Ήταν η Κατίνα Παξινού!!!

Ήταν η Κατίνα Παξινού!!!

Μοιράσου το!

Κάρολος Κουν: “Τα χέρια της…”

Δέκα χρόνια μετά το θάνατο της Κατίνας Παξινού και πενήντα χρόνια μετά την οριακή ερμηνεία της, απ’ τη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, στους “Βρυκόλακες” του Ίψεν, με το ρόλο της Κας Άλβιγκ, ο μεγάλος δάσκαλος του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν θυμάται:
Αμέτρητοι είναι σχεδόν οι ρόλοι που η Κατίνα Παξινού είχε παίξει στο θέατρο – στην κλειστή σκηνή αλλά και στα ανοιχτά αρχαία θέατρα. Προσωπικά θα μου μείνει αξέχαστη η ερμηνεία της στην Κα Άλβιγκ. Ήμουν κι εγώ τότε στο Εθνικό Θέατρο, για το ανέβασμα του “Ερρίκου IV” του Πιραντέλλο. Παρακολούθησα μια-δυο δοκιμές στους “Βρυκόλακες” και, φυσικά, είδα και την παράσταση όπου εδέσποζε με τη δυνατή παρουσία της, πάνω στη σκηνή, η Κατίνα Παξινού. Μου έχει μείνει αλησμόνητη η κίνηση των χεριών της. Γενικά η ερμηνεία της ήταν ό,τι πιο σύγχρονο, από την άποψη της υποκριτικής έκφρασης, είχε φανεί ώς τότε στο ελληνικό θέατρο. Πιστεύω πως αυτή η εξαιρετικά προικισμένη ηθοποιός, με την τόσο έντονη προσωπικότητα και τη γενική κουλτούρα που έφερνε μαζί της, βοήθησε αποφασιστικά να ανανεωθεί το θέατρο – τόσο το νεότερο κλασικό όσο και το αρχαίο δράμα. Κι από την άποψη αυτή, η συνεισφορά της ήταν όχι απλώς μεγάλη αλλά πολύτιμη. Σίγουρα η Παξινού ήταν η πιο σύγχρονη ηθοποιός στις μέρες της. (Τα Νέα, 21 Φεβρουαρίου 1983. Συνέντευξη στον Γιώργο Πηλιχό)

Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος: Η φωνή της τραγωδίας

Η Κατίνα Παξινού έφυγε από τον κόσμο τούτο σέρνοντας το κάρο του Μπρεχτ. Είχε φτάσει στο κατώφλι, στην έξοδο, και ξανάβρισκε μια από τις κορυφαίες στιγμές της, από τις μεγάλες και ανεπανάληπτες στιγμές του θεάτρου – τότε που το θέατρο ολόκληρο ενοποιείται, η διάκριση ανάμεσα στο θεατή και τον υποκριτή καταργείται κι ανασαίνουν όλοι την ίδια ανάσα και μεταμορφώνονται σε αδιαίρετη παρουσία, αγκιστρωμένοι με τα ίδια νύχια ο ένας στη σάρκα, στην ψυχή και στο πνεύμα του άλλου. Αυτή είναι η τρομερή μαγγανεία της τέχνης, όταν κερδίζει τον εαυτό της με άκρα πληρότητα.

Η Κατίνα Παξινού δεν πρόδωσε μήτε μια στιγμή την υψηλότατη αποστολή που έταξε στον εαυτό της. Σιμά σ’ ένα μεγάλο καλλιτέχνη και άνθρωπο σοφό του θεάτρου, τον Αλέξη Μινωτή, δεν απαρνήθηκε και στις δυσκολότερες στιγμές του καλλιτεχνικού της βίου τους θεούς της. Έτσι η παρουσία της δεν υπήρξε μόνο μια πραγμάτωση υψηλού ποιού, αλλά και μια διδασκαλία καλλιτεχνικού ήθους.

