανουαρίου 1916, τη δώρισε στην Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων.

Στη Σύρα όταν πήγε κάποτε με την επιβολή του ξακουσμένου θιασάρχη του έγινε μια μεγάλη λαϊκή υποδοχή και όλος ο κόσμος μιλούσε για το Συριανό καλλιτέχνη που τίμησε τη γενέτειρα. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον με θεατρικούς θρύλους γεννήθηκε ο Νίκος Μέγκουλας κι έμαθε τα γράμματα εις τα εκεί σχολεία. Ο πατέρας του Πέτρος Μέγκουλας είχε μεταναστεύσει από την Πάρο και ασκούσε το επάγγελμα του “φραγκοράφτη”. Αργότερα επεξέτεινε τις δουλειές του κι έγινε “εμπορορράφτης” με σημαντική πελατεία, την καλύτερη κοινωνία της Σύρου. Είχε δυο αγόρια και δυο κορίτσια, την Ερατώ και την Ελένη, το Γιώργο και το Νίκο. Ο Νίκος ήταν ο μικρότερος και γι’ αυτό πολύ χαϊδεμένος και το καμάρι της οικογενείας. Τα παιδιά δεν ακολούθησαν το επάγγελμα του πατέρα των. Ο Γιώργος παντρεύτηκε την ανεψιά του βιβλιοπώλη Μέμου, μοναδικός εκδότης για την εποχή του, με σχολικά βιβλία που κυκλοφορούσαν σε όλη την Ελλάδα, και κατέγινε με την μετάφραση γαλλικών θεατρικών έργων, χωρίς ν’ αφήσει και τη δουλειά που είχε σε μια ασφαλιστική εταιρεία. Η αδελφή του Ελένη, που παντρεύτηκε τον Γ. Ανδρουτσόπουλο, διεκρίθη ανάμεσα στην κοινωνία της Ερμουπόλεως με τα πνευματικά και λογοτεχνικά προσόντα της, και το σπίτι της έγινε το κέντρο της τέχνης και του λόγου. Ο Νίκος δεν είχε όρεξη για καμιά πρακτική δουλειά. Ωραίος έφηβος, σαν τον Απόλλωνα, τον καμάρωναν οι συμπατριώτες του κι εθαύμαζαν το λαμπαδερό καρμί του, τα λαμπερά μάτια του, το ευγενικό παρουσιαστικό του.

Την εποχή εκείνη δυο άλλοι Κυκλαδίτες, γνώριμοι και φίλοι του, βγήκαν στο θέατρο, ο Θανάσης Περίδης και ο Θανάσης Μαρίκος. Ο πειρασμός –ας πούμε– μπήκε και στην ψυχή του Μέγκουλα και είδε τα φώτα του θεάτρου σαν μια νέα Ιερουσαλήμ των πόθων του. Πήγαινε τακτικά και στις παραστάσεις του Συριανού δημοτικού θεάτρου, που είναι αντίγραφο, σε μικρογραφία, της Σκάλας του Μιλάνου, κι εκεί οι καλλιτεχνικοί πόθοι του άναβαν και φούντωναν περισσότερο. Και ένα βράδυ, χωρίς να πει λέξη στον πατέρα του, μπήκε σ’ ένα βαπόρι κι έφυγε για τον Πειραιά. Ο πατέρας τον αναζητούσε απαρηγόρητα, όπως και η κοινωνία της Σύρου. Σε λίγες μέρες έφτασε το αποφασιστικό γράμμα του Νίκου από την Αθήνα. Του ’γραφε την απόφασή του για το θέατρο. Ο γέρος έτριβε τα μάτια του και σκούπιζε τα δάκρυά του, και με την ελπίδα να ματαιώσει τα σχέδια του παιδιού μπαρκάρει για τον Πειραιά και τον αναζητάει στα αθηναϊκά θέατρα της εποχής εκείνης. Η σκηνή που ανταμώθηκαν είναι δραματική. Ο πατέρας κλαίει και ικετεύει το αγόρι του να γυρίσει πίσω στο νησί. Ο γυιός του κρατάει και του ασπάζεται τα χέρια και ορκίζεται ότι θα τιμήσει το οικογενειακό του όνομα. Και ο γερο-Μέγκουλας, περίλυπος μέχρι θανάτου, γυρίζει στη Σύρα χωρίς το στερνοπαίδι του. Η μοίρα το είχε τάξει για το θέατρο, για την τέχνη και τη δόξα. Χρονολογικά βρίσκουμε το Νίκου Μεγκουλα στα 1886 στο θίασο του συμπατριώτη του Δημοσθένη Αλεξιάδη. Ο Αντώνης Νίκας, προγενέστερος του Μέγκουλα στο θέατρο Αλεξιάδη, τον αγάπησε σαν αδερφό. Και του ’δειξε την αγάπη του με κάθε τρόπο, με κάθε καλλιτεχνική υποστήριξη. Μαζί έφαγαν το πικρό ψωμί του θεάτρου. Ο Νίκας είχε τη σειρά του στο θίασο Αλεξιάδη και περνούσε ο λόγος του. Μορφωμένος στην εντέλεια μετάφραζε γαλλικά δράματα και τα ’δινε στο θίασο για να παρασταθούν. Ευαίσθητη καλλιτεχνική ψυχή, αγαπούσε τους νέους κι εφρόντιζε για την πρόοδό των. Στο Μέγκουλα έβλεπε τον πρωταγωνιστή του νεώτερου θεάτρου, τη μεγάλη ελπίδα του. Έτσι έδωσε φτερά στα πρώτα θεατρικά βήματα του φίλου του και ανάγκασε τους τριγύρω του να τον προσέξουν. Ο Μέγκουλας με την Απολλώνεια μορφή και με τη φλόγα που είχε στην ψυχή για το θέατρο εσημείωσε τις πρώτες επιτυχίες έστω και σε δεύτερους ρόλους. Στη Σύρα έφταναν τα χελιδόνια, τα πρώτα χαρωπά μηνύματα για το καλλιτεχνικό φτερούγισμα του νέου ηθοποιού. Τα χρόνια περνάνε και ο Μέγκουλας μεστώνει στο θέατρο. Η ψυχή και η ζωή του δένεται οριστικά με τη σκηνή. Έπειτα από λίγα χρόνια αποχωρίζεται από τον Αλεξιάδη και πηγαίνει με άλλους θιάσους, μικρούς και μεγάλους, γυρίζει στα λεύτερα και υπόδουλα ελληνικά μέρη, συγκλονίζει με την ωραία δραματική φωνή του, συναρπάζει με την αγγελική μορφή του, σε κάθε θεατρικό έργο ξεπετιέται και ένα νέο καλλιτεχνικό άστρο.

