Το Εθνικό Θέατρο όταν το έκτισε ως Βασιλικό ο Γεώργιος Α΄

Το Εθνικό Θέατρο όταν το έκτισε ως Βασιλικό ο Γεώργιος Α΄

Μοιράσου το!

  • ΚΩΣΤΑΣ Η. ΜΠΙΡΗΣ

Το 1888 ο Ανδρέας Συγγρός ανοίγει τις πύλες του Δημοτικού Θεάτρου, που μόλις τότε είχε αποτελειώσει, παίρνοντας την εκμετάλλευσί του για 25 χρόνια. Τα πρώτα θεωρεία της δεξιάς πλευράς, πολυτελέστατα διαρρυθμισμένα από τον Τσίλλερ, μαζί με τις συνεχόμενες αίθουσες του κτιρίου ανήκαν στη διάθεσι του Βασιλέως και της Αυλής. Το θέατρο ήταν κάτι που έλειπε από την ζωή των βασιλέων στην Αθήνα και που ελάχιστα το ανεπλήρωναν οι ερασιτεχνικές παραστάσεις που οργάνωνε κάπου-κάπου στο παλάτι ο Δημήτριος Κορομηλάς με δικά του μονόπρακτα. Συχνά λοιπόν ο Συγγρός υποδεχόταν στο νεόκτιστο θέατρο τον Γεώργιο, που ερχόταν να τιμήση τις παραστάσεις του και να απολαύση ο ίδιος μιαν ανώτερης πνευματικής αξίας βραδιά. Φιλικώτατες σχέσεις συνέδεαν τον Ανώτατο άρχοντα με τον άρχοντα της οικονομικής ζωής του τόπου, που τις επέτεινε και κάποια πνευματική συγγένεια – ο Συγγρός ήταν ανάδοχος του πρίγκηπος Ανδρέα.

Ωστόσο, η αίγλη του Συγγρού ως ιδρυτού ενός λαμπρού θεάτρου, ασφαλώς θα είχε συντελέσει στην απόφασι που πήρε ο βασιλεύς Γεώργιος να κτίση ένα δικό του θέατρο στην πρωτεύουσα, από το οποίο και να προσφέρη την υψηλή του συμπαράστασι στην πνευματική και καλλιτεχνική ζωή του τόπου. Από καιρό του καλλιεργούσαν την ιδέα αυτήν ο Άγγελος Βλάχος και ο Δ. Κορομηλάς, σύμβουλοί του στα πνευματικά και στα καλλιτεχνικά ζητήματα. Δεν βιάστηκε να κοινολογήση την απόφασί του, αν και, όπως φαίνεται, αμέσως μετά το 1888 άρχισε τις βασικές ενέργειες για την πραγματοποίησί της. Γιατί ασφαλώς δεν ήταν τυχαία η έμπνευσις που είχε ο Στέφανος Ράλλης, διευθυντής του περίφημου εμπορικού οίκου Ράλλη στο Λονδίνο, να στείλη ως δωρεά στον βασιλέα των Ελλήνων το ποσόν 1.000.000 δραχμών, για να το χρησιμοποιήση όπως η μεγαλειότης του ήθελε. Ούτε, όπως θα ιδούμε, ήταν τυχαίο ότι τον Φεβρουάριο και Μάρτιο του 1891 ο επιμελητής των ανακτόρων Νικόλαος Θων, χωρίς κανείς να ξέρη για ποιον σκοπό, αγοράζει – σε τρία τμήματα – ένα τεράστιο οικόπεδο, 3.500 πήχεων περίπου, στο οικοδομικό τετράγωνο των οδών Μενάνδρου, Αγίου Κωνσταντίνου και Κουμουνδούρου.

