Η Σάρα Μπερνάρ (Sarah Bernhardt, 22 ή 23 Οκτωβρίου 1844 – 26 Μαρτίου 1923) ήταν μια θρυλική Γαλλίδα ηθοποιός του θεάτρου και του πρώιμου κινηματογράφου, για την οποία έχει ειπωθεί ότι ήταν “η πιο φημισμένη ηθοποιός που γνώρισε ποτέ ο κόσμος”.[2] Η Μπερνάρ απόκτησε τη φήμη της στις θεατρικές σκηνές της Ευρώπης, τη δεκαετία του 1870, και έγινε γρήγορα περιζήτητη σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική. Κέρδισε την αναγνώριση ως σοβαρή δραματική ηθοποιός, γεγονός για το οποίο της αποδόθηκε το προσωνύμιο “η θεϊκή Σάρα”.
Η Μπερνάρ γεννήθηκε στο Παρίσι ως Σάρα Μαρία Εριέτα Ροζέν Μπερνάρ (Sara-Marie-Henriette Rosine Bernard),[3] νόθο τέκνο της Ιουλίας Μπερνάρ (Julie Bernardt 1821, Άμστερνταμ – 1876, Παρίσι) και άγνωστου πατέρα. Η μητέρα της ήταν κόρη του Εβραίου εμπόρου οπτικών και μικροκακοποιού, Μορίτς Βαρούχ Μπερνάρ (Moritz Baruch Bernardt) και της πρώτης γυναίκας του, Ζανέτα Χάρτογκ (Janetta Hartog). Η Ιουλία μεγάλωσε με τη μητριά της, Σάρα Άμπραχαμ Κίνσμπεργκεν (Sara Abraham Kinsbergen), η οποία παντρεύτηκε τον πατέρα της το 1829.[4] Η Ιουλία έφυγε για το Παρίσι, όπου εξασφάλιζε τα προς το ζην ως πόρνη πολυτελείας, γνωστή με το όνομα “Γιουλ” (Youle). Η Σάρα συνήθιζε να προσθέτει το γράμμα “h” στο όνομα και στο επώνυμό της. Τα μητρώα γέννησής της χάθηκαν, όμως για να αποδείξει τη γαλλική υπηκοότητά της, η οποία ήταν αναγκαία για τη δυνατότητα εκλογής της στη Λεγεώνα της τιμής (Légion d’honneur), δημιούργησε πλαστά μητρώα γέννησης, στα οποία παρουσιαζόταν ως κόρη της Ιουδίθ βαν Χαρντ (Judith van Hard) και του Εδουάρδου Μπερνάρ (Édouard Bernardt) από τη Χάβρη, φοιτητή νομικής, λογιστή, ναυτικού δοκίμου ή αξιωματικού του ναυτικού, σύμφωνα με μεταγενέστερους ισχυρισμούς της ίδιας.[5]
Επειδή η παρουσία ενός μωρού ήταν αιτία περισπασμού στην ήδη ταραγμένη και αγχωτική ζωή της μητέρας της, η Σάρα Μαρία Εριέτα μεγάλωσε σε οικοτροφείο και αργότερα σε μοναστήρι. Ήταν παιδί ασθενικής κράσης και σκεφτόταν να γίνει μοναχή, αλλά ένας από τους φερόμενους ως εραστές της μητέρας της, ο μελλοντικός Δούκας του Μορνύ, ετεροθαλής αδελφός του Ναπολέοντα Γ’, αποφάσισε ότι έπρεπε να γίνει ηθοποιός. Όταν ήταν 13 ετών, αυτός κανόνισε να μπει στο Conservatoire d’Art dramatique de Paris (Ωδείο της δραματικής τέχνης του Παρισιού), τη σχολή υποκριτικής στην οποία χορηγός ήταν η κυβέρνηση. Δεν θεωρήθηκε ιδιαιτέρως πολλά υποσχόμενη μαθήτρια, ενώ η ίδια, εκτός κάποιων καθηγητών της, δεν υποληπτόταν τις μεθόδους διδασκαλίας του Ωδείου θεωρώντας τες απαρχαιωμένες και πολύ βαθιά προσκολλημένες στην παράδοση.[6][7]
