Σημειώσεις Περασμένων Ετών: Καραθάνος, Δημητριάδης, Παπαβασιλείου, Σμυρναίου, Δ. Παπαδόπουλος, Λεμπεσόπουλος, Κανακαρίδη, Μάτεσις, Μιχαλακόπουλος

Σημειώσεις Περασμένων Ετών: Καραθάνος, Δημητριάδης, Παπαβασιλείου, Σμυρναίου, Δ. Παπαδόπουλος, Λεμπεσόπουλος, Κανακαρίδη, Μάτεσις, Μιχαλακόπουλος

Μοιράσου το!

Δημοτικό Θέατρο Αθηνών
Πολλές φορές γίνεται αναφορά στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών (κεντρική φωτογραφία) που σήμερα δεν υπάρχει. Απλώς βλέπουμε τη σχετική εικονογράφηση που δείχνει ένα πραγματικό στολίδι της εποχής εκείνης. Φυσικά και για τη σημερινή Αθήνα του τσιμέντου εκείνο το θέατρο θα ήταν πραγματικά μια όαση.
Αποτέλεσμα εικόνας για Αύρα ΞεπαπαδάκουΔιάβασα τη σχετική μελέτη της θεατρολόγου κ. Αύρας Ξεπαπαδάκου «Δημοτικό Θέατρο Αθηνών: Τα πρώτα χρόνια της κακοδαιμονίας», Αριάδνη 18 (2012): 253-284 | | The Municipal Theatre of Athens: The first years of malaise, Ariadne 18 (2012): 253-284. 
Παραθέτω μετικά αποσπάσματα:

Το Θέατρον περατώνεται στις αρχές του Οκτωβρίου 1888. Ο Συγγρός έχει συμβληθεί με τους Γάλλους θεατρώνες  Lassalle  και  Charlet,  οι οποίοι, εις  πείσμα  της  κοινής  γνώμης, έχουν  αναλάβει  την  καλλιτεχνική διεύθυνση  του  θεάτρου  και  τον καταρτισμό  του  γαλλικού  θιάσου που  θα  το  στελεχώσει. Παρά  τη γενική  απαίτηση  να  παρουσιαστεί  κάποιο ελληνικό έργο κατά την εναρκτήρια  παράσταση,  το  Δημοτικό  Θέατρο  Αθηνών  εγκαινιάζεται στις 15 Οκτωβρίου 1888 με τη γαλλική opéra-comique Mignon του Ambroise Thomas.

Τα εγκαίνια του «νεοτεύκτου λαμπροῦ μεγάρου τῆς μούσης Μελπομένης» αποτελούν για την Αθήνα του 1888 το κοσμικό γεγονός των ημερών. Πραγματοποιούνται με κάθε επισημότητα, παρουσία της βασιλικής οικογένειας και άλλων Ευρωπαίων γαλαζοαίματων.  Όταν μάλιστα ο Συγγρός με έναν εύσχημο ελιγμό ανακοινώνει ότι το έν δέκατον των εισπράξεων από τα εισιτήρια του θεάτρου θα διατίθεται υπέρ του ευαγούς ιδρύματος του «Ευαγγελισμού», η φίλα προσκείμενη πλευρά δεν μπορεί να συγκρατήσει τα εγκώμια προς τον μέγα ευεργέτη.

Από την πρώτη ημέρα της λειτουργίας του το Δημοτικό Θέατρο καθίσταται «τὸ ἄσυλον, τὸ διαίτημα, ὁ οἶκος τοῦ καλλιτεχνικοῦ κόσμου, καὶ τοῦ δρῶντος καὶ τοῦ ἀπολαμβάνοντος».

 Στην πρώτη φάση της λειτουργίας του άπειρος κόσμος συρρέει στο νέο θέατρο, «μὲ ἔνδυμα ἐπίσημον» και με το ανάλογο ύφος, υποθέτουμε, για να συναναστραφεί τους ομοίους του, να θεαθεί και να θαυμαστεί, να επιδείξει την πολυμάθεια, την καλλιέργεια και τους ευρωπαϊκούς του τρόπους.

