Σημειώσεις περασμένων ετών: Δήμου, Βογιατζής, Αραμπάλ, Μίλερ, Βιντάλ-Νακέ, Κεχαΐδης, Βέλτσος, Μπελιές, Στάινερ

Σημειώσεις περασμένων ετών: Δήμου, Βογιατζής, Αραμπάλ, Μίλερ, Βιντάλ-Νακέ, Κεχαΐδης, Βέλτσος, Μπελιές, Στάινερ

Μοιράσου το!

  • Άκης Δήμου, Λευτέρης Βογιατζής, Φερνάντο Αραμπάλ, Άρθουρ Μίλερ, Πιέρ Βιντάλ-Νακέ, Γιώργος Βέλτσος, Ερρίκος Μπελιές, Τζορτζ Στάινερ, Δημήτρης Κεχαΐδης

Άκης Δήμου: Το θέατρο, όπως κι η ζωή, είναι ένα παιχνίδι

D00883v01

Σε μια θεατρική περίοδο τρία έργα μαζί δεν είναι και λίγο. Κάτι σημαίνει! Ο Άκης Δήμου (από την Αμαλιάδα στη Θεσσαλονίκη…) φαίνεται πως βρίσκεται σε μια καλή δημιουργική στιγμή. Τα έργα: Ένα φως για κάθε σκοτάδι από την Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» στο Θέατρο Αμαλία, σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου, Η Μαργαρίτα Γκωτιέ ταξιδεύει απόψε στο Θέατρο Άνεσις, σε σκηνοθεσία Αντώνη Καλογρίδη, Ντέστινι στο Θέατρο του Νέου Κόσμου στην Αθήνα (και φέτος στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης), σε σκηνοθεσία Έλλης Παπακωνσταντίνου (Κώστας Γεωργουσόπουλος: «Ο Δήμου χωρίς να πρωτοτυπεί σε θέματα έχει κατορθώσει να ανακαλύπτει νέες γωνίες λήψης και ενδιαφέρουσες συγκρούσεις χαρακτήρων μέσα στα πλαίσια της τρέχουσας ελληνικής κοινωνικής συνθήκης», Τα Νέα, 3/1/2005).

«Το θέατρο, όπως κι η ζωή, είναι ένα παιχνίδι. Κι η σχέση με τη συγγραφή το ίδιο. Αξίζει να αντιμετωπίζεις το θέατρο σαν ένα παιχνίδι με όλη την απαιτούμενη σοβαρότητα. Να παίζεις δηλαδή όχι με αφέλειες, ζαβολιές, ίντριγκες, αλλά με καθαρότητα και διαύγεια σεβόμενος τους κανόνες αλλά και ανατρέποντάς τους όταν χρειάζεται. Και να έχεις πάντα στο μυαλό σου ότι δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα παιχνίδι απ’ όπου ο καθένας μπορεί να βγει είτε νικητής είτε χαμένος, ανάλογα… Αισθάνομαι κατά διαστήματα την ανάγκη ενός διαλόγου με παλιότερα κείμενα και παλιότερους συγγραφείς. Μια ανάγκη που επανέρχεται όλο και περισσότερο έντονη ν’ ασχολούμαι με τέτοια κείμενα, εμβληματικά έως και αρχετυπικά… Η καθημερινότητά μου τροφοδοτείται από τη δουλειά μου και την προσωπική ζωή μου. Η συγγραφή βεβαίως με απασχολεί πολλές ώρες, δεν είναι όμως επαγγελματική η σχέση μου με το θέατρο, όπως είναι ενός ηθοποιού ή ενός σκηνοθέτη που είναι συνεχώς εκεί. Με τα χρόνια δεν ξέρω πλέον ποια είναι η λεπτή κόκκινη γραμμή που χωρίζει αυτά τα δύο. Συχνά στην καθημερινότητά μου ακούω μισοαρχινισμένους διαλόγους, βλέπω εικόνες κι αισθάνομαι ότι μπορώ να τα βάλω στη σκηνή. Και στη διαδικασία των προβών, ότι υπάρχουν πράγματα που είναι αληθινή ζωή. Δύο όψεις του ίδιου νομίσματος…» (Συνέντευξη στον Γιώργο Βιδάλη, Ελευθεροτυπία, 22/12/2004).

