Οφειλή στον Ίψεν

Οφειλή στον Ίψεν

Μοιράσου το!

Ο Ίψεν έχει καθιερωθεί σαν αξία κλασική, όμως δεν έπαψε ποτέ ν’ αμφισβητείται. Κάθε φορά που θα πιάσει κανένας να κάνει λόγο γι’ αυτόν, νιώθει την ανάγκη – αν είναι άνθρωπος που βρίσκεται σ’ επαφή ζεστή με το γύρω του κόσμο, τη ρέουσα πραγματικότητα, – να υποστηρίξει τη γνώμη του, να τη στηρίξει, είτε εγκωμιαστική είναι, είτε καταδικαστική. Αξιωματικά και μόνο, δεν μπορείς ν’ αποδέχεσαι ή ν’ αμφισβητείς τον Ίψεν. Και νιώθεις ακόμα την ανάγκη, σαν είσαι πνευματικά ζωντανός, να επιτηρείς αδιάκοπα τις σχετικές απόψεις σου, να τις ελέγχεις, να τις αναπροσαρμόζεις, αφού πρώτα τις παραβάλεις με τα εξελισσόμενα σύμβολα της ζωής. Αλλιώς, μια μέρα, ή εκείνες θα πάψουν να σου είναι πειστικές, ή εσύ θα έχεις πάψει να μπορεί να τις στηρίξεις.

Χρωστώ να πω ότι και τώρα, στο μεσοστράτι του 20ού αιώνα, ενός αιώνα ριζοσπαστικού, διαβόητου για τις ανακατατάξεις του, κάποιοι άνθρωποι – ανάμεσα σ’ αυτούς κι ο υπογραφόμενος – σκύβουμε μ’ ευλάβεια μπροστά στον Ίψεν. Όχι από ισχυρογνωμοσύνη. Ύστερα από έλεγχο – κολακεύομαι να πιστεύω – υποκειμενικά αυστηρό. Το πως λογαριάζεται ξεπερασμένος ο Νορβηγός πρωτομάστορας, είναι πασίγνωστο. Το πως έχει τα όριά του, τις γερασμένες του πλευρές, το ανακαλύψαμε όχι γιατί μας το είπαν, αλλά γιατί δεν πάψαμε ποτέ να τον μελετάμε – άρα να τον ελέγχουμε. Άλλωστε είναι πολύ περισσότεροι εκείνοι που ξέρουν τον Ίψεν για ξεπερασμένον από κείνους που ξέρουν τον Ίψεν από το έργο του. Καθόλου απίθανο οι επικριτές αυτοί να μετρίαζαν κάπως το ζήλο τους αν τύχαινε στο μεταξύ να γνωρίσουν καλύτερα το συγγραφέα. Το κλασικό ελατήριο κάθε δικαστικής πλάνης είναι η άγνοια..

Μόλις βάλει κανείς στην πλάστιγγα του Χρόνου από τη μια μεριά τους αμέσους προδρόμους : τον Σκριμπ, τον Σαρντού, τον Ωζιέ, τον Δουμά, κι από την άλλη τον Ίψεν, θα ιδεί αμέσως κάτι : Πως στο Νορβηγό είμαστε οφειλέτες γιατί έδωσε στο θέατρο μιαν αξιοπρέπεια αναπάντεχη, μια βαρύτητα ανυποψίαστη ώς τότε. Ο άνθρωπος αυτός είναι μια από τις αιφνίδιες εκείνες συλλήψεις της ζωής, που αναπηδούν στη μέση μιας μηχανοποιημένης διαδικασίας για να τη ζωντανέψουν θα ’λεγες, να της αλλάξουν την πορεία της, το ρυθμό της. Ύστερα απ’ αυτούς, από το πέρασμά τους, το είδος που άγγιξαν έχει πάψει πια να είναι το ίδιο καθώς πριν. Η όπερα δεν είναι η ίδια καθώς πριν ύστερα από τον Ριχάρδο Βάγκνερ, το μυθιστόρημα ύστερα από τον Ντοστογιέφσκι, το θέατρο ύστερα από τον Ίψεν. Κι όχι απλά δεν είναι. Δεν έχουν το δικαίωμα να είναι. Μια νομοθεσία στο μεταξύ άλλαξε, ένας κώδικας τιμής. Αυτό, κάτι λέει.

