Σημειώσεις Περασμένων Ετών: Χορν, Λογοθέτης, Κομνηνού, Βόγλης, Καταλειφός, Φωτοπούλου, Γεωργακόπουλος

Σημειώσεις Περασμένων Ετών: Χορν, Λογοθέτης, Κομνηνού, Βόγλης, Καταλειφός, Φωτοπούλου, Γεωργακόπουλος

Μοιράσου το!

  • Ηλίας Λογοθέτης, Φιλαρέτη Κομνηνού, Γιάννης Βόγλης, Δημήτρης Καταλειφός, Λυδία Φωτοπούλου, Λάζαρος Γεωργακόπουλος

Ο Χορν ήταν ο μέγας είρων της υποκριτικής τέχνης. Χαρίεις, παιγνιώδης, χλευαστής, αυτοτιμωρούμενος, αξεδίψαστος, ανικανοποίητος, με συχνά τα φαινόμενα μιας υποκριτικής καταθλίψεως. Όσο ωρίμαζε, δίσταζε να εκτεθεί στην αδηφάγα χοάνη της σκοτεινής πλατείας. Ανασφαλής, γιατί πολύ εμβάθυνε στην τέχνη του και αμφέβαλλε συνεχώς με την αποτελεσματικότητά του. Έπαιξε τα πάντα πλην τραγωδίας και αρχαίας κωμωδίας. Οι ανίδεοι νομίζουν πως δεν τον βοηθούσε η χροιά της φωνής του. Νομίζω πως είχε επίγνωση πως οι τραγικές μορφές είναι περισσότερο ποιητικά γεγονότα παρά σκηνικά. Πάντως, ζήλευε το Μινωτή, ακριβώς γι’ αυτό, έλεγε πως δεν είχε αρκετό θράσος, όπως ο Μινωτής, για να μπορεί να συνομιλεί τόσο άνετα με τον Αισχύλο! (Κώστας Γεωργουσόπουλος, Δημήτρης Χορν – Η χαρίεσσα υποκριτική σαν την πεταλούδα εφήμερον. Τα Νέα, 9 Φεβρουαρίου 2000).

Ηλίας Λογοθέτης: «H τέχνη του ηθοποιού είναι ερωτική»

O Hλίας Λογοθέτης έρχεται από άλλες εποχές. Iσως, σκέφτεσαι, να ταίριαζε γάντι στον αιώνα του Διαφωτισμού και των Eγκυκλοπαιδιστών, των ερευνητών, των φιλοσόφων, τους πανεπιστημόνων του 18ου και του 19ου αιώνα. Aνθρωπος και καλλιτέχνης που ζει και δημιουργεί σε «υψηλές θερμοκρασίες», η σκέψη του τρέχει με ταχύτητες μεγάλες, καλπάζει. Πριν καταλήξει στο Θέατρο Tέχνης και καλλιεργήσει με το δάσκαλό του Kάρολο Kουν «μια σχέση μυστική», που πολύ δύσκολα εξηγείται ή περιγράφεται, ασχολήθηκε με τα νομικά, τα μαθηματικά, τη μουσική. «Aπό τον αδελφό της μητέρας μου πήρα τη σκέψη και την υπομονή και από τους απλούς ανθρώπους της Λευκάδας την «αλεγκρία», που δεν μεταφράζεται. Aνήκω στην κατηγορία των διαισθητικών ατόμων», λέει. Eχει διανύσει πολλά χιλιόμετρα στο θεατρικό σανίδι εδώ και μισό αιώνα, που τον κατατάσσουν στους πρωταθλητές της υποκριτικής τέχνης: «Πιστεύω ότι η τέχνη του ηθοποιού είναι εκδήλωση ερωτική, δεν έχει να κάνει με την ακρίβεια αλλά μόνο με το συναίσθημα, και αυτά τα έχω μάθει από τους μουσικούς και τους μεγάλους πιανίστες. Συμφωνώ με αυτό που λέει ο Kασίρερ, ότι η τέχνη είναι ένας δρόμος προς την ελευθερία. Oύτε ηθικοπλαστική είναι ούτε τις μάζες εξεγείρει ούτε διορθώνει τις κοινωνίες».