Λευτέρης Βογιατζής (1945-2013): Είμαστε αυτοδίδακτοι…

Αποτέλεσμα εικόνας για Λευτέρης Βογιατζής

Πάντοτε ριζοσπαστικές οι απόψεις του Λευτέρη Βογιατζή, αλλά και οι παραστάσεις του. Μια σταθερή αξία στο ελληνικό θέατρο που καταφέρνει να ανανεώνεται, δείχνοντας ένα πρωτόγνωρο δυναμισμό. Το 1981 ίδρυσε την Εταιρεία Θεάτρου Η Σκηνή «με τη συνεργασία έξι ακόμα ηθοποιών». Σκηνοθέτησε (από κοινού με τον Βασίλη Παπαβασιλείου) κι έπαιξε στη Σπασμένη Στάμνα του Κλάιστ, σκηνοθέτησε κι έπαιξε στους Αγροίκους του Γκολντόνι, στη Συμφορά από το πολύ μυαλό του Γκριμπογιέντοφ. Το 1988 ίδρυσε τη Νέα Σκηνή. Σκηνοθέτησε κι έπαιξε στις παραστάσεις: Θείος Βάνιας του Τσέχοφ, Ρίττερ, Ντένε, Φος του Μπέρνχαρντ, Αντιγόνη του Σοφοκλή, Κατσούρμπος του Χορτάτση, Με δύναμη από την Κηφισιά των Κεχαϊδη-Χαβιαρά, Σχολείο των γυναικώντου Μολιέρου, Σ’ εσάς που με ακούτε της Λούλας Αναγνωστάκη (ο Μηνάς Χρηστίδης είχε γράψει ότι «αυτό το έργο, σ’ αυτή την παράσταση, δεν το χάνει κανένας “μανιακός” του θεάτρου» (Ελευθεροτυπία, 22/2/2003), Τέφρα και Σκιά του Χάρολντ Πίντερ, Καθαροί πια και Λαχταρώ της Σάρα Κέιν, Νύχτα της Κουκουβάγιας, Σε φιλώ στη μούρη (Βραβείο Σκηνοθεσίας Καρόλου Κουν, 1986-87) και Bella Venezia του Γιώργου Διαλεγμένου…

«Το “γιατί” ανεβάζω ένα συγκεκριμένο έργο με απασχολούσε ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της Σκηνής. Μετά άλλαξα. Έκρυβε μεγάλη έπαρση το να νομίζεις ότι όλα τα πράγματα μπορείς να τα δεις λίγο “επιστημονικοποιημένα”. Να μην μπορείς να υποταχθείς σε αυτό που σου αρέσει και να το επιλέξεις εκείνη τη στιγμή. Ολα βέβαια υπακούουν σε μια ανάγκη. Παλιά θέλαμε να ανταποκριθούμε και σε ορισμένα αιτήματα της εποχής, που δημιουργούσαν μια πιο σοβαρή εντύπωση για το θέατρο. Σήμερα δεν ισχύει για μένα πια αυτό. Γι’ αυτό και είμαστε αυτοδίδακτοι. Στην τέχνη όμως υπάρχουν μη αυτοδίδακτοι; Κάθε ανέβασμα είναι για μένα και μια μαθητεία. H διαφορά είναι ότι τώρα πια ξεκινάω με κάποιες ενδείξεις: Οτι το έργο δεν είναι δικό μου, αλλά ότι πρέπει να το κάνω δικό μου για να ζήσει. Οτι η σελίδα δεν έχει την ίδια σειρά στο μυαλό του συγγραφέα και ότι εμείς πρέπει να την υπακούσουμε. Όλο το θέατρο παίρνει στα σοβαρά τη σελίδα. Χάνεται έτσι η λειτουργία της φαντασίας, η ιδιοποίηση. Για να το κάνεις δικό σου πρέπει να αφήσεις τον εαυτό σου ελεύθερο, χωρίς να φοβηθείς. Αλλά δεν υπάρχει τόλμη στο θέατρο. Υπάρχουν πολύ ισχυρά ταλέντα, αλλά δεν υπάρχει τόλμη. Τόλμη στον ηθοποιό εννοώ, ανάγκη να δημιουργεί προβλήματα, σαν μια φυσιολογική κατάσταση, ώστε να χρειάζεται να λύσει κάτι…». Συνέντευξη του Λευτέρη Βογιατζή στη Μυρτώ Λοβέρδου, Το Βήμα, 16/11/2003).