Πολλές από τις αμφιβολίες σχετικά με τη ζωή της οφείλονται στο γεγονός ότι συνήθιζε να μεγαλοποιεί και να παραποιεί τα γεγονότα. Ο Αλέξανδρος Δουμάς (υιός) την περιγράφει ως διαβόητη ψεύτρα.[2]
Θεατρική σταδιοδρομία
Η Σάρα Μπερνάρ σε διαφημιστική αφίσα του έργου Η κυρία με τις καμέλιες φιλοτεχνημένη από τον Άλφονς Μούχα το 1896
Η Σάρα Μπερνάρ άφησε το Ωδείο το 1862 και, χάρη στην επιρροή του Δούκα του Μορνύ, έγινε δεκτή από τη Comédie Francaise (Γαλλική Κωμωδία), την εθνική θεατρική εταιρεία, ως αρχάρια υπό δοκιμή. Κατά τη διάρκεια των υποχρεωτικών τριών πρώτων δημόσιων εμφανίσεών της, οι οποίες απαιτούνταν από όλους τους αρχάριους, η δύναμη, η ομορφιά και η καθαρή δεξιοτεχνία της ερμηνείας της ελάχιστα έγιναν αντιληπτά από τους κριτικούς. Το συμβόλαιό της με την Comédie Francaise ακυρώθηκε το 1863, αφού χαστούκισε στο πρόσωπο μια μεγαλύτερη ηθοποιό η οποία είχε φερθεί σκληρά στη νεότερη αδελφή της.
Η Σάρα Μπερνάρ φωτογραφημένη από τον Ναντάρ το 1865
Για λίγο καιρό βρήκε εργασία στο Théâtre du Gymnase-Dramatique (Θέατρο του Δραματικού Γυμνασίου). Μετά την ερμηνεία του ρόλου μιας ανόητης Ρωσίδας πριγκίπισσας, άρχισε γι’ αυτήν μια περίοδος ψυχικής αναζήτησης, καθώς αμφέβαλλε για την ικανότητά της στην υποκριτική. Κατά τη διάρκεια αυτών των κρίσιμων μηνών, έγινε εταίρα μέχρι το 1865. Τότε ήταν που απόκτησε το φημισμένο φέρετρο, μέσα στο οποίο συχνά κοιμόταν, ισχυριζόμενη ότι την βοηθούσε να κατανοεί τους τραγικούς ρόλους. Έγινε ερωμένη του Ερρίκου, πρίγκιπα του Λιν, φέρνοντας στον κόσμο το μοναδικό παιδί της τον Μορίς.
Η Σάρα Μπερνάρ στο ρόλο της βασίλισσας Μαρίας στο έργο του Βίκτορα ΟυγκώΡουί Μπλα το 1897.
Το 1866 υπόγραψε συμβόλαιο με το Théâtre de l’Odéon (Θέατρο Οντεόν) και σε χρονικό διάστημα έξι ετών εντατικής δουλειάς με συναδέλφους που την έκαναν να αισθανθεί οικεία, προοδευτικά δημιούργησε τη φήμη της. Η πρώτη της σημαντική επιτυχία ήταν στον ρόλο της Αν Ντάμπι το 1868, στην αναπαράσταση του θεατρικού έργου “Κιν” (Kean), του μυθιστοριογράφου και θεατρικού συγγραφέα Αλέξανδρου Δουμά (πατέρα). Ο μεγαλύτερος θρίαμβος, όμως, της Σάρας στο Οντεόν ήρθε το 1869, όταν απέδωσε τον ρόλο του νέγρου Ζανέτο στο μονόπρακτο “Ο διαβάτης” (Le Passant) του νεαρού δραματουργού Φρανσουά Κοπέ (François Coppée), ένα ρόλο τον οποίο επανέλαβε σε κατ’ εντολή ερμηνεία μπροστά στον Ναπολέοντα Γ’.[8][9]
Η Μπερνάρ απόκτησε τη φήμη της στις θεατρικές σκηνές της Ευρώπης, τη δεκαετία του 1870, και έγινε γρήγορα περιζήτητη σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική.[10] Κέρδισε την αναγνώριση ως σοβαρή δραματική ηθοποιός, γεγονός για το οποίο της αποδόθηκε το προσωνύμιο “η θεϊκή Σάρα”. Πραγματικά, ήταν η πιο φημισμένη ηθοποιός του 19ου αιώνα. [11]