Ζούσα κι εμεγάλωνα στο Αίγιο, κατεβασμένος από τα Αραχωβίτικα βουνά που αγκαλιάζουν το Παναχαϊκό. Ξεκίνησα με το ντορβά στον ώμο με πλούτο ένα σταρένιο ψωμί ζυμωμένο και ψημένο από τα ευλογημένα μητρικά χέρια. Περπατούσα με την ευχή του πατέρα μου ν’ ανταμώσω τους δασκάλους και να μάθω γράμματα. Στο πατρικό σπίτι είχα αφήσει τους αγαπημένους συντρόφους του παππού μου, που ήτανε αναγνώστης στην εκκλησιά, το ψαλτήρι και τ’ οκτωήχι με τα κόκκινα κεφαλαία βυζαντινά αρχικά στοιχεία και τα μεγάλα μαύρα γράμματα, έκδοση Βενετίας. Αυτή η βιβλική κληρονομιά των στάθηκε ο πρώτος φωτεινός πνευματικός οδηγός μου. Το Αίγιο είναι μια πολιτεία που την περιζώνει από το ένα μέρος το πράσινο και η ελιά και από το άλλο η γαλανή θάλασσα του Κορινθιακού. Στα πόδια του τρέχουν νερά, που έρχονται από τα έγκατα της γης, βρύσες σε μια σειρά που νύχτα και μέρα, αδιάκοπα, ξεχύνουν τελετουργικά τη δροσερή ευλογία των. Σ’ αυτή την πολιτεία έζησα μικρό παιδί κι ασκήτεψα ανάμεσα στα βιβλία, και τ’ αγάπησα όπως το φως της ημέρας, και τ’ αγκάλιασμα με τη γλυκύτερη στοργή, κι έμαθα, κι έμαθα από τους σπουδασμένους. Και μοιραίο ήτανε ν’ αντικρύσω μια καλοκαιρινή νύχτα το Συριανό καλλιτέχνη που περνούσε από το Αίγιο μ’ ένα θίασο.

Στην παιδική μου εποχή υπήρχε δίπλα στην πέτρινη σκάλα που ενώνει την κεντρική πόλη με το σιδηροδρομικό σταθμό ένα καλοκαιρινό θέατρο, ανάμεσα σε πολυανθισμένο κήπο, ιδιοκτησία του Ν. Χαλκενιώτη. Εκεί πρωτοείδα θέατρο. Το Σπύρο Κολυβά και τη γυναίκα του που ’παιζαν τον “Αλέξανδρο Υψηλάντη”. Μου φάνηκε σαν κάτι το μαγικό, το θεϊκό. Η ψυχή μου κρεμότανε από τα λόγια των. Αυτό είναι το θέατρο, έλεγα, και οι μορφές των δεν έφευγαν από το νου μου. Σε λίγο καιρό ένας άλλος θίασος πολυπρόσωπος έφτασε στο Αίγιο και ο κεντρικός δρόμος γιόμισε από θεατρίνους, όπως τους έλεγε ο κόσμος, και σκυλιά. Ήτανε ο θίασος του Κομνηνού Λουλουδάκη και του γαμπρού του Πουλάκου, ενός νέου παλικαριού από το Γύθειο, που άφησε το δικηγορικό του επάγγελμα και βγήκε στο θέατρο, για να τον ανταμώσω έπειτα από πολλά χρόνια απόμαχο και συμβολαιογράφο στην Έδεσσα της Δυτικής Μακεδονίας. Οι περισσότεροι ηθοποιοί είχαν και τα σκυλιά των, οι γυναίκες ιδιαίτερα, κι όταν περνούσαν από τους δρόμους μαζευότανε ο κόσμος και χάζευε μπροστά στο θέαμα.

