Νευρωτικός ρεαλισμός
- ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
Ο Τενεσί Ουίλιαμς, ο Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας που τόσο απασχόλησε τον κόσμο ίσαμε πριν από ελάχιστα ακόμα χρόνια –προτού τον διαδεχθεί στο προσκήνιο της επικαιρότητας ο συμπατριώτης του Έντουαρντ Άλμπι– ανήκει, κιόλας, κατά κάποιον τρόπο, στην Ιστορία. Λέμε “κατά κάποιον τρόπο” γιατί θα ήταν άδικο ν’ αποστρατέψουμε έναν συγγραφέα πενηντατεσσάρων ακόμα χρονών. Έχει όμως και να προσθέσει τίποτα στο έργο του ο Ουίλιαμς; Μήπως είναι κι αυτός θύμα της αδηφαγίας του καιρού μας για το καινούργιο και το νεότροπο, ή θύμα του εαυτού του, που είπε πια, απόσωσε το τραγούδι του; Σε κάθε περίπτωση, μια προσωπική του εξομολόγηση δεν μπορεί παρά να έχει ενδιαφέρον· πολύ περισσότερο όταν συμβαίνει ν’ απαντάει σ’ ένα ερώτημα πολύ πιο καίριο, ερώτημα καθαυτό κεντρικό για την όλη του θεατρική παραγωγή: Όχι αν είναι ή όχι, και γιατί, ξεπερασμένη, αλλά γιατί να έχει αυτή την υφή, γιατί ν’ αποπνέει τα δηλητήρια που ξέρουμε.
Πρόκειται για πρόσφατη συνέντευξή του. Διαβάζοντάς την κανένας, έχει την εντύπωση πως ο φημισμένος συγγραφέας κάνει μια στάση –ίσως αναγκαστική– αναθεωρεί τη δραστηριότητά του και δίνει απαντήσεις στα ερωτήματα που ογκώθηκαν γύρω του. “Την τελευταία φορά που έμεινα στο Χόλιγουντ, γράφει, μια από τις διασημότερες κυράτσες μας, αξιοσημείωτη όχι μόνο για την εξαιρετική της έλλειψη ευγένειας, αλλά και για την απίστευτη γνώση που έχει του κόσμου και του κινηματογράφου, με πήρε ένα πρωί στο τηλέφωνο και μου ρίχτηκε εξαγριωμένη σαν τίγρις που υπερασπίζει τα μικρά της. ‘Θέλω να ξέρω, ούρλιαζε στην άλλη άκρη του σύρματος, γιατί συγκυλιόσαστε έτσι, αδιάκοπα, στο βόθρο της διαστροφής…’”.
Δεν χρειάζεται να είναι κανένας στερημένος από κάθε ευγένεια για να δοκιμάσει την απορία της Αμερικανίδας κυράτσας. Η έλλειψη ευγένειας χρειάζεται το πολύ-πολύ για να το πει κατά πρόσωπο στον ενδιαφερόμενο. Και πάλι! Ένας συγγραφέας είναι φυσικό να καλείται στο κάθε βήμα, να λογοδοτεί για τα έργα του. Την έντονη άλλωστε αποδοκιμασία τής συνομιλήτριας του Ουίλιαμς φαίνεται να την συμμερίζονταν άπειρες γυναίκες της Αμερικής τον καιρό που εκείνος μεσουρανούσε. Ένας Ευρωπαίος συγγραφέας, που είχε βρεθεί, εδώ και δέκα πάνω-κάτω χρόνια, στο Μίντλουέστ, και που του ζήτησαν ν’ απαντήσει σ’ ερωτήσεις δημοσιογράφων ποιον Αμερικανό δραματουργό προτιμάει και γιατί, είχε δεχτεί συγχαρητήριες επιστολές από αναγνώστριες των εφημερίδων της περιοχής επειδή είχε διατυπώσει –κι αιτιολογήσει– τις επιφυλάξεις του για τον Ουίλιαμς. Ήτανε σάμπως να δινόταν ξαφνικά στις μέσες Αμερικανίδες η ευκαιρία να ξεσπάσουν. Αλλά το πιο αξιοπρόσεχτο στη συνέντευξη του ίδιου πια του Ουίλιαμς, είναι αυτό που λέει για τη μητέρα του.
“Η μητέρα μου πολύ συχνά μου έλεγε: ‘Αγόρι μου, ο κόσμος έτσι που είναι δεν σου φαίνεται αρκετά άσχημος, αλλά θέλεις και να τον παριστάνεις στο θέατρο;’”. Και προσθέτει εκείνος: “Μου έκανε αυτή την ερώτηση όχι τόσο με θυμό όσο με θλίψη, κι έτσι, από μιαν άποψη, γινόταν πιο δύσκολο να της απαντήσω, αφού μάλιστα ένα παιδί, ακόμα κι όταν έχει γίνει άντρας ώριμος, αισθάνεται πάντοτε λιγάκι ένοχος απέναντι στη μητέρα του”. Το τελευταίο τούτο, παρά τη γενική του αξία, ειδικά για τον Ουίλιαμς, να ενδιαφέρει τους ψυχαναλυτές.