Φερνάντο Αραμπάλ (1932): Νομίζω ότι η λέξη σκάνδαλο είναι ελληνική λέξη και σημαίνει την παγίδα μέσα στην οποία πέφτουμε

Ανατρεπτικός από την εποχή της εμφάνισής του στο προσκήνιο, ο Ισπανός (αλλά από το 1955 μονίμως εγκατεστημένος στο Παρίσι) συγγραφέας Φερνάντο Αραμπάλ, ήρθε στη χώρα μας, προσκαλεσμένος του Λάκη Προγκίδη βρέθηκε στο Ναύπλιο, συμμετέχοντας στην 8η Συνάντηση του γαλλικού περιοδικού L’ Atelier du Roman.
– Τι λόγο μπορεί να εκφέρει σήμερα η λογοτεχνία αν εκλείψει η δυνατότητα της πρόκλησης, αν πάψει να μπορεί να σοκάρει;«Δεν συνάντησα ποτέ μου κανένα συγγραφέα που να ήθελε να σοκάρει. Ποτέ. Hμουν πολύ καλός φίλος του Πικάσο, φίλος του Μπέκετ. Επισκεπτόμουν καθημερινά τον Ιονέσκο πριν από τον θάνατό του. Υπήρξα για τρία χρόνια μέλος των υπερρεαλιστών, φίλος του Αντρέ Μπρετόν. Σήμερα είμαι ενδεχομένως ο καλύτερος φίλος του Μισέλ Ουελμπέκ. Είμαι φίλος του Κούντερα. Oλοι εμείς θεωρούμασταν προκλητικοί άνθρωποι. Και σκανδαλώδεις. Νομίζω ότι η λέξη σκάνδαλο είναι ελληνική λέξη και σημαίνει την παγίδα μέσα στην οποία πέφτουμε. Δύσκολα μπορώ να μας φανταστώ να τοποθετούμε παγίδες για να πιάσουμε τους ανθρώπους. Δύσκολα μπορώ να φανταστώ έναν άνθρωπο της επιστήμης όπως ο Νταλί. Συχνά, οι εκδότες μας ή οι παραγωγοί μας, μας ζητούσαν να είμαστε προκλητικοί. Να προκαλέσουμε σκάνδαλο. Από εκεί ενέσκηψε το σκάνδαλο. Ορισμένα θεατρικά έργα μου προκάλεσαν σκάνδαλο σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες. Μυστηριωδώς. Γιατί στην πατρίδα μου δεν είχαν προκαλέσει κανένα σκάνδαλο. Tο «Πικ νικ στην εξοχή», προκαλεί σήμερα σκάνδαλο στο Τελ Αβίβ και στη Γάζα, στην Παλαιστίνη. Είναι μυστήριο, ποτέ δεν μπορούμε να ξέρουμε το γιατί. Πάντως, το σκάνδαλο προκαλείται χωρίς να υπάρχει η παραμικρή πρόθεση από την πλευρά των συγγραφέων. Δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε κάποιον ο οποίος γράφει κλεισμένος στο δωμάτιό του με τη σκέψη: θα προκαλέσω σκάνδαλο. Είναι μυστήριο…» (Συνέντευξη στον Σπύρο Γιανναρά, Η Καθημερινή, 9/10/2005).

