Δυο απολογισμοί ενός πολέμου (Σχόλιο στον “Αγαμέμνονα”)

Δυο απολογισμοί ενός πολέμου (Σχόλιο στον “Αγαμέμνονα”)

Μοιράσου το!

Όταν μια χώρα μάχεται υπέρ βωμών και εστιών, υπάρχουν αισιόδοξοι, και ηττοπαθείς, αλλά φιλοπόλεμοι και αντιμιλιταριστές δεν υπάρχουν. Έτσι στις “Ικέτιδες” και στους “Επτά επί Θήβας” υπάρχουν εκείνοι που πιστεύουν στη νίκη και εκείνοι που φοβούνται την ήττα, αλλά διαίρεση της γνώμης υπέρ και κατά του πολέμου δεν υπάρχει.

Στους “Πέρσες” η δράσις εξελίσσεται στα Σούσα, στην ίδια την έδρα της Κυβερνήσεως της περσικής αυτοκρατορίας. Τα πρόσωπα και ο Χορός του δράματος κατέχουν τις ανώτατες θέσεις στην κρατικήν ιεραρχία και έχουν παίξει τους κύριους ρόλους στην ιστορία του περσικού ιμπεριαλισμού. Παρατηρούμε ότι σημειώνεται με έμφαση η διαφορά απόψεων ανάμεσα στην πολιτική τού σώφρονος ιμπεριαλισμού τού Δαρείου και στην πολιτική τού παράτολμου ιμπεριαλισμού τού Ξέρξη. Στους “Πέρσες” αυτά δεν προβάλλονται σαν “οικεία”, αλλά σαν αλλότρια προβλήματα. Ο Έλλην θεατής κάθεται στο κοίλον και παρατηρεί σαν αμέτοχος αυτών των προβλημάτων και γελά και ίσως διδάσκεται εις βάρος της εχθρικής κοσμοκράτειρας. Στην “Ορέστεια” όμως, στον “Αγαμέμνονα”, δεν πρόκειται πια για εχθρική κοσμοκράτειρα. Η παλιά αυτή ιστορία διαδραματίζεται σε χώρο, που δεν ήταν αλλότριος, αλλά συμμαχικός. Και τα προβλήματα τα ίδια όσο εξελίσσεται, όσο προχωρεί η δράσις, τόσο και πιο επίμονα επιβάλλονται στη συνείδηση του θεατού, του αθηναίου πολίτη και των συμμάχων του, σαν οικεία προβλήματα.

Ο διχασμός της γνώμης σχετικά με τον πόλεμο, τον επιθετικό πόλεμο –για τέτοιον πρόκειται– είναι στην “Ορέστεια” το αιματηρό θέμα, το επίμαχο θέμα της στιγμής. Η πληρότητα της εικόνας, που είναι βαριά από τα συναισθήματα ανθρώπων κάθε λογής και κάθε τάξεως αξίζει προσοχή.

Το κοινόν που παρακολούθησε την πρώτη παράσταση της “Ορέστειας” το 458 είχε ζήσει είκοσι χρόνια συνεχών πολέμων· δέκα χρόνια –τα τελευταία– γενικής επιστράτευσης σχεδόν χωρίς ανάπαυλα.

Ο θεατής του “Αγαμέμνονος” παρακολουθεί μια “δίκη” τού πολέμου που γίνεται άλλοτε με παρρησία, άλλοτε οξύτερα, άλλοτε ηπιότερα, άλλοτε “ανάμεσα στις γραμμές”.

Και από τον Θουκυδίδη και από επιγραφικές μαρτυρίες είναι γνωστό ότι από το 478 που ιδρύεται η συμμαχία ώς το 458 που διδάσκεται η “Ορέστεια”, η εξέλιξις του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού, η ανάληψις επιχειρήσεων σε ολοένα ευρύτερη κλίμακα, οι απώλειες και οι ταλαιπωρίες των πολέμων και η παρέκκλισις της “συμμαχίας” από τον αρχικό της σκοπό, η σαφής πια και απροκάλυπτη, οδήγησαν πολλούς συμμάχους που ένιωθαν αξιόμαχοι σε αποστασία και άλλους που ένιωθαν πιο αδύνατοι, να ζητήσουν την μετατροπή της στρατιωτικής τους αρωγής σε οικονομική.

Λίγοι ήταν οι σύμμαχοι που εξακολούθησαν να πληρώνουν με τη ζωή τους τους στόχους του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού. Οι επιγραφικές πηγές μαρτυρούν ότι οι περισσότεροι προτίμησαν να πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους προς την συμμαχία σε χρήμα.

Ανάμεσα στους συμμάχους ξεχωριστή θέση είχαν οι Αργείοι. Την θέση τους στην ιεραρχία της συμμαχίας δεν την όφειλαν φυσικά μόνο στα ιστορικά τους πρεσβεία, αλλά και στην καίρια στρατηγική τους θέση στην Πελοπόννησο. Το Άργος ήταν πραγματικά τότε για τα αθηναϊκά συμφέροντα εκείνο που λέει ο Αισχύλος για την Κλυταιμνήστρα: “᾽Απίης γαίης μονόφρουρον ἔρκος”, το μοναδικό δηλαδή οχυρό που φρουρούσε την Πελοπόννησο. Λίγο μετά την παράσταση της “Ορέστειας”, όπου ο εθνικός τους ήρως Ορέστης παριστάνεται να οφείλει τη ζωή και την ελευθερία του στον αθηναϊκό λαό, πολέμησαν στην Τανάγρα στο πλευρό των Αθηναίων.

