Η Ανδρομάχη του Ευριπίδη | Δοκιμή πολλαπλής ανάγνωσηςi

Η Ανδρομάχη του Ευριπίδη | Δοκιμή πολλαπλής ανάγνωσηςi

Μοιράσου το!

1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Ο τρωικός πόλεμος με τα προπολεμικά κα;ι τα μεταπολεμικά του γεγονότα έχει αποσπάσει από το σύνολο της αρχαίας ελληνικής μυθολογία τη μερίδα του λέοντος. Αν λάβουμε λοιπόν υπόψη μας ότι η αρχαία τραγωδία αντλεί την πλειονότητα των θεμάτων της από τη μυθολογία, τότε δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι πολλά δράματα και των τριών μεγάλων τραγικών προέρχονται από αυτόν το μυθολογικό κύκλο. Από τα σωζόμενα μεταπολεμικά δράματα του Ευριπίδη άλλα τοποθετούνται αμέσως μετά την πτώση της Τροίας και πριν από την επιστροφή των Ελλήνων στις πατρίδες του (π.χ. Εκάβη, Τρωάδες) και άλλα αποτυπώνουν τον απόηχο του πολέμου αρκετά χρόνια μετά (π.χ. Ανδρομάχη, Ηλέκτρα), καταγράφοντας τη μεταπολεμική μοίρα των ηρώων ή τις απώτερες συνέπειες του πολέμου. Αν επιπλέον αναλογιστούμε ότι όλη η σωζόμενη δραματική παραγωγή του Ευριπίδη ανήκει στην περίοδο μετά την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου (431 π.Χ.), με εξαίρεση την Άλκηστη (438 π.Χ.) και τη Μήδεια (431 π.Χ.), τότε κατανοούμε ότι τα έργα με θέμα τον πόλεμο παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, καθώς εγγράφονται σε μια επίκαιρη προβληματική.

2. ΣΚΙΑΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΠΛΟΚΗΣ

Η Ανδρομάχη, η χήρα του πιο άξιου τρωαδίτη ήρωα, του Έκτορα, είναι εγκατεστημένη στη Φθία και ζει ως παλλακίδα του Νεοπτολέμου στο παλάτι του γιου του Αχιλλέα, του φονιά του συζύγου της. Έχει αποκτήσει από τον έλληνα αφέντη της ένα γιο, τον Μολοσσό (το όνομά του δεν μνημονεύεται ρητά στην τραγωδία) και μοιράζεται την ίδια στέγη με τη νόμιμη σύζυγο του Νεοπτολέμου, την Ερμιόνη, τη μοναχοκόρη του Μενελάου και της Ελένης. Όταν αρχίζει ο δράμα, ο Νεοπτόλεμος απουσιάζει στους Δελφούς, όπου πήγε για να ζητήσει συγγνώμη από τον Απόλλωνα τον οποίο,, σε μια προηγούμενη επίσκεψή του στο μαντείο, είχε θεωρήσει υπεύθυνο για τον φόνο του πατέρα του. Η απουσία αυτή προσφέρει στην Ερμιόνη, που είναι στείρα, μια θαυμάσια ευκαιρία να εξοντώσει, με τη βοήθεια και του πατέρα της, τη θανάσιμη αντίζηλό της. Η απειλούμενη ηρωίδα έχει καταφύγει ως ικέτισσα στο ιερό της Θέτιδας, της Νηρηίδας που θα εμφανιστεί ως από μηχανής θεός στο τέλος του έργου, και έχει φροντίσει να κρύψει το παιδί της σε ασφαλές καταφύγιο. Ο Μενέλαος όμως ανακαλύπτει το κρησφύγετο του παιδιού και απειλεί ότι θα το σκοτώσει αν η μητέρα του δεν εγκαταλείψει το άσυλό της. Έτσι η Ανδρομάχη υπακούοντας στο μητρικό φίλτρο, υποκύπτει και παραδίνεται στο διώκτη της, με αποτέλεσμα η ίδια και το παιδί της να μείνουν χωρίς προστασία στα ανελέητα χέρια των σπαρτιατών αντιπάλων τους. Η έγκαιρη παρέμβαση του γέροντα Πηλέα, του παππού του Νεοπτόλεμου και πατέρα του Αχιλλέα, αποβαίνει σωτήρια για τους μελλοθανάτους και ο Μενέλαος υποχρεώνεται να εγκαταλείψει τη σκηνή αφήνοντας αβοήθητη την κόρη του.

Στο δεύτερο μέρος του δράματος η Ερμιόνη φοβάται τα αντίποινα του συζύγου της που αναμένεται να επιστρέψει από τους Δελφούς και γι’ αυτό καταλαμβάνεται από υστερική απόγνωση που την οδηγεί στην απόφαση να αυτοκτονήσει. Από την αδιέξοδη κατάσταση θα τη σώσει ο Ορέστης που εμφανίζεται απροσδόκητα και θα την πάρει μαζί του στη Σπάρτη για να τη ζητήσει από τον πατέρα της σε γάμο· παράλληλα αναγγέλλει ότι, προτού αναχωρήσει από τους Δελφούς, είχε οργανώσει συνωμοσία για την εξόντωση του συζύγου της. Πράγματι, μετά την έξοδο από τη σκηνή του Ορέστη και της Ερμιόνης και τη μεσολάβηση ενός στασίμου, ένας αγγελιοφόρος φέρνει την είδηση ότι ο Νεοπτόλεμος, ύστερα από άνισο και γενναίο αγώνα, έχει σκοτωθεί· σε λίγο μεταφέρουν στη σκηνή το πτώμα του ήρωα, και ο Πηλέας ξεσπά σε θρήνο. Η Θέτιδα εμφανίζεται από μηχανής και προλέγει το μέλλον: Ο γιος της θα ταφεί στους Δελφούς, ο Πηλέας θα ζήσει για πάντα μαζί με τη θεά στο παλάτι του Νηρέα, από όπου θα μπορεί να επισκέπτεται τον αθάνατο γιο του στη νήσο Λευκή, και η Ανδρομάχη θα παντρευτεί τον αδερφό του Έκτορα, τον Έλενο, ενώ ο γιος της, που έχει ελληνοτρωική καταγωγή, θα γίνει αρχηγέτης μιας βασιλικής δυναστείας στην Ήπειρο.

3. ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ

Όσοι αναζητήσουν στο δράμα αυτό την ενότητα που προσφέρει η ύπαρξη μιας κεντρικής και κυρίαρχης μορφής, όπως είναι ο Οιδίπους στον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή ή η Μήδεια στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη, δεν θα ικανοποιηθούν. Μαζί τους θα συμφωνούσε και ο Αριστοτέλης που θεωρεί πρότυπο άρτια οργανωμένης πλοκής τον Οιδίποδα Τύραννο. Ωστόσο, δεν απουσιάζει παντελώς η αιτιολογημένη σύνδεση των τριών μερών του έργου. Στο πρώτο και εκτενέστερο τμήμα (1-801) έχουμε τη γνωστή και από άλλα έργα του Ευριπίδη τυπική κατάσταση ενός η περισσοτέρων απειλουμένων προσώπων που καταφεύγουν για να προστατευτούν από το διώκτη τους σ’ έναν ιερό χώρο. Έτσι, στον Ηρακλή ο Αμφιτρύων, η γυναίκα του Ηρακλή Μεγάρα και τα παιδιά του έχουν ζητήσει προστασία στο βωμό του Δία, γιατί κινδυνεύει η ζωή τους από το Λύκο. Ο Ηρακλής όμως επιστρέφει πάνω στη στιγμή του μεγάλου κινδύνου της οικογένειάς του και τη σώζει σκοτώνοντας το διώκτη της. Ωστόσο, το δεύτερο τμήμα της Ανδρομάχης (802-1046) διαφέρει από το αντίστοιχο τμήμα του Ηρακλή, γιατί, ενώ εδώ παρατηρείται μια αντιστροφή των ρόλων, καθώς η διώκτρια Ερμιόνη μετατρέπεται σε διωκομένη (έτσι τουλάχιστον αισθάνεται η ίδια), στον Ηρακλή ο ίδιος ο ήρωας ενσαρκώνει ταυτόχρονα το ρόλο του σωτήρα και του θύτη, καθώς, αμέσως μετά τη σωτηρία της οικογένειάς του, μετατρέπεται σε αφανιστή της εξαιτίας της μανίας που του έχει εμβάλει η Ήρα. Η Ερμιόνη εκλιπαρεί από τον αιφνίδια εμφανιζόμενο Ορέστη τη σωτηρία της, και αυτός την παίρνει μαζί του για να την οδηγήσει στο πατρικό της σπίτι στη Σπάρτη. Στην απροσδόκητη εμφάνιση του σωτήρα αναγνωρίζουμε κάτι όχι άγνωστο στην ευριπίδεια τραγωδία. Η περίπτωσή μας θα μπορούσε να συγκριθεί με την αιφνίδια εμφάνιση του βασιλιά της Αθήνας Αιγέα στη Μήδεια. Ας σημειωθεί ότι ο Ορέστης σχετίζεται στενά με την τύχη της Ερμιόνης, καθώς είναι εξάδερφός της και αρχικά οι δικοί της την είχαν υποσχεθεί σ’ αυτόν· είναι, επομένως, φυσικό να ενδιαφέρεται για τη ζωή της κοντά στον αντίζηλό του, το Νεοπτόλεμο. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, την ύπαρξη μιας αναλογίας ανάμεσα στο εκτενέστερο και το συντομότερο τμήμα της τραγωδίας, αφού παρατηρείται μια αντιστροφή ρόλων, κάτι που ασφαλώς συμβάλλει στη συνοχή του έργου.

Το τρίτο μέρος (1047-1288) περιλαμβάνει την αναγγελία της δολοφονίας του Νεοπτολέμου και την πρόβλεψη του μέλλοντος για τα συγγενικά με τη Θέτιδα πρόσωπα. Με τον τρόπο αυτόν εξηγείται η παρουσία του τάφου του Νεοπτολέμου στους Δελφούς (τον τάφο αυτόν τον είχε δει και ο περιηγητής Παυσανίας) και αιτιολογείται η ίδρυση της βασιλικής δυναστείας των Μολοσσιδών στην Ήπειρο. Αυτή η λειτουργία του από μηχανής θεού στον Ευριπίδη, η πρόβλεψη δηλαδή της περαιτέρω τύχης των εμπλεκομένων σε μια τραγωδία προσώπων και η καθιέρωση ορισμένων θεσμών, εθίμων ή λατρειών, είναι γνωστή και από άλλες εξόδους δραμάτων του ποιητή (πρβ. π.χ. την καθιέρωση της λατρείας του Ιππολύτου στο ομώνυμο δράμα).

Συνοψίζοντας τις προηγούμενες επισημάνσεις, παρατηρούμε ότι οι 1288 στίχοι του έργου συναιρούν δυο τύπους τραγωδιών: το δράμα του απειλούμενου ικέτη που σώζεται αφενός -ο τύπος του δράματος αυτού είναι κυρίως ευριπίδειος – και το δράμα της χρησμικής πρόβλεψης και της πραγματοποίησης ενός θανάτου αφετέρου -ο τύπος του δράματος αυτού είναι κυρίως σοφόκλειος. Ο Ευριπίδης, παραλείποντας το σκέλος της πρόβλεψης (για την πρόβλεψη αυτή πρβ. Το χρησμικό ύφος των στίχων 38 κ.ε. από τον 7ο Νεμεόνικο του Πινδάρου) που δεν είχε θέση εδώ, μπόρεσε να προσαρμόσει το τελευταίο τμήμα της τραγωδίας στις δικές του ανάγκες.

Η τριμερής δομή του έργου και το πλήθος των ρόλων δεν επιτρέπει να αποδώσουμε σε κανένα πρόσωπο την ιδιότητα του πρωταγωνιστή, παρά το γεγονός ότι το δράμα τιτλοφορείται Ανδρομάχη. Η διαπίστωση αυτή θέτει επιτακτικά το εύλογο ερώτημα μήπως το κύριο ενδιαφέρον δεν εστιάζεται τόσο στην τύχη κάποιου προσώπου όσο σε κάποια κατάσταση στην οποία εμπλέκονται περισσότερα πρόσωπα. Με το ερώτημα αυτό θέτουμε στην ουσία το πρόβλημα της ερμηνείας του έργου.

4. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ : ΕΝΑ ΣΥΝΘΕΤΟ ΚΑΙ ΠΟΛΥΕΠΙΠΕΔΟ ΕΡΓΟ

Η αισιοδοξία της παλαιότερης ερμηνευτικής πρακτικής ότι είναι δυνατή η ιχνηλάτηση των αρχικών προθέσεων του συγγραφέα, κάτι που μπορεί να οδηγήσει στη μονοσήμαντη αποκρυπτογράφηση του αυθεντικού νοήματος και του κεντρικού μηνύματος ενός καλλιτεχνικού έργου, έχει κλονιστεί σε μεγάλο βαθμό στην εποχή μας. Η ερμηνευτική προσπέλαση δεν κυριαρχείται πλέον από την έμμονη και ουτοπική αναζήτηση μιας “κλειστής”σημασίας, που θεωρείται και η μόνη “ορθή”, αλλά προσδιορίζεται και από άλλους σημαντικούς παράγοντες της διαμόρφωσης του νοήματος, ένας από τους οποίους είναι αναμφισβήτητα ο δέκτης του έργου, ο οποίος συνεισφέρει, ανάλογα με τον ορίζοντα των προσδοκιών του, το δικό του μερίδιο στην κατανόηση του καλλιτεχνήματος. Έτσι, η ερμηνεία σήμερα έχει προσλάβει “ανοιχτή” μορφή, ανάλογα με την οπτική γωνία του δέκτη, η οποία όμως, όπως είναι αυτονόητο, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα όρια και να παραβιάζει τους φραγμούς που θέτει το κείμενο, η μοναδική και υπέρτατη αρχή που νομιμοποιεί την εκάστοτε προτεινόμενη προσέγγιση. Με αυτούς τους όρους θα προβούμε στην παρουσίαση μερικών όψεων της Ανδρομάχης.