Λέει πως στο νεότερο κόσμο είχε χαθεί ένα μυστικό, γνωστό ωστόσο στην Αρχαία Ελλάδα, στην ελισαβετιανή Αγγλία. Εκεί, τότε, τα όρια ανάμεσα στην αναψυχή και στην τελετουργία συγχέονταν· η τραγική Μούσα είχε ένα ανάστημα διαφορετικό, έξω από το κοινό μέτρο. Κάτι βαθύτερο από την περιέργεια ή την αργόσχολη διάθεση ικανοποιούσε τότε το δράμα, σε κάποιαν άλλη περιοχή της ψυχής απευθυνόταν, εκείνην που οι νεότεροι, με την αναλυτική τους ψύχωση, την είπαν αόριστα “θρησκευτική”. Αγωνιζόμαστε να ιδούμε τι ακριβώς θρησκευτική γεύση είχε το αρχαίο δράμα, ρωτάμε με λαχτάρα το μαντείο της διαίσθησης, φωτισμένοι αμυδρά από το λυχνάρι της ιστορικής γνώσης, και κρεμάμε τα χέρια μας ανήμπορα στη σκέψη πως ό,τι και να κάνουμε δε θα μπορέσουμε, όχι, να διασπάσουμε την αμυντική ζώνη ενός κόσμου περασμένου, ιστορικά κλειστού. Ή απορούμε πώς μια πλατεία από αλήτες, βαστάζους, λιμενεργάτες του 16ου αιώνα, μπορούσε να γεύεται άμεσα κάποια δραματικά έργα που εμείς σήμερα, με την προηγμένη μας καλλιέργεια, τη νευρική ευαισθησία, για να τ’ αποσφραγίσουμε πιστεύουμε πως πρέπει να έχουμε πριν θητέψει στο σπουδαστήρι της φιλολογικής αλχημείας. Υπάρχουν άνθρωποι που θ’ απορούσαν αν τους βεβαιώνατε πως το αρχαίο δράμα και το ελισαβετιανό, – θρησκευτικό το πρώτο, κοσμικό το δεύτερο, – αν και χωρισμένα μεταξύ τους από δυο χιλιάδες χρόνια, αν και ανόμοια με τρόπο τόσο χτυπητό, την ίδια θρησκευτικότητα εξέφραζαν. Γιατί στο κέντρο του δράματος δεν στέκεται ο Διόνυσος ή ο Χριστός· στέκεται η αιματοραντισμένη ψυχή του ανθρώπου. Σύμβολά της και μόνο οι θεοί. Ο στεφανωμένος με κλήματα κι ο στεφανωμένος με αγκάθια το ίδιο πάθος ενσαρκώνουν, στο ίδιο μαρτύριο χαρίζουν τη λύτρωση. Δεν είναι η ψυχή μας που κλαίει τους θεούς. Είναι οι θεοί που κλαίνε την ψυχή μας.

Από την εποχή, εκεί στα μέσα του 17ου αιώνα, που η τραγική Μούσα αρχίζει να ξεπέφτει και το ιερό της στεφάνι να μαραίνεται, χάνεται και το μυστικό της βαθύτερης αυτής αξιοπρέπειας του θεάτρου. Έρχονται καιροί βέβηλοι και μικροί. Προσαρμοσμένο στα μέτρα της καθημερινότητας το Δράμα, φιλοτιμιέται τώρα ν’ αναμασήσει τα ψελλίσματα της τρέχουσας συναλλαγής, γίνεται σπιθαμιαίο, κοντόπνοο, διασκεδαστικό σαν ένας πληρωτικός νάνος. Το βλέπεις πότε να κλαψουρίζει ζητιανεύοντας τους αναστεναγμούς της αισθηματολογίας και πότε να κάνει τούμπες για να ξεκαρδιστεί η αγορά. Άκρο άωτο της αξιοσύνης του : να γυμναστεί καλά, τέλεια, να λύσει τη ραχοκοκκαλιά του καθώς ο σαλτιμπάγκος, να τελειοποιήσει στο έπακρο την τεχνική του. Έχει αποχτήσει τώρα την ελαστικότητα που χρειάζεται για να μαγνητίζεις με τη δεξιοτεχνία τον χαζό, ν’ αντιφτιάνεις τη σοβαρότητα, το μεγαλείο. Ο Σαρντού ξέρει καλύτερα από κάθε άλλον να πείσει πως αυτό που βλέπετε είναι τρομερά βαρυσήμαντο. Κι ο Δουμάς γιος προχωρεί ακόμα περισσότερο : ρίχνει πάνω του, με κίνηση μελοδραματικά επιβλητική, την τήβεννο, παίρνει στο χέρι του τη ρητορική αγιαστούρα. Είναι ηθικολόγος, ιεροκήρυκας, προφήτης. Όλοι εκστασιάζονται, προσκυνάνε πανηγυρίζουν πως η μεγάλη Τέχνη έχει αναγεννηθεί.