 Η πλειονότητα του ρεπερτορίου παρουσιάζεται στη γαλλική γλώσσα, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους επίδοξους Αθηναίους αστούς να κομπάσουν για την άριστη γνώση της γαλλικής και την ευρωπαϊκή τους κουλτούρα.

Ψευδοαριστοκρατισμός βασιλεύει στις πρώτες σειρές της πλατείας και στα θεωρεία της πρώτης τάξεως του «Nouveau Grand Théâtre d’Athènes»! Ακόμη και η γαλλική του αυτή προσωνυμία αποτελεί δείγμα της «γραικυλικῆς κουφότητος καὶ μωρᾶς ματαιοδοξίας» πολλών εκ των θαμώνων του. Φαίνεται ότι για τη νεοαστική κοινωνία των Αθηνών το νέο θέατρο δεν είναι παρά μία ακόμη παροδική μόδα. Το οψίπλουτο κοινό δεν αργεί να χάσει εν πολλοίς το ενδιαφέρον του από το δεύτερο έτος της λειτουργίας του θεάτρου και έπειτα. […] Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, εκατόν πενήντα ξεριζωμένες οικογένειες βρίσκουν καταφύγιο μέσα στο Δημοτικό Θέατρο για τρία χρόνια, στήνοντας πρόχειρα τα νοικοκυριά τους στα θεωρεία του και καίγοντας σε αυτοσχέδιες φουφούδες κομμάτια από τον διάκοσμο και τα σκηνικά του για να ζεσταθούν. Οι σοβαρές προσπάθειες ανακατασκευής και αναστήλωσης του θεάτρου κατά τα επόμενα έτη δεν καρποφορούν. Τη χαριστική βολή δίνει ο επί μεταξικής δικτατορίας δήμαρχος Αθηναίων Κώστας Κοτζιάς, ο οποίος διατάσσει τον Μάιο του 1939 την κατεδάφισή του. Τιμής ένεκεν, η πλατεία του Δημοτικού Θεάτρου πήρε το όνομά του.

  • Νίκος Καραθάνος, Δημήτρης Δημητριάδης, Βασίλης Παπαβασιλείου, Σμαράγδα Σμυρναίου, Δημοσθένης Παπαδόπουλος, Αρης Λεμπεσόπουλος, Παύλος Μάτεσις, Μελίνα Κανακαρίδη, Γιώργος Μιχαλακόπουλος

Νίκος Καραθάνος: Το μέλλον μού δίνει σφαλιάρες για να δω τα πράγματα αλλιώς!

D8A44C246F7B93645CE0408495F7606D

«Είναι ωραίο να ζεις σε μια εποχή που αλλάζει ο αέρας» μας λέει ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Νίκος Καραθάνος (γενν. 1967), που ετοιμάζεται να βρεθεί στην Επίδαυρο ερμηνεύοντας τον Οδυσσέα στον Κύκλωπα του Ευριπίδη, αλλά και να παρουσιάσει στις 17/8 τη μεγάλη επιτυχία της περσινής σεζόν, την Γκόλφω του Σπ. Περεσιάδη. Καλλιτέχνης σε διαρκή αναζήτηση, δεν διστάζει να παραδεχτεί ότι σήμερα η τέχνη είναι μάλλον συντηρητική, «δεν παίρνει χαμπάρι τη ζωή» και τις δυσκολίες της…

