Ο Δημήτρης Ποταμίτης (Μάρτιος 1945 – 26 Φεβρουαρίου 2003) ήταν Κύπριος ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας και ποιητής. Γεννήθηκε στη Λεμεσό Κύπρου τον Μάρτιο του 1945. Η μητέρα του, Αμαρυλλίς Παπαδοπούλου, ήταν φιλόλογος, γυμνασιάρχης, και είχε ανεβάσει με τους μαθητές της πολλές αρχαίες τραγωδίες. Ο Δ. Ποταμίτης αποφοίτησε από το γυμνάσιο της Αμμοχώστου και ήρθε στην Ελλάδα το 1962.
Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συγχρόνως στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου με δασκάλους τον Άγγελο Τερζάκη και την Κατίνα Παξινού.
Την πρώτη του θεατρική εμφάνιση την έκανε με το Εθνικό στην Επίδαυρο, ως «Εύμηλος» στην «Αλκηστη» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη, δίπλα στην Παξινού και τον Κωτσόπουλο. Αμέσως μετά συνεργάστηκε με το Μάνο Κατράκη και την Έλσα Βεργή για 2-3 χρόνια στα έργα “Χορός του Θανάτου”, και “Χωριστά Τραπέζια”. Έπειτα άρχισε η 5χρονη συνεργασία του με το Προσκήνιο του Αλέξη Σολομού στα έργα «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν» του Μπρεχτ, «Σαν περάσουν πέντε χρόνια» του Λόρκα, «Αδελφοί Καραμαζώφ» (διασκευή από το μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι – ο Ποταμίτης έπαιζε τον Αλιόσα), «Αχ, μπαμπά! Καημένε μπαμπά…» του Κόπιτ, “Αρχοντοχωριάτης” του Μολιέρου, “Κοριός” του Μαγιακόφσκι…
Από πολύ νωρίς άρχισε η ενασχόλησή του με την ποίηση: «Συμπόσιο» 1964, «Κυπριάδα», «Δολοφονία των Αγγέλων» 1967, «Ο άλλος Δημήτριος» 1970, «Ένα δένδρο που νομίζει πως είναι πουλί» 1973 «Το αρχαίο σαξόφωνο», «Τα πυρηνικά ποιήματα» και «Η αεροσυνοδός με τα βαμμένα νύχια». Ποιήματα-απόσταγμα της 8μηνης δοκιμασίας του έγραφε και μέχρι το τέλος. Φαίνεται μάλιστα πως πρόλαβε να τα παραδώσει σε άγνωστο μέχρι στιγμής εκδότη. Ποιήματά του, αλλά και δοκίμια και μελέτες έχουν δημοσιευτεί σε πολλά περιοδικά και μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, πολωνικά και ιταλικά.
Το 1971 έγραψε το έργο “Πώς φαγώθηκε η Κοκκινοσκουφίτσα” που παίχτηκε στο θέατρο Άλφα, στο Θίασο Πατάρι που είχε δημιουργήσει ο Ληναίος για πρωτοποριακές παραστάσεις. Ήταν το πρώτο από μια σειρά θεατρικών έργων που έγραφε σ´όλη τη διάρκεια της θεατρικής του ζωής. Θα ακολουθούσαν «Οι τελευταίες περιπέτειες του Αδάμ και της Εύας» «Ο Κύριος και ο Παρασκευάς» (διασκευή από τον «Ροβινσώνα Κρούσο», «Γλυκό κουταλιού», «Ο Έλληνας βάτραχος», «Αγαπητά μου ζώα», «Το σκοτεινό αντικείμενο του πάθους» (διασκευή από τις “Μεταμορφώσεις” του Οβίδιου.