 Άρθουρ Μίλερ (1915-2005): Πιθανότατα, θα ξεχαστώ εντελώς. Το 99,99% των έργων τέχνης έχουν ξεχαστεί…

Αρθρουρ Μίλερ: γιατί η Αμερική αμαύρωσε τη φήμη του | tovima.gr
Στις 11 Φεβρουαρίου 2005 και σε ηλικία 89 ετών πέθανε, χτυπημένος από καρκίνο, ο Aμερικανός θεατρικός συγγραφέας, Άρθουρ Mίλερ. Πολυβραβευμένος ο Mίλερ σκιαγράφησε με τον καλύτερο τρόπο το αμερικανικό όνειρο στο έργο του O θάνατος του εμποράκου. Aπέσπασε ερήμην του τα φώτα των μέσων ενημέρωσης, όταν παντρεύτηκε τη Mέριλιν Mονρόε, την οποία θεωρούσε «εξαιρετικά αυτοκαταστροφική».
«Δυστυχώς απέτυχα να τη βοηθήσω», είχε αναγνωρίσει σε συνέντευξή του το 1992… «Πιθανότατα, θα ξεχαστώ εντελώς. Το 99,99% των έργων τέχνης έχουν ξεχαστεί. Πόσοι και πόσοι συγγραφείς που κυριάρχησαν στην εποχή τους δεν πέρασαν στη σκιά; Η Ιστορία είναι ένα γιγάντιο τέρας. Γυρίζει την πλάτη και εξοβελίζει ό,τι μένει πίσω της». Ο Άρθουρ Μίλερ, που πέθανε τα 89 του, μας άφησε παρακαταθήκη τα έργα και τις σκέψεις του. Συχνά δηκτικές, άλλοτε προκλητικές, κάποτε μαχητικές. Ίσως μέσα απ’ αυτές μπορούμε να τον γνωρίσουμε, έστω και μετά θάνατον. Είπε: Για τη γραφή: «Ο τρόπος της γραφής μου θυμίζει τα πτηνά που επιστρέφουν στη φωλιά τους για να κλωσήσουν. Είναι ο ελληνικός τρόπος, η φόρμα της αρχαίας τραγωδίας, του Ίψεν. Αφορά προκλήσεις που δεν αντιμετωπίσθηκαν στον καιρό τους και επιστρέφουν και κυνηγούν, στοιχειώνουν τους ανθρώπους. Και η Ιστορία είναι η βάση σ’ αυτή τη φόρμα. Γράφω, εν τέλει, για να ανακαλύψω αλλά και για να εξηγήσω».
Για τα έργα του: «Κάποια από τα έργα μου έχουν ηλικία πενήντα ετών. Τι κρατάει πενήντα χρόνια; H δημοσιογραφία πέρασε, τα περισσότερα από τα δοκίμιά μου ξεπεράστηκαν, ένα μέρος της ποίησης ξεπεράστηκε και αυτό, όμως τούτα τα έργα έχουν πάντα την ίδια δύναμη. Τα γράμματα που λαμβάνω εκπέμπουν το ίδιο ξάφνιασμα με εκείνο πριν από μισόν αιώνα. Κάθε στιγμή μπορώ να αισθανθώ κάποιον να διαβάζει ή να βλέπει ένα έργο μου. Δεν σαστίζεις όταν τα βλέπεις τα έργα σου να διατηρούν μια τέτοια δύναμη;». (Τα Νέα, 14/2/2005)

Πιέρ Βιντάλ-Νακέ (1930-2006): Πρέπει να είμαστε ανοιχτοί σε διάφορες αναγνώσεις της αρχαίας τραγωδίας…

Αποτέλεσμα εικόνας για Pierre Vidal-Naquet

Μια εξέχουσα φυσιογνωμία του πνεύματος, ο Pierre Vidal-Naquet ασχολήθηκε με την ελληνική ιστορία και μνημονεύουμε το εξαιρετικό βιβλίο του που ο Γιάγκος Ανδρεάδης και η Πέπη Ρηγοπούλου μετέφρασαν το 1983: Ο Μαύρος Κυνηγός (Le Chasseur Noir) – μορφές σκέψης και μορφές κοινωνίας στον ελληνικό κόσμο (εκδόσεις Λιβάνη). Διανοούμενος που ουδέποτε στάθηκε στην άκρη των καυτών γεγονότων της εποχής του, αλλά πάντοτε πήρε θέση. Δεδηλωμένος φίλος της χώρας μας και του λαού της που τον αγαπά «γι’ αυτό που είναι και όχι για τα ονόματα με τα οποία κάποτε τιτλοφορείται»…