Στον “Αγαμέμνονα” ο Αισχύλος παρουσιάζει έναν Αργείο στρατιώτη να μιλάει για τον πόλεμο και να κάνει τον ισολογισμό των θυσιών, των μόχθων και των κερδών. Οι Αργείοι σύμμαχοι ακούν λοιπόν έναν στρατιώτη δικό τους να προβάλλει μια μεγάλη σελίδα της ιστορίας τους. Οι Αθηναίοι πάλι ακούν τον απολογισμό ενός πολέμου πολύ ανάλογου με τον σημερινό, με κείνον που πολεμούσαν.

Ο απολογισμός τού Κήρυκα έχει δυο μέρη: στο πρώτο, περιγράφει τις ταλαιπωρίες τής εκστρατείας, στο δεύτερο, λέει τη γνώμη του· κάνει τον ισολογισμό των ζημιών και των κερδών. Ρίχνει μια αναδρομική ματιά στα πράγματα. Παρουσιάζουν δυο όψεις:

(551)

…ταῦτα δ᾽ ἐν πολλῷ χρόνῳ
τὰ μέν τις ἂν λέξειεν εὐπετῶς ἔχειν,
τὰ δ᾽ αὖτε κἀπίμομφα…

Το κοινόν ακούει μια λεπτομερέστατη περιγραφή αυτών των “επιμόμφων”: Ούτε μάχες, ούτε θάνατοι παλικαριών, αλλά μια τραγωδία πολύ πεζότερη: το ύπαιθρο, η παγωνιά, η ζέστη, οι ψείρες. Ο τρωικός πόλεμος παρουσιάζεται εδώ με όψη πολύ διαφορετική από κείνη που ήξερε το κοινόν του Αισχύλου από την Ιλιάδα. Παρουσιάζεται με όψη γνώριμη σε κάθε στρατευμένον Αθηναίο που είχε περάσει το περισσότερο διάστημα των τελευταίων ετών κάτω από τα τείχη της Θάσου, της Ιθώμης, της Μέμφιδας ή της Αίγινας.

Ένα σημείο της περιγραφής ιδιαίτερα επίκαιρο είναι οι κακουχίες του στρατού στα πλοία (557 εξ. και 565 εξ.), γιατί με την εκστρατεία στην Κύπρο και στην Αίγυπτο έγιναν τότε μεταφορές στρατού πρωτοφανείς και σε πλήθος ανδρών και σε απόσταση για τα χρόνια εκείνα.

Αφού περιγράψει ωμά εκείνες ακριβώς τις ταλαιπωρίες που υπέφερε τότε ο αθηναϊκός στρατός, ο στρατιώτης συμπεραίνει:

(567 εξ.)

τί ταῦτα πενθεῖν δεῖ; παροίχεται πόνος·
παροίχεται δέ, τοῖσι μὲν τεθνηκόσιν
τὸ μήποτ᾽ αὖθις μηδ᾽ ἀναστῆναι μέλειν—
τί τοὺς ἀναλωθέντας ἐν ψήφῳ λέγειν,
τὸν ζῶντα δ᾽ ἀλγεῖν χρὴ τύχης παλιγκότου;
καὶ πολλὰ χαίρειν ξυμφοραῖς καταξιῶ.
ἡμῖν δὲ τοῖς λοιποῖσιν Ἀργείων στρατοῦ
νικᾷ τὸ κέρδος, πῆμα δ᾽ οὐκ ἀντιρρέπει·
ὡς κομπάσαι τῷδ᾽ εἰκὸς ἡλίου φάει
ὑπὲρ θαλάσσης καὶ χθονὸς ποτωμένοις·
«Τροίαν ἑλόντες δήποτ᾽ Ἀργείων στόλος
θεοῖς λάφυρα ταῦτα τοῖς καθ᾽ Ἑλλάδα
δόμοις ἐπασσάλευσαν ἀρχαῖον γάνος.»
τοιαῦτα χρὴ κλύοντας εὐλογεῖν πόλιν
καὶ τοὺς στρατηγούς· καὶ χάρις τιμήσεται
Διὸς τάδ᾽ ἐκπράξασα. πάντ᾽ ἔχεις λόγον.

Αφού οι ταλαιπωρίες που περιγράφονται στο διονυσιακό θέατρο εκείνη την άνοιξη του 458 ήταν ακριβώς εκείνες που υπέφερε χρόνια τώρα ο αθηναϊκός και ο συμμαχικός στρατός, την ετυμηγορία του στρατιώτη του Αγαμέμνονα για τον τρωικό πόλεμο την άκουγαν οι θεατές και σαν ετυμηγορία για τα ομοιότατα γεγονότα που δεν άφηναν κανέναν στας Αθήνας αμέτοχον κι ασυγκίνητον, και που αποτελούσαν και το κύριο θέμα στην εκκλησία του δήμου.

