Γιώργος Μοσχίδης: Χάνω την ευγένεια μόνον όταν απευθύνομαι σε ανθρώπους που δεν ξέρουν να δουν…
Δύο ορφαναί (το πρώτο έργο στο οποίο έπαιξε), Ρινόκερος του Ιονέσκο, Το ημερολόγιο της άμμου του Δημήτρη Κορδάτου, Ο από… μηχανής άνεμος του Μιχάλη Δήμου, Η σονάτα των φαντασμάτων του Στρίντμπεργκ, Επιθεωρητής του Γκόγκολ, Κάτω από τη σκάλα του Charles Dyer… Ο Μοσχίδης θητεύει στο ελληνικό θέατρο για περισσότερο από μισό αιώνα. Όμως δεν είναι… γέρος. Είναι μια ακμαία δύναμη που αποπνέει ταλέντο, ήθος και ευγένεια. Είναι από τους καλλιτέχνες που «προσθέτουν» στη θεατρική τέχνη.
– Εάν σχεδιάζατε μια καμπύλη με ρόλους, τι σχήμα θα της δίνατε;- Θα σας πω μια ιστορία. Τις προάλλες πήγα στον καρδιολόγο μου και εκεί που κουβεντιάζαμε μου διηγήθηκε ένα περιστατικό: Ηταν στο 401 και έκανε ηλεκτροκαρδιογράφημα σε έναν νεαρό στρατιώτη με σοβαρό πρόβλημα καρδιάς. Kάποια στιγμή τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και ο φαντάρος άρχισε να κλαίει. Εκείνος ταράχτηκε τόσο πολύ που παράτησε τον ασθενή και βγήκε έξω. Kαι εγώ του είπα: Εμένα αυτή είναι η δουλειά μου. Να αγκαλιάζω τους ανθρώπους και να κλαίω μαζί τους. Εσύ τους κοιτάς μέσα από την οθόνη. Εγώ τους αγκαλιάζω. Ο Σαίξπηρ, ο Πίντερ, ο Ευριπίδης, ο Αισχύλος κοκ. είναι όντα που αγκαλιάζουμε και εκείνοι αγκαλιάζουν εμάς. Kάποτε μας σφίγγουν λίγο περισσότερο, κάποτε μας πονάνε, κάποτε δακρύζουμε, κάποτε χαλαρώνουμε, κάποτε αγριεύουμε, αλλά πάντως είμαστε αγκαλιασμένοι. Περί αυτού πρόκειται… «Εκ φύσεως και από αγωγή είμαι ευγενής», λέει ο Γ. Μοσχίδης. «Χάνω την ευγένεια μόνον όταν απευθύνομαι σε ανθρώπους που δεν ξέρουν να δουν. Ο πατέρας μας μας μεγάλωσε με την εξής ιδεολογία: Θα σπέρνετε αλλά δεν θα περιμένετε να θερίσετε. Το γεγονός ότι δεν θα θερίσετε εσείς δεν πρέπει να γίνει αιτία να μη σπείρετε. Θα θερίσει κάποιος άλλος. Γι’ αυτό πρέπει να σπέρνετε. Τώρα όμως εγώ δεν μπορώ να σπέρνω χωρίς να περιμένω να θερίσω από την ανθρώπινη σχέση, από τη συναδελφική σχέση, από τη σχέση μου με το κοινό. Εχω πλέον αυτήν την ανάγκη». (Συνέντευξη στη Μαρία Kατσουνάκη, Η Καθημερινή, 15/4/2001).
Ρένη Πιττακή: Το θέατρο απαιτεί προσπάθεια από τον θεατή…
Ισμήνη του Γιάννη Ρίτσου, Mαρία Στούαρτ του Σίλερ, Πολιορκία του Λένινγκραντ του Χοσέ Σινιστέρα, Όχι εγώ του Mπέκετ, Με το ίδιο μέτρο(Μαριάνα), Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας (ερμήνευσε την Τιτάνια και τότε της απονεμήθηκε το Έπαθλο Κοτοπούλη), – Τρωίλος και Χρυσηίδα(Ελένη), Άμλετ (Γερτρούδη), Γυρισμός, Πάρτι γενεθλίων, Παλιοί καιροί, Δούλες… Δεκάδες οι ρόλοι που ερμήνευσε – κυρίως στο Θέατρο Τέχνης που ήταν ένα από τα βασικά στελέχη του, τα χρόνια του Καρόλου Κουν.