Η κυρία Ουίλιαμς, θιγμένη στο φιλότιμο της μητέρας, είχε βρει η ίδια την απάντηση κάποια μέρα που ένας άλλος πια, τρίτος, της είχε κάνει την παρατήρηση πως τα θέματα του γιου της είναι “ανθυγιεινά”: “Η μητέρα μου αποκρίθηκε τόσο γρήγορα που θα ’λεγες πως είχε έτοιμη από πριν την απάντηση: ‘Το μόνο θέμα του γιου μου, είπε, είναι η ζωή’. Και το είπε με την ίδια πεποίθηση που οι πρόγονοί μας οι Νότιοι, έναν καιρό, έβγαζαν την πολεμική κραυγή τους”.
Η “ζωή”! Θέμα, αντικείμενο, πολύ επιβλητικό και πολύ διφορούμενο. Όταν το προβάλλουμε –και τόσο συχνά!– ξεχνάμε πάντα πως σημαίνει: ο τρόπος μου εμένα να βλέπω τον κόσμο. Στη φαινομενικά αντικειμενική και αυταπόδεικτη αξία που είναι η ζωή, βάζουμε πολύ εξομολογητικό τόνο, παρά θέληση μαρτυρίας. Το μ ομολογεί άθελά του, σαν από απροσεξία –κι αυτό είναι ίσως το πιο περίεργο– ο ίδιος ο Ουίλιαμς: “Κατά τη δική μου άποψη, δεν βυθιζόμουν στους βόθρους αλλά στο δυνατό ρεύμα της ίδιας της ζωής για να βρίσκω τις δραματικές μου καταστάσεις και τα πρόσωπά μου”. Κατά τη δική του άποψη. Πολύ φυσικό! Και παρακάτω: “Η άποψη απ’ όπου ξεκινάω είναι ακριβώς η ίδια: Καμιά περιοχή της ανθρώπινης εμπειρίας, καμιά συμπεριφορά δεν επιτρέπεται ν’ ανακηρύσσεται απαγορευμένη ζώνη για τους συγγραφείς του θεάτρου, του κινηματογράφου ή της τηλεοράσεως της θλιβερής εποχής μας, υπό τον όρο βέβαια να είναι οι προθέσεις τους αγνές και να έχουν καλαισθησία”.
Για να σταθεί κανένας δίκαιος απέναντι στον Ουίλιαμς θα πρέπει, πάνω απ’ όλα, να μην περιοριστεί στα επιχειρήματα που προβάλλει ο ίδιος. Το έργο του, αν κέρδισε τον κόσμο, ήταν όχι γιατί δεν απέφευγε τις απαγορευμένες ζώνες, αλλά γιατί είχε μια γοητεία προσωπική. Τα δηλητήρια που έβαζε ν’ αναδίνονται από τις αιρετικές, τις πολύ ειδικές, καταστάσεις του ο Ουίλιαμς είχανε τη μεθυστική και θανάσιμη τοξικότητα κάποιων αρωμάτων των τροπικών. Ήτανε και δηλητήρια που αποζητούσε μια ορισμένη εποχή, κάποιες μεταπολεμικές γενιές – που τ’ αποζητάνε ακόμα. Η επιτυχία ενός συγγραφέα είναι πάντοτε μια “συνάντηση”. Στο φθόγγο που αναδίνει το έργο του συμβαίνει να δίνει απόκριση αυθόρμητη κάτι κρυμμένο, αδιάγνωστο ώς τότε, μέσα στο ασυνείδητο ενός ανθρώπινου συνόλου, σε δεδομένη ιστορική στιγμή.
Ας ιδούμε ένα χωρίο από τη συνέντευξή του, που πάει να συναντήσει έμμεσα αυτό που είπαμε: “πα που μας ενδιαφέρουν στο θέατρο είναι εκείνα που, καθώς εμείς, κρύβουν στο βάθος τους μια ντροπή κι ένα φόβο, μυστικά και τα δυο· θέλουμε λοιπόν να ξέρουμε την εντύπωση όταν τα πρόσωπα αυτά μας λένε: ‘Σε καταλαβαίνω. Εσύ κι εγώ είμαστε αδέρφια, η ζωή είναι βρωμοδουλειά, αν όμως κοιτάξεις τα πράγματα καταπρόσωπο, τότε μπορείς να τα βγάλεις πέρα’”. Και ο Ουίλιαμς συμπεραίνει: “Δεν πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να υπογραμμίζεται η θεμελιακή αξιοπρέπεια του ανθρώπου αλλά το θεμελιακό του διφορούμενο”.