Μπορούμε να λέμε πως ένας μεγάλος ηθοποιός είναι ικανός να ενσαρκώνει με την ίδια τελειότητα και τους μικρούς και τους μεγάλους ρόλους. Αλλά δεν είναι πλασμένος για τα άδεια σχήματα, για τους ασήμαντους ρόλους. Για τούτο αναζητεί τον εαυτό του στην αναμφισβήτητη ποίηση και στην υψηλή δραματική τέχνη. Η Κατίνα Παξινού ανήκει στην πινακοθήκη των τραγωδών του διαιώνιου θεάτρου. Και η τραγωδία δεν είναι μόνο μια καταβύθιση στο υπέδαφος της ανθρώπινης υπόστασης, είναι και μια μνημειακή αρχιτεκτονική. Ανήκει στο ατελεύτητο “εσαεί” και όχι στο εφήμερο “παραχρήμα”.

Όταν εμφανίζεται η Ελληνική ερμηνεία της Τραγωδίας όλοι θα νιώσουν μονομιάς πως βρίσκονται αντίκρυ σε κάτι απόλυτα αυθεντικό. Είχε τη δυνατότητα να παρασύρει. Με τη φωνή, με τη στάση, με την κίνηση, με την έκφραση του προσώπου, με την ψυχή, με την όλη αγρύπνια της, την εγρήγορση που έπλαθε από την κάθε λεπτομέρεια ένα σύμπαν μαγείας. Τώρα έχει σωπάσει. Η φωνή της έχει σβήσει. Η παρουσία της γίνεται μνήμη. Η μνήμη γίνεται ιστορία. Η ιστορία θα γίνει θρύλος αργότερα. Η μνήμη είναι για μας. Η ιστορία για τους απόγονους. Ο θρύλος για τους επίγονους.

Παναγιώτης Κανελλόπουλος: Η Κατίνα τής καθημερινής ζωής…

Η αθέατη συνοδεία προσώπων, που, μ’ έναν υπόκωφο ρυθμικό βηματισμό, προχωρούν πανηγυρικά και μπαίνουν, μαζί με τον μεγάλο ηθοποιό, στον άλλον κόσμο, στη σιωπηλή αθανασία, έχει κάτι το ιερό και ανατριχιαστικά μυστηριακό. Το αισθάνθηκα για πρώτη φορά ίδιαίτερα, όταν είδα να οδηγείται στην τελευταία της κατοικία η Κατίνα Παξινού. Έκλεισα μια στιγμή τα μάτια μου και είδα να τη συνοδεύουν και να φεύγουν, για πάντα μαζί της, η Εκάβη και η Μπερνάρντα Άλμπα, η Ιοκάστη και η Άννα Κρίστι, η Ηλέκτρα και η Μαίρη Ταϊρόν, η Κλυταιμνήστρα και η μητέρα του Αμλέτου, η Άτοσσα και η Πιλάρ, η Φαίδρα και η Έντα Γκάμπλερ, η Αγαύη και η κυρία Άλβιγκ, η Μήδεια και η Γηραιά Κυρία, η Σάρρα και η Μάνα Κουράγιο, και άλλες… και άλλες μορφές, που έτσι, όπως τις είχε ενσαρκώσει η Κατίνα, δεν πρόκειται ποτέ πια να περπατήσουν επάνω στη γη.

Έφυγαν, λοιπόν μαζί της πολλά άλλα πρόσωπα, δαιμονικές μορφές μυθικού μεγέθους και αδύνατες τρυφερές υπάρξεις, που όλες τους είχαν βρει την εξιλέωσή τους -μια μοναδική και ανεπανάληπτη στο είδος και ύφος της εξιλέωση- στη μορφή της Κατίνας Παξινού. Αλλά, για όσους την γνώρισαν από κοντά και την αγάπησαν, έφυγε και κάποια άλλη, που δεν ήταν ούτε Εκάβη, ούτε Μπερνάρντα Άλμπα. Έφυγε η Κατίνα της καθημερινής ζωής, που είχε κάμει κι αυτήν -την τόσο υποτιμημένη “καθημερινή” ζωή- να δείξει τη μεγάλη της αλήθεια, τη μεγάλη της ομορφιά.