Φαιδρότητες. Ο ερχομός του Ίψεν αφήνει εμβρόντητη την Ευρώπη, ξαφνιάζει, σκανταλίζει, σκορπάει τη σύγχυση. Ποιος είναι αυτός που μιλάει γλώσσα διαφορετική κι όμως συνταραχτικά ανθρώπινη ; Που βλέπει σε βάθος μ’ ένα κοφτερά κρύο μάτι ; Ποιος είναι αυτός που αναποδογυρίζει βωμούς ; Που αντί να εξυμνεί τους θεσμούς τους περιγελάει ; Που λέει φαρισαίο τον αξιότιμο πολίτη, άτιμο τον επίσημο κοινωνικόν ημίθεο… Κι από τη βέβηλη τούτη επίθεση – να το πιο ακατανόητο – αναδίνεται μια άχνα μυστηρίου ιερού, μια σεμνοπρέπεια άγνωστη, απρόσιτη στην ανεγνωρισμένη τότε κοινωνική θρησκεία.

Ο Δουμάς, ο Ωζιέ, – για να πάρουμε συγγραφείς κοινωνικούς – ήταν απολογητές της ισχύουσας ηθικής τάξης. Εγκωμίαζαν με το έργο τους την ανεγνωρισμένη αρετή, αποθέωναν τον ορθό λόγο. Ο Νορβηγός εικονομάχος, αμφισβητεί και ρεζιλεύει. Δεν τον πείθει αυτόν το καθιερωμένο, μόνο και μόνο γιατί είναι καθιερωμένο. Το αναλύει, και πίσω από την κολλαριστή του πρόσοψη βρίσκει το αποσυνθετικό μικρόβιο, το απομονώνει. Για να φτάσει όμως εκεί, του χρειάζονται πολλά πράγματα : Μια ασυνήθιστη σε διορατικότητα ματιά, μια ηθική ανεξαρτησία γεμάτη βουβό θάρρος, μια προσωπική αγωνία που οδηγεί ολόισια στην καρδιά του δράματος, την κάνει δική του. Οι Γάλλοι κοινωνικοί δραματογράφοι είναι, μπροστά του, θεωρητικοί από καθέδρας, επιχειρηματολόγοι εύγλωττοι και ψυχροί. Τα δραματικά τους σχήματα έχουν αποδειχτική υφή. Και πίσω από την εμβρίθειά τους, μαντεύεις τη ν αυταρέσκεια, το χουζούρι του ηθικολόγου, που βρίσκεται σε ασφάλεια μπροστά στην αμαρτία. Νόμισαν τον Ίψεν “δάσκαλο”. Λάθος ! Τους είχε ξεγελάει η επίφαση του ανθρώπου, η προσεγμένη ευπρέπεια της περιβολής του, μια αυστηρότητα στην εμφάνιση κληρικού του Βορρά. Πίσω απ’ αυτά, λαμπαδιάζει ένα ηφαίστειο, βροντάει μια συνείδηση ανήσυχη, επαναστατημένη ώς την αναρχία. Ο Ίψεν συμμετέχει στο δράμα, δεν το πραγματεύεται. Δεν προτείνει λύσεις – ο ίδιος το είπε. Γιατί η λύση είναι κάτι πολύ εύκολο, δηλαδή συμβατικό, και το δράμα του ανθρώπου δεν είναι σχήμα, για να επιδέχεται γεωμετρική τελείωση.