«Η τραγωδία δεν μπορεί να μιλήσει άμεσα για το παρόν όσο θα διατηρεί την αρχαιοπρεπή μορφή της. Εγώ δεν συμφωνώ καθόλου με την ορθόδοξη άποψη για το ανέβασμα των σχετικών παραστάσεων. Μια ηθοποιός μου έλεγε ότι μόνο κάτω από τον ελληνικό ουρανό μπορεί κανείς να ερμηνεύσει μια τραγωδία. Τσακωθήκαμε. Έχω κάνει μια μελέτη για το πρώτο ανέβασμα αρχαίας τραγωδίας σε σύγχρονη γλώσσα. Ήταν ο Οιδίπους Τύραννος που παρουσιάστηκε στο θέατρο “Παλάντιουμ” της Βιτσέντζα τον 16ο αιώνα, χωρίς μάσκες. Διότι όπως έλεγε ο σκηνοθέτης, η λειτουργία της μάσκας ήταν πολύ διαφορετική στις δυο εποχές. Η καλύτερη πάντως παράσταση που έχω δει εγώ ήταν το 1982 οι Επτά επί Θήβας, σε μετάφραση, σκηνοθεσία και σκηνογραφία του Γιάννη Τσαρούχη. Αυτό που με εντυπωσίασε ήταν ότι ο Χορός του δεν μιλούσε με μια φωνή όπως συνήθως, αλλά κάθε μέλος του μιλούσε με τη σειρά του – πράγμα που έκανε την παρέμβαση του Χορού πολύ πιο αποτελεσματική. Πιστεύω ότι πρέπει να είμαστε ανοιχτοί σε διάφορες αναγνώσεις της αρχαίας τραγωδίας και δεν αρνούμαι τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού των παραστάσεων…» (Συνέντευξη στην Μικέλα Χαρτουλάρη, Τα Νέα, 13/1/2001).

Γιώργος Βέλτσος (1944): Ο θάνατος και ο έρωτας!

Η ενασχόληση του Γιώργου Βέλτσου με το θέατρο είναι πάντα μια γόνιμη πρόκληση για τους δημοσιογράφους. Ο ίδιος δηλώνει ότι είναι «μανιακός» με το θέατρο. Έγραψε το θεατρικό έργο Camera degli sposi που ανέβηκε στο Στούντιο Ιλίσια από τον Μιχαήλ Μαρμαρινό και στη συνέχεια Τα χώματα που σκηνοθέτησε η Ρούλα Πατεράκη. Ακολούθησε η Αναγγελία, σε σκηνοθεσία Κωστή Καπελώνη. Καθηγητής ήδη, φοίτησε στη σχολή του Άκη Δαβή. Έκανε εντύπωση η είδηση ότι θα ερμηνεύσει το Διόνυσο στην παράσταση των τριτοετών της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, τη βασισμένη στη σκηνή του αγώνα των Βατράχων του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη…