Γιάννης Τσαρούχης – στη θύμηση της Κατίνας Παξινού

Οι πρωταγωνίστριες γεννιώνται, δεν γίνονται. Αν κρίνει όμως κανείς από τη βιογραφία της Σάρας Μπερνάρ, της πιο τυπικής πρωταγωνίστριας, θα καταλάβει ότι ο χρόνος που απαιτείται για να φανερωθεί ό,τι ήδη υπάρχει, συχνά είναι μακρύς. Αυτές οι σκέψεις περνούν απ’ το μυαλό μου όταν αναλογίζομαι τη σταδιοδρομία της Κατίνας Παξινού που ήταν κι αυτή απ’ τις γεννημένες πρωταγωνίστριες.

Το μεγάλο κοινό άρχισε να τη γνωρίζει μετά το 1931. Πολύ πριν ένας στενός κύκλος είχε καταλάβει ποια ήταν και τι μπορεί να κάνει. Έξω όμως από τους εκλεκτούς και τους ειδικούς που είχαν προείδει την εξαιρετικήν ηθοποιό, εμείς τα μικρά παιδιά του Πειραιά, τα γειτονόπουλά της με το αλάνθαστο ένστικτο των παιδιών, πριν ακόμα βγει στο θέατρο, τις αποδίδαμε τιμές πρωταγωνίστριας, που συνίσταντο στη σιωπηλή προσοχή μας. “Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων καταρτίσωσι αίνον”.

Η Κατίνα Κωνσταντοπούλου ερχόταν συχνά στο σπίτι της θείας μου Δέσποινας Μεταξά (ένα θριαμβικό κατόρθωμα του Τσίλλερ) κι εμείς τα παιδιά είμαστε ήδη του μεγάλου θεάτρου της ζωής. Την θαυμάζαμε για την καλοσύνη της. Θα’ταν δε θα’ταν τότε 17 ή 18 χρονών. Την παρακολουθούσαμε αποσβολωμένοι. Παρατηρούσαμε το κάθε τι που έκανε, το ντύσιμό της, όλα σ’ αυτή ήταν άξια παρατηρήσεως. Η ομορφιά της, πρώτα απ’ όλα, η φωνή της, ο τρόπος που καλημέριζε, το πώς έλεγε “χρόνια πολλά” τις χρονιάρες μέρες και “Χριστός Ανέστη” τη Λαμπρή. Σ’ αυτόν τον Πειραιά όπου το ευχέλαιο κατ’ οίκον, οι παρακλήσεις και οι αγιασμοί κάθε πρώτη του μηνός αναμειγνύονταν με τη λατρεία του Παρισιού και της μόδας του, η Κατίνα ήταν ήδη ένα κεντρικό πρόσωπο, ήταν η πρωταγωνίστρια. Γόησσα και ανθρώπινη, ανοιχτοχέρα και ανήσυχη. Πάντα ανήσυχη. Ένα πλάσμα που είχε παραστρατήσει και βρισκόταν κατά λάθος στον ευπρεπή και πληκτικό αστικό Πειραιά. Ανήκε κάπου αλλού. Η θέση της δεν ήταν στον Πειραιά, τον τόσο γοητευτικό και γαλήνιοι. Μέσα της είχε την ακρίβεια και την λεπτότητα που έχουν οι Ταναγραίες, αλλά και τη στόφα μιας διαμαρτυρόμενης.

