Μίνως Βολανάκης (1925 – 1999)

Μίνως Βολανάκης (1925 – 1999)

Μοιράσου το!

Ο Μίνως Βολανάκης (1925 – 15 Νοεμβρίου 1999) ήταν σκηνοθέτης, θεατρικός συγγραφέας και μεταφραστής. Γεννήθηκε στην Αθήνα (στην περιοχή της Κυψέλης), το 1925, κατ΄ άλλους 1926. Σπούδασε θέατρο αρχικά στη σχολή του Γιαννούλη Σαραντίδη. Στον εμφύλιο, μετά τον θάνατο του πατέρα του, αναγκάσθηκε να ασχοληθεί με τη μετάφραση θεατρικών έργων στο θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη και στη συνέχεια στο θίασο του Καρόλου Κουν όπου ειδικότερα για τις ανάγκες του θιάσου του μετέφρασε πολλά έργα του αμερικανικού δραματολογίου.

Μετά από υποτροφία που έλαβε από το Βρετανικό Συμβούλιο εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο ειδικευόμενος στη σκηνοθεσία, ξεκινώντας με έργα του Λουίτζι Πιραντέλλο. Κατά την εκεί παραμονή του ανέβασε πολλά έργα αρχαίων Ελλήνων κλασσικών καθώς και έργα του σύγχρονου κλασικού θεάτρου. Στη συνέχεια μετέβη στις ΗΠΑ, όπου και εκεί σκηνοθέτησε πλείστα έργα σε Πανεπιστήμια και ιδιωτικά θέατρα. Στη δεκαετία του 1960 σκηνοθέτησε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, με πρώτη παράσταση το έργο «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ καθώς και τη «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη στο Φεστιβάλ Αθηνών.

Στη συνέχεια ασχολήθηκε με το ελεύθερο θέατρο όπου και συνεργάστηκε με τους αθηναϊκούς θιάσους «Βεργή», «Λαμπέτη», Κούρκουλο σκηνοθετώντας έργα των Ζαν Ζενέ, Μπέρτολτ Μπρεχτ, Χάρολντ Πίντερ και Αντόν Τσέχοφ.

Στη διάρκεια της δικτατορίας στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου συνέχισε τις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες. Στη μεταπολίτευση επέστρεψε στην Ελλάδα και ανέλαβε γενικός διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος κατά την περίοδο 1975 – 1977, όπου και έδωσε αξιόλογες παραστάσεις με την Άννα Συνοδινού στη «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή στο Θέατρο Λυκαβηττού, με την Μελίνα Μερκούρη στη «Μήδεια» του Ευριπίδη κ.ά., συνδέοντας έτσι το όνομά του σε ότι καλύτερο είχε να παρουσιάσει το ελληνικό θέατρο εκείνης της περιόδου.

Το 1982 λαμβάνοντας σχετικές άδειες ξεκίνησε αγώνα αξιοποίησης παλαιών λατομείων, (Βύρωνα, Νίκαιας, Πετρούπολης και Τριανδρίας Θεσσαλονίκης), μεταβάλλοντάς τα σε θεατρικούς χώρους με αρχή τις «Γιορτές των Βράχων». Τον ίδιο χρόνο σκηνοθέτησε στο Εθνικό θέατρο τον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή, στα Επιδαύρια και στη συνέχεια εκπροσώπησε την Ελλάδα στα Ευρωπάλια και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες (1984).

Ο Μίνως Βολανάκης εκτός από την σκηνοθεσία διακρίθηκε ιδιαίτερα και ως έξοχος μεταφραστής αγγλικών θεατρικών έργων, καθώς και των ελληνικών κλασικών έργων (κωμωδίες ή τραγωδίες) στην αγγλική. Πέθανε στην Αθήνα το πρωί στις 15 Νοεμβρίου του 1999.

Πηγές

  • “Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica” τομ.15ος, σελ.21.
  • https://el.wikipedia.org

*********************************************

Βαροπούλου Ελένη 
Μια αποτίμηση της σημαντικής προσφοράς του σκηνοθέτη που «έφυγε» πριν από λίγες ημέρες

Αποχαιρετώντας τον Μίνωα Βολανάκη

Ενας μεγάλος μοναχικός, ιδιοσυγκρασιακός και στοχαστικός σκηνοθέτης έφυγε. Ο Μίνως Βολανάκης του Μπέκετ, του Μπρεχτ, του Ζενέ, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη που κουβαλούσε μέσα του την ποίηση και τη μουσική των έργων, κλασικών και συγχρόνων, άφησε για πάντα την εφήμερη πραγματικότητα των σκηνών αυτού του κόσμου. Ανεπαισθήτως. Χωρίς θόρυβο. Οπως τα διακριτικά, ατμοσφαιρικά βήματά του όταν περπατούσε.