α) Ανδρομάχη: ένα οικογενειακό δράμα

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι κίνητρο της εκδικητικής δράσης της Ερμιόνης είναι η ερωτική αντιζηλία και το αίσθημα της περιθωριοποίησής της στη σχέση της με το Νεοπτόλεμο. Μια τέτοια αντίδραση δεν είναι καινούργια: Η Κλυταιμνήστρα στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου αντιμετωπίζει την Κασσάνδρα ως άρτυμα της κλίνης του συζύγου της, και αυτό εξάπτει ακόμη περισσότερο το εκδικητικό της μένος εναντίον του. Η ώριμη Διηάνειρα στις Τραχίνιες του Σοφοκλή βλέπει στο πρόσωπο της Ιόλης, της νεαρής αιχμάλωτης του συζύγου της, μια επικίνδυνη ανταγωνίστρια στην κοινή ζωή της με τον Ηρακλή· σε αντίθεση όμως με την ανηλεή Κλυταιμνήστρα, δεν μηχανεύεται την εξόντωση της αντιζήλου της, αλλά καταφεύγει, με αφελή ευπιστία, στη χρήση ερωτικού φίλτρου, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά το δηλητηριασμένο αίμα του Κένταυρου Νέσσου. Με το φίλτρο αυτό χρίει έναν εορταστικό χιτώνα για τον άντρα της, ο οποίος πεθαίνει με φριχτούς πόνους. Το τέχνασμα του φονικού ρούχου, αλλά με πλήρη συναίσθηση των καταστρεπτικών συνεπειών του, χρησιμοποιεί και η Μήδεια στο ομώνυμο δράμα του Ευριπίδη για να εξοντώσει τη Γλαύκη, την κόρη του βασιλιά της Κορίνθου Κρέοντα και δεύτερη σύζυγο του Ιάσονα. Η ηρωίδα του δράματος αυτού συνοψίζει με τρόπο ιδιαίτερα εναργή τα αισθήματα μιας πληγωμένης γυναίκας (263-266· πρβ. 569 κ.ε.): “Γεμάτη βέβαια είναι από φόβο η γυναίκα./ Στα χέρια αδύναμη, τα όπλα αποστρέφεται./ Αν όμως βρεθεί στην κλίνη της αδικημένη,/ πνεύμα πιο αιμοβόρο απ’ αυτή δεν υπάρχει” (μετ.. Γ. Γιατρομανωλάκης).

Η Ερμιόνη κατηγορεί την Ανδρομάχη ότι με χρήση μαγικών μέσων κατόρθωσε να προκαλέσει τη στειρότητά της και τη συνακόλουθη ψυχρότητα του νόμιμου συζύγου της (157 κ.ε.). Η τρωαδίτισσα παλλακίδα όμως ανασκευάζει με αποστομωτικά επιχειρήματα την κατηγορία και ανάγει τα αίτια της συμπεριφοράς του Νεοπτολέμου στη στάση της ίδιας της Ερμιόνης. Η σύζυγος του Νεοπτολέμου είναι μια νέα, ωραία και αλαζονική γυναίκα που δεν τρέφει καθόλου φιλικά αισθήματα για τον άντρα της, όπως αποδεικνύει το τέλος του έργου, όπου δεν αντιδρά καν στην είδηση της επικείμενης ή ήδη συντελεσμένης δολοφονίας του. Αντίθετα, η Ανδρομάχη είναι η ώριμη, συνετή και δοκιμασμένη γυναίκα που έμαθε να υποτάσσεται καρτερικά στον άντρα της, ώς το σημείο μάλιστα να θηλάζει και τα παιδιά των παρασυζυγικών σχέσεών του (222 κ.ε.· ο λόγος είναι για την εποχή που συζούσε ακόμη με τον Έκτορα). Προσπαθεί να πείσει την Ερμιόνη ότι μοιράστηκε εκβιαστικά το κρεβάτι με το Νεοπτόλεμο (390), κάτι που δείχνει την υποταγή της στη μοίρα της υποδουλωμένης γυναίκας, της γυναίκας όμως που ξέρει να μετατρέπει ακόμη και μια ανεπιθύμητη σχέση σε σχέση υπομονετικής αγάπης.

Με βάση τα δεδομένα αυτά το δράμα θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί ως δράμα σύγκρουσης και ερωτικής αντιζηλίας ανάμεσα σε δυο γυναίκες που δεν τις χωράει η ίδια στέγη. Κίνητρο της σύγκρουσης δεν είναι μόνο η συμπάθεια του συζύγου για την παλλακίδα αλλά και το γεγονός ότι η Ανδρομάχη έχει επιτελέσει, έστω και παρά τη θέλησή της, την τεκνογονική της λειτουργία, μια λειτουργία ιδιαιτέρως σημαντική στο πλαίσιο της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας, ενώ η σχέση του Νεοπτολέμου με την Ερμιόνη μένει ανολοκλήρωτη από την άποψη αυτή. Στο σημείο αυτό αξίζει να προσέξουμε τον τρόπο χειρισμού του θεματικού υλικού από τον Ευριπίδη. Η σύγκρουση των δύο γυναικών για το Νεοπτόλεμο δεν φαίνεται να υπήρξε θέμα κανενός προγενεστέρου δράματος άλλου ποιητή, αλλά κατά πάσα πιθανότητα οφείλεται σε επίνοια του ίδιου του Ευριπίδη, ο οποίος, όπως θα δούμε, ενδιαφερόταν γενικότερα για την πραγμάτευση οικογενειακών προβλημάτων. Αλλά και το θέμα της στειρότητας υπηρετεί τους δραματικούς στόχους του ποιητή, αφού από μεταγενέστερες πηγές γνωρίζουμε την ύπαρξη ενός γιου της Ερμιόνης από το Νεοπτόλεμο. Ο Ευριπίδης επιθυμεί προφανώς να κλιμακώσει το μίσος της νόμιμης συζύγου εναντίον της παλλακίδας. Η ερμηνεία που προτάθηκε εντάσσεται σ’ έναν ευρύτερο κύκλο δραμάτων του ποιητή με θέμα τα οικογενειακά προβλήματα που ανακύπτουν εξαιτίας των παθών της ανθρώπινης ψυχής. Το πλησιέστερο παράδειγμα είναι η Μήδεια, όπου η ηρωίδα εγκαταλείπεται από τον Ιάσονα για χάρη της βασιλοπούλας της Κορίνθου, της Γλαύκης, και γίνεται παιδοκτόνος για να εκδικηθεί την απιστία του συζύγου της. Το έκνομο ερωτικό πάθος της Φαίδρας για τον πρόγονό της Ιππόλυτο οδηγεί τον αθώο και αγνό ήρωα στο θάνατο. Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά αμφιβολία ότι μια διάσταση του έργου συνίσταται στο θέμα της σύγκρουσης των δυο γυναικών με το ασύμπτωτο ήθος (ώριμη σύνεση/νεανική έπαρση), την αντίθετη κοινωνική θέση (δούλη/βασίλισσα) και τη διαφορετική εθνική προέλευση (βάρβαρη/ Ελληνίδα), αφού μάλιστα, όπως τονίστηκε, η σύγκρουση αυτή ανάγεται σε επίνοια του ίδιου του ποιητή. Η ρητή αναφορά, εξάλλου, στις αρνητικές συνέπειες της διγαμίας και η έξαρση των αγαθών της πίστης σ’ένα σύντροφο φαίνεται να; αποτελούν το ηθικό μήνυμα του έργου. Οι διαπροσωπικές σχέσεις όμως είναι κάτι πολύ πιο πολύπλοκο από αυτήν την επιφανειακή και κοινότοπη διαπίστωση. Με την προσέγγιση αυτή, επομένως, κάθε άλλο παρά εξαντλείται το σύνθετο νόημα της υπό εξέταση τραγωδίας.