Κατά τη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού πολέμου το 1870, οργάνωσε τη λειτουργία στρατιωτικού νοσοκομείου στο θέατρο Οντεόν. Μετά τον πόλεμο, το Οντεόν ξανάνοιξε, αποτίοντας τιμή στον Βίκτορα Ουγκώ, με την παράσταση του έμμετρου έργου του Ρουί Μπλα (Ruy Blas). Η Σάρα Μπερνάρ, στον ρόλο της βασίλισσας Μαρίας, γοήτευσε τους θεατές με τη λυρική ποιότητα της φωνής της. Ήταν τότε που ο Ουγκώ έπλασε τη φράση “η χρυσή φωνή”, αν και οι κριτικοί συνήθως ονόμαζαν τη φωνή της “αργυρόηχη”, επειδή έμοιαζε με τον ήχο του φλάουτου.[12]
Το 1872 άφησε το Théâtre de l’Odéon και επέστρεψε στην Comédie Francaise. Μία από τις εντυπωσιακότερες επιτυχίες της εκεί ήταν ο ομώνυμος ρόλος στο έργο του Βολταίρου, Ζαΐρα (Zaïre) το 1874. Ταξίδεψε ακόμη και στην Κούβα και έπαιξε στο θέατρο Σάουτο στο Ματάνσας της Κούβας το 1887. Δίδαξε την τέχνη της υποκριτικής σε πολλές νέες γυναίκες, στις οποίες συμπεριλαμβανόταν και η ηθοποιός και εταίρα Λιάν ντε Πουζύ (Liane de Pougy).
Η Μπερνάρ είχε σχέση με τον Βέλγο ευγενή Ερρίκο πρίγκιπα του Λιν, με τον οποίο απόκτησε το μοναδικό της παιδί, τον Μορίς Μπερνάρ, το 1864. Τελικά αυτός την άφησε, για να παντρευτεί μια Πολωνή πριγκίπισσα.
Στους στενότερους φίλους της περιλαμβάνονταν οι καλλιτέχνες Γκουστάβ Ντορέ (Gustave Doré) και Ζωρζ Κλαρέν (Georges Clarin) και οι ηθοποιοί Μουνέ-Συγί (Mounet-Sully) και Λου Τέλεγκεν (Lou Tellegen), όπως επίσης και ο διάσημος συγγραφέας Βίκτωρ Ουγκώ. Ο ζωγράφος Άλφονς Μούχα την είχε ως μοντέλο σε πολλά αρ νουβό έργα του. Η φιλία της με τη Λουίζ Αμπεμά (Louise Abbéma, 1853–1927), Γαλλίδα ιμπρεσιονίστρια ζωγράφο, περίπου εννέα χρόνια νεότερή της, ήταν τόσο στενή και φλογερή ώστε σύμφωνα με τις φήμες που κυκλοφορούσαν οι δύο γυναίκες ήταν ερωτικό ζευγάρι. Το 1990, ένας πίνακας της Αμπεμά, ο οποίος απεικόνιζε τις δύο γυναίκες σε βαρκάδα μέσα στη λίμνη του δάσους της Βουλώνης, δωρήθηκε στην Comédie Francaise. Η συνοδευτική επιστολή δήλωνε ότι ο πίνακας ζωγραφίστηκε από τη Λουίζ Αμπεμά, την επέτειο μέρα του ερωτικού δεσμού τους.[13]
Το 1879, λέγεται ότι η Μπερνάρ ήταν μία από τις πολυπληθείς ερωμένες του διαδόχου του βρετανικού θρόνου Πρίγκιπα της Ουαλίας, ο οποίος αργότερα έγινε ο βασιλιάς Εδουάρδος Ζ’ του Ηνωμένου Βασιλείου.[14] Το 1882 παντρεύτηκε στο Λονδίνο τον Έλληνα ηθοποιό Αριστείδη Δαμαλά, γνωστό στη Γαλλία με το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο Ζακ Δαμαλά (Jacques Damala), όμως ο γάμος, ο οποίος νομικώς ίσχυε έως τον θάνατο του Δαμαλά το 1889 σε ηλικία 34 ετών, γρήγορα κατέρρευσε, κυρίως εξαιτίας της εξάρτησής του από τη μορφίνη.