Oλοι παραδέχονται ότι είστε ένας μεγάλος ηθοποιός αλλά, προσθέτουν, αρκετά ιδιόρρυθμος. Δεν δέχτηκα τους χαρακτηρισμούς. Για όλους τους ηθοποιούς υπάρχει ένας αριθμός ρόλων στους οποίους είναι πολύ καλοί. Aπορρίπτω την έννοια ηθοποιός, γιατί είναι νεότερη. Yποκριτής ναι, μεταφορέας ναι –κατά τον Nτεριντά– του περίφημου φορτίου της γραφής, αλλά ηθοποιός όχι. Hθοποιός για μένα είναι ο ποιητής, αυτός ποιεί το ήθος. Tο βασικό για τον υποκριτή είναι η καλή «ανάγνωση» του κειμένου. Σπάνια διαβάζονται τα κείμενα σωστά. O Mπέκετ, για παράδειγμα. Oταν είχαμε ανεβάσει «Tο τέλος του παιχνιδιού» στο Θέατρο Tέχνης, δεν είχαμε κάνει σωστή ανάγνωση, γιατί απασχολούσαν άλλα θέματα τότε το Θ.T. Στην παράσταση έγινε η ανάγνωση, γιατί ο «δάσκαλος» άφηνε μεγάλο ποσοστό ελευθερίας. O Kουν, όταν τον πρωτογνώρισα, μου θύμισε τον Oύγγρο ποιητή Aττίλα Γιόζεφ. Oι στίχοι του «καθώς συνάζονται ξανά τα όσα διασκορπίστηκαν» ήταν ο ίδιος ο Kουν, γιατί και σε μένα σύναξε ξανά τα όσα διασκορπίστηκαν. — Δεν πιστεύετε ότι το επάγγελμα του ηθοποιού απαιτεί μεγάλη πειθαρχία, καθημερινή δουλειά, άσκηση, εκγύμναση των μέσων; Yπάρχει μεγαλύτερη γυμναστική και ακρίβεια από τον ταλαίπωρο άνθρωπο που σηκώνεται επί αιώνες την ίδια ώρα και πηγαίνει στη φάμπρικα; Aυτά είναι παραμύθια της Xαλιμάς. Nομίζω πως η δουλειά του ηθοποιού είναι προσωπική, με τον εαυτό του, στο δωμάτιό του. Eίναι μια προσωπική έκφραση και δεν διαμορφώνει τις κοινωνίες. H Eλλάδα είναι σε μια άθλια κατάσταση αλλά έχει πολλά θέατρα, έχει Παρθενώνες. O πολιτισμός είναι άλλο πράγμα. Eίναι οι διαπροσωπικές σχέσεις. (Συνέντευξη στην Μαρία Κατσουνάκη, Η Καθημερινή, 3 Φεβρουαρίου 2002)

Φιλαρέτη Κομνηνού: Επιστρέφει στο αρχαίο δράμα πιο ώριμη, αλλά και ελεύθερη

Τα πόδια της είναι μέσα στις πληγές. Γιατί στις πρόβες η Φαίδρα-Φιλαρέτη Κομνηνού ξυπόλητη βακχεύει παρασυρμένη από τον άνομο έρωτά της για τον πρόγονό της Ιππόλυτο (που υποδύεται ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης) στην ομώνυμη παράσταση του Εθνικού Θεάτρου. Μετά την Ισμήνη, την Πολυξένη, την Αλκηστη, την Ανδρομάχη, την Αντιγόνη και την Ηλέκτρα, και έπειτα από 7 χρόνια αποχής από το αρχαίο δράμα, η Κομνηνού επανακάμπτει αληθινά παθιασμένη στο «στίβο» της τραγωδίας σκηνοθετούμενη από τον Βασίλη Νικολαΐδη, με ένα ρόλο που διατρέχεται από τον υψηλό πυρετό του έρωτα. «Ηταν καλό αυτό το κενό, γιατί συσπειρώθηκα και διαπίστωσα πόσο ανάγκη το έχω αυτό το θέατρο και το να ξαναβρεθώ στην Επίδαυρο».