Νέο θεατρικό όραμα είδα στη σκηνή του Χαλκενιώτη με τη “Γκόλφω” του Περεσιάδη, τον “Αγαπητικό της Βοσκοπούλας” του Κορομηλά, τη “Χάιδω Λυγερή” του Μελισιώτη. Έφυγε κι αυτός ο θίασος και την εποχή που γίνεται το εμπόριο της σταφίδας –Βοστιτσιάνικη ολόμαυρη σταφίδα που αγοράζεται με χρυσάφι στην Αγγλία– έρχεται άλλος θίασος, του Βασιλάκη Αργυρόπουλου, του Σμυρναίου, με πρωταγωνίστρια τη Φιλία Αργυροπούλου. Μα ο θίασος αυτός δεν είναι σαν τους άλλους. Οι ηθοποιοί δε συντροφεύονται με σκυλιά. Περνούν τη μέρα από τους δρόμους σοβαροί-σοβαροί και παίζουν το βράδυ έργα πρωτάκουστα για τον κόσμο του Αιγίου. Το θέατρο ήταν ασφυκτικά γιομάτο. Ανάμεσα στους ντόπιους δίπλα στους Μεσσηνέζηδες, στους Σταυρουλόπουλους, στους Παναγιωτόπουλους, στους Πετρόπουλους, στους Σωτηρόπουλους, αρχοντικές οικογένειες, καθόντουσαν και οι δάσκαλοι των παιδιών της Αιγιαλείας, ο σχολάρχης Γιδόπουλος, ο καθηγητής Χρυσανθακόπουλος, ο Θεόδωρος και ο Ξενοφώντας, των λατινικών ο πρώτος, της ελληνικής φιλολογίας ο δεύτερος, της γαλλικής ο Κοντόπουλος, των μαθηματικών ο Τσίλιθρας, των θρησκευτικών ο Παναγιωτόπουλος, ο γυμνασιάρχης Ελευθέριος Κούσης, και άλλος της γαλλικής, ο Σαπουντζάκης, πρόσφυγες από τη Λάρισα, κυνηγημένοι από τον Ετέμ και τον Σεϊφουλάχ που πήραν στα 1897 τη Θεσσαλία. Ο γυμνασιάρχης Κούσης, κοντόσωμος, με πυκνά γένεια, αν και γεννημένος σε κάποια πολιτεία του Πόντου, όμως, αγάπησε το Αιγιώτικο κρασί κι επρόσεχε κι εκτιμούσε τους βαθμούς του όπως και τους βαθμούς των μαθητών του. Ανάμεσα σ’ αυτή την κοινωνία έβλεπε καθένας που είχε την περιέργεια να την παρατηρήσει και τους “χαλκοσκούφηδες” όπως έλεγαν τους θεσσαλούς πρόσφυγες με τα ασπρόλερα φεσάκια των που μας θύμιζαν την Αρβανιτιά.

Το θυμούμαι και τώρα ακόμα το μεγάλο πρόγραμμα, τυπωμένο στα τυπογραφεία του Χρήστου Σπηλιόπουλου, εκεί που έμαθα την τυπογραφία και πρωτάρχισα τη δημοσιογραφία: “Βικτωριανού Σαρδού –το δραματικό αριστούργημα– ‘Τόσκα’”. Διάβαζα και τα μικρά προγράμματα με τα ονόματα των ηθοποιών, που απόμειναν για πολύ καιρό φυλαχτά των παιδικών μου χρόνων. Πήγα στο θέατρο με τη λαχτάρα να δω και να καμαρώσω τους αγγέλους. Άνοιξε η αυλαία και σε λίγο βγήκε ο Αγγελότης που δραπετεύει από το φρούριο και ζητάει άσυλο και προστασία στην καθολική εκκλησιά που εργάζεται ο ζωγράφος Μάριος. Η φωνη του ηθοποιού που έπαιζε τον Αγγελότη αντηχούσε σαν μουσική. Ο δραματικός παλμός του έφθανε ώς την ψυχή μας. Τα μάτια του μας ηλέκτριζαν. Έτσι έγινε η πρώτη καλλιτεχνική γνωριμία μου με τον Μέγκουλα. Έτσι έβαλε την καλλιτεχνική πνοή της αγάπης στην καρδιά μου, και στην πορεία ανάμεσα στη ζωή τον αναζητούσα στα διάφορα Αθηναϊκά θέατρα, τον έβλεπα, τον χειροκροτούσα και τον θαύμαζα.