Εμαθα ότι ο Βολανάκης πέθανε από τον Βασίλη Βασιλικό, λίγα δευτερόλεπτα προτού αρχίσει στο παρισινό Θέατρο του Σατελέ η «μουσική δράση» «Ουτίς» του Λουτσιάνο Μπέριο σε σκηνοθεσία Γιάννη Κόκκου. Φανερός και κρύφιος ήρωας, επάνω στη σκηνή εκείνη του μουσικού θεάτρου, ήταν ο Οδυσσέας. Σε ένα αινιγματικό ταξίδι, ανάμεσα στον κανένα και τον καθένα των σημερινών καιρών. Οδηγημένος από τη μνήμη του παρελθόντος προς μιαν επιστροφή, ισοδύναμη με «σχέδιο μέλλοντος». Και ο Μίνως Βολανάκης υπήρξε Οδυσσέας μιας «Οδύσσειας» θεατρικής. Ανάμεσα στις Συμπληγάδες πέτρες των θεσμών, στις Σειρήνες των ιδιωτικών θιάσων, στους Λωτοφάγους των μακρινών χωρών όπου βρέθηκε να σκηνοθετεί. Οδηγημένος από την πίστη στον προϋπάρχοντα ποιητικό λόγο και συγχρόνως ταγμένος στην ουτοπία του Θεάτρου ως τόπου των ανθρώπων.

Πολλοί σημαντικοί σκηνοθέτες του 20ού αιώνα, σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, υπηρέτησαν αδιακρίτως όλα τα είδη του θεάτρου. Εργάστηκαν σε παραστάσεις με τις πιο ετερόκλητες και αλληλοσυγκρουόμενες απαιτήσεις. Πίσω από την «ασυνέπεια» αυτή προς κάποιο συγκεκριμένο είδος, προς ένα και μόνο αισθητικό πρόγραμμα ή μιαν ορισμένη σύλληψη του θεατρικού διαλόγου μεταξύ σκηνής και πλατείας, ελλόχευε τελικά μια βαθύτερη συνέπεια: αυτή του καλλιτέχνη που αφιερώνει τον εαυτό του σε όλες τις εκδοχές του θεατρικού. Κινητοποιώντας την ευφυΐα και την ευαισθησία του. Επιδιώκοντας την αναγκαία συνέχεια. Διαμορφώνοντας την προσωπικότητά του πάνω στη συνείδηση της ίδιας της θεατρικής διαδικασίας και μάλιστα στο σημείο όπου το πάθος διασταυρώνεται με την πείρα, η έλλογη δραστηριότητα με τον κίνδυνο.

Ο Μίνως Βολανάκης ήταν μαέστρος στο να οργανώνει τις θεατρικές εικόνες. Να οικοδομεί τις σκηνές. Να διευθετεί με χέρι βιρτουόζου τα πράγματα στον χώρο. Να κατανέμει τις παρτιτούρες των κειμένων και να διευθύνει τις ερμηνείες των ηθοποιών. Ηταν υποδειγματικός από τη σκοπιά της σκηνοθεσίας ως τέχνης που αποβλέπει να τακτοποιήσει το χάος, ενώ θα επιτρέπει στο ποιητικό κείμενο να αναπνέει από όλους τους πόρους του προβάλλοντας τη δραματικότητά του και αναδεικνύοντας τις μυστηριακές υφάνσεις του.

Ο Βολανάκης δεν ανήκε στους ιεραποστόλους της αυστηρής φόρμας. Εμβάθυνε στα κείμενα με έναν τρόπο αναλυτικό και συγχρόνως ενοραματικό. Πνευματικός και συνάμα αισθησιακός, έψαχνε να βρει πώς ηχεί η μουσική του κειμένου μέσα του αλλά και πώς αντηχεί όταν γίνεται φωνή από τους ηθοποιούς. Σε έναν σκηνοθέτη σαν κι αυτόν, η παρατήρηση αντανακλά βιώματα και η γνώση έχει τις ποιότητες εσωτερικής εμπειρίας.