Δυο χρόνια αργότερα, αρχίζει η συζήτησις για την οικοδόμησι του Βασιλικού Θεάτρου. Και πρώτα-πρώτα, όπως ήταν φυσικό, εξετάζεται το ζήτημα της θέσεως στην οποία έπρεπε να κτισθή. Ο Κορομηλάς επρότεινε να μεταφερθούν αλλού οι βασιλικοί σταύλοι και στο οικοδομικό τετράγωνο που κατείχαν από τα χρόνια του Όθωνος, μεταξύ των σημερινών οδών Βουκουρεστίου, Πανεπιστημίου, Αμερικής και Σταδίου, να κτισθή το θέατρο. Ο Γεώργιος όμως δεν εδέχτηκε αυτήν την λύσι και επέμεινε να το κτίση στο οικόπεδο που είχε αγοράσει ο Θων, αν και αυτό είχε φανερά μειονεκτήματα, που το καθιστούσαν μάλλον ακατάλληλο γι’ αυτόν τον σκοπό: Η θέσις του ήταν απόκεντρη και χαμηλή· ήταν ένα κοινότατο οικόπεδο απευθείας επάνω στον δρόμο, χωρίς ούτε λίγων μέτρων πλατεία μπροστά του, που να εξαίρη την παρουσία του· ένα οικόπεδο με πρόσοψι που αντίκρυζε μυωπικά μιαν άχαρη πλάγια όψι εκκλησίας – μια πελώρια μαρμάρινη ασχήμια – με έντονη κλίσι προς τη μια πλευρά, και που του έλειπε η κυριώτερη προοπτική της γωνίας της οδού Μενάνδρου, στην οποία φιγουράριζαν ασήμαντα ιδιωτικά σπίτια.

Και όμως, η προτίμησις του οικοπέδου αυτού ήταν γεγονός τετελεσμένο. Δεν έλειπε παρά η εκπόνησις των σχεδίων του θεάτρου, την οποίαν ανέθεσε ο Γεώργιος στον αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλλερ. Συγχρόνως, του έδωσε εντολή να πάρη ως πρότυπο το θέατρο Ντάγκμαρ της Κοπεγχάγης, του οποίου χαρακτηριστικό ήταν ότι, στην σφενδόνη της αίθουσας, υπήρχε στο βάθος εξώστης αντί θεωρείων. Συνεμορφώθη με την βασιλική εντολή ο Τσίλλερ ως προς τη διάταξι του θεάτρου, αν και δεν έμεινε ανεπηρέαστος στην σύνθεσί του από το Φολκς Τεάτερ της Βιέννης που του ήταν πολύ γνώριμο. Ωστόσο, είχε ν’ αντιμετωπίση στο έργο του σοβαρά προσκόμματα, που ανέκυπταν από τα μειονεκτήματα του οικοπέδου. Η παρουσία των ξένων ακινήτων στη γωνία της οδού Μενάνδρου του στερούσε την ευχέρεια να δώση ακεραιότητα στην αρχιτεκτονική σύνθεσι, που ήταν οπωσδήποτε απαραίτητη σ’ ένα μνημειώδες κτίριο. Επήρε λοιπόν ως δεδομένο ο Τσίλλερ ότι κάποτε θα αγοράζονταν και τα ακίνητα αυτά, και τοποθέτησε τον άξονα συμμετρίας της προσόψεως στο μέσον ολοκλήρου του μετώπου του οικοδομικού τετραγώνου, από την οδόν Μενάνδρου έως την οδόν Κουμουνδούρου. Ως αρχιτέκτων του Εκλεκτισμού ο Τσίλλερ ήταν εμπνευσμένος από τα ρωμαϊκά πρότυπα. Συνέθεσε λοιπόν την αρχιτεκτονικήν του Βασιλικού Θεάτρου σε αυτήν την τεχνοτροπίαν, που την χειριζόταν άλλωστε με θαυμαστήν μαεστρία. Αδικούσε όμως πολύ την πρόσοψι η έντονη κλίσις του εδάφους προς τη μια πλευρά. Ευρέθηκε γι’ αυτό στην ανάγκη να δημιουργήση μιαν εξωτερική σκάλα ασύμμετρη, της οποίας το ύψος είναι μεγάλο στην αριστερή άκρη, ενώ μηδενίζεται στην δεξιά. Και για να καλύψη κάπως την εντύπωσι του ατόπου, έκανε να προβάλλουν αντηρίδες στο πεζοδρόμιο, με τις οποίες έκοψε την σκάλα σε τρία μέρη, διασκεδάζοντας έτσι την εντύπωσι της μεγάλης διαφοράς ύψους, αλλά τονίζοντας συγχρόνως άλλο άτοπο, την προεξοχή στοιχείων του κτιρίου επάνω στο πεζοδρόμιο.

Επροχώρησε αρκετά η οικοδόμησις με τα χρήματα της δωρεάς του Στεφάνου Ράλλη. Και φαινόταν πια το κτίριο τελειωμένο απ’ έξω, όταν διεκόπησαν οι εργασίες μαζί με την εξάντλησί τους στις αρχές του 1897, αν και υπελείποντο να γίνουν πολλά ακόμη στο εσωτερικό του, ιδίως δε όλες οι εγκαταστάσεις.