Και τι χαρά όταν στα 1902 διάβασα στις αθηναϊκές εφημερίδες το όνομά του μεταξύ των ηθοποιών του Βασιλικού Θεάτρου. Ο Μέγκουλας εν τω μεταξύ είχε φτάσει στη γραμμή του δραματικού καλλιτέχνη και του πρωταγωνιστή και τον κάλεσαν από τους πρώτους για να ενισχύσει τον επίσημο θίασο της οδού Αγίου Κωνσταντίνου. Είχε σημάνει η ώρα του να δείξει ευρύτερα, επισημότερα, τη μεγάλη καλλιτεχνική του αξία. Τον είδα σε πολλές και ποικίλες παραστάσεις. Στο οικογενειακό δράμα, στην τραγωδία, ακόμα και στη λεπτή κλασική κωμωδία. Ευθυτενής και ωραίος έδινε την εντύπωση του πρίγκιπα στη σκηνή. Στα σύγχρονα ευρωπαϊκά έργα ντυνότανε άψογα κι έπαιζε πολύ φυσικά. Στην τραγωδία σπαρταρούσε ο λόγος στα χείλη του και το φλογερό του πάθος συνεκλόνιζε κι αιχμαλώτιζε. Η φωνή του είχε κάτι το μελωδικό, το αρμονικό, το θελκτικό. Έβγαινε σαν ήχος από μουσικό όργανο. Και τι παράστημα αρχαϊκό! Ποτέ ηγεμονική πορφύρα δε στάθηκε καλύτερα στους ώμους ηθοποιού, όπως στο Μέγκουλα. Όταν έβγαινε στη σκηνή ως Κρέων στον “Οιδίποδα Τύραννο” έφερνε μπροστά στα μάτια του κόσμου ολόκληρη αρχαϊκή εποχή! Και στην “Ορέστεια” έτρεμε η καρδιά των Αθηναίων απ’ τη συγκίνηση. Ο λόγος του αρχαίου τραγικού Αισχύλου –με τη δημοτική γλώσσα του Γ. Σωτηριάδη– αντήχησε σαν βροντόφωνο εγερτήριο σάλπισμα. Ο Ατρείδης βρήκε στη φωνή, στην ψυχολογία και στον παλμό του Μέγκουλα το θαυμασιότερο ερμηνευτή του τραγικού πάθους. Η κριτική της εποχής εκείνης δεν έδινε έκταση στις μεγάλες δημιουργίες των ηθοποιών. Μόλις και μετά βίας ο Γρ. Ξενόπουλος αφιερώνει στα “Παναθήναια” –15 Νοεμβρίου 1905– λίγες λέξεις. “Εκτός του Μέγκουλα –γράφει– Ορέστου, ο οποίος φαίνεται λαμπρός ηθοποιός, της Ροζαλίας Νίκα-Ηλέκτρας και εν μέρει της Βασιλείας Στεφάνου, η οποία υπεδύθη την Κασσάνδραν με τέχνην αλλά και κάποιαν υπερβολή, – οι άλλοι ηθοποιοί του Βασιλικού μου εφάνησαν νευρόσπαστα κουρδισμένα δια ν’ απαγγέλλουν αλανθάστως το μέρος των και να εκτελούν τας θαυμασίας χειρονομίας”.

Λίγες λέξεις, αλλά πόσο μεγάλο το γεγονός της υποκριτικής τέχνης του Μέγκουλα. Έπειτα στους “Ισαύρους” του Κλέωνος Ρ. Ραγκαβή στο ρόλο του Σαραντάπηχου ξεπέρασε κάθε καλλιτεχνική πρόβλεψη. Τον θυμάμαι αξέχαστα, τον έχω μπροστά στα μάτια μου με το κακοφτιαγμένο σώμα του Σαραντάπηχου να παρασύρει με τη φλογερή φωνή του όλο τον κόσμο σε αυθόρμητο θαυμασμό, μοναδικό για τα ελληνικά χρονικά. Ο ίδιος πάλι ο Γρ. Ξενόπουλος γράφει στα “Παναθήναια” –15 Μαρτίου 1904– λίγες χαρακτηριστικές λέξεις και αναφέρει μονάχα το όνομα του Μέγκουλα: “Δυο λέξεις θαυμασμού τώρα δια τας σκηνογραφίας και τους ιματισμούς των ‘Ισαύρων’, δια την όλην σκηνικήν εντέλειαν της παραστάσεως και δια την ευσυνείδητον μελέτην των ηθοποιών, μεταξύ των οποίων προπάντων ο κ. Μέγκουλας ειμπορεί να καυχάται ότι διέπλασεν ένα ιδιότυπον Σαραντάπηχον ανώτερον των προσδοκιών του συγγραφέως και του κοινού”.

Ο Μέγκουλας ήταν από τη στόφα των μεγάλων καλλιτεχνών. Το πρόσωπό του είχε το χάρισμα της καταπληκτικής μιμικής, εξέφραζε και απεικόνιζε ολόκληρους εσωτερικούς κόσμους, όπως στον Ιάγο στον “Οθέλλο” του Σαίξπηρ και στο Σιμόνε στη “Φλωρεντινή Τραγωδία” του Όσκαρ Ουάιλντ. Η φωνή του αργυρόηχη, έφτανε στο δραματικό “διαπασών”, χωρίς καμιά προσπάθεια εξεζητημένη, χωρίς υπερβολές. Ξεχώριζε ανάμεσα στους άλλους συναδέλφους του και το θέατρο με τη δραματική πνοή του Μέγκουλα γινότανε πολλές φορές ναός τέχνης. Οι άνθρωποι της εποχής του μακάριζαν τους εαυτούς των όταν έβλεπαν στη σκηνή τον καλλιτέχνη γιατί η ανάμνηση τους συντρόφευε και πέρα από το θέατρο σαν κάτι το θελκτικό, το αγαπημένο, το θεϊκό.