Η Σάρα Μπερνάρ κάποτε είχε δηλώσει: “Εγώ να προσεύχομαι; Ποτέ! Είμαι αθεΐστρια.[15] Παρ’ όλα αυτά, βαπτίστηκε Καθολική, και δέχτηκε τις τελευταίες τελετουργίες λίγο πριν πεθάνει.[16]
Βωβός κινηματογράφος
Η Μπερνάρ ήταν μία από τις πρωτοπόρους ηθοποιούς του βωβού κινηματογράφου, κάνοντας την πρώτη της εμφάνιση ως Άμλετ στη διάρκειας δύο λεπτών ταινία Η μονομαχία του Άμλετ (Le Duel d’Hamlet) το 1900. Στην πραγματικότητα η ταινία δεν στερούνταν ήχου, καθώς ο ήχος των σπαθιών είχε προεγγραφεί σε φωνογραφικό κύλινδρο (που έχει πλέον χαθεί), ο οποίος παιζόταν ταυτόχρονα με την προβολή της ταινίας. [17][18] Η Σάρα Μπερνάρ πρωταγωνίστησε σε δέκα ακόμη ταινίες, δύο από τις οποίες ήταν βιογραφικού περεχομένου.
Τα τελευταία χρόνια
Η Σάρα Μπερνάρ τον Δεκέμβριο του 1922, τρεις μήνες πριν τον θάνατό της.
Το 1905, κατά τη διάρκεια της παράστασης της Τόσκα (La Tosca) του Βικτοριέν Σαρντού (Victorien Sardou) στο Ρίο ντε Τζανέιρο, η Μπερνάρ τραυματίστηκε στο δεξιό γόνατο όταν έπεσε κάτω από το παραπέτο της σκηνής στην τελευταία σκηνή του έργου. Το πόδι της ποτέ δεν θεραπεύτηκε πλήρως. Ως το 1915 η γάγγραινα είχε προχωρήσει τόσο που χρειάστηκε να ακρωτηριαστεί ολόκληρο το δεξί της πόδι, καθηλώνοντάς την για αρκετούς μήνες σε αναπηρική πολυθρόνα. Σύμφωνα με φήμες αρνήθηκε προσφορά 10.000 δολαρίων ΗΠΑ που της έκανε ένας άνθρωπος του θεάματος, για να εκθέτει το ακρωτηριασμένο της πόδι ως ιατρικό αξιοπερίεργο (συνήθως η προσφορά αποδίδεται στον Φινέα Μπάρνουμ (P.T. Barnum), αυτός, όμως, ήταν ήδη νεκρός από το 1891). Παρ’ όλα αυτά, συνέχισε την καριέρα της, και αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύεται, χωρίς τη χρήση ξύλινου τεχνητού μέλους (δοκίμασε να χρησιμοποιήσει μία φορά, αλλά δεν της άρεσε). Πραγματοποίησε μια επιτυχημένη περιοδεία στην Αμερική το 1915, και με την επάνοδό της στη Γαλλία έπαιξε σχεδόν χωρίς διακοπή σε δικές της παραγωγές μέχρι τον θάνατό της. Στις τελευταίες της επιτυχίες συγκαταλέγονται οι Δανιήλ (Daniel, 1920), Η Δόξα (La Gloire, 1921) και Régine Armand (1922). Η σωματική της κατάσταση την υποχρέωνε σε σχεδόν πλήρη ακινησία πάνω στη σκηνή, όμως η γοητεία της φωνής της, η οποία είχε αλλάξει λίγο λόγω ηλικίας, εξασφάλισε τους θριάμβους της.[19]Η Σάρα Μπερνάρ έχει ένα αστέρι στη λεωφόρο Walk of Fame του Χόλυγουντ.