Η ετυμηγορία του στρατιώτη είναι: Να ξεχάσωμε τις συμφορές τώρα που τέλειωσε ο πόλεμος (567): “τί ταῦτα πενθεῖν δεῖ; παροίχεται πόνος”. Αλλά ύστερα από την πρώτη αυτή αιτιολογία “παροίχεται πόνος” (πίσω μας τα ’χουμε τα βάσανα), που τη δέχεται ο θεατής χωρίς συζήτηση, υπεισάγεται καλυμμένη, αλλά και τονισμένη από την ρητορική επανάληψη –παροίχεται… παροίχεται…– και άλλη αιτιολογία που δεν ήταν δυνατόν να μην κάνει τις καρδιές να σφιχτούν:

(568)

παροίχεται δέ, τοῖσι μὲν τεθνηκόσιν
τὸ μήποτ᾽ αὖθις μηδ᾽ ἀναστῆναι μέλειν·

Ύστερα ολοκληρώνεται η ίδια σκέψη ακόμα πιο θαρρετά:

(570)

τί τοὺς ἀναλωθέντας ἐν ψήφῳ λέγειν,
τὸν ζῶντα δ᾽ ἀλγεῖν χρὴ τύχης παλιγκότου;

Ο Αισχύλος καταγγέλλει ότι υπάρχουν άνθρωποι που σκέπτονται ωμά: “παροίχεται για τους ζωντανούς ο μόχθος· για τους νεκρούς η δυνατότητα ν’ αναστηθούν. Ό,τι έγινε έγινε· προς τι να μνησικακούμε αφού περάσαν τα βάσανα· αφού ανάσταση δεν υπάρχει;” Ωμή λογική για όσους κέρδιζαν· σκληρότατη ειρωνεία για όσους πενθούσαν και πονούσαν.

Έτσι η φράση του κήρυκα παρουσιάζει δυο λογαριασμούς: εκείνων που πλήρωσαν με αίμα το κέρδος, όπου τη μερίδα του λέοντος την είχαν άλλοι· εκείνων που θησαύρισαν με ξένο αίμα.

Ο στρατιώτης αναπτύσσει αυτήν την άποψη αμέσως ύστερα: κάνει τον ισολογισμό θυσιών και κέρδους και διακηρύττει ότι για τους ζωντανούς οι απολαβές ισοφαρίζουν με το παραπάνω τις θυσίες:

(573-579)

ἡμῖν δὲ τοῖς λοιποῖσιν Ἀργείων στρατοῦ
νικᾷ τὸ κέρδος, πῆμα δ᾽ οὐκ ἀντιρρέπει·
575ὡς κομπάσαι τῷδ᾽ εἰκὸς ἡλίου φάει
ὑπὲρ θαλάσσης καὶ χθονὸς ποτωμένοις·
«Τροίαν ἑλόντες δήποτ᾽ Ἀργείων στόλος
θεοῖς λάφυρα ταῦτα τοῖς καθ᾽ Ἑλλάδα
δόμοις ἐπασσάλευσαν ἀρχαῖον γάνος.»

Μέσα σ’ αυτό το “ἀντιρρέπει” (που θα πει: αντιζυγίζει) ανακύπτει η εικόνα της πλάστιγγας. Τον “κερδώον” Άρη φέρνει ο συνειρμός στο νου τού θεατή.

Ακολουθεί η ετυμηγορία τού στρατιώτη για τον πόλεμο· είναι σαφής:

(580 εξ.)

τοιαῦτα χρὴ κλύοντας εὐλογεῖν πόλιν
καὶ τοὺς στρατηγούς·

Η δήλωσις αυτή θα μπορούσε ν’ αποδοθεί αυτολεξεί στους σύγχρονους αγώνες και στους στρατηγούς που ήταν τότε στας Αθήνας οι υπεύθυνοι εισηγηταί και εκτελεσταί της εξωτερικής πολιτικής του δήμου· εκείνους “ευλογούσε” και αυτούς κακολογούσε καθένας, αναλόγως των θυσιών και των κερδών του. Οι θεαταί του 458 έβλεπαν μπροστά τους έναν στρατιώτη που επί δέκα χρόνια είχε υποστεί τις ίδιες ταλαιπωρίες και αντιμετωπίσει τους ίδιους κινδύνους να δηλώνει τη στιγμή της νίκης: “Ας ξεχάσωμε ό,τι υποφέραμε· ας μη σκεφτόμαστε πια τους νεκρούς μας. Για τους ζωντανούς ο λογαριασμός κλείνει με κέρδος. Ζήτω η πατρίδα! Ζήτω οι στρατηγοί!”

Ο επίλογος αυτός μπορεί να ερμηνευθεί σαν ψήφος εμπιστοσύνης που δίνει ο στρατιώτης στην πολιτική των στρατηγών· μπορεί να ερμηνευθεί σαν δικαίωσις των μόχθων και των θυσιών του αθηναϊκού και του συμμαχικού στρατού, ενόψει της νίκης και του κέρδους.

Αλλά τ’ αποτελέσματα ποια ήταν το 458; Οι “ευλογίες” που προτείνονται για τους στρατηγούς, θα ίσχυαν όταν θα έπεφταν οι εχθρικές πόλεις. Το 458 οι θυσίες ήταν βαριές και οι επιτυχίες περιορισμένης εκτάσεως. Αν δεν ακολουθούσε μια μεγάλη νίκη –η νίκη ακολούθησε στην Αίγινα, αλλά όχι και στην Αίγυπτο– η ζυγαριά θα έκλινε προς τα “επίμομφα”· μομφή, όχι ευλογία θ’ άρμοζε τότε στους στρατηγούς.

Ο Χορός των Γερόντων

Η νίκη επηρεάζει αποφασιστικά και τους γέροντες του χορού. Μόλις πριν μπει ο Κήρυξ διεκτραγωδούσαν τις συμφορές του πολέμου· ακούγοντας τον απολογισμό θυσιών και κερδών από το στόμα του στρατιώτη δηλώνουν μεταστροφή:

(583)

νικώμενος γνώμαισιν οὐκ ἀναίνομαι·
ἀεὶ γὰρ ἥβη τοῖς γέρουσιν εὐ μαθεῖν.