Από ρόλο σε ρόλο τι αλλάζει, τι προστίθεται στον τρόπο που προσεγγίζετε ένα χαρακτήρα αρχαίας τραγωδίας; «Είναι βιωματικό το ζήτημα. Μεγαλώνοντας και μέσα από τη μελέτη που κάνεις ξανασκέφτεσαι μερικά πράγματα θεωρητικά που μετά τα περνάς στην πράξη. Παλιά λειτουργούσα πιο παρορμητικά, με μια γενική έτσι διάθεση να υπάρξω πάνω στη σκηνή και να υποστηρίξω το ρόλο μου με μια μανία. Υπάρχει σήμερα περισσότερο μια επεξεργασία μυαλού». – Ενας ηθοποιός για να ερμηνεύσει ρόλο αρχαίας τραγωδίας πιστεύετε ότι πρέπει να διαθέτει ειδικά προσόντα, πρέπει να έχει θητεύσει στο είδος ή δεν είναι και τόσο απαραίτητες αυτές οι προϋποθέσεις; «Ανάμεσα σε μία τηλεόραση και ένα μπουλβάρ το να “ρίχνουμε”, και μια Επίδαυρο, όπως έχει αποδείξει η ιστορία του θεάτρου αυτού, είναι ο εξευτελισμός του ηθοποιού. Δεν είναι ένα είδος εύκολο το αρχαίο δράμα και απαιτεί μια τεχνική συγκεκριμένη και ένα ειδικό χάρισμα. Είναι ανοικτός ο χώρος και επειδή χρειάζεται μια εκπομπή ενέργειας τεράστια η οποία περνάει μέσα από ένα όργανο φωνητικό, αν δεν διαθέτει ο ηθοποιός αυτό το χάρισμα, βλέπεις ότι σμικρύνεται, ελαχιστοποιείται πάνω στη σκηνή. Πιστεύω πολύ πάντως στο θέμα της ενέργειας που επιβάλλουν αυτοί οι χώροι. Προσκηνοθετούν αυτοί οι χώροι. Γι’ αυτό χρειάζεται να είσαι ένα σώμα παλλόμενο και η ενέργεια που στέλνεις να είναι πάρα πολύ ισχυρή». Υφίσταται ένα ζήτημα στην ανανέωση των τρόπων ανεβάσματος του αρχαίου δράματος; «Δεν μπορούμε να κωφεύουμε στα ερεθίσματα της εποχής, τα οποία απαιτούν ένα λόγο άμεσο, που να δηλώνει ότι αυτά τα πρόσωπα δεν είναι μόνο ιδέες, δεν είναι μόνο σύμβολα, αλλά και πάσχοντα πρόσωπα που κυλάει αίμα μέσα τους. Και η ανάγκη της ανατροπής υπάρχει. Λες: γιατί να ξαναδώ το ίδιο, τον μύθο τον ξέρω. Εκεί μπαίνει όμως ένα μεγάλο ζήτημα. Πόσο αυτές οι προχωρημένες προτάσεις είναι ουσίας και πραγματικής έμπνευσης και πόσο είναι fake. Εκεί πρέπει κανείς να είναι καχύποπτος». (Συνέντευξη στην Ιωάννα Κλεφτόγιαννη, Ελευθεροτυπία, 30 Ιουνίου 2004)

Γιάννης Βόγλης: «Τώρα πια δεν πιστεύω στην Ιθάκη»

Σαράντα έξι χρόνια έχει στο θέατρο ο Γιάννης Βόγλης με μια λαμπρή καριέρα σε ποικίλα έργα ξένης κι ελληνικής δραματουργίας. Αυτό το καλοκαίρι δίνει το «παρών» με το περιοδεύον ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης και τον «Καπετάν Μιχάλη» του Νίκου Καζαντζάκη σε θεατρική διασκευή Κωστή Κολώτα. Εχει κάνει τη σκηνοθεσία κι ερμηνεύει το ρόλο του πατέρα του ήρωα, Σήφακα. Στους βασικούς ρόλους οι Νίκος Βερλέκης (Καπετάν Μιχάλης), Νίκος Δαδινόπουλος (Νουρήμπεης), Γιάννης Καλατζόπουλος (Εφεντίνα), Μαριάννα Πολυχρονίδη (Εμινέ). Την Παρασκευή και το Σάββατο ο «Καπετάν Μιχάλης» θα παρουσιαστεί στο Θέατρο Ρεματιάς στο Χαλάνδρι.

