Ασπασία Παπαθανασίου: Νοσταλγώ αυτό που αισθανόμουν

Ασπασία Παπαθανασίου: Νοσταλγώ αυτό που αισθανόμουν

Μοιράσου το!

  • ΑΣΠΑΣΙΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

ΟΣΑ ΓΡΑΦΩ δεν είναι τα μόνα που θυμάμαι ούτε τα μόνα που σφραγίσανε τη ζωή μου και, ειδικά, την πορεία μου στο θέατρο. Όταν αναφέρεται κανείς σε αναμνήσεις, προσπαθεί συνήθως να θυμηθεί εκείνα που του έχουν συμβεί, τα καταγράφει ωστόσο σήμερα που και ο ίδιος είναι διαφορετικός απ’ ό,τι ήταν όταν τα ζούσε. Είναι αδύνατον να είναι κανείς αντικειμενικός (θετικά ή αρνητικα, δεν έχει σημασία) για όσα διηγείται, γιατί δεν είναι μόνον ο ίδιος που έχει αλλάξει, είναι και η εποχή που είναι διαφορετική. Διατηρώ πάντα μιαν επιφύλαξη για βιβλία με αναμνήσεις από την παιδική και την εφηβική (ή και μεταγενέστερη) ηλικία, γιατί είναι αδύνατον να περιγράψει κανείς τα συναισθήματα που είχε όταν ήταν δεκαπέντε και είκοσι χρόνων. Δεν γίνεται να είναι κανείς αντικειμενικός γιατί, χωρίς να το θέλει, μέσα στις αναμνήσεις που περιγράφει, υπεισέρχεται ο άνθρωπος που είναι σήμερα.

Προσωπικά προσπαθώ να μην στέκομαι σε πράγματα που έχουν μια συναισθηματική φόρτιση και που, χωρίς να το καταλαβαίνω, θα περνάνε μέσα από τις σημερινές μου αντιλήψεις. Μ’ αυτή την προϋπόθεση, πηγαίνω πολλά χρόνια πίσω. Το 1959, με το Πειραϊκό Θέατρο του Δημήτρη Ροντήρη, δίναμε παράσταση στο Βελιγράδι με την Ηλέκτρα του Σοφοκλή. Ήταν η πρώτη παράσταση  της Ηλέκτρας, αλλά και η πρώτη φορά που έπαιζα η ίδια την Ηλέκτρα.

Ασπασία Παπαθανασίου – Δημήτρης Ροντήρης (1960)

Δεν μπορώ να περιγράψω τα συναισθήματά μου, γιατί μου είναι αδύνατον να τα θυμηθώ. Έπαιζα μπροστά σ’ ένα ξένο κοινό και το μόνο που με απασχολούσε ήταν το πώς θα τελειώσει η παράσταση. Για να το πω καλύτερα, έτσι φαντάζομαι πως αισθανόμουν. Ενώ έχει αρχίσει η παράσταση, ακούω μέσα στην ταραχή μου κάτι κραυγές στα παρασκήνια. Φυσικά δεν γινόταν να ηρεμήσω, για να προσπαθήσω να καταλάβω από πού προέρχονταν οι κραυγές αυτές. Συνέχισα ώσπου τέλειωσε η παράσταση, οπότε ρώτησα την Λουκία τι ήταν οι κραυγές που είχα ακούσει. Μου απάντησε πως ήταν ο Ροντήρης που φώναζε, έξω φρενών, στα παρασκήνια: “Πού θα πάει;”. Εννοούσε δηλαδή ότι είχα αρχίσει παίζοντας πολύ ψηλά κι ότι θα ήταν αδύνατον να προχωρήσω, γιατί έπρεπε ολόκληρη η παράσταση να επιταχύνεται εξελικτικά σε ένταση και σε ρυθμούς.