* Αντιμετωπίζετε λοιπόν το μέλλον μάλλον με αισιοδοξία; Το μέλλον μού δίνει σφαλιάρες για να δω τα πράγματα αλλιώς! Η ζωή σήμερα δεν παρέχει καμιά ασφάλεια. Είναι πολύ ωραία η στιγμή που μπορείς να ξαναανακαλύψεις τα πράγματα. Γιατί τελειώσανε και το τέλος βρίσκεται πίσω μας, όπως λέει και ο Παπαβασιλείου. Από εκεί πρέπει να ξεκινήσουμε. Πολλά πράγματα τα κηδέψαμε, τα φτιάξαμε τα κόλλυβά μας, σαρανταρίσαμε και πρέπει να το καταλάβουμε αυτό. Πρέπει τα πράγματα να τελειώσουν, να πεθάνουν μέσα μας για να ξαναγίνουν καινούργια. Αυτή η διαδικασία, βέβαια, έχει και θύματα, που είναι πάρα πολύ κοντά μας, στην οικογένεια του καθενός μας. Στενευόμαστε πάρα πολύ, γυρίσαμε δεκαετίες πίσω. Γι’ αυτό λέω πως καμιά φορά η τέχνη δεν παίρνει χαμπάρι τη ζωή, συνεχίζει να κάνει τα ίδια, ενώ γύρω μας οι οικογένειές μας έχουν πρόβλημα επιβίωσης. Η καλλιτεχνική παραγωγή δεν το παρακολουθεί αυτό, μένει σε ασφαλή νερά του παρελθόντος. Αλλάζουν όλα γύρω μας και είναι σαν ο καλλιτέχνης να αλλάζει τελευταίος. (Συνέντευξη στον Σπύρο Kακουριώτη, Η Αυγή, 28.07.2013)

Δημήτρης Δημητριάδης: «Η χώρα έχει βουλιάξει στη σύμβαση και την αντιγραφή»

Κοινός τόπος ανάμεσα στα δύο έργα του βραβευμένου συγγραφέα Δημήτρη Δημητριάδη (1944) που αυτές τις μέρες παρουσιάζονται σε δύο θεατρικούς χώρους της Θεσσαλονίκης (το «In senso» στο «Ορα» και οι «Διαδικασίες διακανονισμού διαφορών» στο στούντιο «Vis Motrix») είναι ο έρωτας πέρα από τα όρια, άμετρος και απροκάλυπτος. Το ακριβώς αντίθετο κάθε κοινοτοπίας ο ίδιος, παραμένει παραβατικός και σήμερα, όπως και πριν από 34 χρόνια που έγραφε το εμβληματικό «Πεθαίνω σαν χώρα». Η συζήτηση μαζί του ξεκίνησε από τον έρωτα, πέρασε στην τέχνη, για να καταλήξει στην πάλη του νέου με το παλιό, μέσα από την οποία υπάρχει ελπίδα να αναδυθεί ένα καλύτερο αύριο.

Μέσα σε «προσωπική απόγνωση» ο Δημήτρης Δημητριάδης είχε γράψει το «Πεθαίνω σαν χώρα» το 1978, «με το αίσθημα του ότι δεν αντέχεται άλλο αυτή η κατάσταση», όπως λέει ο ίδιος, αίσθημα οδυνηρά επίκαιρο στις μέρες μας. «Μπορεί να διαβάστηκε το κείμενο, όμως δεν κατανοήθηκε στις οδυνηρές του πλευρές. Είναι ένα κείμενο παραβατικό. Πηγαίνει κόντρα στους κανόνες, είναι αντι-κανονικό. Το ζητούμενο είναι να αλλάξουν άρδην όλοι οι κανόνες της ζωής. Η χώρα έχει βουλιάξει στη σύμβαση και την αντιγραφή. Χρειάζεται μια τολμηρή λειτουργία επινόησης και εφεύρεσης των πάντων. Πρέπει να τα σκεφτούμε όλα από την αρχή. Το παλιό, σήμερα περισσότερο από ποτέ, παλεύει με το καινούργιο. Είναι ένας αγώνας απίστευτης σκληρότητας. Βλέπω να συνυπάρχει η απίστευτη παρακμή με την ακμή του νέου. Είναι μία πολύ σημαντική στιγμή ιστορικά». (Συνέντευξη στη Χάιδω Σκανδύλα, Κυριακή, 28 Οκτωβρίου 2012 | Αγγελιοφόρος της Κυριακής)

