Ο χρόνος του δράματος

Ο χρόνος του δράματος

Μοιράσου το!

  • ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ

ΕΡΧΕΤΑΙ μια στιγμή όπου οι Καλές Τέχνες, αφού πρώτα αποκρυσταλλώσουν, με τη συνεργασία του Χρόνου κάποιους τύπους λίγο-πολύ σοφούς και συνειδητούς, ξυπνάνε, ανασειόνται, τεντώνουν τα μουδιασμένα μέλη τους και δοκιμάζουν ν’ αποτινάξουν τον λήθαργο, να κινήσουν γι’ αλλού. Όχι να “προχωρήσουν”. Ν’ αλλάξουν θέση. Μόνο με την έννοια αυτή, της αλλαγής μέσα στο χώρο, νοείται η εφαρμογή του οικουμενικού νόμου της ροής στην Τέχνη. Όποιοι το βλέπουν ως πρόοδο, είναι ανόητοι. Αλλά και όποιοι επιμένουν στην προσήλωση, στη διαιωνισμένη στάση, είναι άγονοι αρνητές.

Το εντελώς αξιοσημείωτο έργο του Ζενέ “Οι δούλες”, που παίζει ο θίασος Κουν από την περασμένη βδομάδα, κινδυνεύει να πέσει θύμα της τυπολατρίας. Σε τι έγκειται εδώ η τυπολατρία; Σε μιαν έννοια πολύ διαφημισμένη στο Θέατρο, πολύ αληθινή και πολύ παρεξηγημένη. Είναι η “δράση”. Παλαιότερα, η δράση έπαιζε το ρόλο του κεφαλοθραύστη στα χέρια του πρώτου τυχόντος θιασαρχίσκου… Μ’ αυτήν χτυπούσε κατακέφαλα, για να τον ξεφορτωθεί, τον νεαρό συγγραφέα που θα έφερνε ντροπαλός και περίτρομος (ήτανε ντροπαλοί και περίτρομοι κάποτε οι νέοι) το πρωτόλειό του: “Το έργο σου, νεαρέ μου, δεν έχει δράση”. Που κεραυνοβολημένος από το ύψος της αυθεντίας, έπαιρνε το χειρόγραφό του υπό μάλης, κι έφευγε σκυφτός, αναπολόγητος. Ήτανε βέβαια και μια άλλη έννοια, η “σύγκρουση”, που έπαιζε βοηθητικό ρόλο, αν η “δράση” δεν έφτανε να εκτελέσει αυτοστιγμεί τον κατάδικο. “Το έργο δεν έχει συγκρούσεις”. Αλλά συνήθως δεν χρειαζόταν η προσφυγή αυτή στα μεγάλα μέσα. Άλλωστε ο καθένας ήξερε πως δράση και σύγκρουση αποτελούν τους δυο πόλους της τέχνης του δράματος, ότι χωρίς αυτούς ο κόσμος δεν έχει άξονα, η Γη δεν κινείται. Το παν λοιπόν ήτανε να εξασφαλίσεις συγκρούσεις και δράση. Όταν τα εξασφάλιζες, ήσουν εν τάξει. Το τι θα έλεγες μ’ αυτά, ήταν αδιάφορο.

Από τότε κύλησε κάμποσο νερό κάτω από τις γέφυρες του Σηκουάνα (το Παρίσι έδινε και δίνει ακόμα τον τόνο, έστω και με συγγραφείς δανεικούς, ως εθνότητες), ο κόσμος του θεάτρου σταδιοδρόμησε κάπως, ο θεατής του μέσου τύπου όμως είναι φυσικό να παραμένει στις ίδιες, τις καθιερωμένες θέσεις. Τον εκπαίδευσαν άλλωστε κατάλληλα, τον διεμόρφωσαν, δεν είν’ εύκολο ν’ αλλάξει. Έναν καιρό είχε απειλήσει να βουλιάξει τον Ίψεν γιατί τον έλεγαν “στατικόν”. Έπειτα πληροφορήθηκε πως υπάρχει και μια άλλη δράση, όχι αναγκαστικά η εξωτερική του Αλέξανδρου Δουμά και του Βικτωριανού Σαρδού. Τότε αποδέχτηκε τον Ίψεν. Τον αποδέχτηκε με τους ηρωικούς μορφασμούς του ανθρώπου που καταπίνει ένα πολύ πικρό φάρμακο. Ήρθε ύστερα η σειρά του Τσέχωφ. Αυτός πια ήταν κι αν ήταν! Όχι μόνο δράση δεν είχε, αλλά ούτε συγκρούσεις. Πλήξη αφόρητη ανάδιναν οι πρώτες ευρωπαϊκές παραστάσεις του. Με το δώσε-δώσε όμως ο κόσμος πληροφορήθηκε πως είχε κι εδώ πέσει θύμα οφθαλμαπάτης. Και δράση είχε ο Τσέχωφ και συγκρούσεις· μόνο που οι δεύτερες ήταν ενός άλλου, δικού του τύπου, και η πρώτη όχι εντυπωσιακή. Απέκτησε λοιπόν πολιτικά δικαιώματα κι ο Τσέχωφ.