Αντιμετωπίζετε καθόλου το ερώτημα αν το θέατρο γοητεύει και κατά πόσο τον σημερινό θεατή; «Νομίζω ότι δεν τον γοητεύει πολύ. Τον ελκύουν περισσότερο η τηλεόραση και ο κινηματογράφος. Πιστεύω ότι το θέατρο απαιτεί προσπάθεια από τον θεατή, θέλει τη συμμετοχή του, τη διαθεσιμότητά του, το να είναι παρών». Το να βλέπεις είναι δράση, δουλειά, απαιτεί ενέργεια, ε; «Ακριβώς! Εγώ ως ηθοποιός θέλω από τον θεατή να έρχεται στο θέατρο με ενέργεια, έτοιμος, διαθέσιμος να την ανταλλάξει μαζί μου και όχι να κάθεται παθητικός στο κάθισμά του και να περιμένει να τον εντυπωσιάσω, να τον καταπλήξω. Θέλω να ξεκινάει και εκείνος προς συνάντησή μου. Και αυτό που θα συμβεί κατά τη διάρκεια της συνάντησής μας καθορίζει την ποιότητα της παράστασης. Το άλλο είναι “σταριλίκι”. Υπάρχει κάτι που θα προσυπέγραφα και θα ήθελα να σας διαβάσω (σηκώνεται και παίρνει κάποιες σελίδες). Είναι λόγια του Χάινερ Μίλερ: “Το σημερινό θέατρο είναι παρηκμασμένο επειδή έχει χάσει την αίσθηση του σοβαρού από τη μια και την αίσθηση του γέλιου από την άλλη. Διότι έχει σπάσει κάθε δεσμό με τον κίνδυνο. Ακόμη, επειδή έχει χάσει την αίσθηση του αληθινού χιούμορ και έχει ξεκόψει από το πνεύμα της βαθιάς αναρχίας που αποτελεί βάση για κάθε ποίηση”. Το διαπιστώνω αυτό και στα κείμενα και στις παραστάσεις. Δεν διακινδυνεύεται κάτι». (Συνέντευξη στον Κ. Αν. Θεμελή, Το Βήμα, 12/4/1998).
Γρηγόρης Βαλτινός: Δεν θέλω να τελματώσω…
«Σταθερό νόμισμα» στο θέατρό μας ο Γρηγόρης Βαλτινός και ως πρωταγωνιστής αλλά και ως σκηνοθέτης. Οι άντρες προτιμούν τις Ξανθές της Ανίτα Λόος, Το ημερολόγιο ενός τρελού του Νικολάι Γκόγκολ, Ανθή του Λεονίντ Αντρέγιεφ, Βιολιστής στη στέγη του Τζόζεφ Στάιν, Οιδίπους τύραννος του Σοφοκλή, Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ του Έντουαρντ Άλμπι, Σάλτο μορτάλε του Άλαν Μπλισντέιλ… Ο Βαλτινός μπορεί να παίξει τα πάντα! Με αφορμή την παράσταση του έργου Πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας που ανέβηκε στο θέατρο «Λαμπέτη»…
«Όπως και άλλοι ηθοποιοί, έτσι και εγώ δίνω την εντύπωση ότι είμαι κατεστημένο. Και είναι αλήθεια ότι, μετά από τόσα χρόνια, είμαι. Δεν ακολούθησα τη μόδα και εξελίσσομαι μέσα από τον δρόμο που έχω διαλέξει. Και είναι αλήθεια ότι δεν έχω κάνει προκλητικά πράγματα» λέει ο ηθοποιός ο οποίος στην εφετινή του παράσταση, στο «Πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας», κρατά και τον ρόλο του σκηνοθέτη. «Δεν πιστεύω όμως στην πρόκληση. Σου τρώει ενέργεια χωρίς λόγο. Πιστεύω ότι ο καθένας μας πρέπει να προκαλεί μέσα από τη σύμβαση που τον περιβάλλει, μέσα από τον χώρο του. Για μένα προκλητικός πρέπει να είναι ο τρόπος και η ένταση με την οποία κάνεις τα πράγματα, η ερμηνεία σου. Δεν πιστεύω ούτε στον χώρο ούτε στα εφέ που θα επιλέξεις για να προκαλέσεις. Για μένα πρόκληση εξακολουθεί να είναι μόνον η ουσία». Γι’ αυτό και δεν ξεκινά από τη διάθεση ανατροπής. Όχι ότι ενίοτε δεν του γεννιούνται παρόμοιες ανάγκες. Ούτε υποστηρίζει ότι έχει εκπληρώσει όλες τις επιθυμίες του. Απλώς ως τώρα «δεν έτυχε, ίσως γιατί δεν έχω ακόμη πειστεί γι’ αυτό. Αν πειστώ για μια προκλητική παράσταση, δεν θα διστάσω. Δεν θέλω να τελματώσω. Ούτε επαναπαύομαι, ασχέτως αν έχω δώσει την εντύπωση του συντηρητικού. Αν ήταν έτσι, θα είχα εγκλωβιστεί σε μια μανιέρα. Τα έργα που έχω παίξει είναι γεμάτα εναλλαγές. Και αυτό δεν το λέω για να δικαιολογηθώ» καταλήγει… (Συνέντευξη στη Μυρτώ Λοβέρδου, Το Βήμα, 10/10/1999).