Ο σκηνοθέτης ως «μεταφραστής»: αυτή η εικόνα γυρίζει επίμονα στο μυαλό μου κάθε φορά που σκέφτομαι τον Βολανάκη. Και όχι επειδή υπήρξε ένας σπουδαίος μεταφραστής κειμένων. Μοναδικός στο να «διαβάζει» τα έργα και να γίνεται, μέσω των μεταφράσεών του, ένας υπαρξιακός διαμεσολαβητής του ποιητικού νοήματος. Μοναδικός στο να φτιάχνει από τη μεταφραστική γλώσσα ένα εργαλείο αυτοστοχασμού. Μοναδικός επίσης στο να αποδίδει τις ιδέες χωρίς να τις αφήνει στο σκοτάδι αλλ’ ούτε και να τις εκθέτει σε υπέρμετρο φως. Ο σκηνοθέτης ως «μεταφραστής» σημαίνει στην περίπτωση του Βολανάκη τον καλλιτέχνη εκείνον που επί σκηνής μεταφράζει πλαστικά το θεατρικό έργο. Που του δίνει μορφή και δίνει μορφή στα ανθρώπινα. Ελευθερώνοντας το έγκλειστο κείμενο, βγάζοντάς το από τις σελίδες όπου είναι εγκλωβισμένο, ο σκηνοθέτης βρίσκει και ό,τι το κείμενο χρειάζεται μετά (τη) φράση. Με ποιον ηθοποιό και πώς μπορεί να λάμψουν η λέξη, η φράση, ο λόγος του ποιητή.

Το στερνό αντίο στον Μίνω Βολανάκη καθώς κλείνει ο 20ός αιώνας είναι αποχαιρετισμός σε μια γενιά ευρωπαίων σκηνοθετών με ανθρωπιστική παιδεία, ευρείς ορίζοντες, ορθολογικότητα και φαντασία. Τώρα που οι σφαίρες της θεατρικής τέχνης κολυμπούν ακυβέρνητες στο νέο επικοινωνιακό σύμπαν, με το καινούργιο σε ρευστή ακόμη κατάσταση, αδιευκρίνιστο, ο Βολανάκης είναι μια σταθερή αναφορά για τη σκηνοθετική εργασία όπως μας την κληροδότησε ο περασμένος αιώνας.

*********************************************************************************************************

Ο Μίνως Βολανάκης των λόγων και των πράξεων

  • Από τον Χρήστο Παρίδη
    • Κωνσταντίνα Σταματογιαννάκη, Μίνως Βολανάκης. Το προνόμιο της παρουσίας, εκδόσεις ERGO με τη συμβολή του Ε.Λ.Ι.Α., σ. 428, 25,12 ευρώ

Πάνω απ’ όλα, σημασία είχε ο λόγος. Ο γραπτός λόγος, δηλαδή ο συγγραφέας. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι ολόκληρη η σκηνοθετική του σταδιοδρομία καθορίστηκε από τη σχέση του με τη μετάφραση. Ότι, τόσο φορμαλιστικά όσο και υφολογικά, τα δυσεπίλυτα προβλήματα μεταφοράς του λόγου και του πνεύματος από μια γλώσσα σε μια άλλη ή από τα αρχαία ελληνικά στα σύγχρονα, ή ακόμα και στα αγγλικά στην περίπτωσή του, διαμόρφωναν τον τρόπο και τις λύσεις που έδινε κάθε φορά στο έργο που αναλάμβανε να μεταφέρει στη σκηνή. Το πόνημα της θεατρολόγου Κωνσταντίνας Σταματογιαννάκη δίνει έμφαση ακριβώς σ’ αυτήν τη διάσταση της πορείας του αμιγώς θεατρικού, Έλληνα σκηνοθέτη με τη διεθνή καριέρα Μ. Βολανάκη. Ένα αφιερωματικό βιβλίο με τη μεθοδικότητα διατριβής, και επ’ ουδενί μυθιστορηματική βιογραφία. Έτσι, ο αναγνώστης πληροφορείται εκτενώς σε 7 κεφάλαια ό,τι αφορά μια μεγάλη επαγγελματική καριέρα, και λιγότερο μια γοητευτική ζωή, πλούσια σε γνωριμίες, συναναστροφές, πνευματικές και κοινωνικές ανταλλαγές, όπως υπήρξε ο βίος του. Ένα βιβλίο πλήρες μεν, αλλά συγχρόνως αποστειρωμένο, θησαυρός πληροφοριών για κάθε ερευνητή του θεάτρου, και πολύτιμο αρχείο για νέους -και παλαιότερους- ηθοποιούς ή σκηνοθέτες που δεν πρόλαβαν τον Βολανάκη εν ζωή. Με αναδημοσίευση δύο εξαιρετικών κείμενων του ίδιου, το ένα του 1954 με τίτλο Το θέατρο εδώ και σήμερα και το άλλο του 1964 με τίτλο Το προνόμιο της παρουσίας, εξού και ο τίτλος του βιβλίου. Τέλος, μια πλήρης εργογραφία, ακόμα και μεταθανάτια, όσον αφορά την τύχη των μεταφράσεών του, ολοκληρώνει επιτυχώς τους σκοπούς της έκδοσης.