Θέατρο Έρευνας
Όταν το “Προσκήνιο” έκλεισε, ο Ποταμίτης αποφάσισε να δημιουργήσει δικό του θέατρο. Όπως λέει ο ίδιος σε συνέντευξή του στην Ν. Κοντράρου-Ρασσιά:
“Σαν Kύπριος που μεγάλωσε με μονομανίες και ιδεολογίες σε μια χώρα που εξακολουθεί να έχει εθνικά ιδεώδη, δεν μπορούσα να μη γίνω ιδεολόγος. Eίναι στάση ζωής αυτό. Όταν, λοιπόν, ιδεολόγος και κυπριακό μουλάρι είχα βάλει στόχο να μην κάνω κάτι αν δεν μου αρέσει. Δεν με ενδιέφερε αν θα πεινάσω. Eίχα μια ακαταδεξία στα εύκολα, που στην Eλλάδα ήταν και τα εμπορικά. Kλείνοντας ο Aλέξης Σολομός το «Προσκήνιο», που μαζί με το «Θέατρο Tέχνης» ήταν τα μοναδικά τότε θέατρα ποιότητας, (…) δέχτηκα προτάσεις από θέατρα εμπορικά γιατί ήμουν παιδί της μόδας τότε, αλλά δεν με ενδιέφερε τέτοια καριέρα. Aποφάσισα να δημιουργήσω το «Θέατρο Έρευνας». Ξεκίνησα με 30.000 δρχ. που μου έδωσε η μητέρα μου. (…) Tο «Θέατρο Eρευνας» χτίστηκε σχεδόν με τα χέρια.”
Έτσι, το 1972 αγόρασε τον πρώην συνοικιακό κινηματογράφο «Ρέα», στην οδό Ιλισίων (Ζωγράφου), το οποίο μετέτρεψε, κυριολεκτικά με τα χέρια του, σε θέατρο 120 περίπου θέσεων, με τις καρέκλες των θεατών να βρίσκονται στις τρεις πλευρές της σκηνής. Ένα χρόνο αργότερα, τον Νοέμβριο του 1973, στις ημέρες του Πολυτεχνείου, το «Θέατρο Έρευνας» εγκαινιάστηκε με το έργο του Πάβελ Κόχουτ «Αύγουστε-Αύγουστε», που σταδιακά, στόμα με στόμα, γνώρισε μεγάλη επιτυχία.
Ακολούθησαν πολλές πρωτοποριακές παραστάσεις, όπου σκηνοθετούσε, πρωταγωνιστούσε, συχνά έκανε και την επιμέλεια του φωτισμού, των κοστουμιών, των σκηνικών και όλα τα άλλα. Σε μια εποχή που το μόνο αποκεντρωμένο θέατρο ήταν το “Στοά” του Παπαγεωργίου, ο Δημήτρης Ποταμίτης έδωσε ένα δυναμικό παρόν εκτός κέντρου, προσελκύοντας ένα νεανικό κυρίως κοινό. Επί τριάντα χρόνια, παραστάσεις χωρίς σχεδόν καθόλου συμβιβασμούς στο θέμα της ποιότητας, με σταθμούς το “Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέϋ”, τον “Άνθρωπο Ελέφαντα”. Κάθε χρόνο ο Ποταμίτης ταξίδευε στο Λονδίνο σε αναζήτηση σύγχρονων πρωτοποριακών έργων, ενώ κατά καιρούς ανέτρεχε σε ανατρεπτικές διασκευές κλασικών. Οι ανάγκες της κρατικής επιχορήγησης ωστόσο τον υποχρέωναν να ανεβάζει τακτικά και ελληνικά έργα – όταν δεν έβρισκε κάτι ικανοποιητικό, έγραφε ο ίδιος. Χαρακτηρίστηκε ως «αιώνιος έφηβος», αφού οι ήρωες που υποδυόταν, ακόμη και σε μεγάλη ηλικία, ήταν νέοι (Έκβους, Κουρδιστό Πορτοκάλι, Μπέρντι-το αγόρι πουλί, ο γιος στο “Πόλεμος στο σπίτι”), ή άνθρωποι χωρίς ηλικία, άνθρωποι που αρνούνται να ωριμάσουν (ο κλόουν στο “Αύγουστε Αύγουστε”, Μπίλλυ ο ψεύτης, Ντόριαν Γκρέυ, Το ημερολόγιο ενός απατεώνα), ή γενικά ήρωες που είχαν ιδιαιτερότητες (Άνθρωπος Ελέφαντας, Μεταμόφωση).