Σαράντα έξι χρόνια ταξιδεύετε στο θέατρο. Αισθάνεστε κάπου σαν Οδυσσέας; Η Ιθάκη αργεί ακόμη; «Οταν νιώθω ότι ριζώνουν τα πόδια μου, σηκώνομαι και φεύγω. Τώρα πια δεν πιστεύω στην Ιθάκη. Το ταξίδι έχει παντοτινή γοητεία. Μου έρχονται στο νου οι στίχοι του Ομήρου στην “Οδύσσεια” όταν η Κίρκη λέει στον Οδυσσέα: “Να μη σε βασανίζει ποιος θα κυβερνήσει το καράβι σου· να στήσεις μόνο το κατάρτι, ν’ ανοίξεις τα λευκά πανιά και φτάνει· το πλοίο θα αρμενίσει με του βοριά το φύσημα. Κι όταν περάσεις πέρα ώς πέρα τον Ωκεανό, όπου θα δεις μια χαμηλήν ακτή κι άλση της Περσεφόνης, με σκούρες και μεγάλες λεύκες, ιτιές που δεν προφταίνουν να καρπίσουν -εκεί εμπιστεύσου το πλεούμενο στον ίδιο Ωκεανό, με τις βαθιές του δίνες”. Για να φτάσεις, λοιπόν, πρέπει να διανύσεις το ταξίδι της ζωής μέσα από μια περιπέτεια. Κι αν αυτή είναι η δημιουργία και οι σταθμοί είναι οι ρόλοι, τότε έχω ακόμη κάποια νησιά να επισκεφθώ. Για του λόγου το αληθές, το χειμώνα θα κάνω τον Πρόσπερο στην “Τρικυμία” του Σέξπιρ στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Νίκου Χατζόπουλου». (Συνέντευξη στον Γιώργο Βιδάλη, Ελευθεροτυπία, 28 Ιουλίου 2013)

Δημήτρης Καταλειφός: «Με το θέατρο έγινα καλύτερος άνθρωπος»

Ολοι γνωρίζουν ότι είναι πιστός στις αρχές του. Δεν παρεκκλίνει και δεν συγκινείται από τις σειρήνες του χρήματος, της δόξας και της εξουσίας στο θέατρο. Ετσι, ξέρουμε πια -όσες προτάσεις κι αν του γίνονται- πως δεν συνηθίζει να μπλέκει πολλά πράγματα. Φέτος, όμως, ο Δημήτρης Καταλειφός έκανε μια εξαίρεση. Παίζει στο «Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα» του Ευγένιου Ο’ Νιλ στο «Απλό Θέατρο», σκηνοθέτησε «Το νερό γνωρίζει», ένα αφήγημα του Δημήτρη Τσεκούρα που παρουσιάζει στο Βios ο Στάθης Μαντζώρος, ενώ μετά δύο και πλέον δεκαετίες είπε «ναι» στην τηλεόραση για το «Δέκα» του Καραγάτση.

Αυτά τα 32 χρόνια στο θέατρο πώς θα τα χαρακτηρίζατε; Γεμάτα. Νιώθω πως έγινα καλύτερος άνθρωπος. Πήρα πολλές χαρές και κάποιες μεγάλες λύπες. Αναφέρομαι στις δυο διαλύσεις των σκηνών που είχα συμμετάσχει: της «Σκηνής» και του «Εμπρός». Ηταν μεγάλες απώλειες. — Συναντήσατε εμπόδια και τρικλοποδιές; Απ’ όλα υπάρχουν, σε διάφορες δόσεις και σε διάφορες παραλλαγές. Είχα μια τύχη: έμαθα πολλά πράματα από πολύ αξιόλογους ανθρώπους. Ενα άλλο στήριγμα στις δυσκολίες είναι ότι γουστάρω πολύ αυτή την τέχνη. Οπότε στα πράγματα που δεν σου πάνε καλά, μπορεί προς στιγμήν να λυγίζεις, να στενοχωριέσαι, να παθαίνεις κατάθλιψη, όμως ξανασηκώνεσαι. Αλλά ποιο επάγγελμα και ποια τέχνη είναι στρωμένα με ροδοπέταλα; (Συνέντευξη στην Γιώτα Συκκά, Η Καθημερινή, 16 Δεκεμβρίου 2007)

Λυδία Φωτοπούλου: «Με την Επίδαυρο κάνεις πρωταθλητισμό»

Οι «Βάκχες», το τελευταίο έργο του Ευριπίδη και ένα από τα δυσκολότερα του αρχαίου δράματος, θέτει τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής και φέρνει αντιμέτωπο τον άνθρωπο με το θείο. H Λυδία Φωτοπούλου και ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Αγαύη και Διόνυσος αντιστοίχως, προετοιμάζονται για την κάθοδο στο κοίλο του αρχαίου θεάτρου, στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου που σκηνοθετεί ο Σωτήρης Χατζάκης. Στενοί φίλοι και συνεργάτες, οι δύο ηθοποιοί δούλεψαν και εξακολουθούν να δουλεύουν τους ρόλους τους, σε μια προσπάθεια να επιτευχθεί η επί σκηνής συνομιλία μεταξύ τους, αλλά και ανάμεσα στα μέλη του θιάσου.