Ο ίδιος ο Ροντήρης δεν μου είπε τίποτε μετά την παράσταση (και δεν ήμουν εγώ που θα έεκανα το οποιοδήποτε σχόλιο), αλλά μου τηλεφώνησε αργά τη νύχτα στο ξενοδοχείο. “Τι κάνεις;”, με ρωτάει. “Καλά είμαι”, του απαντώ. Συνεχίζει: “Είσαι ευχαριστημένη;”. “Δεν ξέρω κύριε Ροντήρη, εσείς τι λέτε;”. “Ε, καλά, δεν πήγες και άσχημα”. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν μου έκανε καλή ή κακή εντύπωση αυτή η φράση του Ροντήρη. Μπορώ, όμως, να πω με βεβαιότητα ότι πέρασε μέσα μου, χωρίς μάλιστα να την σκέφτομαι συνέχεια. Αν μου έλεγε ότι “ήσουνα καλή” ή “δεν ήσουνα κααλή”, θα ήταν κάτι το τελειωτικό. Το “δεν πήγες και άσχημα”, πέρασε μέσα μου κι έμεινε ως μια θέση ότι ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να είναι ποτέ σίγουρος ότι είναι καλός ή ότι είναι κακός. Πρέπει να υπάρχει μια διαρκής αμφισβήτηση για κείνο που δημιουργεί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να είναι ποτέ ευχαριστημένος. Έτσι εισέπραξα το “δεν πήγες και άσχημα” και το έχω πάντα μέσα μου, χωρίς να έχω αισθανθεί ποτέ καμιά πίκρα γιατί δεν μου είπε ο Ροντήρης “ήσουνα καλή”. Δεν ξέρω, αν μου το έλεγε αυτό, αν θα μου άρεσε τόσο πολύ όσο εκείνο που μου είπε.

Πηγαίνω τώρα λίγα χρόνια πίσω από το 1959, στΑ 1944, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από την γερμανοϊταλική Κατοχή. Ήμουν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Μόλις έγινε η απελευθέρωση, η πρώτη δουλειά μιας ομάδας ηθοποιών (δεν θυμάμαι αν είχαμε συγκροτηθεί σε ομάδα) ήταν να ιδρύσουμε το “Λαϊκό Θέατρο”, ένα θέατρο που να είναι σύμφωνο με την ιδεολογία μας, τα οράματά μας (που ήταν πραγματικά οράματα και όχι ψεύτικα). Είχαμε κάνει μια συμφωνία ότι δεν θα υπάρχει διαφορά  στις απολαβές, τρώγαμε όλοι μαζί σε μια ταβέρνα. αναφέραμε μάλιστα στο Κόμμα ότι κάνουμε θίασο, το Κόμμα μας είπε: “Ξεκινήστε, εμείς θα σας δώσουμε χρήματα”. Βρίσκουμε ένα έργο, τίτλος του έργου ήτανε “’41-’44”, δεν θυμάμαι ακριβώς την υπόθεση, πάντως ήταν εμπνευσμένο από την περίοδο της Κατοχής. Όταν το διαβάσαμε ενθουσιαστήκαμε, στο Κόμμα μάλιστα αναφέραμε ότι ανακαλύψαμε ένα έργο τόσο σπουδαίο όσο μια αρχαία τραγωδία. Ο συγγραφέας ονομαζότταν Λυδάκης. Όταν αρχίσαμε να δουλεύουμε πάνω στο έργο διαπιστώσαμε ότι ήταν μια μπαρούφα. Άρχισαν, λοιπόν, οι επεμβάσεις. Την ομάδα την αποτελούσανε ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, ο Αλέξης Δαμιανός, η Αλέκα Παϊζη, ο Μάνος  Ζαχαρίας, δεν θυμάμαι αν ήταν κι ο Τίτος Βανδής, να με συγχωρούν όσοι τους ξεχνώ. Ενθουσιώδεις όλοι μας, είχαμε στολίσει α καμαρίνια μας με σφυροδρέπανα, φωτογραφίες του Στάλιν, μεγλειώδεις εποχές. Θα κατακτούσαμε όλο τον κόσμο. Σε κάποια πρόβα, ενώ έχουμε αρχίσει τις επεμβάσεις στο έργο, έρχεται ο συγγραφέας και γίνεται έξω φρενών. Εμείς συνεχίζουμε απτόητοι, χωρίς να τον ακούμε. ΟΙ τεχνικοί του θιάσου ήταν, επίσης, μέλη του Κόμματος. Αποφασίζει η ομάδα να απαγορεύσει την είσοδο στον συγγραφέα. Κλείνουμε τις πόρτες, κατεβάζουμε τα ρολά και κάνουμε ό,τι θέλουμε εμείς.