Ίσως όλοι δεν ξέρουν πως αυτοί που την θαύμαζαν για την εξαιρετική της φωνή mezzo soprano περίμεναν να την χειροκροτήσουν στην Όπερα μια μέρα. Μικρό παιδί την άκουσα να τραγουδά “Κάρμεν”. Σ’ αυτά τα νεοκλασικά σαλόνια όπου χορεύονταν ακόμα ώς το 1927 οι καντρίλλιες υπήρχαν κι αυθόρμητα νούμερα δεσποινίδων που απήγγειλαν ή τραγουδούσαν. Η Κατίνα τραγουδούσε. Η όμορφη και δυνατή φωνή της μαζί με την ορμή του πιανίστα που τη συνόδευε έκανε να τρέμουν τα αγαλματάκια που κοσμούσαν το πιάνο. Οι τρεις Χάριτες, η Σαλώμη, ο έρως και η ψυχή του Κανόβα.
Συχνά ανέβαινε στο δρύινο νεογοτθικό τραπέζι της “καλής” τραπεζαρίας της θείας μου, φορώντας ένα ισπανικό σάλι. Όλα αυτά εξένιζαν τις Πειραιώτισσες, αλλά δεν μείωναν τον θαυμασμό τους. Την χαρακτήριζαν “θεατρίνα”. Η λέξη ήταν γριφώδης και σήμαινε και έπαινο και κατάκριση. Φυσικά ακολουθούσαν απαγγελίες κατά διδασκαλία Σιγάλα και πολλά τραγούδια του Σαμάρα. “Παπά μια κόρη αγάπησα”, “Παντρεμένος πριν πάω στα ξένα”, “Της κοπέλας το νερό” σε στίχους Ιωάννη Πολέμη, που ένα ποίημά του “Ο λιποτάχτης” είχε πάντα μεγάλη επιτυχία. Επαρχία, όμως το ασημένιο φως του Πειραιά, τα ομόρφαινε όλα και τα σπίτια του Τσίλλερ φαίνονταν Παρθενώνες, ενώ τα μικρά ποιήματα του Πολέμη έπαιρναν μια ένταση τραγωδίας, απαγγελλόμενα από ωραία κορίτσια.

Δεν ξέρω τι έδινε στον Πειραιά μιαν αίγλη και τον έκανε να φαίνεται μεγάλη πρωτεύουσα. Η αστική υπεροψία και ο εγωκεντρισμός ίσως συντελούσαν σ’ αυτό και δημιουργούσαν την ατμόσφαιρα αναμονής μιας πρωταγωνίστριας, ενός προσώπου τραγωδίας. Η Κατίνα ανήκε σ’ έναν άλλο κόσμο. Μιλούσε για τον Στραβίνσκι, ακόμη στο 1921 και έπαιξε το μοναδικό έργο του Δημήτρη Μητρόπουλου, την όπερα “Αγία Βεατρίκη”. Η μοναξιά της μεγάλη, όπως συμβαίνει σε κάθε εξαιρετικό άνθρωπο, στην αρχή μάλιστα της ζωής της που έλειπε στα ξένα κάμποσο καιρό.

Ευτυχώς που αργότερα βρήκε ανθρώπους που κατάλαβαν την πολύτιμη ανησυχία της ψυχής της και της παραστάθηκαν με πίστη και αγάπη στην καλλιτεχνική της πορεία, όπως ο Φώτος Πολίτης και σε ζωή και τέχνη πάντα μαζί της ο Αλέξης Μινωτής. Είχε κρατήσει την στερεότητα των θετικών ανθρώπων του Πειραιά, αλλά όχι για να συνάξει χρήματα όπως αυτοί, αλλά για να υπηρετήσει ένα ιδανικό. Ο εγωκεντρισμός της ήταν ο ευλογημένος εγωκεντρισμός της ελληνικής τέχνης που οδηγεί στη μεγάλη αντικειμενικότητα.

  • Τα κείμενα του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου και το Παναγιώτη Κανελλόπουλου αναφέρονταν στην εκδήλωση του Εθνικού Θεάτρου, εκδήλωση τιμής στη θύμηση της Κατίνας Παξινού στα 1975.
  • Το κείμενο του Γιάννη Τσαρούχη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Μεσημβρινή” στις 16 Φεβρουαρίου 1980.
  • Το σκίτσο της Κατίνας Παξινού στην κεντρική φωτογραφία φιλοτεχνήθηκε από την Βασιλική Ηλιακοπούλου.

Μοιράσου το!
ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΔΡΩΜΕΝΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