Βασίλης Παπαβασιλείου: «Πώς γίνεται να ζούμε χωρίς χαρά;»

Τυπικά, η αφορμή για τη συνάντηση με τον σκηνοθέτη Βασίλη Παπαβασιλείου (γενν. 1949) ήταν η ταινία των Ταβιάνι «Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει», που προβάλλεται για τέταρτη εβδομάδα. Οι Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι, 83 και 81 ετών, παρακολουθούν την προετοιμασία και την πρεμιέρα μιας παράστασης με το έργο του Σαίξπηρ, στις φυλακές υψίστης ασφαλείας Ρεμπίμπια, στα περίχωρα της Ρώμης. Πρωταγωνιστές ισοβίτες, οι περισσότεροι, κρατούμενοι, πρόσωπα κατοικημένα από ζωές σκληρές και ματαιωμένες. Η παρουσία τους πυκνώνει το έργο σε σκέψεις, προεκτάσεις, αισθήματα. Μια ταινία 76 λεπτών, κινηματογραφημένη με ρεαλισμό, βαθύ, επεξεργασμένο βλέμμα, αισθητικά, πολιτικά, κοινωνικά.

Από την άλλη, ο σκηνοθέτης Βασίλης Παπαβασιλείου, βρίσκεται σε διαφορετικό μήκος κύματος αυτήν την εποχή, ετοιμάζοντας την πρεμιέρα, μεθαύριο Τρίτη, της οπερέτας του Θεόφραστου Σακελλαρίδη «Βαφτιστικός», με την Καμεράτα, στο Μέγαρο Μουσικής (είχε ανέβει για λίγες παραστάσεις και το καλοκαίρι στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών). Του ζητήσαμε να δει την ταινία για να συζητήσουμε μαζί του τα πολλά πρόσωπα της δημιουργίας και κυρίως τη φράση ενός κρατουμένου: «Από τότε που γνώρισα την τέχνη, αυτό το κελί έγινε φυλακή». Κοινός παρονομαστής της συνάντησης, «η χαρά». «Και η ταινία των Ταβιάνι και ο καιρός στην Ελλάδα μας λέει ότι υπάρχει ένα έργο στο οποίο ο καθένας είναι απέναντι στον εαυτό του. Οφείλει να ανακαλύψει μέσα του, συναντώντας τους άλλους, τους πόρους αυτού του γίγνεσθαι της χαράς», λέει ο Β. Παπαβασιλείου και αναρωτιέται: «Πώς γίνεται να ζούμε χωρίς χαρά;». (Μαρία Κατσουνάκη, Η Καθημερινή, 21/10/2012)

Σμαράγδα Σμυρναίου: 40 χρόνια θέατρο. «Θέλω κοινό με ακριβά γούστα»

Αποτέλεσμα εικόνας για Σμαράγδα Σμυρναίου

Σαράντα χρόνια θέατρο και η Σμαράγδα Σμυρναίου (γενν. 1948) συνεχίζει να ανθίζει στη σκηνή- φέτος ερμηνεύοντας, τον έναν μετά τον άλλον, δύο μονολόγους. Τη βρήκα να παίζει στο πιάνο. Στο ζεστό φουαγιέ του κομψού θεάτρου «Αγγέλων Βήμα». Τη μουσική την έχει στο αίμα της η Σμαράγδα Σμυρναίου.