Εξίσου σημαντικές ήταν οι παραστάσεις της Παιδικής Σκηνής, σε μία μόνο από τις οποίες συμμετείχε και ο ίδιος. Μαζί με το Θέατρο “Πόρτα” της Ξένιας Καλογεροπούλου, το Θέατρο Έρευνας ήταν εκείνο που αναβάθμισε το παιδικό θέατρο – η διαφορά του ήταν πως απευθυνόταν και σε μικρότερα παιδιά, ενώ το Πόρτα απευθυνόταν περισσότερο σε μεγάλους – και εγκαινίασε το θέατρο συμμετοχής. Σε παλαιότερη συνέντευξή του ανέφερε ότι “με το θέατρο για παιδιά, προετοιμάζεται ο αυριανός καλός θεατής, ο αυριανός ευσυνείδητος πολίτης, αλλά κυρίως ο αυριανός πρωθυπουργός της Ελλάδος”. «Ονειρεύτηκα τον ρόλο ενός μύστη, όχι την τάξη ενός επαγγελματία ή τον ρομαντισμό ενός ερασιτέχνη» έγραψε ο ίδιος σε λεύκωμα για τα «20 χρόνια Θέατρο Έρευνας». Μόνιμο παράπονό του, το ότι το επίσημο κράτος τον αγνοούσε ή τον υποτιμούσε την ώρα των επιχορηγήσεων. Τη χρονιά 1997-98, όταν το θέατρο “Πόρτα” πήρε 132.000 δρχ., ο Ποταμίτης πήρε 10.000, και στην αιτιολογία αναφέρθηκε μόνον η προσφορά του στο παιδικό θέατρο:
Λιγότερα από τα μισά που έπαιρνε (22.000.000) πήρε φέτος το «Θέατρο Έρευνας» του Δημήτρη Ποταμίτη. Τα 10 εκατ. με τα οποία επιχορηγήθηκε είναι ουσιαστικά για την «προσφορά του στον χώρο του παιδικού θεάτρου. Παρουσιάζει όμως ολιγοέξοδες παραγωγές».
Ως σκηνοθέτης συνεργάσθηκε και με άλλους θιάσους: με το Εθνικό Θέατρο στη «Φάρμα των ζώων» (θέατρο “Ρεξ”), στην παράσταση «Καμπαρέ» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, σε θερινή επιθεώρηση στο Δελφινάριο στον Πειραιά, στο «Αρμένικο φεγγάρι» (θερινό θέατρο “Σμαρούλα”) καθώς και στο “Όσα παίρνει ο άνεμος” με το θίασο Μαρίας Αλιφέρη-Άγγελου Αντωνόπουλου, στο θέατρο “Μινώα”.
Τον Νοέμβριο του 2002 το θέατρο, τελικά, έκλεισε, όχι μόνο για οικονομικούς λόγους, όπως ανέφερε ο ίδιος αλλά και για αισθητικούς και ηθικούς λόγους. Κουρασμένος, απογοητευμένος, χωρίς επιχορήγηση και άρρωστος ο Ποταμίτης ανέστειλε τη λειτουργία του θεάτρου κυκλοφορώντας ένα “μανιφέστο” όπου έγραφε ότι “δεν μπορεί να αντισταθεί στον κουλτουριάρικο χαβαλέ και την κουλτουριάρικη τσόντα”. «Το “Θέατρο Έρευνας” θα επανέλθει όταν η Μυθολογία ξαναδώσει τη θέση της στην Ιστορία», έγραφε τότε.
Πέθανε στις 26 Φεβρουαρίου του 2003 στο Νοσοκομείο «Μεταξά» (Πειραιά) μετά από πολύμηνη μάχη με ανίατη ασθένεια. Το θέατρο περιήλθε στην ιδιοκτησία του Δήμου Ζωγράφου και μετονομάστηκε «Θέατρο Δημήτρη Ποταμίτη»,
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.Εντάξει