Η διάλυση του Βασιλικού Θεάτρου ξανάφερε το Μέγκουλα στο λεύτερο θέατρο. Η διάλυση του Βασιλικού!! Είναι μια ιστορία πολύ θλιβερή, γιομάτη αμαρτήματα. Χτίστηκε με χρήματα Ελλήνων του εξωτερικού που τα έθεσαν ως δωρεά στη διάθεση του Βασιλιά Γεωργίου του Α΄. Και “αντί να γίνει θέατρο εθνικό” –όπως έγραφα τον Ιούλιο του 1930 στον “Εθνικό Κήρυκα” Ν. Υόρκης, (βλέπε και “Θεατρικά Χρονικά” του 1930)– σύμφωνα με τους πόθους όλων των Ελλήνων, έγινε θέατρο “προσωπικό” και “αυλικό”. Κυρίαρχη γνώμη είχε ο αυλικός Θων και το παλάτι διηύθυνε ουσιαστικά το καλλιτεχνικό ίδρυμα. Είχε τον τίτλο του επιμελητή των ανακτόρων και του οικονομικού συμβούλου στο Βασιλικό Θέατρο. Αυλόδουλος, και μοχθηρός, δεν άφηνε ευκαιρία που να μην εξευτελίζει τους ηθοποιούς. Εκάλεσε και τον παλαίμαχο Διονύσιο Ταβουλάρη να λάβει μέρος στο θίασο με μισθό πενήντα δραχμές!! Και το έκαμε αυτό με την ελπίδα ότι ο Ταβουλάρης θα θεωρήσει προσβλητική τη μισθοδοσία με τις πενήντα δραχμές και δε θα δεχθεί. Αλλά για διαφόρους άλλους λόγους ατομικούς υπέκυψε και πήγε με τον εξευτελιστικό μισθό. Τον εξεδικήθη όμως τον αυλόδουλο, γιατί στ’ απομνημονεύματά του, που εκυκλοφόρησσαν στα 1931 από τον “Πυρσό”, τον στιγματίζει και τον παραδίδει στην κατάρα του ελληνικού θεάτρου. Η επίδραση του Θων ήταν ολέθρια γιατί παραπάνω από την τέχνη έβανε τα προσωπικά και τ’ αμαρτήματά του. Και δε μπορούσε παρά να διαλυθεί στο τέλος, αν και είχε μια καλλιτεχνική στρατιά με δοκιμασμένη αξία, και ένα σκηνοθέτη, τον Θωμά Οικονόμου, σπουδασμένο και πολύπειρο απ’ τα γερμανικά θέατρα, αντάξιο της μεγάλης αποστολής του. Η καλλιτεχνική στρατιά ήταν βγαλμένη από τους αγώνες του παλαιοτέρου θεάτρου, πολύπειρη στη σκηνή, όπως οι Εδμόνδος Φυρστ, Νίκος Μέγκουλας, Ν. Ζάνος, Ηρακλής Χαλκιόπουλος, Π. Σταματόπουλος, Αντώνης Νίκας, Γ. Γεννάδης, Ε. Δαμάσκος, οι νεώτεροι Κώστας Μουστάκας, Ν. Ροζάν, Λ. Λούης, η Αικατερίνη Βερώνη στην αρχή, Λουκία Τίβερη, Ευαγγελία Νίκα, Μαρίκα Κοτοπούλη, Ολυμπία Δαμάσκου, Ροζαλία Αρνιωτάκη (μετέπειτα Νίκα), Βασιλεία Στεφάνου, Ελένη Φυρστ και για ένα διάστημα συνέπραξε ο παλαίμαχος Διονύσιος Ταβουλάρης. Η καλλιτεχνική αυτή στρατιά έδωσε στα λίγα χρόνια του Βασιλικού Θεάτρου παραστάσεις που ετίμησαν την ιστορία με ελληνικά αρχαϊκά έργα και ξένα, παραστάσεις που τις θαύμασε ο κόσμος για τη μελέτη και την πειθαρχημένη σκηνοθεσία, κάτι το εντελώς πολιτισμένο στο νεοελληνικό θέατρο και το θαυμαστό μπροστά στους ξένους. Μ’ όλα ταύτα η παλατιανή πολιτική, με τη δράση της στα παρασκήνια και με τις πριγκιπικές επεμβάσεις και αξιώσεις, για να παίζονται έργα και μεταφράσεις του πρίγκιπα Νικολάου, έφερε το θέατρο στη διάλυση. Και οι εκλεκτότεροι ηθοποιοί της εποχής των σκόρπισαν και ξανάρχισαν τον αγώνα πότε στις ελληνικές επαρχίες και πότε στο εξωτερικό, Αίγυπτο και Τουρκία.

Ο Μέγκουλας με τη δημοκρατική λαϊκή ψυχή του θρήνησε τη διάλυση του επισήμου θεάτρου και τη διασπορά των συναδέλφων του γιατί εγνώριζε ότι στο λεύτερο θέατρο, με τα οικονομικά μέσα της εποχής εκείνης, ήταν αδύνατο να παρασταθούν έργα μεγάλα με καλλιτεχνική αξία, όπως ο “Φάουστ”, η “Ορέστεια”, το “Χειμωνιάτικο Παραμύθι” και πολλά άλλα. Θρηνολογούσε γενικά την τύχη του θεάτρου για την οπισθοδρόμησή του, καταριόταν τα παλάτι, αν και προσωπικά δεν είχε να φοβηθεί τιποτε. Πάνοπλος, νικητής και τροπαιούχος βγήκε από την επίσημη σκηνή και χωρίς αργοπορία άνοιξε τα καλλιτεχνικά φτερά του προς τα μεγάλα κέντρα του Ελληνισμού.