Τώρα έχουμε τους συγχρόνους. Ορισμένοι απ’ αυτούς είν’ αλήθεια πως αποκήρυξαν αναφανδόν τη δράση. Δεν είναι πολλοί· οι άλλοι την διατηρούν. Μόνο που όλοι τους λίγο-πολύ, δείχνουν μια διάθεση ν’ απαλλαγούν από την πιεστική κηδεμονία της, από τον μηχανικό της χαρακτήρα, θέλουν να τη χρησιμοποιούν όπως τους αρέσει. Την κάνουν αδιόρατη ή αυθαίρετη, βραδύρρυθμη ή συνεπτυγμένη, σε κάθε περίπτωση ελαστική. Ο λόγος είναι πως εννοούν να τη μεταχειρίζονται, όχι να τους μεταχειρίζεται αυτή. Έγινε αισθητό πως το στοιχείο δράση, που είχε απομονωθεί τεχνολογικά γιατί εξέφραζε ένα θεμελιώδη ψυχολογικό νόμο του θεάτρου, λειτουργούσε κάποτε σε βάρος του θεάτρου:Αντί να υπηρετεί τη δραματική συγκίνηση, υπηρετούσε την επιπόλαιη περιέργεια. Το “τι θα γίνει παρακάτω”.

Το θέατρο ανήκει τις τέχνες του χρόνου. Αυτό σημαίνει πως, αντίθετα από τη ζωγραφική, τη γλυπτική και την αρχιτεκτονική, χρειάζεται τη διάρκεια ως συστατικό στοιχείο του, για να πραγματωθεί. Ένας μύθος, μια αλληλουχία από ανθρώπινες σχέσεις και καταστάσεις, λειτουργεί μέσα στο χρόνο, η κάθε μια τους οδηγεί σε μιαν επόμενη, αυτή σε μιαν άλλη, και όλες μαζί, συνορώμενες, δίνουν το νόημα, την ολοκληρωμένη εντύπωση, που αποτελεί το δραματικό έργο. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η κάθε στιγμή του δραματικού χρόνου δεν έχει κι αξία καθεαυτή. Μόνο στο αστυνομικό έργο μπορούμε να θεωρήσουμε –και πάλι όχι απόλυτα– πως όλα αξιοποιούνται σ’ αναφορά άμεση κι αποκλειστική μ’ ένα “τέλος”: την αποκάλυψη του τεχνητού μυστηρίου.

Στο καλλιτεχνικό έργο η κάθε σκηνή, η κάθε φάση, η κάθε στιγμή, η κάθε αντίδραση, υπάρχει, δικαιώνεται με διπλό τρόπο: 1ο) σε σχέση με ό,τι προηγείται κι ό,τι έπεται, ας είναι άμεσο ή απώτερο (προετοιμασία), και 2ο) σ’ αναφορά απόλυτη προς τον εαυτό του. Δεν μου χρειάζεται να ξέρω αν τελικά ο Άμλετ θα σκοτώσει ή όχι τον Κλαύδιο για να βυθιστώ στο κλίμα του μονολόγου του “Να υπάρχεις ή να μην υπάρχεις, να το θέμα” (όχι “να ζει κανείς ή να μη ζει…”). Ο κούφιος θεατής μπορεί να βρει τη στιγμή τούτη φλύαρη, αδρανή, κάτι σαν παρέκβαση, που καθυστερεί τη λύση της απορίας. Ο θιασάρχης στον οποίο ο Σαίξπηρ άγνωστος θα πρωτοπήγαινε το έργο, θα μπορούσε να του πει, αναμασώντας το αλφάβητο της θεατρικής ορολογίας, πως η σκηνή αυτή “δεν προάγει τη δράση”. Ο Σαίξπηρ όμως θα του απαντούσε, αν καταδεχόταν τη συζήτηση, πως υπάρχουν στιγμές ύψιστα δραματικές ακριβώς επειδή δεν προάγουν τη δράση! Από τέτοιες βρίθουν τα έργα του. Και στον “Άμλετ” ειδικά, θα μπορούσε ν’ αναφέρει για παράδειγμα τη σκηνή όπου ο ήρωας συναντάει το στράτευμα του Φορτεμπράς ( και που ο βασιβουζουκισμός της σύγχρονης ψυχολογίας μας την κόβει συνήθως) και τη σκηνή με τους νεκροθάφτες.