Την ιερότητα λοιπόν που μάταια είχανε φιλοδοξήσει οι απολογητές της επίσημης κοινωνικής θρησκείας, την περιβάλλεται αυτός, ο ιερόσυλος. Πώς ; Με την ευλαβική, περίτρομη κάθοδό του στον εσωτερικό Άδη. Ο αναρχικός αυτός είναι ένας μυστικοπαθής. Πυρπολείται από δέος μπροστά στο εσωτερικό μυστήριο του ανθρώπου· δεν το επισκοπεί ατάραχος και δεν το περιγράφει : Μεταλαβαίνει από το μαρτυρικό αίμα του. Είπανε τα πρόσωπά του απίθανα, εκκεντρικά, αινιγματικά, για δεκαετίες ολόκληρες τα ερμήνευαν – ακόμα σήμερα τυχαίνει να τα ερμηνεύουν – σαν αντιπρόσωπους ακατανόητους άλλου πλανήτη. Είπανε πως είναι ερμητικά Νορβηγοί, όπως έχουνε πει ερμητικά Σλαύους τους ήρωες του Ντοστογιέφσκι. Κάθε τι που προχωρεί πέρα από την επιφάνεια, που φωτίζει ό,τι δεν έχουμε ιδεί όλοι, το λέμε ερμητικό, παράδοξο. Αντισταθμίζουμε έτσι την ταπεινωτική μας μυωπία. Αν λέγαμε ωστόσο πως οι ιψενικοί ήρωες δεν είναι άνθρωποι ξέβαθοι, της ρουτίνας, αλλά ποιοτικά εξαιρετικοί, θα βρισκόμασταν κοντύτερα στην αλήθεια. Κι ακόμα κοντύτερα αν λέγαμε πως έχουν προσωπικότητα, δεν είναι άψυχοι όπως οι οχτώ στους δέκα της καθημερινής συναναστροφής. Με την έννοια αυτή, εξαιρετικές δεν είναι μονάχα οι μορφές του πρώτου επιπέδου : ο Μπόρκμαν, ο Ρόσμερ, η Έντα, ο Σόλνες· είναι και οι δορυφόροι τους, τα ετερόφωτα, κάποιες ταπεινές, κοινωνικά εξαφανισμένες υπάρξεις του δεύτερου επιπέδου, κι όμως συγκλονιστικά ζωντανές : ο Φόλνταλ, ο γερο-Έκνταλ, ο Ούλρικ Μπρέντελ. Και σε ποια κατηγορία από τις δυο ν’ ανήκουν τάχα τα ζεστά, απέριττα εκείνα πλάσματα : η Νόρα, η Ελένη Άλβιγκ, η Έλλα Ρέντχάιμ, η Έντβιγκ ; Αξιολογικά στην πρώτη. Ψυχολογικά στη δεύτερη. Όχι, όχι, η πλάση του Ίψεν αποπνέει μιαν απόκρυφη και για; τούτο πιο ζεστή, αξεθύμαστη ανθρωπιά.

Και να το άδυτο του ναού. Από τη σπαραγμένη αυτήν ανθρωπότητα είναι που αναδίνεται το μυστικό φως της θρησκείας. Είναι η θρησκεία του πόνου, της αγωνίας, του μαρτυρίου, μια θεότητα ανώνυμη και γι’ αυτό ανησυχητικά καθολική, που εδρεύει στο ασυνείδητο, στα ανεξερεύνητα βάθη. Η λατρεία αυτή γνωρίζει την ιερή φρίκη, το ανεκλογίκευτο δέος, όσα βρίσκονται στη βάση των μεγάλων θρησκειών. Αυτά που ο νεότερος κόσμος τα έχασε, και φτώχυνε, νομίζοντας πως τα πάντα έχει διαλευκάνει.