Βιβλία
Στα σύννεφα, εντυπώσεις μιας καρέκλας (Dans les nuages, Impressions d’une chaise, 1878)
Η εξομολόγηση, δράμα σε μία πράξη σε πρόζα (L’Aveu, drame en un acte en prose, 1888)
Αντριάν Λεκουβρό, δράμα σε έξι πράξεις (Adrienne Lecouvreur, drame en six actes, 1907)
Η διπλή ζωή μου (Ma Double Vie, 1907)
Η καρδιά του άντρα, έργο σε τέσσερεις πράξεις (Un Coeur d’Homme, pièce en quatre actes, (1911)
Μικρό είδωλο (Petite Idole, 1920)
Η τέχνη του θεάτρου: η φωνή, η χειρονομία, η προφορά, κ.τ.λ. (L’Art du Théâtre: la voix, le geste, la prononciation, etc., 1923)
Η Σάρα Μπερνάρ σε διαφημιστική αφίσα του έργου Lorenzaccio, στο οποίο ερμήνευσε τον ανδρικό ρόλο του Lorenzino των Μεδίκων, φιλοτεχνημένη από τον Άλφονς Μούχα το 1896.
1862: Ιφιγένεια (Iphigénie) του Ρακίνα, ως Ιφιγένεια, το ντεμπούτο της
1904: Πηλέας και Μελισσάνθη (Pelléas et Mélisande) του Maurice Maeterlinck, ως Πηλέας
1906: Κυρά της θάλασσας (Fruen fra havet) του Ερρίκου Ίψεν
1906: Η Παρθένος της Άβιλα (La Vierge d’Avila) του Catulle Mendès, ως Αγία Τερέζα
1911: Βασίλισσα Ελισάβετ (Queen Elizabeth) του Moreau, ως Βασίλισσα Ελισάβετ
1913: Ζαν Ντορέ (Jeanne Doré) του Tristan Bernard, στον ομώνυμο ρόλο
Φιλμογραφία
Πορτραίτο της Σάρα Μπερνάρ, του Γουίλιαμ Ντάουνι
1900: Le Duel d’Hamlet (Η μονομαχία του Άμλετ, ως Άμλετ) Απόσπασμα από το έργο, με τη Σάρα Μπερνάρ στη μέχρι θανάτου μονομαχία με τον Λαέρτη.
1909: La Tosca (Τόσκα, ως Τόσκα) Επιτομή του ομώνυμου έργου του Βικτοριέν Σαρντού, διάρκειας μιας μπομπίνας.
1911: La Dame aux Camélias (Η κυρία με τις καμέλιες, ως Καμίλλη) Επιτομή του ομώνυμου έργου, με συμπρωταγωνιστή τον Λου Τέλεγκεν (Lou Tellegen), διάρκειας δύο μπομπίνων.
1912: Les Amours d’Elisabeth, Reine d’Angleterre (Οι έρωτες της Ελισάβετ, Βασίλισσας της Αγγλίας, μια μεγάλη επιτυχία της) Επιτομή του ομώνυμου έργου, με συμπρωταγωνιστή τον Λου Τέλεγκεν (Lou Tellegen), διάρκειας τεσσάρων μπομπίνων.
1912: Sarah Bernhardt à Belle-Isle (Η Σάρα Μπερνάρ στο Μπελ-Ιλ, ως ο εαυτός της) Ντοκιμαντέρ που παρουσιάζει τη Σάρα στο σπίτι μαζί με την οικογένειά της και φίλους, να ψαρεύει γαρίδες, και να αγκαλιάζει στο εσωτερικό του σπιτιού τα σκυλιά της.
1913: Adrienne Lecouvreur (Αντριάν Λεκουβρό, ως Αντριάν Λεκουβρό) Επιτομή του ομώνυμου έργου, με συμπρωταγωνιστή τον Λου Τέλεγκεν (Lou Tellegen), διάρκειας δύο μπομπίνων.
1915: Jeanne Doré (Ζαν Ντορέ, ως Ζαν Ντορέ) Βασισμένη στο ομώνυμο έργο. Η Σάρα εμφανίζεται ως χήρα μητέρα, που έχει αφοσιωθεί πλήρως στον γιο της Ζακ. Όταν αυτός ξελογιάζεται από ένα θηλυκό πειρασμό και κατά λάθος σκοτώνει ένα άνδρα, τον επισκέπτεται στο κελί του πριν την εκτέλεσή του, προσποιούμενη ότι είναι η αρραβωνιαστικιά του.