***

Οι Αθηναίοι αποτελούσαν τότε κοινωνία πραγματικήν. Ενδιεφέροντο για τα ζητήματα της πόλεώς τους, τα επρόσεχαν όλα και τα εσχολίαζαν όλα. Από τα θέματα της κριτικής τους δεν μπορούσε βέβαια να λείπη το θέατρο του βασιλέως. Κατέκριναν γενικώς την θέσι στην οποία κτιζόταν, μερικοί δε και την αρχιτεκτονική που του έδωσε ο Τσίλλερ. Όταν δε σταμάτησε η οικοδόμησις και επί ένα-δυο χρόνια έμεινε το κτίριο ημιτελές, ωργίασε η κακογλωσσιά στην Αθήνα: Ο Θων έφταιγε για όλα. Αυτός παρέσυρε τον βασιλέα να κτίση το θέατρό του σ’ αυτήν εδώ την θέσι, για να του πουλήσει το οικόπεδο που είχε αγοράσει πριν από λίγα χρόνια. Αυτός εκερδοσκόπησε, μάλιστα, επάνω στην υπόθεσι του θεάτρου, πουλώντας το σε τετραπλάσια τιμή από εκείνη στην οποία το είχε αγοράσει. Πώς να φθάσουν λοιπόν τα χρήματα της δωρεάς του Ράλλη, αφού το μεγαλύτερο μέρος τους το είχε πάρει ο Θων;

Όλα αυτά όμως ήταν άσχετα προς την αλήθεια, και οπωσδήποτε αδιάφορα για τον βασιλέα. Εκείνο που ενδιέφερε τον Γεώργιο ήταν το πώς θα εξευρίσκοντο χρήματα για την αποπεράτωσι του θεάτρου. Εκείνος που μπορούσε να τον ευκολύνη σε αυτήν την περίπτωσι, ήταν ο Συγγρός, ο οποίος όμως, παρ’ όλην την κουμπαριά, δεν είχε φανεί πρόθυμος για τέτοια χειρονομία. Κι αν υπήρχε, άλλωστε, κάποια σχετική ελπίδα, ένα περιστατικό που ανέκυψε μεταξύ τους τον Μάρτιο του 1897 εξαιτίας της πολιτικής καταστάσεως, τους έφερε σε τέτοια διάστασι, ώστε την απέκλεισε οριστικά. Η κυβέρνησις Δεληγιάννη, παρασυρόμενη από τα πράγματα και από την ίδια της την δημαγωγία, εφερόταν προς την κήρυξι του πολέμου κατά της Τουρκίας. Μπροστά στον κίνδυνο της βεβαίας ήττας, ο Ανδρέας Συγγρός, ένθερμος φίλος του Τρικούπη και υποστηρικτής της πολιτικής του, αφού εκείνος ξαφνικά είχε λείψει από την ζωή, παίρνει την απόφασι να ζητήση ακρόασι από τον βασιλέα Γεώργιο και να ασκήση όλην την επιρροή του για να τον πείση ότι η πολιτική της κυβερνήσεως θα κατέληγε σε εθνική συμφορά. Ο μεγαλειότατος όμως δεν τον δέχτηκε ! Και του παρήγγειλε ότι, “δεν δύναται να ακούση γνώμας ενός απλού πολίτου”. Θα μεταφέρωμε την συνέχεια του περιστατικού από τον κωδίκελλον που προσήρτησε ο Συγγρός στην διαθήκη του στας 9 Μαΐου του 1897, ευθύς μετά την μάχη του Δομοκού, που είχε επισφραγίσει την ήττα του ελληνικού στρατού και είχε αποδείξει πόσο δίκιο είχε εκείνος και πόσο άδικη ήταν η προσβολή που του είχε κάμει ο Γεώργιος : “Ανακαλώ και ακυρώ τα εν τη αυτή μνημονευθείση διαθήκη μου κληροδοτήματα υπέρ των βασιλοπαίδων Γεωργίου Β΄, Νικολάου, Ανδρέου και Χριστοφόρου, κληροδοτήματα εκ λιρών στερλίνων όπου 32.000, και τούτο διότι μετά ωριμωτέραν σκέψιν εθεώρησα αύθαδες εκ μέρους μου να κληροδοτώ εγώ απλούς πολίτης Βασιλικάς Υψηλότητας. Δια τον αυτόν λόγον ανακαλώ και ακυρώ το υπέρ της Α.Μ. του βασιλέως Γεωργίου κληροδότημα του κτήματος Ωρωπού και των επί των χωρίων Σάλεσι και Βούγα υφισταμένων κατά την ώραν του θανάτου μου απαιτήσεών μου, ζητώ μάλιστα συγγνώμην της Α.Μ. του βασιλέως Γεωργίου, διότι είχον την τόλμην να περιγράψω κληροδότημα υπέρ αυτού”.