Αυτά είναι παραδείγματα τόσο χτυπητά που να καταντούν εξωτερικά. Έχουμε όμως και μια βαθύτερη, ουσιαστικότερη σύλληψη του δραματικού χρόνου, που λυτρώνει το συστατικό τούτο στοιχείο του δράματος από τη μηχανική ταύτιση με τον αντικειμενικό χρόνο. Σύμφωνα με την αντίληψη τούτη, ο χρόνος γίνεται μια παραπάνω διάσταση του δράματος, υποτάσσεται δηλαδή στη δική του νομοτέλεια, αντί να το υποτάσσει στην απρόσωπη, απνευμάτιστη τυπικότητα του χρονομέτρου. Ο χρόνος στην Τέχνη είναι συντελεστής ψυχικός. Υπηρετεί κάτι βαθύτερο από μια σταθμητή εξαγγελία της περιφοράς των ουρανίων σωμάτων. Ένας χρόνος που μεταβάλλεται σε διάρκεια, ένας χρόνος που παύει να είναι σειρά από υποδιαιρέσεις κάποιας ατέρμονης, νοητής ευθείας, και γίνεται ρυθμός, δηλαδή βίωμα, ανασασμός, αυτός είναι το μέτρο της Τέχνης.

Όταν ακούμε σοβαρή μουσική, δεν περιμένουμε να τελειώσει το κομμάτι για να δοκιμάσουμε απόλαυση. Τη νιώθουμε κάθε στιγμή, σε κάθε μέτρο, σε κάθε συγχορδία, σε κάθε μόριο χρόνου· κι όμως και η μουσική είναι τέχνη του χρόνου, και στη μουσική του κάθε τι αποτελεί ανάπτυξη, στενή αλληλουχία, αλληλεξάρτηση του πριν και του ύστερα. Στο θέατρο όμως πηγαίνουμε για να φύγουμε! Αν ο χρόνος της σκηνής δεν ανταποκρίνεται στενά στην προκατειλημμένη μας αδημονία, πλήττουμε, αναδευόμαστε στο κάθισμά μας, ξεροβήχουμε. Η πίστωση που παρέχουμε στο έργο είναι τρομερά φιλάργυρη, στενόκαρδη, και για τούτο φταίει μια κακή αγωγή που έχουμε λάβει. Μας μεταδόθηκε συστηματικά, κληρονομικά, από τότε που το θέατρο ξέφυγε από την αρχική του βάση, έγινε ψυχαγωγία. Τι λογής ψυχαγωγία; Όχι πολύ διαφορετική από του ιπποδρόμιου.

Τώρα ο Ζενέ θέλεις τις “Δούλες” του να κάνει θέατρο τελετουργικό, πολυδιάστατο, με δέκτη του ένα κοινό διδαγμένο να περιμένει τις ηδονές του τσίρκου. “Το σύγχρονο θέατρο –γράφει στην επιστολή που συνοδεύει αυτό το έργο ο Ζενέ– είναι αναψυχή. Συμβαίνει σπάνια να είναι αναψυχή με κάποια ποιότητα”. Τα βάζει, λοιπόν, με τους ηθοποιούς, με τους ανθρώπους του θεάτρου, με το θεατρικό επάγγελμα γενικά: “Η αφετηρία τους, ο αποχρών λόγος τους, είναι ο εκθετισμός”, γράφει. Αλλά ο κόσμος του θεάτρου είναι ανάλογος με το θέατρο. Μια τέχνη μακρόβια δεν αλλάζει υφή από τη μια στιγμή στην άλλη, έστω και με μέσα βίαια, κι ας το θέλει ο Ζενέ. Ας αφήσουμε που η μορφή του νεότερου θεάτρου δεν υπαγορεύεται από αφηρημένες αντιλήψεις· προσδιορίζεται από παράγοντες ιστορικούς. Έχουμε το θέατρο που μας αρμόζει, το πιστό αποτύπωμα του πολιτισμού μας. Το πνεύμα του πολιτισμού μας είναι:φυγή προς τα εμπρός. Η δράση για τη δράση.

Εδώ, το δράμα, αντί να κυριαρχεί το χρόνο, έγκειται στο ότι του έχουμε γίνει υποχείριοι. Όπως και της μηχανής, που είναι υλοποιημένος χρόνος.

________________________

  • Το Βήμα, 6 Μαρτίου 1968

Μοιράσου το!
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΔΡΩΜΕΝΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