Πήγε στην Κωνσταντινούπολη την εποχή που το νεοτουρκικό σύνταγμα είχε χαρίσει τη λευτεριά στους λαούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, μα προσωρινή όμως λευτεριά, για να καταλήξει στην τυραννία και στον εκπατρισμό, στον όλεθρο εκείνων που κάτω από την τρομοκρατία του Αβδούλ Χαμίτ, χρόνια ολόκληρα, σκόρπισαν όλα τ’ αγαθά του πολιτισμού στα γράμματα και στις τέχνες. Το πέρασμα του Μέγκουλα από την Εφτάλοφο στάθηκε θριαμβευτικό. Οι Έλληνες τον στεφάνωσαν και του άνοιξαν την καρδιά των γιατί στο πρόσωπό του και στην τέχνη του ακτινοβολούσε ο αγέραστος Ελληνικός πολιτισμός. Μα μια μοιρία βραδιά που γιόρταζε τα καλλιτεχνικά του χρόνια με μια τιμητική, σωριάζεται ο μάγος και ο γίγαντας και δέχεται τα πρώτα αιματηρά πλήγματα της υγείας του. Συγνέφιασε ο γαλανός ουρανός της ζωής του και το θεατρικό λιοντάρι είναι αδύναμο κι ασθενικό. Στη θεατρική γιορτή του έπαιζε το Γιαρομίρ στο “Στοιχειό του Πύργου” του Γερμανού Γκριλπάρτσερ [Franz Grillparzer, 1791-1872], ένα από τους μεγάλους θριάμβους του στο Βασιλικό Θέατρο. Με τη δραματική φωνή του μετέδιδε ρίγος καλλιτεχνικό και όρθιος ο αθηναϊκός κόσμος τον χειροκροτούσε. Μα τώρα το αίμα τρέχει από το στόμα του και η φωνή του Γιαρομίρ δεν θ’ αντηχήσει πια. Ο τροπαιούχος και ο προνομιούχος, ο πολύτροπος και πολυσύνθετος καλλιτέχνης του θεάτρου κοίτεται χλωμός, η αρχαγγελική μορφή του πήρε τη σφραγίδα του ετοιμοθάνατου.

Γιαρομίρ,Γιαρομίρ, του φωνάζουν, σαν μοιρολόι, οι τριγύρω συνάδελφοί του, όλος ο κόσμος, μα ο Γιαρομίρ τους απαντάει με την αγωνία στα μάτια και τους αποχαιρετάει μ’ ένα θλιβερό και πικραμένο χαμόγελο. Και σε λίγο φεύγει για τη Μυτιλήνη για ν’ αναπνεύσει τα ζωογόνα αρώματα της θάλασσας του Αιγαίου, για να τον συντροφέψει ο ήλιος και η φυσική αγάπη της Λέσβου. Εκεί στο πάτριο έδαφος του Βερναρδάκη, που είχε αντηχήσει η φωνή του Μέγκουλα στη “Φαύστα” στο ρόλο του αυτοκράτορα Μεγάλου Κωνσταντίνου, παρέδωσε το πνεύμα, στην αρχή του 1909 και ετάφη με όλες τις τιμές του ελληνικού προξενείου και της κοινωνίας. Αντί της βασιλικής αλουργίδας του Κρέοντα και της αυτοκρατορικής του Μεγάλου Κωνσταντίνου πήρε για συντροφιά στον τάφο του την ελληνική σημαία.

Βρισκόμουνα τότε στη Σμύρνη και η είδηση του θανάτου του καλλιτέχνη έφθασε σαν θύελλα και ξέσπασε σαν αστροπελέκι. Οι Σμυρναίοι τον γνώριζαν, τους είχε συγκινήσει άπειρες φορές, και χρέος μου θεώρησα να γράψω ένα άρθρο στην καθημερινή εφημερίδα “Αμερόληπτο” που την έβγαναν οι τυπογράφοι έπειτα από την απεργία των εναντίον του παλαιότερου Σμυρναϊκού τύπου. Τον έρανα νοερά με τα Ιωνικά κι Αιγαιοπελαγίτικα λουλούδια και του ’πλεξα ένα στεφάνι αμάραντο. Τον αγκάλιασε η ανοιξιάτικη Μυτιλήνη και τον δέχτηκε στοργικά το χώμα της. Σε λίγο καιρό ο Σπύρος Λοβέρδος, που τον γνώριζε και είχε κάποτε συγγενικούς δεσμούς με το Μέγκουλα, δημοσίευσε ένα νεκρολογικό άρθρο στα “Παναθήναια” στις 30 του Απρίλη 1909. Και το άρθρο αυτό θεωρώ σκόπιμο, σαν στοιχείο της εποχής του, να το περιλάβω σ’ αυτή τη γενική μελέτη, να τον τοποθετήσω ανάμεσα στις μορφές του θεάτρου, σαν ένα ευλαβικό καλλιτεχνικό μνημόσυνο. Και να’το:

Οι ηθοποιοί, οι δημοσιογράφοι και οι πολιτευταί –είπεν ο Α. Μπουρζουά εκφωνών τον επικήδειον ηθοποιού– έχουν την καλυτέραν ζωήν και τον χειρότερον θάνατον. Ο θάνατος ο πρόωρος του έλληνος ηθοποιού ημπορεί να μαρτυρήση ότι και αν δεν έχη την καλυτέραν ζωήν ο ηθοποιός, έχει βεβαίως τον θλιβερώτερον θάνατον· και, αν είναι έλλην ηθοποιός, δύναται να έχη και τον τραγικώτερον θάνατον.