Δέσποινα Μπεμπεδέλη: Νομίζω ότι ο ηθοποιός οφείλει να έχει ανοιχτά τα μάτια του, να παρατηρεί, να προσλαμβάνει…
(Όταν ερμήνευσε το ρόλο της Εκάβης στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη που παρουσιάστηκε από το Αμφι-Θέατρο σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου): «Νομίζω ότι ο ηθοποιός οφείλει να έχει ανοιχτά τα μάτια του, να παρατηρεί, να προσλαμβάνει, να αποθηκεύει μέσα στη μνήμη του και στον ψυχισμό του τα τερατώδη πράγματα που συντελούνται στην ανθρωπότητα. Γιατί κάποια ώρα καλείται πραγματικά να παίξει, να τα ερμηνεύσει μέσα από θεατρικά έργα, μέσα από τον τραγικό λόγο κυρίως των αρχαίων ποιητών…» (Συνέντευξη στην Αφροδίτη Γραμμέλη, Το Βήμα της Κυριακής, 20/7/2003).
Κωνσταντίνος Τζούμας: Συμπεριφέρομαι σαν τους μεγάλους απατεώνες…
Ηθοποιός με παιδεία και πνευματικότητα ο Κωνσταντίνος Τζούμας προκάλεσε αίσθηση με την ερμηνεία του στους μονόλογους Εγώ δεν του Βασίλη Αλεξάκη στη σκηνή της Αθηναΐδας πριν ένα περίπου χρόνο. Μας είχε κάνει εντύπωση μια φράση από την κριτική του Γιάννη Βαρβέρη στην Καθημερινή(18/4/2004): «Εραστής του μινιμαλισμού, εισαγγελέας της κοινοτοπίας και μάστορας του τάιμινγκ, ο πολύτιμος μεταξωτός Κωνσταντίνος Τζούμας δεν άφησε πτυχή του έργου αφώτιστη και ανεκμετάλλευτη». Νομίζουμε ότι έτσι είναι…
Έχετε άγχος όταν ανεβαίνετε στη σκηνή; «Oχι, δεν έχω άγχος. Αυτό που νιώθω μοιάζει πιο πολύ με αυτό που αισθάνεσαι όταν περιμένεις στο σαλόνι ενός γιατρού, μια πίεση στο στομάχι, μια εγρήγορση, κάτι που καιροφυλακτεί. Νομίζω ότι έχω μια ισορροπία που αδυνατώ να εντοπίσω από πού προέρχεται. Το ίδιο όμως συμβαίνει και με τις διαπιστώσεις μου για το ανθρώπινο είδος -ενώ είναι μελαγχολικές, προς τα έξω βγαίνω αισιόδοξος. Αδυνατώ να καταλάβω πώς γίνεται αυτό». Ποια μπορεί να είναι η απάντηση; «Νομίζω ότι μπαίνω στην περιπέτεια να εξαπατήσω τον εαυτό μου. Συμπεριφέρομαι σαν τους μεγάλους απατεώνες, που μπορούν να σε κάνουν να πιστέψεις ότι η μέρα είναι νύχτα». Από τους γονείς σας τι έχετε κρατήσει; «Θα προτιμούσα να είχα κρατήσει τα εκατομμύρια που σπατάλησε ο πατέρας μου αλλά δεν προέκυψε! Τελικά αυτό που έμεινε είναι η ευγένεια και οι τρόποι της μητέρας μου, αλλά και ένα στοιχείο του πατέρα μου που συμπυκνώνεται στο εξής μότο: «Ας παίξουμε αυτό το παιχνίδι χωρίς να το κάνουμε και πολύ θέμα». (Συνέντευξη στον Νίκο Νικητέα, περ. MEN, τ. 128, 14/4/2004).
Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης: Δεν με νοιάζουν οι επιταγές της μόδας…
Ηθοποιός της καινούργιας γενιάς, απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου (1991), ταλαντούχος, με προσωπική γοητεία, βλέμμα παραπονεμένο και αγαπησιάρικο, με καλλιέργεια και μια σειρά καλών και αμφιλεγόμενων παραστάσεων, απέκτησε ενθουσιώδεις νέους και μεγαλύτερης ηλικίας θαυμαστές αλλά και επικριτές. Για ορισμένους, είναι ένα καλό δείγμα στο λάιφ στάιλ της εποχής μας.
«Δεν με νοιάζουν οι επιταγές της μόδας. Καλά-καλά δεν γνωρίζω τις μουσικές της εποχής μου. Δεν αντιπροσωπεύω και δεν θέλω να αντιπροσωπεύω τίποτα και κανέναν στο λεγόμενο λάιφ στάιλ. Γιατί απλά, δεν εφηύρα τον εαυτό μου. Δεν ακολουθώ καμία στρατηγική και δεν έχω ενοχή αν αυτό που κάνω έχει λαϊκή αποδοχή. Είμαι ένας επαγγελματίας που ζω από τη δουλειά μου, έχοντας συνειδητά αποφύγει τον κίνδυνο να γίνω ο εμπορικός ηθοποιός της αγοράς. Μπαίνοντας στον κόσμο του θεάτρου διαπίστωσα, ότι υπάρχει ένα ζωτικό ψεύδος που διαχωρίζει τους καλλιτέχνες σε σοβαρούς και ελαφρείς. Επιδίωξή μου, και όλων των παιδιών της γενιάς μου, είναι να διεκδικήσουμε τη δυνατότητα να είμαστε παραπάνω από ένα πράγματα. Προσπαθώ να δουλεύω καλλιεργώντας τον εαυτό μου χωρίς να χάσω την παιδική, καλή διάθεση. Απολαμβάνω τη χαρά της ζωής και της δουλειάς. Πιστεύω πως το ψέμα του θεάτρου είναι πολύ πιο ενδιαφέρον από την αλήθεια του. Υπάρχει κάτι στη ρίζα του που προκαλεί βαθιά χαρά. Το ζήτημα είναι πώς το χειρίζεσαι»… (Συνέντευξη στην Έλενα Δ. Χατζηιωάννου, Τα Νέα, 24-10-2003).
Αθηνά Μαξίμου: Προσπαθώ να αφήνομαι στη ζωή γενναιόδωρα, χωρίς κακές σκέψεις…
Και η ματαιοδοξία, αναπόσπαστο στοιχείο αυτής της δουλειάς; «Εξαρτάται τι ποιότητας είναι, προς τα πού κατευθύνεται. Είναι λάθος να πηγαίνεις κόντρα στις επιθυμίες σου. Δεν είναι κακό να θέλεις τη διασημότητα ή τα χρήματα. Κακό είναι, κρυμμένος πίσω από κοινωνικά προσχήματα, να μην το κάνεις επειδή θα σε κακοχαρακτηρίσουν. Προσπαθώ να αφήνομαι στη ζωή γενναιόδωρα, χωρίς κακές σκέψεις. Δεν νοιάζομαι πια μήπως με παρεξηγήσουν κι αυτό με ισορροπεί. Κάποτε ήμουν απόλυτη, αυστηρή, αρνητική. Τώρα ξέρω πως δίπλα στον δικό μου κόσμο υπάρχει κι ένας άλλος. Δεν τον φοβάμαι, δεν τον κρίνω. Επίσης απαλλάχτηκα απ’ αυτή τη θλιβερή και επιζήμια προς όλους προσπάθεια, ν’ αλλάξω τον άλλον. Ξαναδιαβάζω την εμπλουτισμένη έκδοση “Το βιβλίο της ανησυχίας” του Πεσόα και σκέφτομαι τη ζώνη ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα. Νομίζω πως αυτή είναι η περιοχή που καλύπτει το θέατρο. Οπως λέει και ο Βασίλης [σσ. Παπαβασιλείου], εκεί κινείται ο ηθοποιός: “Ανάμεσα στο φως και τη σκιά”». (Συνέντευξη στην Έφη Μαρίνου, Ελευθεροτυπία, 20/2/2005).
Φιλαρέτη Κομνηνού: Χρειάζεται να είσαι ένα σώμα παλλόμενο…
Η Φιλαρέτη Κομνηνού ερμήνευσε τη Φαίδρα στον Ιππόλυτο του Ευριπίδη που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο το 2003 στην Επίδαυρο και σε περιοδεία, σε μετάφραση Στρατή Πασχάλη και σκηνοθεσία Βασίλη Νικολαΐδη.