Ο Μίνως Βολανάκης γεννήθηκε το 1926 στην Κυψέλη, γιος εμπόρου με καταγωγή από την Κρήτη και μητέρα με καταβολές κωνσταντινουπολίτικες. Ήταν μαθητής Γυμνασίου όταν έδωσε και πέρασε το καλοκαίρι του 1940 στη δραματική σχολή του Γιαννούλη Σαραντίδη. Σχολή ευρωπαϊκών προδιαγραφών του γαλλοτραφούς σκηνοθέτη, από την οποία βγήκαν ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Ντίνος Δημόπουλος, ο Μάνος Ζαχαρίας και άλλοι σημαντικοί καλλιτέχνες της εποχής. Ο πατέρας του σκοτώνεται κατά την υποχώρηση του ΕΛΑΣ μετά τα Δεκεμβριανά και η μητέρα του με δύο παιδιά, τον αδελφό του Μάριο και τον ίδιο, βρέθηκε σε οικονομικό αδιέξοδο. Έτσι, για βιοποριστικούς λόγους κατ’ αρχάς, ο νεαρός Βολανάκης, γνώστης αγγλικών και γαλλικών, περίπτωση σπάνια τότε, άρχισε να μεταφράζει θεατρικά έργα για δύο σκηνές διαμετρικά αντίθετων ιδεολογιών, του Θεάτρου Τέχνης και της κυρίας Κατερίνας Ανδρεάδη. Η μεγάλη πρωταγωνίστρια, που σκηνοθετούσε η ίδια τις παραστάσεις της, υπήρξε για το φιλόδοξο διανοούμενο αγόρι η πιο ουσιαστική «δασκάλα» την περίοδο της νιότης του. Ο ίδιος παράλληλα δίδασκε στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης και του Σταυράκου. Το σύνολο της πρώτης μεταφραστικής σοδειάς του, 15 έργα, συμπεριλαμβανομένων δύο από τα πιο αγαπημένα του, τη Μικρή μας πόλη και το Με τα δόντια του Θόρντον Ουάιλντερ, αλλά και, σε συνεργασία με τον Γεράσιμο Σταύρου, το Λεωφορείο ο πόθος για τον Κουν με τη Μελίνα. Το καλοκαίρι του 1954 αποτολμά τις πρώτες του σκηνοθεσίες με δύο «ελαφριά» έργα για τον θίασο των Χατζηαργύρη – Τζόγια, ενώ το φθινόπωρο που ακολουθεί φεύγει με υποτροφία του Βρετανικού Συμβουλίου για μαθήματα σκηνοθεσίας στο Central School of Speech and Drama του Λονδίνου.

Η μεταπολεμική Αγγλία προσπαθούσε να βρει τον βηματισμό της νέας εποχής και ο νεαρός Έλληνας επίσης. Αρχικά, ως βοηθός του Τιτάνα του αγγλοσαξονικού θεάτρου Τάιρον Γκάθρι. Τον Ιανουάριο του 1956 κάνει το αγγλικό σκηνοθετικό του ντεμπούτο στο Theatre in the Round με τρία μονόπρακτα του Πιραντέλο. Η γνωριμία όμως που υπήρξε καθοριστική ήταν εκείνη με τον Φρανκ Χάουζερ, καλλιτεχνικό διευθυντή του Oxford Playhouse, που στέγαζε τους Meadow Players. Από το 1956 μέχρι το 1973 παρέμεινε ο σταθερός θεατρικός οργανισμός όπου ο Μίνως Βολανάκης έδινε σάρκα και οστά στα καλλιτεχνικά του όνειρα και στη σκηνή που πάντα επέστρεφε. Εκεί έζησε τις πρώτες μεγάλες επιτυχίες του, εκεί πειραματίστηκε, εκεί γνώρισε και συνεργάστηκε με μερικούς από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς. Έγινε το ορμητήριό του για τις διεθνείς παραγωγές του, ξεκινώντας με την παγκόσμια πρώτη ενός έργου που εκτιμούσε ιδιαίτερα, Οι αριθμημένοι του νομπελίστα Ελίας Κανέτι, το οποίο τον στοίχειωνε και που αργότερα το ανέβασε στη Θεσσαλονίκη, ενώ υπέγραψε και το λιμπρέτο όπερας που βασίστηκε επάνω του.