Πατέρας της, ο Άκης Σμυρναίος. Ο Μικρασιάτης μουσικός και συνθέτης πλήθους γνωστών τραγουδιών αλλά και συμφωνικής μουσικής, που βγήκε στο βουνό στον Εμφύλιο ως Αστραπόγιαννος- ο Θούριος της Εθνικής Αντίστασης «Στ΄ άρματα, στ΄ άρματα, εμπρός στον αγώνα» σε δική του μουσική είναι-, ιδρυτής, το 1954, με τον Κώστα Γιαννίδη της Ελαφράς Ορχήστρας του ΕΙΡ – σήμερα Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ. Ο αδελφός της, η νύφη της, τα ανίψια της, όλοι μουσικοί. Έκανε μαθήματα πιάνου μέχρι τα δεκαέξι. Τα παράτησε μετά. Διάλεξε το θέατρο. Αλλά τη μουσική τη φέρει και στη σκηνή. Γοητευτική γυναίκα πάντα, με φωνή σκούρο βελούδο, έχει ερμηνεύσει θαυμάσια ρόλους εξαιρετικούς με τα σημαντικότερα θεατρικά συγκροτήματα και τους καλύτερους σκηνοθέτες, έχει ελιχθεί με επιτυχία από την επιθεώρηση έως τον Τσέχωφ, ικανή να μεταφέρει τη συγκίνηση στον θεατή, ικανή και να τον πλημμυρίσει ευφορία με το χιούμορ της. Και πάντα με μία υπόγεια μουσικότητα να διατρέχει την υποκριτική της. Κλείνει φέτος σαράντα χρόνια στο θέατρο. Τι μάθατε αυτά τα χρόνια; «Να είμαι περισσότερο ο εαυτός μου και να μην τον φοβάμαι. Να δείχνω τις άσχημες πλευρές του- που ίσως τις προβάλλω και περισσότερο. Είναι σαν στοίχημα να κερδίζεις τον άλλον και μέσα από τα στρυφνά σου. Έμαθα πως δεν μπορεί να αρέσουμε σε όλο τον κόσμο. Δεν με ενδιαφέρει να αρέσω σε όλα τα μάτια. Μου αρέσει να επιλέγω εγώ τα μάτια που τους αρέσω. Είμαι λίγο ακριβή στα γούστα μου. Και θέλω να είναι με ακριβά γούστα και το κοινό που με βλέπει».

Δημοσθένης Παπαδόπουλος, ο τηλεοπτικός «Καρυωτάκης»: «Όσοι λένε την αλήθεια είναι στο περιθώριο»

Σαν να κινείται σε ένα παράλληλο σύμπαν ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος με αφορμή τη σειρά «Καρυωτάκης». «Ζούμε σε μια εποχή που ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να εκφραστεί. Μια εποχή φθήνιας και συμφερόντων», λέει. Σε ένα ασταθές πολιτικά περιβάλλον στις αρχές του περασμένου αιώνα, με ίντριγκες, ευμετάβλητους πολιτικούς συσχετισμούς, με αιματηρά επεισόδια, ο Κώστας Καρυωτάκης δεν επέλεξε το «το σιγάν κρείττόν εστι του λαλείν», αλλά χρησιμοποίησε πύρινη γλώσσα, αντιμετωπίζοντας με κυνισμό τα πράγματα.

«Ο Καρυωτάκης είναι ένα πρόσωπο που, μέσα στη βρωμιά και τη σαπίλα, σου δίνει μια ελπίδα. Μιλά για μια αλήθεια, με ουσία, με τρόπο ταυτόχρονα αστείο και κυνικό. Ήταν εκφραστής μιας αλήθειας, πρότεινε τρόπους για να υλοποιηθεί κι έλεγε τα πράγματα με το όνομά τους. Δεν ήταν καθόλου ποιητής, υπό αυτή την έννοια. Δεν ήταν άνθρωπος που είχε ακαδημαϊκή προσέγγιση στα πράγματα. Ζούσε, κι αυτό έκανε την ποίησή του να είναι αληθινή». Υπάρχουν άνθρωποι σήμερα που εκφράζουν την αλήθεια; «Αποκλείεται να μην υπάρχουν. Το θέμα είναι αν τους προσφέρεται βήμα. Νομίζω πως είναι στο περιθώριο. Εκτιμώ ότι πληρώνουμε το κόστος να είμαστε καπιταλιστική κοινωνία. Η σειρά του Τάσου Ψαρρά έρχεται και «κουμπώνει» με τα σημερινά γεγονότα. Στον «Καρυωτάκη» βλέπουν δύο ανθρώπους της διανόησης στο ίδιο ταραγμένο πολιτικοκοινωνικό περιβάλλον. Πολιτική αστάθεια, οικονομικο-πολιτικά συμφέροντα είναι στην πρώτη γραμμή». (Ιερείδης Χρήστος, Τα Νέα, 