«Μπορεί οι παραστάσεις του Βογιατζή να είναι εκπληκτικές, αλλά δεν μου αρέσει ο Διαλεγμένος. Όριό μου είναι η Αναγνωστάκη, παραπάνω δεν πηγαίνω… Μου αρέσει ο Δημητριάδης που προτιμούν ελάχιστοι ή ο ευφυής, αμετανόητος Κιμούλης. Διαφωνώ με τον αξιόλογο και φίλο Χρήστο Μποκόρο, οπαδό της αναπαράστασης. Ο Βαν Γκογκ γράφει στον αδελφό του “μου λείπει ένα κίτρινο” και μετά κόβει το αφτί του… Σ’ όλες τις τέχνες αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι το ωραίο αλλά το υψηλόν, το οποίο είναι μη παριστώμενο. Παρά το γεγονός ότι δεν μπορούμε να το εκφράσουμε, οφείλουμε να μαρτυρήσουμε υπέρ του μη παριστάμενου και να δούμε την αναπαράσταση ως ευκολία, ναρκωτικό στη συνείδηση. [Είστε αιρετικός, με τάσεις αυτοανάφλεξης, όπως σας αποδίδουν. Πώς ισορροπείτε τόσα χρόνια ανάμεσα σε ρήξεις και συνεχείς ανατροπές;] Ήμουν πείσμων στις θέσεις μου. Τώρα στα εξήντα μου, νιώθω μια… στημένη αναγνώριση. Ξέρω πολλούς που περίμεναν πώς και πώς την κατάρρευση, τη γελοιοποίησή μου. Δεν θα επέλεγα σε καμιά περίπτωση τον ρόλο ενός Ράμφου… Να, αυτό το παραλήρημα, όπως μου καταλογίζουν, ήθελα να αποφύγω μαζί σας και δεν τα κατάφερα… Ο Πεσόα λέει πως νικάει όποιος ποτέ του δεν τα καταφέρνει, πως δυνατός είναι μόνον όποιος αποθαρρύνεται. Νίκησα σε εισαγωγικά. Η στόφα μου διεκδικεί συνεχώς την κρίση. Για ποιο λόγο θέλω εκ του μηδενός να δοκιμάζομαι στην ποίηση, στο θέατρο, αύριο στην ζωγραφική όπως ο Γκρίναγουεϊ; Γιατί έχω ανάγκη από ένα εσωτερικό δικαστήριο. Ίσως, γιατί δεν τα έχω καταφέρει. Δεν υπήρξα ποτέ ο θεωρητικός Ντεριντά, ο Κακναβάτος ή ο Καρούζος στην ποίηση. Ο λόγος για τον οποίον ζητώ να κατακτήσω πεδία δεν είναι ναπολεόντειος. Δεν πρόκειται για ιμπεριαλισμό, αλλά για τη δοκιμασία κάποιου που αντιλαμβάνεται συνεχώς πως δεν τα έχει καταφέρει. Ενέχει μια φαουστική σημασία αυτή η αλλαγή επιπέδων. Η φαντασίωσή μου είναι η νεότης. Ενα είδος νεύρωσης, θα πείτε. Αλλ’ αυτή είναι η ζωή μου. Το κύτταρο, η μάνα, οι παιδικές αρρώστιες, δεν ξέρω. Αν σταματήσω, νεκρώνομαι. Είμαι ένα δυναμό στη ρόδα του ποδηλάτου. Άμα σταματήσει σβήνει το φανάρι. Πρέπει συνεχώς να μεταβάλλω “χίλια επίπεδα” που λέει ο Ντελέζ. Άλλωστε δυο είναι οι μαέστροι: ο θάνατος και ο έρωτας». (Συνέντευξη στην Έφη Μαρίνου, Ελευθεροτυπία, 5/6/2005).