Και ύστερα με ταυτόσημες δηλώσεις υποδέχονται τον Αγαμέμνονα:

(799)

σὺ δέ μοι τότε μὲν στέλλων στρατιὰν
Ἑλένης ἕνεκ᾽, οὐ γάρ ‹σ᾽› ἐπικεύσω,
κάρτ᾽ ἀπομούσως ἦσθα γεγραμμένος,
οὐδ᾽ εὖ πραπίδων οἴακα νέμων,
θάρσος ἑκούσιον
ἀνδράσι θνῄσκουσι κομίζων.
νῦν δ᾽ οὐκ ἀπ᾽ ἄκρας φρενὸς οὐδ᾽ ἀφίλως
εὔφρων πόνος εὖ τελέσασιν.

Τη γνώμη τους όμως για τον πόλεμο την είπαν σταράτα οι γέροντες πριν “νικηθούν γνώμαισιν” από τους νέους, πριν πληροφορηθούν τη νίκη και μεταστραφούν. Εκείνη ίσχυε ακόμη το 458. Η δεύτερη γνώμη τους, αυτή που λένε στον νικητή Αγαμέμνονα, όπως και η νικητήριος επωδός του κήρυκα, ίσχυαν τότε, μόνον ενόψει της προσδοκώμενης νίκης.

Η γνώμη των γερόντων για τον πόλεμο, εκείνη που είχε ήδη εκφρασθεί πριν από την αναγγελία της νίκης, είναι παράπονο ανθρώπων βαθιά πληγωμένων: Ενώ εξιστορούσε ο Χορός την τύχη της Τροίας (355 εξ.), την αιτία της: την αρπαγή της Ελένης και τον πόνο του βασιλιά Μενέλαου για τη στέρησή της, απότομα μεταπηδά σ’ άλλον πόνο, τον πόνο εκείνων που χάσαν τους δικούς τους στον πόλεμο. Τους δυο αυτούς καημούς τους συνδέει και τους αντιδιαστέλλει:

(427)

τὰ μὲν κατ᾽ οἴκους ἐφ᾽ ἑστίας ἄχη
τάδ᾽ ἐστὶ καὶ τῶνδ᾽ ὑπερβατώτερα.
τὸ πᾶν δ᾽ ἀπ᾽ αἴας Ἕλλαδος συνορμένοις
πένθεια τλησικάρδιος
δόμῳ ᾽ν ἑκάστου πρέπει.

Να για ποιο λόγο πονάει ο βασιλιάς Μενέλαος: για τον πόθο της Ελένης, που έφυγε και άφησε το μάταιο όνειρο της μορφής της, το φάσμα της που βασιλεύει τώρα στο σπίτι του:

(414)

πόθῳ δ᾽ ὑπερποντίας
φάσμα δόξει δόμων ἀνάσσειν.

Να και για ποιο λόγο πονούν, συμπολίτες, οι οικογένειες των στρατιωτών:

(433)

οὓς μὲν γάρ ‹τις› ἔπεμψεν
οἶδεν, ἀντὶ δὲ φωτῶν
τεύχη καὶ σποδὸς εἰς ἑκά-
στου δόμους ἀφικνεῖται.

Αντί για τον άνθρωπο που είδε καθένας να φεύγει στον πόλεμο, τώρα δέχεται τη στάχτη του σ’ αντάλλαγμα.

Στον βασιλέα πικρό αντιστάθμισμα:

(420)

ὀνειρόφαντοι δὲ πειθήμονες
πάρεισι δόξαι φέρου-
σαι χάριν ματαίαν.

Στους πολίτες πολύ πικρότερο:

(435)

τεύχη καὶ σποδὸς εἰς ἑκά-
στου δόμους ἀφικνεῖται.

Ο λόγος μεταπίπτει από την απουσία της βασίλισσας που έφυγε με τον εραστή της στην απουσία των ανθρώπων που σκοτώθηκαν στον πόλεμο, από την ματαιότητα των ονείρων που απομένουν πικρή παρηγοριά στον προδομένο βασιλιά, στην ματαιότητα της στάχτης που φτάνει στα σπίτια εκείνων που είδαν τον άνθρωπό τους να φεύγει για το μέτωπο. Ο λόγος μεταπίπτει από τον ερωτικό βασιλικό πόνο στο πένθος του λαού· μεταπίπτει ανεπαισθήτως· χωρίς να τονίζεται ο κυνισμός που ενυπάρχει σε αυτήν την μετάπτωση. Όπως και στα λόγια του Κήρυκα και όπως αλλού συχνότατα στο έργο του, ο Αισχύλος χρησιμοποιεί την αντιπαράθεση γεγονότων, που παγιδεύουν την προσοχή. Ο θεατής εκφέρει ενδομύχως την ετυμηγορία του πριν ακόμη ακούσει την βαριά ετυμηγορία του Χορού: “βαρεῖα δ᾽ ἀστῶν φάτις ξὺν κότῳ…” (456) “τῶν πολυκτόνων γὰρ οὐκ ἄσκοποι θεοί”.