Παύλος Μάτεσις: «Η Παιδεία ευνουχίζει, στόχος ο διορισμός»

Αποτέλεσμα εικόνας για Παύλος Μάτεσις

Υπάρχει πνευματική τρομοκρατία. Τα μεγάλα ονόματα ή οι μεγάλες φίρμες ασκούν ένα είδος τρομοκρατίας. Οταν ένα όνομα είναι πολύ μεγάλο, ο κοινός αναγνώστης ή ο κοινός ακροατής ή ο κοινός θεατής διστάζει να σχηματίσει γνώμη. Αν διαφωνεί αισθάνεται ότι είναι βλάκας. Σκέφτεται ότι για να το λένε οι άλλοι έτσι θα είναι». Αυτό επισημαίνει μεταξύ άλλων μιλώντας στον ΕΤ ο διακεκριμένος θεατρικός συγγραφέας, πεζογράφος και μεταφραστής Παύλος Μάτεσις (Δίβρη Ηλείας, 12 Ιανουαρίου 1933-Αθήνα, 20 Ιανουαρίου 2013), που εκτός των άλλων χαρακτηρίζεται από το θαρραλέο και για κάποιους «αιρετικό» του λόγο.

Διευκρινίζοντας την έννοια της πνευματικής τρομοκρατίας παρατηρεί: «Ο Γκαίτε, για παράδειγμα, υπήρξε μέγας ποιητής, μέγας γλωσσοπλάστης, επιστήμονας κ.λπ. Έτσι κανείς δεν τολμάει να πει ότι ο “Φάουστ” από θεατρική πλευρά είναι μια αποτυχία, είναι κατάπλασμα και όταν βλέπεις τον “Φάουστ” βαριέσαι. Μπορεί να έχει σκέψεις περί φιλοσοφίας, περί ζωής, όμως αυτό δεν είναι θέατρο. Ενα άλλο παράδειγμα είναι αυτό που έγινε στην Αμερική με τον Αντι Γουόρχολ. Οι γκαλερί τον πλασάρισαν τόσο που δεν τολμούσε κανείς να μιλήσει. Και στο τέλος φάνηκε ότι αυτό δεν ήταν ζωγραφική αλλά μια αγυρτεία». Το θέμα αυτό φυσικά παραπέμπει άμεσα στο έλλειμμα Παιδείας από την οποία χαρακτηρίζεται η εποχή μας. Ο Παύλος Μάτεσις διαπιστώνει: «Σήμερα η Παιδεία ευνουχίζει, διότι έχει μεταβληθεί. Κάποτε η βάση της Παιδείας ήταν ο έρως προς τη γνώση. Σήμερα ο στόχος είναι κάποιος να διοριστεί και να βρει επαγγελματικούς προσανατολισμούς. Δεν υπάρχει έρως προς τη γνώση». (Πασαμιχάλη Ελπίδα, Ελεύθερος Τύπος, Δευτέρα, 09.03.09)

Αρης Λεμπεσόπουλος: «Τα παιδιά μου μ’ έσωσαν από την αγωνία ν’ αρέσω»

Ο Αρης Λεμπεσόπουλος (γενν. 1 Μαΐου 1963) τους τελευταίους μήνες έζησε συγκινήσεις πρωτόγνωρες. Και στη ζωή και στη σκηνή. Δεν έγινε μόνο πατέρας, για πρώτη φορά, δυο δίδυμων γιων. Ταυτόχρονα δούλευε για μια παράσταση του Εθνικού, την «Κυρία από τη θάλασσα» του Ιψεν, σε μια διαδικασία παραδόξως «λυτρωτικά» χαρμόσυνη.