 Δημήτρης Κεχαΐδης (1933-2005): Έφυγε όπως έζησε… ήσυχα, σιωπηλά, αθόρυβα

Η αποδημία του Δημήτρη Κεχαΐδη ήταν μια απώλεια δυσβάστακτη για το ελληνικό θέατρο, για τον πολιτισμό μας. «Βαρύς, γκρίζος ουρανός. Διάχυτη βουβαμάρα. Πρόσωπα βουρκωμένα παντού. Επιθυμία του Δημήτρη Κεχαΐδη, που έσβησε στις 15 Δεκεμβρίου 2005 σε ηλικία 72 ετών, ήταν να «φύγει» χωρίς ομιλίες. Η επιθυμία του έγινε σεβαστή από την καταβεβλημένη σύζυγό του Λένα (Ελένη Χαβιαρά), τους φίλους του και τους συγγενείς. Καμία ομιλία δεν εκφωνήθηκε, καμιά εκδήλωση εντυπωσιασμού. Λίγος ο κόσμος στο τελευταίο του, δαπάνη του υπουργείου Πολιτισμού, κατευόδιο στο Νεκροταφείο Ζωγράφου το Σάββατο, που καταχειροκρότησε μουδιασμένος. Παρόντες αυτοί που συνεργάστηκαν στο θέατρο μαζί του, αυτοί που γνώρισαν και αγάπησαν τον άνθρωπο και τον δραματουργό Κεχαΐδη. Χωρίς φλας, χωρίς φανταχτερούς σταρ (με αυτό το κομμάτι και τον κόσμο ο Κεχαΐδης δεν είχε την παραμικρή σχέση), οδηγήθηκε ένας από τους τελευταίους μεγάλους θεατρικούς συγγραφείς μας το Σάββατο στην τελευταία του κατοικία, αφήνοντας πίσω του ζωντανή τροφή για τη νόηση και το συναίσθημα το έργο του…» (Ελευθεροτυπία, 19 Δεκεμβρίου 2005). Και του Γ. Σαρηγιάννη: “Ούτε ένας επικήδειος! Είχε ζητήσει να μη μιλήσουν στην κηδεία του ο Δημήτρης Κεχαΐδης. Και έφυγε όπως έζησε. Κι όπως έγραψε: Ήσυχα. Σιωπηλά. Αθόρυβα. Μια ύστατη πράξη συνέπειας. Το ελληνικό θέατρο τον συνόδευσε. Όχι «σύσσωμο», μη νομίζετε, η κηδεία αυτή δεν επρόκειτο να έχει κάμερες και δηλώσεις διότι δεν «πουλούσε», άρα δεν υπήρχε λόγος να προσέλθουν οι «συνήθεις ύποπτοι»… Ήταν εκεί πάντως, συγκινημένοι, πολλοί από τους ανθρώπους του θεάτρου που ανέβασαν και έπαιξαν τα έργα του. Από γενιές παλαιότερες, αλλά και ορισμένοι από τους νεώτερους. Και κάποιοι που πολύ είχε γλυκάνει το μέσα τους ο Κεχαΐδης με τα κείμενά του – και τους είχε γλυκάνει με δάκρυ και με γέλιο…” (Τα Νέα, 19/12/2005).

Ερρίκος Μπελιές (1950-1016): Ο μεταφραστής πρέπει να είναι ένας άνθρωπος που αφουγκράζεται την εποχή του

Αποτέλεσμα εικόνας για Ερρίκος Μπελιές

Ο Μπελιές έχει μεταφράσει στα ελληνικά 155 θεατρικά έργα. Αξιοσημείωτη είναι η αναμέτρησή του με όλα τα έργα του μεγάλου Ελισαβετιανού, αλλά και με το μεταφραστικό εγχείρημα του αλησμόνητου Βασίλη Ρώτα. Στη θεατρική περίοδο 2004-2005 σε μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ παίχτηκαν: Ο τελευταίος επισκέπτης του Τ. Ουίλιαμς (θ. Τζένη Καρέζη, Πέτρος Ζούλιας), Τέλος καλό όλα καλά του Σαίξπηρ (ΚΘΒΕ, Γ. Μιχαηλίδης), Honour Τζοάνα Μάρεϊ-Σμιθ (θ. Άλμα, Αθανασία Καραγιαννοπούλου), Φρανκενστάιν ρεντίκουλους του Ντάουνινγκ (Νέο Ριάλτο), Θείος Βάνιας του Τσέχοφ (ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας), Τρικυμία του Σαίξπηρ (Αμφι-Θέατρο).