Ο Ν. Μέγγουλας έζησε και απέθανε την ζωήν του έλληνος ηθοποιού. Έζησε με περισσότερα ιδεώδη και αντίκρυσε με μεγαλυτέραν αποκαρδίωσιν τον θάνατον. Με έμφυτον το τάλαντο του υποκριτού διεκρίθη από τα πρώτα έτη που επάτησε τας σανίδας της σκηνής τας οποίας, εις βραχύ διάστημα δυο δεκαετηρίδων, καταλείπει δια παντός. Έφερε τα βαθύτερα χαρίσματα της υποκριτικής. Ενθουσιασμόν, θερμότητα ψυχής προς δημιουργίαν χαρακτήρων, ψυχολογικήν διείσδυσιν δι’ απόδοσιν των μεγάλων συναισθημάτων, δεινότητα μιμικήν, πλαστικότητα σώματος και ευστροφίαν κινήσεων και υπέρ παν κατανάλωσιν νευρικών δυνάμεων ώστε κατά την ψυχολογικήν στιγμήν, κατά το μέγα επεισόδιον του δράματος, να παρουσιάζη όχι μόνον συνδεδεμένας εν τω ακριβεί μέτρω τας προσπαθείας του, αλλά και, ανώτερος εαυτού, να μεταδίδη ακράτητον την συγκίνησιν και να προκαλή το ρίγος της υποκρίσεως η οποία συνταράσσει περισσότερον της ωμής πραγματικότητος. Εις παλαιότερα έργα η υπόκρισίς του, χύνουσα φως της εκλεκτής τέχνης, έδιδε νέαν ζωήν. Ετήρει τους κανόνας της παλαιάς τέχνης. Έβαινε με τας διαβαθμίσεις της εξελίξεως του έργου. Επεδίωκε την ψυχολογίαν κατά την αριστοτέλειον ανάλυσιν του δραματικού έργου. Ανέμενε την στιγμήν της μεγάλης συγκινήσεως δια να εκπηδήση πάνοπλος και θυελλώδης και να καταλύση πάσαν αδιαφορίαν ή παγερότητα και του περισότερον ασυγκινήτου και αδαούς και κακώς διατεθειμένου θεατού. Οσάκις υπεδύετο εις τον “Ιωσίαν τον Ακτοφύλακα” το πρόσωπον του Ιωσία, έδιδε σπανίαν δια το ελληνικόν θέατρον καλλιτεχνικήν συγκίνησιν. Εις την στιγμήν κατά την οποίαν ο συντετριμμένος εκ της κακοδαιμονίας Ιωσίας εθίγετο εις το ιερόν της τιμής του, μετέπιπτεν ο ηθοποιός δι’ εκρήξεως εσωτέρων αισθημάτων από της μειλιχιότητος εις την υπεροψίαν. Διεσκέλιζε με εν πήδημα την κλίμακα από του ταπεινού δούλου μέχρι του άρχοντος πλουσίου. Το πρόβατον εγίνετο λέων. Και ο ηθοποιός εξεκαμπούριαζε, ενέαζε, εκεραύνωνε και καθήλωνε άφωνον τον ναύαρχον που έθιγε απρόσεκτα την τιμήν του ταπεινού ακτοφύλακος. Τι οργή προσώπου, τι φλόγες ματιών, τι τόνος φωνής, τι μεγαλείον, τι οραματισμός τελειότητος.

Το κοινόν εχειροκροτούσε ακράτητον και η λαμπάδα της ζωής του ηθοποιού ετήκετο…

Το Βασιλικόν Θέατρον ήτο η μόνη πνοή ανοίξεως του θεατρικού κόσμου της Ελλάδος. Εκεί διεκρίθη ο Μέγγουλας και ανεδείχθη ηθοποιός όχι μόνον της εμπνεύσεως αλλά και της μορφώσεως και της λεπτής τέχνης. Ήτο πρωταγωνιστής ισχυρού, εντόνου και ποικίλου ταλάντου. Ανήκε εις τους χαρακτηριστάς. Και ενεσάρκωνε με την πνοήν της τέχνης του τον πανούργον Σαραντάπηχον, τον ύπουλον Ιάγον, τον αγαθόν Λεμπονάρ, τον ήρωα της τιμής εις τον Ιωσίαν και τους “Ατίμους”, τον βουνήσιον του αγνού και σταθερού αισθήματος στον “Αγαπητικόν της Βοσκοπούλας”, τον ευθαρσή ριζοσπάστην εις τον “Εχθρόν του Λαού”, την δύναμιν της εκδικήσεως εις την “Φλωρεντινήν Τραγωδίαν” του Ουάιλδ.

Αλλά του Βασιλικού Θεάτρου αι υποσχέσεις ήσαν άνθη που εξεφύλλισαν χωρίς καρπόν.

Η παλαιά ζωή των περιοδειών και κακουχιών επανήρχιζε. Αι προσπάθειαι, αι προστριβαί, αι αηδίαι και πικρίαι της ζωής ήρχοντο να προετοιμάσουν το τέλος. Ο Μέγγουλας ήλπιζε να ιδρύση καλλιτεχνικήν σχολήν και να μεταδώση την μέθοδον και την τέχνην του.