Ακολουθούν μια σειρά από πετυχημένες προσπάθειες αναβίωσης του κλασικού ελληνικού θεάτρου στην αγγλική σκηνή. Αρχής γενομένης με τη Λυσιστράτη το 1957, μια μεγαλειώδους αποδοχής «ελληνικότατη» παράσταση, σε σκηνικό του Νίκου Γεωργιάδη, η οποία μεταφέρθηκε στο Royal Court του Λονδίνου κι έγινε το διαβατήριο για μια ανάθεση του ίδιου έργου από το Habimah National Theatre του Τελ Αβίβ. Σε μια πρόταση του εκδοτικού οίκου Ντεντ να μεταφράσει όλο τον Αριστοφάνη στα αγγλικά, ενώ συμφώνησε, ποτέ δεν ολοκλήρωσε τη μετάφραση. Ακολούθησαν οι Βάκχαι του 1959 σε δική του μετάφραση και με Πενθέα τον Σον Κόνερι, και η Ορέστεια το 1961. Χάρη στην επιτυχία της, το Old Vic του αναθέτει το 1962 το σαιξπηρικό Ιούλιος Καίσαρα, σοβαρό άλμα για έναν μη Άγγλο. Δυστυχώς, δεν έτυχε ανάλογης επιτυχίας, αν και τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν ένα έργο που του αντιστεκόταν. Όταν το 1964 το ξανασκηνοθέτησε για τον Μάνο Κατράκη και τον Νίκο Κούρκουλο, έφτασε μέχρι να αποσύρει το όνομά του.

Για τον μεγάλο, βλάσφημο και προκλητικό Ζαν Ζενέ, με τον οποίο συνδέθηκε με δεσμούς φιλίας και αλληλοεκτίμησης, ο Βολανάκης υπήρξε από τους λίγους σκηνοθέτες διεθνώς που του εμπιστευόταν έργα του! Όταν τέθηκε θέμα σκηνοθέτη στη Νέα Υόρκη για τα Παραβάν το 1971, σε μετάφραση δικιά του, ο Γάλλος συγγραφέας δέχτηκε μόνο τον Έλληνα φίλο του να το αναλάβει. Μνημειώδης παράσταση, αν και εισπρακτικό ναυάγιο. Είχαν προηγηθεί στην Αθήνα το 1962 το Μπαλκόνι, με τον θίασο της Ελσας Βεργή, τον αμέσως επόμενο χρόνο στην Οξφόρδη οι Δούλες, εγχείρημα που επανέλαβε ξανά το 1964 αλλά και το 1974, με την Γκλέντα Τζάκσον, στο Λονδίνο. Επάνω στη συγκεκριμένη παράσταση βασίστηκε και η κινηματογραφική εκδοχή του Κρίστοφερ Μάιλς. Ενδιάμεσα, στο Oxford Playhouse πάντα, το Μπαλκόνι το 1967 και Οι νέγροι το 1970.

Ο Σωκράτης Καραντινός τον καλεί το 1964 στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Εκεί σκηνοθετεί Το παιχνίδι της τρέλας και της φρονιμάδας του Θεοτοκά, τον Καλό άνθρωπο του Σετσουάν του Μπρεχτ και το Περιμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ. Το κοινό της Θεσσαλονίκης έμοιαζε να μπαίνει στα βαθιά νερά του σοβαρού ρεπερτορίου και να βγαίνει εξαγνισμένο στην επιφάνεια χάρη στις εξαιρετικές διδασκαλίες του Βολανάκη. Την άνοιξη του 1965 διδάσκει την Τζούντι Ντεντς στο Φανάρι του Αλφρέ ντε Μισέ για το Φεστιβάλ του Σαουθάμπτον και αμέσως μετά, την πρώτη βρετανική παρουσίαση της κωμωδίας του Αριστοφάνη Εκκλησιάζουσαι με μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου. Πρόβα τζενεράλε, καθώς το ίδιο καλοκαίρι το ανεβάζει και για την Ελληνική Σκηνή της Άννας Συνοδινού στον Λυκαβηττό.