«Ενα παιχνίδι», την αποκαλεί ο πρωταγωνιστής. «Ο σκηνοθέτης Εϊρικ Στούμπε ούτε με στρίμωξε ούτε με στραμπούληξε ψυχολογικά. Δυστυχώς, στην Ελλάδα πρέπει να βασανιστείς. Δεν επέλεξα αυτή τη δουλειά για να είμαι δυστυχής. Και στο ελληνικό θέατρο όλοι δυστυχείς είναι. Παίρνουν χάπια. Πάνε σε ψυχιάτρους. Πίνουν… Μου είχε λείψει λίγη υγεία και η αγάπη για τον Ελληνα ηθοποιό. Εχουμε πολλούς …βρικόλακες…»! Μέσα από ένα υγιές παιχνίδι, που έκρυβε βαθιά γνώση -ο Νορβηγός σκηνοθέτης ειδικεύεται στον συμπατριώτη του δραματουργό- προέκυψε μία από τις καλύτερες παραστάσεις της χρονιάς. Ενας λιτός, ουσιαστικά σύγχρονος Ιψεν, με «Κυρία» τη Μαρία Ναυπλιώτου. «Είτε συνειδητά είτε υποσυνείδητα έγινε στροφή 360 μοιρών. Η έγνοια μου πλέον είναι αυτά τα δύο πλασματάκια. Σίγουρα η παρουσία ενός παιδιού σώζει από αυτό το επάγγελμα. Γιατί έχω δει ανθρώπους στα 69 και στα 70 τους, χορτασμένους και με το μύθο τους πια, να ρωτάνε με αγωνία «πώς σου φάνηκα;». Είναι δυνατόν ακόμα να ρωτάς «σου άρεσε η παράσταση;» Εδώ και χρόνια την έχω κόψει αυτή την ερώτηση. Δεν μπορεί να έχεις εφ’ όρου ζωής την αγωνία «άρεσα;»! Η δουλειά είναι δουλειά. Την αγαπώ στο μέτρο του δυνατού. Ποτέ δεν ήμουνα όμως φανατικός. Δεν θέλω 24 ώρες το 24ωρο να ασχολούμαι με το τι είπε ο Ιψεν. Υπάρχουν ηθοποιοί που το κάνουν». (Ιωάννα Κλεφτόγιαννη, Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010)

Μελίνα Κανακαρίδη: «Είμαι Ελληνίδα και μ΄ αρέσει»

Αποτέλεσμα εικόνας για Μελίνα Κανακαρίδη

Η Μελίνα Κανακαρίδη (γενν. 23 Απριλίου 1967) έκανε την πρώτη της εμφάνιση στη θεατρική σκηνή σε ηλικία οκτώ ετών. Γεννημένη το 1968 στο Οχάιο των Ηνωμένων Πολιτειών, είναι σήμερα μια από τις πιο γνωστές τηλεοπτικές ηθοποιούς από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Το σίριαλ που την έκανε διάσημη ήταν το «Ρrovidence», αλλά εκεί που απογειώθηκε ήταν στον ρόλο της Stella Βonasera στη σειρά «CSΙ Νέα Υόρκη», για την οποία ήταν και υποψήφια για βραβείο Εmmy και η οποία προβάλλεται στη χώρα μας από τον Σκάι. Εχει επίσης εμφανιστεί στον κινηματογράφο στην ταινία «15 λεπτά» στο πλευρό του Ρόμπερτ Ντε Νίρο.