Η ζυγαριά του Άρεως του χρυσαμοιβού σωμάτων

Και οι δυο σχολιαστές του πολέμου στον “Αγαμέμνονα”, και ο φιλοπόλεμος στρατιώτης, ο Κήρυξ, και ο χορός των φιλειρηνικών γερόντων, χρησιμοποιούν την ίδια εικόνα, την εικόνα των ταλάντων, της ζυγαριάς, για να εκφράσουν την γνώμη τους για την πολιτική κατάσταση, για να παραστήσουν το προκείμενο πολιτικό θέμα. Και στις δυο περιπτώσεις πρόκειται για το κέρδος που πορίζει ο πόλεμος. Ο στρατιώτης που πλήρωσε τον φόρο του στον αγώνα με τη συμμετοχή του στις κοινές ταλαιπωρίες και στους κοινούς κινδύνους, τώρα που το “έργον” έχει περατωθεί, κλείνει σαν φερέφωνο όλων όσοι βγήκαν από τον πόλεμο σώοι και κερδισμένοι τον λογαριασμό των δαπανηθέντων και του κέρδους: Ηναλώθησαν πολυετείς μόχθοι και πολλοί, πάρα πολλοί άνδρες. Σήμερα απ’ αυτά τι είναι δυνατόν να μπει στη ζυγαριά; Τι νόημα θα είχε να συνυπολογισθούν και οι αναλωθέντες εις τ’ “αναλωθέντα”, αφού ούτως ή άλλως δεν ανασταίνονται οι νεκροί; Για τους ζωντανούς απέδωσαν οι μόχθοι· πληρώθηκαν με το παραπάνω για τα έτη των κακουχιών· το κέρδος γι’ αυτούς υπερσκελίζει το ανάλωμα.

Η ζυγαριά του κήρυκος είναι λοιπόν ζυγαριά λογιστού. Είναι μια χλεύη του δημοσίου λογιστικού που κυνικότατα παρουσιάζει τον ισολογισμό θυσιών και κέρδους υπερσκελισμένο από το μέγεθος των κερδών, αφού οι νεκροί δε θα ζητήσουν πια λογαριασμό.

Την ίδια ακριβώς καταγγελία και ακριβώς με την ίδια εικόνα, με τα ίδια λόγια, την κάνει ο Ευριπίδης, απόστολος της ειρήνης, στις “Ικέτιδες”, ύστερα από τη δεύτερη ιμπεριαλιστική εξόρμηση των Αθηνών και πάλι ύστερα από βαριές θυσίες. Η απλή και τρομερή ειρωνεία τού Αισχύλου παρουσιάζει τον απολογητή του πολέμου να εξαιρεί σαν αποσβεσθέντα χρέη “τους αναλωθέντας” από “τα αναλωθέντα” εις τον πόλεμο. Και ο Ευριπίδης λέει, λιγότερο αιχμηρά, αλλά το ίδιο σταράτα:

(Ικ. 775 εξ.)

…τοῦτο γάρ μόνον βροτοῖς

οὐκ ἔστι τἀνάλωμ᾿ ἀναλωθέν λαβεῖν,

ψυχήν βροτείαν· χρημάτων δ᾿ εἰσίν πόροι.

Ένα και μοναδικό, λέει ο Ευριπίδης, είναι το “ανάλωμα” που όταν “αναλωθή” ποτέ πια δεν το ξαναπαίρνει κανείς πίσω: η ανθρώπινη ζωή. Τα χρήματα ξαναγίνονται. Πόροι χρημάτων υπάρχουν!

Η ωμή ποιητική εικόνα του Αισχύλου και το ωμό ρητορικό σχήμα του Ευριπίδη, του σύγχρονου των σοφιστών, που παρουσιάζει την ανθρώπινη ζωή σαν “ανάλωμα αναλωθέν”, σαν χρηματικό κεφάλαιο που εδαπανήθη ενόψει κέρδους έχουν ακριβώς τον ίδιο στόχο: καταγγέλλουν ακριβώς τον ίδιο υπολογισμό, τον υπολογισμό των ιμπεριαλιστών.

Ο Ευριπίδης κάνει μια απροκάλυπτη καταγγελία της υποτιμήσεως της ανθρώπινης ζωής στο χρηματιστήριο των πολεμοκαπήλων. Οι δυο ουδέτεροι και απρόσωποι όροι “ανάλωμα” και “αναλωθέν” υπογραμμίζουν διπλά την βαναυσότητα της χρήσεως του “εμψύχου”, της “ψυχής βροτείας” ως εμπορευσίμου κεφαλαίου. “Ανάλωμα” και “αναλωθέν” έχουν την απρόσωπη έννοια του πράγματος, του χρήματος. Η απροκάλυπτη αυτή καταγγελία γίνεται στις “Ικέτιδες” του Ευριπίδη γιατί οι περιστάσεις την επέτρεπαν: η Νικίειος ειρήνη είχε συναφθεί, και ο Ευριπίδης την εστήριζε.

Ο Αισχύλος αντιθέτως γράφει εν μέσω πολέμου τον “Αγαμέμνονα” σ’ εποχή όπου μια απερίφραστη καταγγελία του πολέμου θα περνούσε τα όρια του θεμιτού, όσο κι αν ακουγόταν ύστερα και η φωνή του νικητή και η “ευλογία” της πόλεως και των στρατηγών.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο λόγος τού ενθουσιασμού και της έπαρσης του στρατιώτη δεν είναι το 458 στην “Οδύσσεια” ο ίδιος όπως και στα προηγούμενα δράματα του Αισχύλου. Στις “Ικέτιδες” ο βασιλεύς Πελασγός είναι υπερήφανος γιατί ο λαός ψήφισε ν’ αντισταθεί στη βία, ν’ αντιμετωπίσει ανδρικά τον επιτιθέμενο. Στους “ Πέρσες” πανηγυρίζουν, γιατί ελευθερώθηκαν και ελευθέρωσαν άλλες ελληνικές πόλεις. Στους “Επτά επί Θήβας” είναι υπερήφανοι γιατί αγωνίζονται για την ελευθερία. Την ηθική σημασία της νίκης υμνούν. Το 458 στον “Αγαμέμνονα” επαίρονται για τα υλικά της οφέλη· για το κέρδος που απεκόμισαν από τον πόλεμο.