β) Ανδρομάχη: ένα πολιτικό δράματος

Η σχέση των δραμάτων του Ευριπίδη με την πραγματικότητα της εποχής του, τόσο την πνευματική/κοινωνική (σοφιστική κίνηση) όσο και την ιστορική/πολιτική (Πελοποννησιακός πόλεμος), είναι εξακριβωμένη. Βέβαια, η πραγματικότητα αυτή δεν εισβάλλει στον κόσμο του μύθου με τρόπο βίαιο, άμεσο και ρητό, αλλά υποδηλώνεται εμμέσως και πλαγίως. Ακριβώς στο σημείο αυτό ελλοχεύει ο κίνδυνος να εκληφθούν ως σήματα παραπεμπτικά στη σύγχρονη πραγματικότητα απόψεις που δεν προορίζονται για να λειτουργήσουν έτσι, με αποτέλεσμα να δοθεί στο δράμα μια ερμηνεία που υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια του κειμένου. Από την άλλη πλευρά δεν είναι δυνατό να αμφισβητηθεί το δικαίωμα του θεατή της πρώτης παράστασης ή του μεταγενέστερου θεατρικού και αναγνωστικού κοινού να φορτίσει ένα χωρίο με το επιθυμητό ιστορικοπολιτικό ή ιδεολογικό νόημα, αν η διατύπωση του χωρίου αυτού είναι τόσο ευρύχωρη ώστε να περιλάβει και τέτοιου είδους ερμηνεία· με αυτή την έννοα, άλλωστε, έγινε λόγος προηγουμένως για την ουσιαστική και ενεργό συνεισφορά του δέκτη στην κατανόηση ενός καλλιτεχνικού έργου. Είναι π.χ. αδιανόητο, στο πλαίσιο του Πελοποννησιακού πολέμου, να ακούγονται αρνητικές κρίσεις για τους Σπαρτιάτες, τους μεγάλους αντιπάλους της Αθήνας, και να μην θεωρηθούν από το θεατή του 5ου αιώνα π.Χ. ευθεία βολή κατά του εχθρού. Ο Ευριπίδης, ωστόσο, φροντίζει να εντάξει αβίαστα και να υποτάξει φυσικά τις κρίσεις αυτές στη δραματική λογική του έργου του και να μην το μετατρέψει σε βήμα απροκάλυπτης και ευτελούς προπαγάνδας κατά του αντιπάλου. Στο θεατή εναπόκειται να αποφασίσει ώς ποιον βαθμό είναι θεμιτό να μεταφέρει στη δική του εποχή και τη σύγχρονη πολεμική πραγματικότητα τις κρίσεις αυτές.

Με αυτούς τους όρους μπορούμε να στραφούμε στο συγκεκριμένο έργο. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο σπαρτιάτης Μενέλαος ηθογραφείται αρνητικά. Καταρχήν η πράξη του να βοηθήσει την κόρη του στην εξόντωση μιας απροστάτευτης μητέρας και του ανίσχυρου μικρού παιδιού της, τη στιγμή μάλιστα που απουσιάζει ο κύριος του οίκου, δεν εναρμονίζεται με την ευθύτητα και τη γενναιότητα ενός χαρακτήρα που θα έθετε απερίφραστα το πρόβλημα στο Νεοπτόλεμο και θα επιχειρούσε να το επιλύσει σε συνεννόηση μαζί του. Αυτή η αρνητική εικόνα εναρμονίζεται με τη γενικότερη παρουσίαση του Μενελάου ως αδύναμου χαρακτήρα που ενδίδει αδιαμαρτύρητα στις παράλογες επιθυμίες αλαζονικών γυναικών (πρβ. 629-30, και Αριστοφάνη Λυσιστράτη 155-6) και υπηρετεί τα άνομα σχέδιά τους. Εδώ όμως γελοιοποιείται κυριολεκτικά, όταν υποχωρεί ατάκτως μπροστά στο γέροντα Πηλέα και τρομοκρατημένος προφασίζεται, σαν άλλος miles gloriosus, ότι επείγουσες πολιτικές υποθέσεις επιβάλλουν την άμεση επιστροφή του στη Σπάρτη, αλλά σύντομα θα επανακάμψει δριμύτερος. (Οι μελετητές, αναλώνοντας υπερβολική ποσότητα φαιάς ουσίας και χαρτιού και παραγνωρίζοντας τον καθαρά προσχηματικό χαρακτήρα των λόγων του θρασύδειλου Μενελάου, επιχείρησαν να ταυτίσουν στο στίχο 734 την πόλη της εποχής του ποιητή που έδειξε αποσχιστικές τάσεις από τη Σπάρτη και να χρησιμοποιήσουν την ένδειξη αυτή ως ιστορικό υπαινιγμό χρήσιμο για τη χρονολόγηση του δράματος). Δεν είναι όμως μόνο η αδυναμία του που υπογραμμίζεται στο έργο, αλλά και η γενικότερα απαράδεκτη συμπεριφορά του που αποκαλύπτει έναν ποταπό και ηθικά ανερμάτιστο χαρακτήρα. Όταν ο Μενέλαος ανακαλύπτει το κρησφύγετο του Μολοσσού, φέρνει το παιδί στη σκηνή και ασκεί ψυχολογική βία στην ικέτισσα μητέρα του: ή θα εγκαταλείψει το άσυλό της και θα παραδοθεί ή θα εκτελέσουν το γιο της. Η αυτονόητη και αυτοματική αντίδραση της Ανδρομάχης μπροστά στην απειλή είναι η άνευ όρων παράδοσή της, μολονότι ο Μολοσσός δεν είναι καρπός εκούσιου ερωτικού δεσμού. Τότε ο Μενέλαος δηλώνει ότι η μητέρα θα θανατωθεί αμέσως, ενώ την τύχη του παιδιού θα την καθορίσει η κόρη του. Ο κίνδυνος, επομένως, όχι μόνο δεν έχει αποσοβηθεί με την αυτοθυσία της Ανδρομάχης, αλλά η εκτέλεση των θυμάτων είναι κάτι παραπάνω από σίγουρη. Ο σπαρτιάτης βασιλιάς αθετεί το λόγο του και εξαπατά τη βαριόμοιρη τρωαδίτισσα με απροκάλυπτο κυνισμό. Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που ο Μενέλαος αποδεικνύεται αφερέγγυος στις υποσχέσεις και ασυνεπής στις υποχρεώσεις του. Ο Ευριπίδης καινοτομεί σκόπιμα αποδίδοντάς του μια αρχική υπόσχεση, σύμφωνα με την οποία την Ερμιόνη θα τη νυμφευθεί ο Ορέστης, και μια νεότερη, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Τροίας, σύμφωνα με την οποία ο Νεοπτόλεμος θα πάρει ως σύζυγο την κόρη του. Κατά την παράδοση, η υπόσχεση στον Ορέστη είχε δοθεί από τον πατέρα της Ελένης, τον Τυνδάρεω, και όχι από το Μενέλαο. Αυτή η απαράδεκτη διγλωσσία καταδικάζεται απερίφραστα και καυτηριάζεται δηκτικά από την Ανδρομάχη (445-453): “Σπαρτιάτες! Μισητοί σ’ όλον τον κόσμο! / Σύμβουλοι δολεροί, μηχανορράφοι / των συμφορών, ψευτιάς πρωτοτεχνίτες. / Ποτέ δεν πάει στον ίσιο δρόμο ο νους σας· / πάντα λοξά, στριφτά, πονηρεμένα· / τρανοί μες στην Ελλάδα, μα άδικο είναι. / Και τι σας λείπει; Πρώτοι είστε στους φόνους, / στ’ άτιμο κέρδος εσείς, και πάντα / άλλα στη γλώσσα κι άλλα στην καρδιά σας. / Α να χαθείτε!” (μετ. Θρ. Σταύρου). Η αντιλακωνική πολεμική είναι έκδηλη στη λογοτεχνία και την ιστοριογραφία της εποχής (πρβ. Ευριπίδη Ικέτιδες 187, Αριστοφάνη Αχαρνείς 308, Λυσιστράτη 629 και 1269-70, Θουκυδίδη 2, 39, 1 και 5, 105). Από γλωσσική και νοηματική άποψη το πλησιέστερο παράλληλο το προσφέρει ο Ηρόδοτος (9, 54), σύμφωνα με τον οποίο οι Σπαρτιάτες άλλα σκέφτονται και άλλα λένε. Βέβαια, η απέχθεια για τη διπλή γλώσσα είναι πολύ παλαιότερη και απαντά ήδη στην Ιλιάδα, όπου ο Αχιλλέας υπογραμμίζει με έμφαση ότι αποστρέφεται σαν τις πύλες του Άδη εκείνον που άλλα κρύβει στην καρδιά του και άλλα ξεστομίζει. (Ι 312-3). Θα πρέπει όμως να παραδεχτούμε ότι το δριμύ κατηγορητήριο της Ανδρομάχης ενδέχεται να υπαγορεύθηκε περισσότερο από τη σύγχρονη πραγματικότητα παρά από ττο ομηρικό χωρίο. Αν ο τραγικός υπαινίσσεται εδώ κάποιο συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός, όπως τη σφαγή των Πλαταιέων από τους Σπαρτιάτες το 427 π.Χ. (Θουκυδίδης 3, 68, 1· για τη χρονολόγηση του δράματος βλ. παρακάτω), δεν είμαστε σε θέση να το υποστηρίξουμε με βεβαιότητα. Αβέβαιο και υποθετικό παραμένει επίσης αν η αναφορά του χορού (471) σε διπλή βασιλεία αφορά το θεσμό των δυο βασιλέων στη Σπάρτη ή ενδεχομένως έριδες ανάμεσα στο Νικία και τον Κλέωνα ή τον Αλκιβιάδη στην Αθήνα. Το πιθανότερο είναι ότι πρόκειται για γνωμολογικού τύπου διατύπωση με γενική ισχύ (πρβ. Ιλιάδα Β 204). Ένας ακόμη πολιτικός υπαινιγμός, τέλος, ίσως υπόκειται στην αντιδελφική στάση της Θέτιδας στην έξοδο του δράματος, όπου ο τάφος του Νεοπτολέμου στους Δελφούς χαρακτηρίζεται ανεξίτηλο στίγμα για τους κατοίκους τους, κάτι που μπορεί να εξηγηθεί ικανοποιητικά, αν αναλογιστούμε τη φιλοσπαρτιατική δήλωση του δελφικού Απόλλωνα ότι θα συμπαρασταθεί τους Λακεδαιμονίους στον Πελοποννησιακό πόλεμο είτε επικαλεστούν τη βοήθειά του είτε όχι (Θουκυδίδης 1, 118). Πόσο προσεκτικοί όμως πρέπει να είμαστε με τον εντοπισμό ιστορικών υπαινιγμών και πόσο μεγάλη είναι η πιθανότητα εσφαλμένης εκτίμησης μάς διδάσκει ο ισχυρισμός ότι ο συσχετισμός του γιου της Ανδρομάχης με τη δυναστεία της Ηπείρου σκοπό έχει να κερδίσει την εύνοια του βασιλιά των Μολοσσών –Θάρυψ ήταν το όνομά του– υπέρ των Αθηναίων, οι οποίοι μετά το 429 π.Χ. του παρεχώρησαν το δικαίωμα του αθηναίου πολίτη. Η σχέση όμως του Νεοπτολέμου με τους Μολοσσούς είναι μαρτυρημένη ήδη από τον έβδομο Νεμεόνικο του Πινδάρου (38), η σύνθεση του οποίου χρονολογείται μισό αιώνα πριν από την έκρηξη του Πελοποννησιακού πολέμου. Το πιθανότερο είναι ότι η αναφορά της Θέτιδας είναι καθαρά μυθολογικής, και όχι ιστορικής τάξεως.