Παρά το γεγονός ότι είναι μια διάσημη ηθοποιός, είναι μια γλυκύτατη γυναίκα που σε κερδίζει με τη ζεστασιά της. Δηλώνει επίσης υπερήφανη για την ελληνική της καταγωγή. – Νιώθετε Αμερικανίδα ή Ελληνίδα; «Τίποτε δεν συγκρίνεται με το να είσαι Ελληνοαμερικανίδα. Κάθε φορά που ρωτούσα τους γονείς μου “είμαι Ελληνίδα ή Αμερικανίδα” μου απαντούσαν: “Είσαι Ελληνοαμερικανίδα, γεγονός που σε κάνει καλύτερη Αμερικανίδα”. Συμφωνώ απολύτως με αυτή την άποψη. Είμαι υπερήφανη για την ελληνική καταγωγή μου. Για αυτό και δεν άλλαξα ποτέ το όνομά μου». (Δημήτρης Γαλάνης, Το Βήμα, 02/04/2011)

Γιώργος Μιχαλακόπουλος: «Για όλα πρέπει να υπάρχει μέτρο»

Αποτέλεσμα εικόνας για Γιώργος Μιχαλακόπουλος, «Φθινοπωρινή ιστορία»

Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος (γενν. 28 Φεβρουαρίου 1938) πρωταγωνιστεί, με την Κατερίνα Μαραγκού στο πλευρό του, στην «Φθινοπωρινή ιστορία» του Μ. Αρμπούζοφ. Τον πρώτο τον γνωρίσαμε μέσα από τις αξέχαστες κινηματογραφικές ταινίες των «χρυσών» δεκαετιών του ’50 και του ’60. Σεμνός, μετρημένος, πολυτάλαντος, ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος έζησε όλη του τη ζωή μέσα στο θέατρο και για το θέατρο. Στις αρχές Μαΐου θα βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, πρωταγωνιστώντας στην παράσταση «Φθινοπωρινή ιστορία» του Μ. Αρμπούζοφ, με την Κατερίνα Μαραγκού στο πλευρό του.

Μπορεί ένα έργο με αισιόδοξο μήνυμα, όπως αυτό της «Φθινοπωρινής ιστορίας», να υπερνικήσει την καταστροφολογία της εποχής; Μπορεί και είναι κι ένα από τα «καθήκοντα» του ηθοποιού. Να μπορέσει να μεταδώσει στην πλατεία θετική ενέργεια χωρίς ψευδαισθήσεις ή υπερβολές. Για όλα πρέπει να υπάρχει μέτρο και να έχει σταθερή βάση και αναφορά στην πραγματικότητα. Η δεύτερη ευκαιρία στις ανθρώπινες σχέσεις είναι εφικτή για έναν άνθρωπο που βρίσκεται στο «φθινόπωρο» της ζωής του; Ρωτάτε κάποιον ο οποίος είναι πενήντα χρόνια παντρεμένος. Ως εκ τούτου, μόνο θεωρητικά μπορώ να σας απαντήσω! (γέλια) Μην έχοντας γνώση αυτής της μοναξιάς, το μόνο που έχω να πω είναι ότι την καταλαβαίνω απολύτως. Διανύουμε μία εποχή άνυδρη συναισθηματικά, όπου δυσκολευόμαστε να μην κοιτάξουμε καχύποπτα το συνάνθρωπο μας, όπως και να ακουμπήσουμε πάνω του, από φόβο μήπως μας ζητήσει ανταλλάγματα. Ολη αυτή η αγωνία όμως δεν είναι ίδιον μόνο των μεγάλων ανθρώπων. Πιο πολύ οι νέοι θα έλεγα ότι τη βιώνουν. (Αλέξανδρος Σαλαμές, Αγγελιοφόρος της Κυριακής, Τρίτη, 13 Απριλίου 2010)


Μοιράσου το!
ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΔΡΩΜΕΝΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