Και στον ειρηνόφιλο Χορό ο πόλεμος, ο Άρης εμφανίζεται με τη ζυγαριά στο χέρι. Η αρχαία λέξη που δίνει αυτήν την εικόνα είναι “ταλαντούχος”·

(Αγαμέμνων στ. 437 εξ.)

ὁ χρυσαμοιβὸς δ᾽ Ἄρης σωμάτων
καὶ ταλαντοῦχος ἐν μάχῃ δορὸς
πυρωθὲν ἐξ Ἰλίου
φίλοισι πέμπει βαρὺ
ψῆγμα δυσδάκρυτον, ἀντ-
ήνορος σποδοῦ γεμί-
ζων λέβητας εὐθέτους.

Ο πόλεμος, ο Άρης, φαίνεται στους χαροκαμένους γέρους σαν χρυσαμοιβός που βαστάει στη μάχη τα τάλαντα, τη ζυγαριά, σαν τον ομηρικό Δία. Αντί για “κηροστασία” όμως, ζύγισμα αντρός με άντρα, μοίρας με μοίρα, – μοίρας ζωής με μοίρα ζωής, – ο Άρης του 458, ο “σύγχρονος πόλεμος” αντισταθμίζει τα σώματα με “βαρὺ ψῆγμα δυσδάκρυτον, ἀντήνορος σποδοῦ”. Και λέγεται, είναι αλήθεια, καθαρά στο τέλος ότι με στάχτη ανταλλάσσει ο Άρης τα σώματα, αλλά πέφτει σαν καταπέλτης στη συνείδησή μας άλλη εικόνα. Η πρώτη λέξη της στροφής καταγγέλλει ότι ο Άρης είναι “χρυσαμοιβός”. Ο Αισχύλος συνήθιζε να ονομάζει τα πράγματα “ἐς τὸ πᾶν ἐτητύμως”, όπως λέει και στο χορικό για την Ελένη (στ. 681 εξ.). “Χρυσαμοιβός” σημαίνει ότι με χρυσάφι ανταλλάσσει το εμπόρευμά του. Και το “ψῆγμα σποδοῦ”, το “ψῆγμα” της στάχτης που δίνει σ’ εκείνον που πήρε τα παιδιά τους και τους άντρες τους είναι μια δεύτερη ωμή και μακάβρια ειρωνεία, ένα ανατριχιαστικό υπονοούμενο: Σ’ αυτούς που χάσαν τους δικούς τους στέλνει ο Πόλεμος βαρὺ ψῆγμα δυσδάκρυτον, ἀντήνορος σποδοῦ”, τη στάχτη των δικών τους. Αλλά σε άλλους που γι’ αυτούς “νικᾷ τὸ κέρδος, πῆμα δ᾽ οὐκ ἀντιρρέπει” ο “χρυσαμοιβός Άρης” στέλνει “βαρὺ ψῆγμα” χρυσούi.

Έτσι μαζί με την ψυχρή διαπίστωση ότι ο Άρης ο χρυσαμοιβός στέλνει στις οικογένειες των νεκρών τη στάχτη τους ο χορός υπεισάγει και την ωμή καταγγελία ότι χρηματίζεται με το εμπόριο των σωμάτων. Παίρνει τα σώματα και τα εξαργυρώνει για λογαριασμό άλλων και στους χαροκαμένους δίνει στάχτη. Αυτό καταγγέλλει η αρχαιοπρεπής εικών.

Την καταγγελία τούτη ακολουθεί η χλευαστική παρωδία των επισήμων επιταφίων λόγων και η δήλωση ότι η κοινή γνώμη έχει εξεγερθεί εναντίον των “πολυκτόνων” ηγετών που δε θα ξεφύγουν την οργή των θεών. “Την κατάρα για παιδί σκοτωμένο” είπε αλλού.

Επιτάφιος

Έτσι κλαίνε τους νεκρούς και παινεύουν τις αρετές τους:

(445)

στένουσι δ᾽ εὖ λέγοντες ἄν-
δρα τὸν μὲν ὡς μάχης ἴδρις,
τὸν δ᾽ ἐν φοναῖς καλῶς πεσόντ᾽— «ἀλ-
λοτρίας διαὶ γυναικός»…

Οι έπαινοι “μάχης ἴδρις”, “ἐν φοναῖς καλῶς πεσόντα”, απηχούν τις τυπικές φράσεις των επιταφίων λόγων, των επικηδείων. Κατόπιν από το “ἐν φοναῖς καλῶς πεσόντα”, θα περίμενε κανείς ένα υπέρ βωμών και εστιών ή “υπέρ πατρίδος”. Έτσι καθώς ακούγεται στη θέση του εκείνο το “ἀλλοτρίας διαὶ γυναικός”, το εγκώμιο αντιστρέφεται σε χλευαστική παρωδία των εγκωμίων που πλέκουν οι “πολύκτονοι” εις τους “καλῶς πεσόντας”.