Συνοψίζουμε: Ένα από τα προνόμια του αρχαίου θεατή έναντι του σύγχρονου κοινού είναι η ικανότητά του να συλλαμβάνει ορισμένους υπαινιγμούς του ποιητή στην ιστορική πραγματικότητα. Ότι το έργο διέπεται από αντιλακωνικό πνεύμα είναι απολύτως σαφές· αν όμως είμαστε σε θέση να συνδέσουμε επιμέρους χωρία με συγκεκριμένα διπλωματικά ή πολεμικά γεγονότα είναι εξαιρετικά αμφίβολο. Η λογοτεχνία αρέσκεται να κρατάει συχνά τα χαρτιά της κλειστά, παρά την επίμονη πολιορκία των ερευνητών, και ακριβώς εδώ έγκειται και η ακαταμάχητη γοητεία της..

γ) Ανδρομάχη: ένα αντιπολεμικό μανιφέστο

Τόσο τα στάσιμα του έργου όσο και τα διαλογικά του μέρη μνημονεύουν επανειλημμένα τον τρωικό πόλεμο, την αφορμή του και τις άμεσες ή απώτερες συνέπειές του, σε βαθμό που να νομιμοποιείται απόλυτα η εικασία ότι ο πόλεμος αυτός δεν αποτελεί απλώς το μακρινό φόντο της παροντικής τραγικής δράσης. Η παρουσία του συντηρείται τόσο ζωντανή, ώστε να μην είναι τελείως αβάσιμη η υποψία ότι ο ποιητής επιθυμεί να καταγγείλει το φαινόμενο του πολέμου ως ολέθρια έκφανση της ανθρώπινης ζωής, κάτι που το παράστησε με αμεσότερο τρόπο συνθέτοντας τις Τρωάδες το 415 π.Χ. Η Ανδρομάχη ενσαρκώνει τη γυναίκα που έχασε πατρίδα, σύζυγο και παιδί και σύρθηκε δούλη στη Φθία, όπου θα ζήσει μια επανάληψη της προσωπικής της περιπέτειας: η ζωή της και η ζωή του παιδιού που γέννησε από το Νεοπτόλεμο απειλούνται σοβαρά εκ νέου. Ο Μενέλαος με τον κυνισμό και τη θηριωδία του νικητή συμπράττει στον αφανισμό των ανίσχυρων και απροστάτευτων θυμάτων του. Ο θάνατος του Νεοπτολέμου γράφει τον επίλογο μιας ιστορίας που άρχισε με τον τρωικό πόλεμο. Το μήνυμα είναι σαφές: Ο πόλεμος με τον παραλογισμό και την απανθρωπιά που τον χαρακτηρίζουν δεν τελειώνει με την πτώση και την καταστροφή μιας πόλης· απλώνει τα δηλητηριώδη παρακλάδια του για πολύν χρόνο μετά τη λήξη του και αποβαίνει πικρός για νικητές και νικημένους.