Ο Ερρίκος Ίψεν έχει την προσωπική γλώσσα του, όπως έχει την προσωπική πίστη του. Είδαμε πόσο η δεύτερη είναι τρικυμισμένη, αδογμάτιστη. Η πρώτη είναι συμβολική. Στα έργα της κοινωνικής του περιόδου, μεταφέρει μια ποιητική διάθεση ξεκινημένη από τον μυθικό κόσμο της νιότης του, κάτι από τους μεγάλους, θολούς ίσκιους της Βαλχάλλας που οραματιζόταν ο Γέρντις, από τα πρασινωπά τρολλς του Πέερ Γκυντ. Μόνο που τη διάθεση αυτή, τώρα πια, αλίμονο, παρασυρμένος από τη λογοκρισία των νέων καιρών, την έχει υλοποιήσει, κρυσταλλώσει. Η συμβολική της κοινωνικής του περιόδου έχει τη διαφάνεια και την ψυχρότητα του κρυστάλλου. Είναι σύμβολα με περιεχόμενο συγκεκριμένο, σχεδόν όσο και μια αλληγορία, παραστάσεις με δύναμη υποβολής αλλά δίχως ρευστότητα. Στον Τσέχωφ, το σύμβολο θα έχει αξία μουσική. Στον Ίψεν ιδεολογική. Από εκεί είναι που το δεύτερο γερνάει.

Ρυτιδώνεται η επιφάνεια του έργου του κι απλό μιαν άλλη σπιλιάδα : μια μυρωδιά κλεισούρας, στενού χώρου, που αναδίνεται από κει μέσα, από ένα δωμάτιο του τέλους του 19ου αιώνα φορτωμένο έπιπλα, κουρτίνες, χαλιά. Η αυστηρότητα της μορφής, οι τελειωμένες στο έπακρο, σφιχτές ενότητες, η εσωτερική πύκνωση, το μαθηματικά αλάνθαστο της σκηνικής οικονομίας, κοκαλώνουν πότε-πότε αυτό το έργο, του στερούν τη ρευστότητα, την ελευθερία, την ανάσα, το απρόοπτο της νέας ζωής. Περισσότερο κι από την άρνησή μας ν’ αναγνωριστούμε πια στα προβλήματα που μας προτείνει ο Ίψεν, περισσότερο, κι από την αδιαφορία μας για τους παροπλισμένους θεσμούς ή τις προλήψεις που τον καταπίεζαν, ίσως αυτό που μας παίρνει από κοντά του να είναι ο ρυθμός ενός κόσμου αδίσταχτου, που δε σκοτίζεται εύκολα και δεν πολυσέβεται, γιατί είναι κυνικά βιαστικός. Εσωτερικά πιο λυτρωμένος, εξάλλου, μαθημένος να κινείται με άνεση στο χώρο, δυσκολεύεται να περιοριστεί στις τρεις διαστάσεις του Ίψεν. Μαζί με την πειθαρχία, ανατίναξε και την αυτοπειθαρχία. Η δική του η αναρχία δε στρέφεται κατά των έξω. Είναι αυτοκαταλυτική.

Όμως ο Ίψεν παραμένει ο οραματιστής που δίδαξε στο νεότερο άνθρωπο την ιερότητα του Δράματος. Είναι αυτός που σε καιρούς λιγόπιστους, παραπλανημένους, μακριά από το θεό, άναψε πάλι τη μυστική φωτιά στην παραμελημένη θυμέλη. Τα κληματόφυλλα που στεφανώνουν τον ιερέα αυτόν, που κατεβαίνει αργοπερπάτητος, ψεκασμένος με χιόνι, από το Βορρά, είναι τα κληματόφυλλα της τρέλας του Έϋλερτ Λέβμπορκ. Όμως σε τι διαφέρουν από του Διονύσου τα κληματόφυλλα ;

___________________

  • Πρώτη δημοσίευση : ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ. Αφιέρωμα στον Ερρίκο Ίψεν. Έτος Λ΄, τόμος 60ός, τεύχος 705, 15 Νοεμβρίου 1956

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΙ ΕΔΩ:

Ερρίκος Ίψεν (1828 – 1906)

Ο Ίψεν και το ευρωπαϊκό θέατρο του καιρού του

Νόρα και Έντα: Οι ανόμοιες δίδυμες του Ίψεν

Ερρίκος Ίψεν | Πίστευε πως το θαυμάσιο μέσα στον άνθρωπο ξυπνάει όταν δοκιμάζει κάτι το πολύ βαρύ!


Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