Ενας ηθοποιός για να ερμηνεύσει ρόλο αρχαίας τραγωδίας πιστεύετε ότι πρέπει να διαθέτει ειδικά προσόντα, πρέπει να έχει θητεύσει στο είδος ή δεν είναι και τόσο απαραίτητες αυτές οι προϋποθέσεις; «Ανάμεσα σε μία τηλεόραση και ένα μπουλβάρ το να “ρίχνουμε”, και μια Επίδαυρο, όπως έχει αποδείξει η ιστορία του θεάτρου αυτού, είναι ο εξευτελισμός του ηθοποιού. Δεν είναι ένα είδος εύκολο το αρχαίο δράμα και απαιτεί μια τεχνική συγκεκριμένη και ένα ειδικό χάρισμα. Είναι ανοικτός ο χώρος και επειδή χρειάζεται μια εκπομπή ενέργειας τεράστια η οποία περνάει μέσα από ένα όργανο φωνητικό, αν δεν διαθέτει ο ηθοποιός αυτό το χάρισμα, βλέπεις ότι σμικρύνεται, ελαχιστοποιείται πάνω στη σκηνή. Πιστεύω πολύ πάντως στο θέμα της ενέργειας που επιβάλλουν αυτοί οι χώροι. Προσκηνοθετούν αυτοί οι χώροι. Γι’ αυτό χρειάζεται να είσαι ένα σώμα παλλόμενο και η ενέργεια που στέλνεις να είναι πάρα πολύ ισχυρή»… (Συνέντευξη στην Ιωάννα Κλεφτογιάννη, Ελευθεροτυπία, 30/6/2004).
Δημήτρης Ήμελλος: Συλλογικότητα δεν σημαίνει κατάργηση της ατομικότητας
Ο Δημήτρης Ήμελλος (37 ετών) πέρασε από τη Νομική Σχολή και σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Βασίλη Διαμαντόπουλου και του Διομήδη Φωτιάδη, ενώ θα μαθητεύσει για ένα χρόνο στη σχολή GITIS στη Μόσχα. Συμμετείχε στις παραστάσεις: Ιφιγένεια εν Ταύροις της Άννας Κοκκίνου, Οιδίπους επί Κολωνώκαι Υπέροχος κερατάς του Κρόμελινκ σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη, Πέρσες σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή, Φρεναπάτη του Τόνι Κούσνερ, H νοσταλγός με το «Ηθοποιών Θέατρο», Αγάπης αγώνας άγονος, Αυτό που δεν τελειώνει – εκδοχές I και II, Μήδεια, Μολιέρος του Μπουλγκάκοφ… Νιώθει οικείο χώρο την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου και απονέμει τα δέοντα στον Στάθη Λιβαθινό που του συμπαραστάθηκε. Το 2001 τιμήθηκε με το Βραβείο Δημήτρης Χορν.
«Πολλοί ηθοποιοί που αναγκάζονται για βιοποριστικούς λόγους να διασκορπίζονται σε εξωθεατρικές δραστηριότητες, μου θυμίζουν τους ποδοσφαιριστές του παλιού ελληνικού ποδοσφαίρου. Τότε καθένας έπαιρνε τη μπάλα και έκανε μόνος του την προσπάθειά του. Στο θέατρο, όμως, μια ανάλογη κατάσταση είναι καταστροφή. Και ας ξεκαθαρίσω εδώ ότι συλλογικότητα δεν σημαίνει κατάργηση της ατομικότητας κάτω από την απόλυτη εξουσία του σκηνοθέτη, ούτε συνδέεται μ’ ένα θίασο του οποίου η δουλειά πλαισιώνει απλώς την ερμηνεία του πρωταγωνιστή, ούτε ότι δεν υπάρχουν διαφωνίες και ότι εκτός θεάτρου κάνουμε στενή παρέα. Συλλογική δουλειά σημαίνει δουλειά μιας ομάδας προσωπικοτήτων, όπου ο καθένας διατηρεί την ατομικότητά του αλλά και την ευθύνη του απέναντι στο σύνολο, ισότιμα. Ο καθένας οφείλει να έχει τη θέση του στα πράγματα αλλά και συνολική ματιά…» (Συνέντευξη στην Ματίνα Καλτάκη, Ο κόσμος του Επενδυτή, 28-29/6/2003).
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.Εντάξει