«Είναι τόσο δύσκολο το έργο» σημειώνει ευθύς εξαρχής ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος, άποψη που βρίσκει απολύτως σύμφωνη τη Λυδία Φωτοπούλου, η οποία υπογραμμίζει ότι τα κομμάτια που λείπουν στο τέλος της τραγωδίας είναι πολύ σημαντικά και αφήνουν κενά, μια που δεν μαθαίνουμε ποτέ τι ακριβώς λέει ο Διόνυσος για τη σχέση θεού και ανθρώπου. «Επιπλέον» λέει εκείνος «αισθάνομαι ότι πρέπει κάτι να πούμε, κάπως να διαφοροποιηθούμε. Από την άλλη ο Διόνυσος βρίσκεται εδώ πρωταγωνιστής. Δεν είναι πια ο θεός που έρχεται να δώσει τις λύσεις». Και η Αγαύη; Αινιγματική γυναικεία μορφή, αν και εμφανίζεται στο τέλος, έχει καταγραφεί ως ένας από τους κορυφαίους ρόλους της τραγωδίας: «H ιδέα και μόνον ότι μπορεί άθελά της να έγινε θύτης του παιδιού της, και μάλιστα με την υπόνοια ότι το έφαγε, τι θα μπορούσε να με κάνει να σκεφθώ;» αναρωτιέται η ηθοποιός. «Πώς παίζεται αυτός ο ρόλος; Με ποιους ψυχολογικούς τρόπους μπορείς να βρεις τις λύσεις σε τέτοια ζητήματα;».

Τα στοιχεία από την ανατολή, η απόλυτη ερημιά που έρχεται στο τέλος, όταν ο άνθρωπος συναντά το αναπάντεχο, όταν, ηττημένος πλέον, νιώθει ξένος στον ίδιο του τον τόπο: «Από την υπέρτατη ανάταση, η Αγαύη φθάνει στον υπέρτατο αποτροπιασμό, στην εξορία» λέει η ηθοποιός που την υποδύεται. Ενώ ο Διόνυσος, αυτός ο απρόβλεπτος θεός, οδηγεί τον άνθρωπο στα άκρα: «Είναι και καλός και κακός» λέει Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος. «Και ολέθριος και τρυφερός. Αρχίζει με έναν φοβερό θυμό, καθώς είναι το μπάσταρδο του Δία και δεν είναι αποδεκτός ούτε από τους θεούς ούτε από τους ανθρώπους. Τον κατηγορούν για απάτη, λένε ότι η μητέρα του ήταν πόρνη που πήγε με έναν θνητό και έριξε όλο το αμάρτημα στις πλάτες του Δία. Είναι ο θεός που θέλει να αναγνωρισθεί από τους ανθρώπους. Και φέρνει τελικά τον όλεθρο και την καταστροφή του ανθρώπου. Προκαλεί το χάος για να οδηγηθεί σε μια καινούργια αρχή».

Μέσα σε αυτή την περιπέτεια οι δύο ηθοποιοί αναζητούν τις προσωπικές τους διαδρομές, τις απαντήσεις στα δικά τους ερωτήματα. Για τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο έργα όπως οι «Βάκχες» θέτουν τα μεγάλα θέματα που απασχολούν τον καθένα μας και για τα οποία «έχεις πάντα κάτι να πεις. Το θέμα» λέει «είναι πόσο αυτά που θες εσύ να πεις ταυτίζονται με ό,τι θέλει ο σκηνοθέτης». Την ίδια στιγμή, παρεμβαίνει η Λυδία Φωτοπούλου, «θεωρούμε “δική” μας την τραγωδία και πιστεύουμε ότι ξέρουμε πώς να την ανεβάσουμε, ενώ θα έπρεπε να αναζητήσουμε νέους τρόπους προσέγγισης». Και οι δύο συμφωνούν ότι το ανέβασμα της τραγωδίας θα έπρεπε να γίνει σε μικρά κλειστά θέατρα. «H Επίδαυρος είναι ένα άθλημα, για το οποίο πρέπει να σε υπακούουν όλα τα μέλη του σώματός σου. Με την Επίδαυρο κάνεις πρωταθλητισμό» λένε. «Αν καταφέρεις πάντως και ξεπεράσεις τον φόβο της Επιδαύρου, τότε μπορείς να απολαύσεις εκείνες τις μοναδικές στιγμές που είναι δικές σου» καταλήγουν οι δύο ηθοποιοί, που αναμένουν να τις ζήσουν. (Συνέντευξη στην Μυρτώ Λοβέρδου, Το Βήμα, 3 Ιουλίου 2005)


Μοιράσου το!
ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΔΡΩΜΕΝΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