Το «ἀλλοτρίας διαὶ γυναικός» (Αγ. 448) τονίζει την αλλοτρίωση της θυσίας των ανδρών που σκοτώνονται στον πόλεμο· υπαινίσσεται και καταγγέλλει ότι για “ἀλλότρια” συμφέροντα “πίπτουσι καλῶς” οι πολεμισταί και επιστρέφουν στα σπίτια τους οι στάμνες με τη στάχτη.

Το “τάδε σῖγά τις βαΰζει”, για όποιον δεν είχε ξεχάσει το “λέλυται γὰρ λαὸς ἐλεύθερα βάζειν” του νικητήριου ύμνου της ελευθερίας των “Περσών”, παρέχει εύγλωττα το μέτρο της μεταβολής του πολιτικού κλίματος από το 472 ώς το 458: παρουσιάζει την κοινή γνώμη να στιγματίζει χαμηλόφωνα τους “πολυκτόνους” πάνω από τη στάχτη των σκοτωμένων στην “υπερποντία”.

Η “ἀλλοτρία γυνή” ανήκει βέβαια στο μύθο. Αλλά η γενικότερη περίπτωση; η αλλοτρίωση της θυσίας; η χλεύη τού αρειμανίου οίστρου των ηγετών; η χλεύη του χρυσαμοιβού Άρεως.

Από την αρχή ώς το τέλος η στροφή αυτή είναι μια παρωδία που με αμείλικτη ειρωνεία αποκαλύπτει και στιγματίζει το στυγνό, ωμό, βάναυσο πρόσωπο του πολέμου κάτω από την κούφια αίγλη των συνθημάτων που καλούν τους νέους στην ανδρική αντιμετώπιση των κινδύνων και του μοιραίου για την απόκτηση αιώνιας δόξας. Όπως οι Σπαρτιάτες διδάσκονταν να πεθαίνουν υπέρ πατρίδος με τους στίχους του Τυρταίου, έτσι και οι Αθηναίοι διδάσκονταν να αντιμετωπίζουν με ανδρεία το θάνατο αποστηθίζοντας την Ιλιάδα στο σχολείο, ακούγοντάς την στα Παναθήναια και ζηλεύοντας τους επαίνους που απονέμονταν από τους πολιτικούς τους εις τους πεσόντας κατά την δημόσια ταφή τους εις τον Κεραμεικό.

Αυτά τα δυο πρότυπα παρωδούνται τώρα στο 458. Στο πρώτο τμήμα της στροφής όπου περιγράφεται ο θεός, με τη ζυγαριά παρωδείται ο υπέρτατος επόπτης και κύριος της ανθρώπινης ζωής, που η εικόνα του είχε εντυπωθεί στη μνήμη κάθε Αθηναίου από το σχολείο, καθώς είχε εντυπωθεί επίσης ότι εζύγιζε τη μοίρα της ζωής των αντιπάλων. Η πλάστιγξ του βάσει δογμάτων της μοίρας ανεξιχνιάστων στους θνητούς απένειμε παράταση ζωής σε όποιον ήταν γραφτό του να ζήσει και θάνατο σε όποιον ήταν να πεθάνει. Τη ζυγαριά της μοίρας, όπως την ήξεραν οι Αθηναίοι από την ποιητική τους παράδοση, αντικαθιστά η ζυγαριά. Του θεού εμπόρου των σωμάτων τώρα το 458.

Ο Χορός συμπεραίνει:

(456)

βαρεῖα δ᾽ ἀστῶν φάτις ξὺν κότῳ·
δημοκράτου δ᾽ ἀρᾶς τίνει χρέος.
μένει δ᾽ ἀκοῦσαί τί μοι
μέριμνα νυκτηρεφές.
τῶν πολυκτόνων γὰρ οὐκ
ἄσκοποι θεοί…

Ο Χορός παρουσιάζει έναν λαό εξαγριωμένο εναντίον των ηγετών του: Απ’ το θεό θα το ’βρουν οι φονιάδες!

Οι Ερινύες”, συνεχίζει ο Χορός, “καταστρέφουν, με το πλήρωμα του χρόνου τους αδίκους που ευνοεί η τύχη. Την υπερβολικήν επιτυχία ο θεός την τιμωρεί” (462-468). Ο Χορός καταλήγει:

(471-474)

κρίνω δ᾽ ἄφθονον ὄλβον·
μήτ᾽ εἴην πτολιπόρθης
μήτ᾽ οὖν αὐτὸς ἁλοὺς ὑπ᾽ ἄλ-
λων βίον κατίδοιμι.

Δηλώνει δηλαδή ο Χορός ότι απορρίπτει ακριβώς εκείνο που ήταν ο άμεσος σκοπός του πολέμου εκείνη την ώρα της παραστάσεως: η εκπόρθησις δυο πόλεων: της Αίγινας, του ανταγωνιστή των Αθηναίων στον Σαρωνικό· της Μέμφιδος, που απασχολούσε μήνες τώρα μεγάλες δυνάμεις στην “υπερποντία”. “Δε θέλω να ’μαι κατακτητής, όπως δε θέλω να ’μαι δούλος”, λέει ο Χορός. Καταψηφίζει το “ἄρχειν”, γιατί απορρίπτει και το “δουλεύειν”. Προτιμάει να ’χει μόνον τόσα που να μην κινούν το φθόνο.