Η γενικότερη κατάσταση, στο μεταξύ, άρχισε να γίνεται πολύ επικίνδυνη. Όλοι μας αισθανόμαστε ότι βρισκόμαστε σε παραμονές σύγκρουσης. Μαζευόταν τόσος κόσμος στο θέατρο που έπηζε, κυριολεκτικά, ακόμη και το πεζοδρόμιο στην Πατησίων. Το θέατρο λεγόταν “Παπαϊωάννου” και ήταν στη γωνία Πατησίων και Καποδιστρίου. Τα σκηνικά τα φτιάχναμε από πραγματική ξυλεία και από υφάσματα που μας έστελναν οι εργάτες από τα εργοστάσια που είχανε καταλάβει. Μέρες δόξας και μέρες ενθουσιασμού για το λαϊκό μας θέατρο, που δεν μπορεί κανείς να τις ξεχάσει. Όταν άρχισε, λοιπόν, γενικότερα, η πολιτική κατάσταση να γίνεται επικίνδυνη και να διαγράφεται η σύγκρουση με την τότε κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου και με όλες τις ορανώσεις που μέσα τους ήταν και συνεργάτες των Γερμανών, αλλάζαμε συνέχεια έργο. Ο Μάνος Ζαχαρίας, που έπαιζε τον καθοδηγητή της ομάδας των πολιτών, άλλαζε κάθε βράδυ τον ρόλο του. Δεν έλεγε, δηλαδή, τα λόγια που αρχικά είχε αποφασιστεί να λέει, αλλά έλεγε κάθε βράδυ την γραμμή που του έδινε ο “Ριζοσπάστης” και το Πολιτικό Γραφείο του Κόμματος και των αντιστασιακών οργανώσεων. Ερχόταν, λοιπόν, ο κόσμος στο θέατρο για να μάθει την πολιτική γραμμή. Θέατρο ήταν αυτό, κάτι δηλαδή που ήταν μέσα στην ζωή, γιατί να ην δίνει και την πολιτική γραμμή της κάθε μέρας;

Το θέατρο έπαψε να είναι κάτι έξω από την εξέλιξη των γεγονότων. Θυμάμαι ότι είχαμε αποφασίσει την τελευταία βραδιά που παίξαμε (δεν ξέραμε βέβαια ότι ήταν η τελευταία) κι ενώ η κατάσταση είχε οξυνθεί πάρα πολύ, να βγω με τη στολή του ΕΛΑΣ (έκανα μια επονίτισσα, όπως και άλλοι). Μόλις βγήκα έγινε χαλασμός κόσμου, τέτοιον ενθουσιασμό και τέτοια συμμετοχή του κοινού δεν έχω ξαναζήσει στη ζωή μου. Έπαιζα μια γυναίκα  που έγραφε συνθήμσταα στους τοίχους, στη διάρκεια της Κατοχής, αλλά την πυροβολούν και την σκοτώνουν. Θυμάμαι ότι είχαν αρχίσει να με πιάνουν τα κλάματα.

Την επομένη βγήκαμε κι εμείς από το θέατρο για να πάρουμε μέρος στη διαδήλωση που θα γινόταν, και δεν ξαναγυρίσαμε σ’ αυτό. Όπως είναι γνωστό, σε κείνη τη μεγάλη διαδήλωση, όταν είχαμε φτάσει στο Σύνταγμα (απέναντι από τον Άγνωστο Στρατιώτη ήταν η διεύθυνση της Αστυνομίας) άρχισαν να μας πυροβολούν από την ταράτσα του κτηρίου της Ατυνομίας, ενώ ήμασταν όλοι άοπλοι. Το γεγονός αυτό στάθηκε το έναυσμα για τη σύγκρουση της μάχης του Δεκέμβρη. Δεν μπορώ να περιγράψω τι αισθανόμουν τότε, μπορώ να πω τι αισθάνομαι σήμερα. Νοσταλγώ όχι βέβαια τα γεγονότα, αλλά αυτό που αισθανόμουν μέσα σ’ όλα εκείνα που ζούσα. Δεν μπορώ να ξεχάσω το ανεπανάληπτο αίσθημα πως ό,τι κάναμε το κάναμε για το καλό του τόπου.

  • Πρώτη δημοσίευση: Η λέξη. Ελληνική και ξένη λογοτεχνία. Τεύχος 171, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 2002

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