Θολή ζώνη, στην οποία ίσως κάθε συγγραφέας έχει την τάση να ψαρεύει, γιατί αυτά που πιάνει τ’ αγκίστρι του δεν είναι του κοινού τύπου. Αλλά και πόσο επικίνδυνα ως τροφή! Αν τουλάχιστον τ’ ανακάτευε με τ’ άλλα, του κοινού τύπου. Αλλά όχι! Ο Ουίλιαμς τα θέλει ξεμοναχιασμένα υψωμένα σε πρότυπα. Γιατί αντιπροσωπεύουν αυτό που αποκαλεί ο ίδιος “θλιβερή εποχή μας”. Πάντοτε σ’ όλες τις εποχές υπήρχαν όντα αρρωστημένα όχι από νόσημα επίκτητο, αλλά από κάτι συνυφασμένο με την ίδια την ύπαρξή τους, μιαν αρρώστια σχεδόν μεταφυσική. Στην εποχή όμως που βάζει κάτω από το μικροσκόπιό του ο Ουίλιαμς, τα όντα αυτά γίνονται αντιπροσωπευτικά. Ας παρατηρηθεί πως το αντιπροσωπευτικό δεν έχει καθόλου αναγκαία σχέση με την ποσότητα. Εκείνοι που επικαλούνται ως αντεπιχείρημα τη “γενική υγεία”, με την έννοια του μέσου όρου, ξεχνάνε πως προσχωρούν έτσι σε μια σύμβαση. Δεν είναι η πλειοψηφία ο φορέας του πυρετού μιας εποχής.
Κι έπειτα ο Ουίλιαμς θέλησε, μέσω των ειδικών περιπτώσεων που απομόνωσε, να καταδυθεί στην “απαγορευμένη ζώνη” του ασυνείδητου, εκείνην ακριβώς που συγκαλύπτεται από τη σύμβαση του μέσου όρου. Κανένας δεν βγάζει περίπατο στους δρόμους τις κρυφές του κλίσεις. Ένας συγγραφέας μιας δηλητηριασμένης, μεταπολεμικής, όπως αυτή που ζήσαμε και ζούμε, εποχής, είναι φυσικό ν’ αναζητεί την αλήθεια στο ανομολόγητο. “Αν στερήσεις τη σύγχρονη τέχνη από τη μοναδική της πηγή, αν της απαγορέψεις να εκφράζει τ’ ατομικά πάθη και να τα εξιδανικεύει με τα έργα, θα περιοριστεί σ’ ένα έδαφος τόσο άγονο όπου ούτε κάκτος να μη μπορεί να φυτρώσει”. Ίσως. Κι εδώ είναι που χωρίζονται ο δρόμος του νατουραλισμού κι ο δρόμος του νευρωτικού ρεαλισμού του Ουίλιαμς. Ο πρώτος αναζητεί τον μέσον όρο στη σκυθρωπή, δύσοσμη πλευρά της ζωής· ο δεύτερος την ανομολόγητη αλήθεια μες από τις διαφωτιστικές εξαιρέσεις.
Θα την αναζητούσε ο Ουίλιαμς αν δεν ήταν σημαδεμένος όπως είναι, από εκείνο που τον κάνει αποσυνάγωγο; Πιθανότατα όχι. Αλλά είπαμε: ζωή λέμε τον τρόπο μας ο καθένας να βλέπει τη ζωή. Ο Φίχτε δεν είχε κι εντελώς άδικο. “Η δημιουργία – εξηγεί ο Ουίλιαμς – μπορεί να πάρει δυο μορφές: μπορεί να είναι οργανική ή όχι. Είναι πάντοτε δυνατό να τροποποιήσεις ή ν’ αλλοιώσεις τη φύση ενός έργου όχι οργανικού, θέλω να πω ενός έργου που δεν πηγάζει από κάποιαν αναγκαιότητα ζωτική για το δημιουργό του όπως οι χτύποι της καρδιάς του. Αντίθετα, θα μπορούσατε να γδάρετε ζωντανό ένα συγγραφέα του οποίου το έργο αντιστοιχεί σε κάποια οργανική αναγκαιότητα, χωρίς και να κατορθώσετε έτσι να τον κάνετε ν’ απαρνηθεί με ειλικρίνεια και για πολύ την πίστη του σ’ αυτό που φτιάχνει, όσο κι αν είναι ή φαίνεται αποκρουστικό”.
Το ερώτημα εδώ είναι τι αποκαλούμε “οργανική αναγκαιότητα”; Τις συντεταγμένες μιας εποχής ή την προσωπική νεύρωση ενός ατόμου; Υπάρχει βέβαια και μια τρίτη εκδοχή: Η μοιραία ανταπόκριση ανάμεσα στη νεύρωση και στο σημείο που προσδιορίζεται από τις συντεταγμένες. Το φαινόμενο Τενεσί Ουίλιαμς δεν ήτανε τυχαίο.
__________________________
- Το Βήμα, 30 Μαρτίου 1968
Latest posts by dromena (see all)
- Κυκλοφορεί σε μετάφραση του Καθηγητή Βάιου Λιαπή το βιβλίο «Το Αρχαίο Θέατρο μέσα από τις Πηγές» - 14 Νοεμβρίου, 2024
- ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΣ : Η Αυλή των Θαυμάτων (3) - 11 Νοεμβρίου, 2024
- ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΣ : Η Αυλή των Θαυμάτων (2) - 10 Νοεμβρίου, 2024
- ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΣ : Η Αυλή των Θαυμάτων (1) - 10 Νοεμβρίου, 2024
- Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του - 27 Απριλίου, 2024