δ) Ανδρομάχη: ένα δράμα του αθηναϊκού Διαφωτισμού

Ο πόλεμος πράγματι επισώρευσε πολλά δεινά. Αλλά ανάμεσα από τα συντρίμμια του αναδύεται η καρτερική και ευγενική μορφή της Ανδρομάχης. Η ηρωίδα χαρακτηρίζεται επανειλημμένως δούλη, αλλά φαίνεται ότι διαθέτει την πλέον αδούλωτη ψυχή από τα πρόσωπα του έργου. Δεν συμβιβάζεται με τους αντιπάλους της και δεν παραλείπει με παρρησία να καυτηριάζει τον παραλογισμό και την ποταπότητά τους. Με έναν οξύμωρο τρόπο, τρόπο ιδιαιτέρως αγαπητό στον Ευριπίδη, αυτή η βάρβαρη αποδεικνύεται ανώτερη από τους “πολιτισμένους” έλληνες αφέντες της. Ο Ευριπίδης επιχειρεί με το δράμα αυτό μια διπλή υπέρβαση: Όχι μόνο θεωρεί το νόθο Μολοσσό άξιο να ηγηθεί μιας ολόκληρης βασιλικής δυναστείας, αλλά και δεν προβληματίζεται καθόλου από το γεγονός ότι από την πλευρά της μητέρας του ρέει στις φλέβες του νέου αρχηγέτη τρωικό αίμα. Με αυτόν τον τρόπο ο ποιητής αποσυσχετίζει αφενός την αξία ενός ατόμου από την κοινωνική θέση του (γνήσιος/νόθος) και αδιαφορεί αφετέρου –και αυτό είναι το σπουδαιότερο– για την εθνική καταγωγή του, αποκηρύσσοντας έτσι την ξενόφοβη εθνικιστική υστερία του Μενελάου, που προσπαθεί να δικαιολογήσει την εξόντωση της Ανδρομάχης και του παιδιού της με το επιχείρημα ότι ήθελε να αποτρέψει το ενδεχόμενο να βασιλέψουν στην ελληνική Φθία βάρβαροι (664-6). Η Θέτιδα νομιμοποιεί το νόθο εγγονό της και τον θεωρεί μοναδικό επιζήσαντα απόγονο του Αιακού (1245-7), ίσως βασισμένη στη θεωρία, που ανέπτυξαν τριάντα περίπου χρόνια νωρίτερα στις Ευμενίδες του Αισχύλου οι θεϊκοί συνήγοροι του Ορέστη στον Άρειο Πάγο, ότι δηλαδή η σημαντικότερη συμβολή στη γέννηση ενός παιδιού προέρχεται από τον πατέρα. Έτσι, προκύπτει μια σύνθεση ανάμεσα στο ελληνικό και το τρωικό γένος. Το πλήγμα κατά του άκριτου εθνικισμού δεν εντοπίζεται, ωστόσο, μόνο σ’ αυτή τη γενεαλογική σύνθεση αλλά και γενικότερα στην αρνητική παρουσίαση ορισμένων θέσεων που προέρχονται από την ελληνική πλευρά, παρουσίαση που επιβάλλεται, βέβαια, από τη δραματική λογική και την ιστορική συγκυρία, αλλά επιπλέον πηγάζει από τη φωτισμένη θεωρητική θέση του Ευριπίδη ότι δεν υπάρχουν προνομιούχοι λαοί, παρά κάθε λαός έχει τούτα ή κείνα τα εθνικά προτερήματα ή ελαττώματα, και όλοι μοιράζονται εξίσου την κοινή ανθρώπινη μοίρα, με την έννοια ότι σε όλους αναλογεί ένα υποχρεωτικό μερίδιο στην ευτυχία ή τη δυστυχία, στη νίκη ή την ήττα, στην ελευθερία ή τη δουλεία (αυτή η θεωρητική άποψη για την εναλλαγή στην ανθρώπινη κατάσταση υλοποιείται παραδειγματικά από την αντιστροφή των ρόλων που παρατηρείται καθώς μεταβαίνουμε από το πρώτο στο δεύτερο μέρος του δράματος· πρβ. και τα λόγια της Ανδρομάχης προς το Μενέλαο στους στίχους 463-4: “και μην καυχιέσαι που τώρα δυστυχώ εγώ· αύριο μπορεί και συ το ίδιο να πάθεις.”). Όλα είναι περιστασιακά και προσωρινά· εκείνο που δεν καταλύεται είναι η ανθρώπινη ψυχή, η ευγένεια και το μεγαλείο της. Τη θέση αυτή μπορούμε να την επιβεβαιώσουμε και σε δυο άλλα τρωικά δράματα του Ευριπίδη, την Εκάβη και τις Τρωάδες, όπου η ελληνική πλευρά παρουσιάζεται επίσης με μελανά χρώματα σε σχέση με τον ηττημένο αντίπαλο. Η όρθια ψυχή της βάρβαρης Ανδρομάχης εκφράζει, επομένως, με τρόπο έκτυπο την ουσία της ευριπίδειας θέσης.

Μετά την κατάρριψη του εθνικιστικού ιδεολογήματος (που αποτυπώνεται στην αντίθεση Έλλην/βάρβαρος), ας εξετάσουμε το δεύτερο ιδεολόγημα της τραγωδίας, το ζήτημα των νόθων παιδιών· ο ποιητής διατυπώνει με σαφήνεια τη στάση του (636-8): “Πολλές φορές γη ξερικιά καρπίζει / πιο πλούσια απ’ την παχιά, και νόθα υπάρχουν / παιδιά πολύ καλύτερα απ’ τα γνήσια” (μετ. Θρ. Σταύρου). Εδώ θίγεται ένα αξονικό και κυρίαρχο στις συζητήσεις της σοφιστικής κίνησης θέμα: η αντίθεση νόμος/φύσις. Από την άποψη του οικογενειακού δικαίου ένα νόθο παιδί μπορεί να υστερεί έναντι ενός γνησίου σε ορισμένα δικαιώματα· αυτό όμως δεν έχει καμιά σχέση με τις φυσικές αρετές και ικανότητές του. Την ίδια θέση διατυπώνει και στο απόσπασμα 168: “μόνο κατ’ όνομα το να ’σαι νόθος είναι προσβολή· στη φύση είσαι όμοιος με τους γνήσιους” (πρβ. απ. 141 και Ιππόλυτο 309). Μερικοί μελετητές συνδύασαν το θέμα της οικογενειακής κατάστασης του Μολοσσού με έναν νόμο του Περικλή του 451/50 π.Χ. (πρβ. Αριστοτέλη Αθηναίων πολιτεία 26, 4· Πλούταρχου Περικλής 37), σύμφωνα με τον οποίο πολίτης με πλήρη δικαιώματα θεωρούνταν το παιδί του οποίου και οι δυο γονείς ήταν Αθηναίοι. Ο ποιητής αμφισβητεί με την έκβαση του έργου του αυτή τη νομική ρύθμιση. Το πιθανότερο όμως είναι ότι πρόκειται για ιδεολογική θέση του ποιητή που δεν πρέπει να συσχετιστεί με συγκεκριμένο νομικό καθεστώς, ιδιαίτερα μάλιστα αν αναλογιστούμε όχι μόνο ότι τόπος της δράσης είναι η θεσσαλική Φθία, και όχι η Αθήνα, αλλά και ότι ούτε ο έγκυρος γάμος του Νεοπτολέμου θα οδηγούσε στην απόκτηση παιδιών που θα ανταποκρίνονταν στις προδιαγραφές του περίκλειου νόμου, αφού οι δυο γονείς δεν είχαν την ίδια καταγωγή. Άλλωστε, η παρέμβαση του ποιητή εικοσιπέντε περίπου χρόνια μετά την εφαρμογή του νόμου δεν θα ήταν και τόσο επίκαιρη, και ο θεατής θα δυσκολευόταν να εκλάβει την υπεράσπιση των νόθων παιδιών ως βολή κατά του νομικού καθεστώτος στην Αθήνα. Το πιθανότερο, επομένως, είναι ότι πρόκειται για μια ιστορικού τύπου υπερερμηνεία.