-Όταν αρχίσω να γεράζω θα φύγω από το Θέατρο, έλεγε, αλλά θέλω να έχω την συγκίνησίν του εις το πρόσωπον των μαθητών μου, θέλω το έαρ της ζωής των να συγκεράση τον χειμώνα της ιδικής μου ζωής!

Έσβυσε το ωραίον όνειρον μαζί με την ζωήν και από το όλον δεν έμειναν ή αι λέξεις αυταί χαρακτηριστικαί, αι οποίαι θα ήρκουν δια τον επιτάφιόν του. Τον χειμώνα της ζωής τον οποίον εφοβείτο δεν τον είδε. Η Ελλάς εις την απελευθερουμένην εκ του δεσποτισμού Τουρκίαν έστελλε ως πρώτον μήνυμα τον χαιρετισμόν του Ελληνικού Θεάτρου. Με τους ηθοποιούς που μετέβησαν εις την Κωνσταντινούπολιν ήτο και ο Μέγγουλας. Μετέβη εκεί χαρούμενος δια να μεταδώση τας συγκινήσεις της τέχνης του εις τους αδελφούς μας την ώραν που θα ανοίγεται ευρύτερος ο ορίζων της ελευθερίας των. Ήτο η τελευτααία προσπάθεια του τεχνίτου. Εις το κακόν που επάλαιε γενναία η ψυχή, υπέκυπτε το σώμα. Η ασθένεια την οποίαν συμβολίζει παραστατικά η καιομένη λαμπάς, εξεδηλώθη την εσπέραν της τιμητικής του· ούτω αι τελευταίαι σταγόνες του ελαίου της λυχνίας εδαπανήθησαν επί της σκηνής. Αυτή υπήρξε το λίκνον και το φέρετρον, το βήμα και το ικρίον του. Έπεσε μαχόμενος.

Μεταβάς εις την Μυτιλήνην εύρε μετά ένα μήνα τον θάνατον. Θάνατος πικρός εις γην ξένην καταλυτής ονείρων και ιδανικών…

Θάνατος πικρός εις γην ξένην, επιλέγει ο Σπύρος Λοβέρδος, και υπογράφει το άρθρο με τ’ αρχικά στοιχεία του. Όχι σε ξένη γη. Γιατί ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος. Εκτός τούτου η γη της Μυτιλήνης ήταν και είναι ελληνική και τον δέχτηκε με στοργή, με τα δάκρυα των κατοίκων της. Πολλές φορές μου εγεννήθη η απορία για την τύχη του τάφου του Μέγκουλα για τη διατήρησή του. Έγραψα στο φίλτατο και σεβαστό μητροπολίτη Ιάκωβο, κι εκείνος πρόθυμα απάντησε στο αίτημά μου και μ’ έφερε σε επικοινωνία με το λογοτέχνη, τον ιστορικό των νεοελληνικών γραμμάτων, και ιδιαίτερα των Αιολικών, με τον καθηγητή της φιλολογίας Γ. Βαλέτα. Ο Βαλέτας έδειξε εξαιρετική προθυμία, συγκινητική για όσους αγαπούν το θέατρο και λατρεύουν τη μνήμη του Μέγκουλα, και η έρευνά του στο νεκροταφείο της Μυτιλήνης είχε ως το θετικό αποτέλεσμα ν’ αναζητηθεί ο τάφος και να βρεθεί. Εκεί περιμένει την ευλογημένη ώρα που θα στηθεί μια προτομή από Πεντελικό μάρμαρο. Ο άνθρωπος που πολύ αγαπήθηκε στη ζωή και πολύ αγάπησε, που λάτρεψε την τέχνη και ποτέ του υλικά πλούτη, ο καλλιτέχνης που πέθανε πρόωρα στα 41 χρόνια του, στην ακμή της ηλικίας του με τα τολμηρότερα ιδανικά, που έπεσε σαν πολεμιστής στη σκηνή, ανήκει δικαιωματικά στη σύγχρονη ιστορία του Έθνους. Έσβησε σε μια εποχή που του χαμογελούσε πλέρια η τέχνη του θεάτρου και η φήμη του θα ξεπερνούσε τα ελληνικά σύνορα. Στα σαράντα και ένα χρόνια του είχε ανυψωθεί και είχε φτάσει στους καλλιτεχνικούς ουρανούς. Κι έπεσε από ψηλά, κατά το στίχο του ποιητή, την ώρα που τον περίμενε η εθνική ψυχή για νέα μεγαλουργήματα, για νέες εξορμήσεις. Ας τον μελετήσουν οι νεώτεροι καλλιτέχνες. Και ας κάμουν τα ιδανικά του σημαία των ειρηνική. Γιατί η μορφή του Νίκου Μέγκουλα στέκεται ολόφωτη ανάμεσα στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου. Ας τον γνωρίσουν ιστορικά κι ας πάρουν κάτι από τη θύελλα της ψυχής του, κάτι από τις δραματικές εκρήξεις του, από τη θρησκευτική λατρεία του στην ελληνική σκηνή.

  • Από το βιβλίο του Μιχαήλ Ροδά ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ. Έκδοση Πήγασου ΑΕ, Αθήνα 1944.

Μοιράσου το!
ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΔΡΩΜΕΝΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