1915: Ceux de Chez Nous (Εκείνοι στο σπίτι μας, βιογραφικές ερασιτεχνικές ταινίες) Μεταξύ άλλων διάσημων προσώπων της εποχής, υπάρχει και μια σύντομη σκηνή που παρουσιάζει τη Σάρα να κάθεται σε παγκάκι ενός πάρκου και να διαβάζει ένα βιβλίο.
1917: Mères Françaises (Γαλλίδες μητέρες, ως κυρία Ζαν ντ’Ουρμπέ, χήρα πολέμου κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου) Όταν μαθαίνει ότι ο γιος της πληγώθηκε, ψάχνει στο πεδίο της μάχης, έρπει μέσω των χαρακωμάτων, και τελικά τον βρίσκει σε ένα ιατρικό σταθμό, μόνο για να τον δει να πεθαίνει στα χέρια της. Ύστερα από αυτήν την τραγωδία, αφιερώνει τη ζωή της για να βοηθά άλλους να επιζήσουν από τις καταστροφές του πολέμου.
1921: Daniel (Δανιήλ, η σκηνή του θανάτου, διάρκειας 5 λεπτών, από το ομώνυμο έργο) Η Σάρα παρουσιάζεται ως μορφινομανής λίγο πριν πεθάνει.
1923: La Voyante (Η μάντισσα) Η Σάρα εμφανίζεται ως μάντισσα, της οποίας οι προβλέψεις επιδρούν στην έκβαση εθνικών γεγονότων. Η ταινία αυτή ήταν η τελευταία εμφάνισή της, και έγινε ενώ ήταν θανάσιμα ασθενής. Στο τέλος συμπληρώθηκε με σκηνές στις οποίες αντικαταστάτρια ερμηνεύει τον ρόλο της με την πλάτη γυρισμένη στην κάμερα.
Ηχογραφήσεις
Phèdre (Φαίδρα, 1902)
Le Lac (Η λίμνη, 1902)
La Fiancée du Timbalier (Η μνηστή του Τιμπαλιέ, 1902)
Lucie (Λούσι, 1902)
Le Lac (Η λίμνη, 1903)
La Samaritaine (Η Σαμαρείτισσα, 1903)
Les Vieux (Οι παλιοί, 1903)
Un Évangile (Ένα ευαγγέλιο, 1903)
Phèdre (Φαίδρα, 1903)
La Mort d’Izéil (Ο θάνατος της Ιζεΐλ, 1903)
La Rêverie de Théroigne de Méricourt (Το όνειρο της Τερουάν ντε Μερικούρ, 1903)
Un Peu de Musique (Λίγη μουσική, 1903)
L’Aiglon (Αετιδεύς, 1910)
Phèdre (Φαίδρα, 1910)
Les Buffons (Οι γελοίοι, 1908)
La Samaritaine (Η Σαμαρείτισσα, 1910)
L’Étoile dans la Nuit (Το αστέρι τη νύχτα, 1918)
Prière pour nos Ennemis (Μια προσευχή για τους εχθρούς μας, 1918)
Παραπομπές και υποσημειώσεις
Βαπτίστηκε το 1857, όταν ήταν περίπου 12 ετών, όμως το μητρώο γέννησής της λείπει. Η Κάρολ Όκμαν (Carol Ockman) στο βιβλίο της The Art of High Drama (Η τέχνη της υψηλής δραματικής) περιγράφει την ανεύρεση “ενός αποκόμματος άγνωστης εφημερίδας” στη Βιβλιοθήκη της Γαλλικής κωμωδίας (Bibliothèque de la Comédie Francaise) στο Παρίσι, το οποίο περιείχε αντίγραφο πιστοποιητικού βάπτισης στο οποίο αναγραφόταν ότι η Μπερνάρ γεννήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1844. Η πηγή αυτή δεν θεωρείται ως αξιόπιστη πρωτογενής πηγή και θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο για να ενισχύσει άλλα τεκμήρια. Έχει υποστηριχθεί ότι “η Μπερνάρ μερικές φορές γιόρταζε τα γενέθλια της στις 23 Οκτωβρίου”, αν και ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει επιβεβαιωθεί. Στην αυτοβιογραφία της Ma double vie (Η διπλή ζωή μου) δεν αναφέρει τίποτε για την ημερομηνία γέννησής της.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.Εντάξει