Συνοψίζουμε: Ο Ευριπίδης, παράλληλα με τις άλλες φροντίδες του, επιχειρεί, συμμετέχοντας ενεργά στον ιδεολογικό διάλογο της εποχής του, να καταφέρει καίριο πλήγμα σε δυο βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις: την εθνική και την κοινωνική διαφοροποίηση, με τελικό στόχο την ανάδειξη του ανθρώπου ως ενιαίας ύπαρξης με κοινή μοίρα και προορισμό. Την κατεύθυνση αυτή υποδεικνύει η Ανδρομάχη, όταν υποστηρίζει ότι ο ηθικός κώδικας δεν επιδέχεται διαφοροποιήσεις (244): οι επαίσχυντες πράξεις είναι κατακριτέες, είτε γίνονται στην Ελλάδα είτε σε κάποια βαρβαρική χώρα. Επιπλέον, οι κατηγορίες που εκτοξεύει η Ερμιόνη κατά των βαρβάρων (170 κ.ε.) δεν ευσταθούν, γιατί βρίσκουν το ανάλογό τους και στον ελληνικό κόσμο ή τουλάχιστον στον ελληνικό μύθο. Καταρχήν είναι άκρως ειρωνική η διαπίστωση ότι η μομφή για το δεσμό της Ανδρομάχης με το γιο του φονιά του Έκτορα, του συζύγου της Ανδρομάχης, ισχύει, όπως αποδεικνύεται εξ αποτελέσματος, και για την Ερμιόνη, αφού ακολουθεί όχι, βέβαια, το φυσικό εκτελεστή αλλά τον ηθικό αυτουργό του φόνου του Νεοπτολέμου· η διαφορά όμως είναι μηδαμινή, ιδιαίτερα μάλιστα αν αναλογιστούμε ότι ο Αχιλλέας σκότωσε τον αντίπαλό του σε καιρό πολέμου, και όχι ψυχρά και προμελετημένα όπως ο Ορέστης τον αντίζηλό του. Αλλά και οι κατηγορίες για αιμομιξία ανάμεσα στους βαρβάρους έχουν το παράλληλό τους σε μερικές αρχαίες τραγωδίες χαμένες σήμερα, ενώ ο αθηναϊκός νόμος επέτρεπε το γάμο αδερφών από διαφορετική μητέρα. Και η μονογαμία των Ελλήνων σε αντίθεση με την πολυγαμία των βαρβάρων, για την οποία γίνεται λόγος στο δράμα, είναι σχετική, αφού στην Ελλάδα υπάρχουν οι παλλακίδες, και οι παρασυζυγικές σχέσεις κάθε άλλο παρά άγνωστες είναι. Οι διαφορές, επομένως, ανάμεσα στους Έλληνες και τους βαρβάρους είναι στην πράξη ελάχιστες. Η ανθρώπινη φύση όμως είναι κατά βάση η ίδια.

ε) Ανδρομάχη: ένα ειρωνικό δράμα

Το έργο συγκροτείται από δυο χρονικά παράλληλες και ανεξάρτητες δράσεις:μια σκηνική και μια εξωσκηνική· η πρώτη διαδραματίζεται στη Φθία, και η δεύτερη στους Δελφούς, αλλά γίνεται για πρώτη φορά αντιληπτή με την εμφάνιση του Ορέστη. Ο θεατής συνειδητοποιεί εκ των υστέρων ότι η διαμάχη των δυο γυναικών είναι στην ουσία χωρίς αντικείμενο, έγινε για ένα αδειανό πουκάμισο, αφού το μήλον της έριδος, ο Νεοπτόλεμος, εξοντώνεται. Αυτό σημαίνει ότι η θαυμάσια ευκαιρία που προσφέρει στην Ερμιόνη η απουσία του συζύγου της, για να επιλύσει, όπως τουλάχιστον φαντάζεται, οριστικά τις διαφορές της με την Ανδρομάχη και να αποκαταστήσει την ταραγμένη σχέση με τον άντρα της, αυτή λοιπόν η ευκαιρία στην πραγματικότητα δεν τελεσφορεί, γιατί, ακόμη και αν εκτελούσε την αντίζηλο μαζί με το παιδί της, δεν θα κέρδιζε το Νεοπτόλεμο. Η ειδεχθής πράξη της θα αποδεικνυόταν ούτως ή άλλως χωρίς νόημα. Αυτόν τον εξ αποτελέσματος παραλογισμό ο Ευριπίδης θα τον αναπτύξει εκτενώς σε ένα ολόκληρο δράμα το 412 π.Χ. με το ανέβασμα της Ελένης. Στο έργο αυτό το καθαρά πιραντελικό παιχνίδι της αλήθειας με την απατηλή εντύπωση καταλήγει σε μια τερατωδών επιπτώσεων διαπίστωση: ο δεκάχρονος τρωικός πόλεμος, με τις εκατόμβες των εμπόλεμων ή των άμαχων θυμάτων, δεν είχε κανένα απολύτως νόημα, γιατί ο πόλεμος κηρύχτηκε με βάση την απατηλή εντύπωση ότι η Ελένη ακολούθησε τον Πάρη στην Τροία, ενώ εκεί πήγε μόνο το ομοίωμά της, και η πραγματική Ελένη βρισκόταν σώα και ασφαλής στην Αίγυπτο. Η διάσταση ανάμεσα στον επιδιωκόμενο σκοπό και στο τελικό αποτέλεσμα προσδίδει στις ανθρώπινες ενέργειες ειρωνικό χρώμα και εισάγει στη ζωή των ηρώων το στοιχείο του παράλογου. Ο Ευριπίδης σπεύδει να τονίσει αυτήν την ειρωνική απόχρωση εισάγοντας τον απόντα σε όλη τη διάρκεια του έργου Νεοπτόλεμο όταν είναι πλέον νεκρός.

5. Η ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ Ο ΤΟΠΟΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Οι ιστορικοί υπαινιγμοί στην Ανδρομάχη δεν επαρκούν για να καθοριστεί κάποια ακριβέστερη χρονολόγηση του έργου. Οι επιθέσεις κατά των Σπαρτιατών θα μπορούσαν να εκτοξευθούν σε οποιαδήποτε στιγμή του αρχιδάμειου πολέμου ώς την ειρήνη του Νικία (421 π.Χ.), αλλά ίσως και αργότερα. Το αρχαίο Σχόλιο στο στίχο 445 τοποθετεί το έργο στις αρχές του Πελοποννησιακού πολέμου και κάνει λόγο για κάποια παρασπονδία των Σπαρτιατών, αλλά η πληροφορία παραμένει αρκετά αόριστη και δεν μπορεί να αξιοποιηθεί. Για την ώρα το πιο αξιόπιστο χρονολογικό κριτήριο είναι εκείνο που προσφέρει η μελέτη της εξέλιξης στην τεχνική του ιαμβικού τριμέτρου. Σύμφωνα με σχετικές στατιστικές μετρήσεις η παράσταση του έργου τοποθετείται γύρω στο 425 π.Χ.

Ένα δεύτερο πρόβλημα ανακύπτει από την πληροφορία του ίδιου σχολίου ότι η Ανδρομάχη παραστάθηκε εκτός Αθηνών με το όνομα κάποιου Δημοκράτη. ΟΙ μελετητές έχουν προτείνει τις εξής πόλεις, μολονότι είναι αυτονόητο ότι σε αυτό το θέμα δεν μπορεί να επιτευχθεί ομοφωνία: Άργος, μια πόλη της Χαλκιδικής, κάπου στη Θεσσαλία, στην αυλή του βασιλιά των Μολοσσών, στη Σικυώνα. Όπως και να έχει το πράγμα, παραμένει ανοιχτό ακόμη το ερώτημα για την αιτία που οδήγησε σε μια παράσταση εκτός Αττικής. Σύμφωνα με μια υπόθεση το έργο προοριζόταν να ανεβεί στα Μεγάλα Διονύσια του 421 π.Χ. στην Αθήνα, αλλά οι διπλωματικές επαφές Αθηναίων και Σπαρτιατών για τη σύναψη ειρήνης βρίσκονταν υπό εξέλιξη και εμπόδισαν το ανέβασμα ενός τόσο έντονα αντισπαρτιατικού έργου· έτσι η παράσταση δόθηκε κάπου στη Βόρειο Ελλάδα με τη φροντίδα κάποιου ντόπιου φίλου του ποιητή με το όνομα Δημοκράτης. Η υπόθεση αυτή, εκτός από το γεγονός ότι τοποθετεί το έργο χαμηλά σε σχέση με τη χρονολογία που υποδεικνύουν οι μετρικές ενδείξεις, δεν παύει να είναι μια θεωρητική κατασκευή.

6. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Στις προηγούμενες σελίδες επιχειρήθηκαν με κάθε δυνατή συντομία η σκιαγράφηση της πλοκής του έργου, η περιγραφή της δομής του, η δοκιμή πολλαπλής ανάγνωσής του και η συζήτηση του προβλήματος της χρονολόγησης και του τόπου της πρώτης παράστασής του. Φυσικά, ένα τόσο σύνθετο και πολυεπίπεδο δράμα δεν εξαντλείται με τις προηγούμενες διαπιστώσεις. Θα έπρεπε να συζητηθούν και μερικά άλλα θέματα, όπως τα σκηνοθετικά προβλήματα που θέτει το έργο (βρίσκεται, για παράδειγμα, η Ανδρομάχη επί σκηνής, όταν η Θέτιδα προβλέπει τη μελλοντική τύχη των ηρώων;) ή το ζήτημα των σχέσεων ανθρώπου και θεού, και ειδικότερα ο ρόλος και η ευθύνη του Απόλλωνα στη δολοφονία του Νεοπτολέμου. Για να αποφευχθεί, ωστόσο, η περαιτέρω διόγκωση του δοκιμίου, κρίνεται σκόπιμο να επιχειρηθεί η απάντηση σε ένα μόνο ερώτημα που θέτει η αξιολόγηση του δράματος από την αρχαία υπόθεση, κατά την άποψη της οποίας το δράμα είναι των δευτέρων. Κατά τη γνώμη ενός έγκριτου μελετητή του αρχαίου δράματος, “μόνο η υπερβολή ενός απολογητικού ζήλου θα μπορούσε να αρνηθεί ότι η Ανδρομάχη δεν ανήκει σ’ εκείνα τα έργα που πραγματεύονται μεγάλα προβλήματα της ανθρώπινης ύπαρξης” (Lesky), κάτι που, όπως πιστεύει, δικαιώνει την αρχαία αξιολογική κρίση. Θα μπορούσε, πάντως, δικαιολογημένα να αντιτείνει κάποιος, ακόμη και αν δεν ήταν πρόθυμος να τοποθετήσει το έργο πλάι στη Μήδεια, τον Ιππόλυτο ή τις Βάκχες, ότι δεν δικαιούμαστε να αμφισβητήσουμε ότι παρ’ όλα αυτά η αρμονική σύζευξη και άρτια διαπλοκή ιστορικοπολιτικών, κοινωνικών, διαπροσωπικών και ιδεολογικών θεμάτων και προβλημάτων είναι προϊόν ενός μεγαλοφυούς και ταλαντούχου ποιητή.

7. ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

α) Κριτικές εκδόσεις

  • J. Diggle, Euripidis Fabulae, τ. 1, Οξφόρδη 1984.
  • A. Garzya, Euripidis Andromacha, Λιψία 1978.

β) Σχολιασμένες εκδόσεις

  • A. Garzya, Euripidis Andromacha, Νεάπολη 1963.
  • M. Lloyd, Euripidis Andromache, Warminster 1994
  • P.T. Stevens, The Plays of Euripides: Andromache, Οξφόρδη 1971.

γ) Νεοελληνικές μεταφράσεις

Για τις δυσεύρετες ή εκτός βιβλιοπωλικού εμπορίου παλαιότερες μεταφράσεις της Ανδρομάχης, ολόκληρης ή εκτενών περικοπών της, περιορίζομαι να παραπέμψω στους Γ.Ν. Οικονόμου – Γ.Κ. Αγγελινάρα, Βιβλιογραφία των εμμέτρων νεοελληνικών μεταφράσεων της αρχαίας ελληνικής ποιήσεως, Αθήνα 1979, σσ. 313-314. Οι πιο προσιτές είναι οι ακόλουθες (η κατάταξη έγινε αλφαβητικά κατά εκδοτικό οίκο):

  • Κ. Τοπούζης, Ευριπίδης Ανδρομάχη (Επικαιρότητα) [Στο επίμετρο, που το επιμελήθηκε η Μ. Θεοδωροπούλου, καταγράφονται οι νεοελληνικές παραστάσεις του έργου.]
  • Θρ. Σταύρου, Τραγωδίες του Ευριπίδη (Εστία).
  • Ερρ. Χατζηανέστης, Ευριπίδης Ανδρομάχη (Ι. Ζαχαρόπουλος).
  • Τ. Ρούσσος, Ευριπίδης Ανδρομάχη (Κάκτος).
  • Π. Λεκατσάς, Ευριπίδης Ι (Καστανιώτης).

δ) Ερμηνευτικές μελέτες

Οι γενικές εργασίες για το δράμα, οι οποίες πραγματεύονται και την Ανδρομάχη, καθώς και οι εργασίες οι αφιερωμένες αποκλειστικά στο έργο περιλαμβάνονται στο βιβλιογραφικό πίνακα της μονογραφίας του P.D. Kovacs, The Andromache of Eurupides, Ann Arbor 1980 και της σχολιασμένης έκδοσης του Lloyd (βλ. παραπάνω). Εδώ περιορίζομαι στις εξής μελέτες:

  • Α. Τικοπούλου-Αυδή, “Μήδεια” και “Ανδρομάχη” του Ευριπίδη: Μια παράλληλη ανάγνωση, Φιλόλογος 26-27 (1982).
  • E. Hall, Inventing the Barbarian. Greek Self-Definition through Tragedy, Οξφόρδη 1989.
  • H.D.F. Kitto, Η αρχαία ελληνική τραγωδία, μετ. Λ. Ζενάκος, Αθήνα 1971 (4η έκδ. 1989).
  • A. Lesky, Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων, μετ. Ν.Χ. Χουρμουζιάδης, τ. 2, Αθήνα 1989.
  • Th. Stephanopoulos, Umgestaltung des Mythos durch Euripides, Αθήνα 1980.

_______________________________

iΤο δοκίμιο αποτελεί ελαφρώς τροποποιημένη και βιβλιογραφικά ενημερωμένη μορφή του κειμένου που φιλοξενήθηκε στο πρόγραμμα για την παράσταση της Ανδρομάχης στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (1994). Παρέλειψα σκόπιμα το σύντομο παράρτημα για την Ανδρομάχη του Ρακίνα, καθώς και το παράρτημα με τη νεοελληνική παραστασιογραφία (για την οποία βλ. σχετική παραπομπή στη βιβλιογραφία παρακάτω.

  • Δημοσιεύτηκε στο περ. ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ. Τόμος Κ΄, τεύχος 86, Χειμώνας 1986
  • Κεντρική φωτογραφία: Θάνος Κωτσόπουλος (Πηλεύς), Άννα Συνοδινού (Ανδρομάχη), Κική Διόγου (Παις Ανδρομάχης). Ανδρομάχη (1963)
    Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή, 31/08/1963 – 01/09/1963. Ωδείο Ηρώδου του Αττικού

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