«Ο μεταφραστής πρέπει να είναι ένας άνθρωπος που αφουγκράζεται την εποχή του. Η δουλειά μου στο Δημόσιο μου προσφέρει μια δεδομένη φόρμα, πάνω στην οποία πρέπει να κινηθώ στο γραπτό λόγο. Η ενασχόλησή μου με δραματικές σχολές, όπου διδάσκω, μου φέρνει τα ακούσματα της νέας γενιάς και μπορώ να καταλάβω προς τα πού πάει η γλώσσα. Η δουλειά του μεταφραστή είναι να μπαίνει στο λεωφορείο, στο μετρό και να μην παίρνει το δικό του αυτοκίνητο. Ν’ ακούει συνέχεια. Εγώ φτάνω ν’ ακούω τα κουτσομπολίστικα μεσημεριανά της τηλεόρασης με τον ασθματικό λόγο του αδικημένου πολίτη, που νομίζει ότι εκτιθέμενος λύνει το πρόβλημά του. Χωρισμένοι, παντρεμένοι, αδικημένοι βγαίνουν στο γυαλί, νομίζοντας ότι έτσι λύνονται τα προβλήματά τους. Είναι μια δημόσια ψυχανάλυση κι ένας πακτωλός χρημάτων για τα κανάλια. Δεν επιλύονται πράγματα εκεί, απλώς εκτίθενται. Χρειάζεται να τους ακούμε, γιατί προέρχονται από πιο λαϊκές τάξεις. Τα λόγια τους είναι ειλικρινή και πιο πονεμένα. Μας χρειάζονται σε αρκετά έργα του παλαιότερου ρεπερτορίου, αλλά κυρίως του σύγχρονου». (Συνέντευξη του Ερρίκου Μπελιέ στον Γιώργο Βιδάλη, Ελευθεροτυπία, 13/12/2004).

Τζορτζ Στάινερ (1929-2020): Υπάρχει στην υψηλή κουλτούρα τέτοια δύναμη, που οι πραγματικές ανθρώπινες δυστυχίες, χάνουν σε αντίκτυπο…

Αποτέλεσμα εικόνας για George Steiner

Συγγραφέας και φιλόσοφος εν εγρηγόρσει, μαζί με τον 20ό αιώνα θάβει και τον ανθρωπισμό και προσβλέπει στις επιστήμες για μια νέα ηθική. Γεννημένος στο Παρίσι από Εβραίους γονείς αυστριακής καταγωγής, σπούδασε στο Χάρβαρντ και στην Οξφόρδη, μελέτησε σε βάθος την αρχαιοελληνική σκέψη, δίδαξε συγκριτική λογοτεχνία στο Πρίνστον και στο Kέμπριτζ, είναι ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους κριτικούς και έχει γράψει μια σειρά έργων με μεγάλη απήχηση, κι ανάμεσά τους είναι τα: Ο θάνατος της τραγωδίας (ελλ. έκδοση Εγνατία), Τολστόι και Ντοστογιέφσκι, Μάρτιν Χάιντεγκερ, Μετά την Βαβέλ, Αντιγόνες: Ο μύθος της Αντιγόνης στη Δυτική Λογοτεχνία (ελλ. έκδοση «Καλέντης»).

«Υπάρχει στην υψηλή κουλτούρα τέτοια δύναμη, που οι πραγματικές ανθρώπινες δυστυχίες, κοινότοπες, χυδαίες, χαοτικές, χάνουν σε αντίκτυπο. Το κλάμα της Κορδέλιας είναι πιο ζωντανό, πιο άμεσο, πιο πραγματικό από την κραυγή στο δρόμο. Η αισθητική, η ομορφιά, μια σελίδα του Σέξπιρ, του Καντ, του Ντεκάρτ, του Χέγκελ ή του Μπερξόν, θέτουν σε δεύτερο πλάνο την καθημερινή πραγματικότητα. Έτσι, αφού δίδαξα επί πενήντα δυο χρόνια, αναρωτιέμαι τώρα: Γνώριζα πραγματικά τι έκανα; Μπορούμε να εδραιώσουμε ένα δεσμό ανάμεσα στην υψηλή καλλιέργεια και μια πιο ανθρώπινη συμπεριφορά; Θέτω ασταμάτητα αυτό το ερώτημα στον εαυτό μου…» (Συνέντευξη στον Dominique Simonet (L’Express, Η Καθημερινή, 14/1/2001).

Μοιράσου το!
ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΔΡΩΜΕΝΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