Με το πραξικόπημα των συνταγματαρχών αυτοεξορίζεται και τον Απρίλιο του 1970 επιμελείται σκηνοθετικά στο Royal Albert Hall του Λονδίνου την αντιδικτατορική εκδήλωση Elefteria: an evening of free Greek Music and Drama, αφιερωμένη στον απόντα και νοσηλευόμενο στο Παρίσι Μίκη Θεοδωράκη. Η Μελίνα διάβασε επιστολή τού συνθέτη, η Φαραντούρη τραγούδησε εμβατήριά του, οι Ιαν Μακέλεν, Άλαν Μπέιτς, Γκλέντα Τζάκσον και άλλοι Άγγλοι ηθοποιοί έπαιξαν αποσπάσματα από «απαγορευμένα» ελληνικά έργα.

Με τη μεταπολίτευση βρέθηκε στη θέση του διευθυντή του ΚΘΒΕ, την πιο θαυμαστή θεατρική εποχή που έχει να θυμάται η Θεσσαλονίκη. Ανέβασε τη Λαμπέτη για να παίξει Βυσσινόκηπο του Τσέχοφ, κατέβασε για πρώτη φορά τη βορειοελλαδίτικη κρατική σκηνή στην Επίδαυρο, με τη Συνοδινού ως Ηλέκτρα, ο Παπαμιχαήλ και ο Τσάγκας έλαμψαν στο Ο κύριος Πούντιλα και ο άνθρωπός του ο Μάτι του Μπρεχτ, η Μερκούρη ως Μήδεια έγραψε ιστορία! Αλλά πάνω απ’ όλα έγραφαν ιστορία οι ίδιες οι παραστάσεις, στις πάντα ποιητικές και εξαιρετικών ελληνικών μεταφράσεις του. Η θητεία έληξε πριν από την ολοκλήρωσή της με παρατράγουδα, όπως και μια δεύτερη θητεία την περίοδο 1986 – 1988, που έμελλε να αποδειχθεί ακόμη πιο επεισοδιακή.

Την τελευταία δεκαπενταετία της ζωής του επανέλαβε παλιές του επιτυχίες, έκανε κάποιες νέες, σκηνοθέτησε πολλούς εγχώριους σταρ σε έργα δύσκολα και στήριξε δραματολογικά αλλά και σκηνοθετικά τις Ξένια Καλογεροπούλου και Μπέττυ Αρβανίτη στις -ποιοτικού προσανατολισμού- θεατρικές τους στέγες. Η σημαντικότερη προσφορά και παρακαταθήκη του Μίνου Βολανάκη όμως -εκτός από τον τεράστιο όγκο μεταφράσεων-, δεν ήταν άλλη από τα περίφημα «Θέατρα των βράχων». Τη σύλληψη, τον σχεδιασμό και τη μετατροπή τεσσάρων πρώην λατομείων, στον Βύρωνα, στη Νίκαια, στην Πετρούπολη και στη Νεοχωρούδα της Θεσσαλονίκης, σε υπαίθρια θέατρα, τα οφείλουμε σ’ εκείνον. Οραματισμός μεγάλης καλλιτεχνικής και πολιτικής σημασίας, χάρη στον οποίο επετεύχθη η θεατρική αποκέντρωση και έδωσε τη λύση του χώρου για έργα που ούτε στο «κοσμικό» Ηρώδειο ούτε στην «κλασικιστική» Επίδαυρο μπορούσαν να παρουσιαστούν.

Έφυγε ξημερώματα 15 Νοεμβρίου 1999, παραιτημένος από όνειρα, ιδέες και σχέδια. Κάτι που πάντα έκανε στη ζωή του, αν και ήξερε τη ματαιότητα και το ανέφικτο -συχνά- της πραγματοποίησής τους. Η πιο ενδιαφέρουσα πρωτοτυπία αυτού του βιβλίου, άλλωστε, είναι η αναφορά των αλλεπάλληλων σχεδίων που ματαιώθηκαν…

  • Βιβλιοθήκη, Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