Οι δυο απολογισμοί του πολέμου, του Χορού και του Κήρυκα, συναποτελούν έναν “γνα”: ένα κατηγορητήριο – μια συνηγορία υπέρ του φλέγοντος πολιτικού θέματος: του πολέμου. Εις τον γνα” αυτόν κατήγορος και συνήγορος απαντούν στα επίμαχα σημεία του μεγάλου εθνικού ζητήματος εκείνης της στιγμής.

Το συμπέρασμα και από τους δυο απολογισμούς είναι ότι ο πόλεμος που με τόσο εξονυχιστικήν ανατομία προσφέρεται από τον Αισχύλο στην κρίση του κοινού έχει μοναδικό κριτήριο το κέρδος και έμβλημα τη ζυγαριά του χρυσαμοιβού.

Και πράγματι όταν η εκστρατεία λήξει, όταν η πόλις εις την υπερποντία έχει διαρπαγεί, δηλώνεται ότι ο θησαυρός των πορθητών είναι γεμάτος. Αυτό είναι το θέμα του διαλόγου ανάμεσα στον “στρατηλάτη νεν”, στον Αγαμέμνονα, και στη βασίλισσα Κλυταιμνήστρα που τον υποδέχεται ύστερα από τη δεκάχρονή του απουσία.

Σ’ όλη τη σκηνή της υποδοχής του νικητή πλούτη εκτίθενται λόγω και έργω: Σαν “πολλῶν χρημάτων ἐξαίρετον ἄνθος” επιδεικνύεται και η αιχμάλωτη κόρη του βασιλιά της Τροίας Κασσάνδρα. Το χώμα όπου θα πατήσει το πόδι του κατεβαίνοντας από το άρμα ο νικητής-πορθητής της Τροίας στρώνεται με πορφύρα. Και ο δισταγμός του Έλληνα ηγέτη να εγκαινιάσει τη βαρβαρική τούτη ασωτεία κάμπτεται ύστερα από την υπεροπτική δήλωση της βασίλισσας:

(958)

ἔστιν θάλασσα —τίς δέ νιν κατασβέσει;—
τρέφουσα πολλῆς πορφύρας ἰσάργυρον
κηκῖδα παγκαίνιστον, εἱμάτων βαφάς.
οἶκος δ᾽ ὑπάρχει τῶνδε σὺν θεοῖς, ἄναξ,
ἔχειν· πένεσθαι δ᾽ οὐκ ἐπίσταται δόμος.

Στα λόγια τούτα και στο θέαμα που τα συνοδεύει –το στρώσιμο του δρόμου του Αγαμέμνονα με κόκκινο ύφασμα βαμμένο με θαλασσινή πορφύρα– γίνεται μια επίδειξη πλούτου, μια καταγγελία, μια επίθεσις. Μια γυναίκα που έχει θυσιαστεί το παιδί της και που έχει εγκαταλειφθεί η ίδια από τον άντρα της για να ευοδωθεί η υπερπόντια εκστρατεία που τον επόρισε, πετάει αυτόν τον πλούτο στα πόδια του στρατηλάτη να τον ποδοπατήσει, να τον χαρεί, να τον χορτάσει καλά πριν του πάρει το αίμα της πίσω.

Το σύμβολο του πλούτου που στρώνεται κατά γης είναι πορφυρό σαν το αίμα που έχυσε ο “θυτήρ” ο “πολύκτονος”· σαν το αίμα που σε λίγο θα του πάρει πίσω η Κλυταιμνήστρα. Στον πλούτο και στο αίμα πατεί ο Αγαμέμνων.

Εκτός όμως από τον συνειρμό του πλούτου και του αίματος στον “πορφυρόστρωτον πόρον” όπου θα πορευθεί ο “πολύκτονος” προς τον φόνο του, προβάλλεται αμέσως –γιατί όλοι το βλέπουν και όλοι το ακούν– ποια είναι η πηγή αυτού του πλούτου: η πορφύρα είναι το σύμβολο του νέου πλούτου των Αθηνών που έχει πηγή του την υπεροπλία της στη θάλασσα που εξυμνεί σαν πλουτοδότρα πηγή η Κλυταιμνήστρα. Ο “πορφυρόστρωτος πόρος” είναι φόρος πλούτου, και πόρος αίματος. Αυτό υπαινίσσεται ο ειρηνόφιλος Χορός στο ερχόμενο στάσιμο όταν θυμίζει ότι η γεωργία αρκεί να θεραπεύσει την πενία.

  • Κεντρική φωτογραφία: Κατίνα Παξινού (Κλυταιμνήστρα) και ο Χορός. Ορέστεια: Αγαμέμνων (1967). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή, 09/07/1967 – 09/07/1967 Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου,

i Ψῆγμα σημαίνει τρίμμα (ψήχω = τρίβω, ξήνω). Για το χρυσάφι ήταν τόσο συνηθισμένη έκφραση, ώστε όταν έλεγαν “ψῆγμα”, να υπονοείται πως ήταν ψήγμα χρυσού (Ηρόδοτος I, 93, III, 94). Το ψῆγμα που “πέμπει” ο Άρης είναι βαρύ. Σε χαρακτηρισμό της ψυχικής καταστάσεως εκείνων που υποδέχονται τη στάχτη το επίθετο μπορεί να επεκταθεί. Κυριολεκτικά όμως, ωμά, ταιριάζει στο ψῆγμα του χρυσού, όχι στη στάχτη.

  • Πρώτη δημοσίευση: περ. “Εποχές”, τεύχος 28, Αύγουστος 1965

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