Ο πραγματικός αυτός λόγος για τον οποίο βρέθηκε σε αδυναμία ο Γεώργιος να συνεχίση την οικοδόμησι δεν έγινε γνωστός στο κοινό. Οι περιστάσεις του πολέμου ήσαν ικανές για να δικαιολογήσουν φυσικότατα το πράγμα, και όλοι πίστεψαν σ’ αυτό, όχι μόνο εδώ, αλλά και στο εξωτερικό, όπου η είδησις ότι ο βασιλεύς της Ελλάδος έκτιζε θέατρο στην πρωτεύουσά του, με το όνειρο να δημιουργήση εκεί ένα ίδρυμα ανώτερης καλλιτεχνικής πνοής, είχε κινήσει το ενδιαφέρον και του ξένου πνευματικού κόσμου. Και έγραφε στον Figaro illustré, τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου ο Ιούλιος Κλαρετί : “Ο βασιλεύς Γεώργιος, πνεύμα ελεύθερο και ανώτερης μορφώσεως, ωνειρευόταν να κτίση στην Αθήνα θέατρο, ένα ίδρυμα καλλιτεχνικό στο πρότυπο της Κομεντί Φρανσαίζ. Αλίμονο ! Αυτό το ωραίο όνειρο τέχνης επέταξε μέσα εις τον καπνό των οβίδων του Τυρνάβου και των Φαρσάλων”.

***

Εν τω μεταξύ, ο Γεώργιος είχε στραφή προς άλλη κατεύθυνσι για την εξεύρεσι χρημάτων, προς τους ομογενείς του Λονδίνου. Συγκεκριμένως δε, τον Κοργιαλένιο και τον Ευεγενίδη, οι οποίοι και προσέφεραν για την οικοδόμησι του Βασιλικού Θεάτρου των Αθηνών 500.000 δραχμές εν συνόλω. Γράφοντας την ίδια εποχή ο Νίκος Λάσκαρης επάνω σ’ αυτό το θέμα μας πληροφορεί ότι “υπήρξαν κάποιοι, οι οποίοι ενήργησαν να ευρεθούν τα χρήματα δια την ανέγερσιν του θεάτρου”. Και πιο κάτω επεξηγεί : “Ο Κορομηλάς –δεν υπήρχε πια στην ζωή– μόνον έσχε πολυχρόνιον αλληλογραφίαν μετά διαφόρων ομογενών προς εύρεσιν των αναγκαιούντων χρημάτων δια την εκτέλεσιν της μεγάλης του θεάτρου ιδέας”. Με τα χρήματα λοιπόν αυτά ξανάρχισαν και προχώρησαν μετά το 1897 αι εργασίες. Αλλά και πάλι δεν ήσαν αρκετά για τις εγκαταστάσεις του θεάτρου και η αποπεράτωσις της σκηνής εδέησε να γίνη το φθινόπωρο του 1901, με γενναίες εισφορές από το Δημόσιο Ταμείον, που έφθασαν το ποσόν των 250.000 δραχμών.

Παρά τις οικονομικές δυσχέρειες που υπήρχαν, η οικοδόμησις έγινε με τους καλλίτερους τρόπους κατασκευής και μάλιστα, ως προς ό,τι αφορά την συγκρότησι και την λειτουργία της σκηνής, σύμφωνα προς τα τελευταία για την εποχή εκείνη συστήματα της κτιριολογίας θεάτρων, με τις τελειότερες μηχανικές εγκαταστάσεις και με άρτιο και πλουσιώτατο σκηνικόν εφοδιασμό. Το μπετόν-αρμέ δεν υπήρχε ακόμα. Το σίδερο όμως ήταν στις δόξες του ως υλικό, που επέτρεπε τα θαύματα της εποχής εκείνης στην οικοδομική. Και, ναι μεν, είχε προηγηθή ως ένα τέτοιο θαύμα στην Αθήνα η εσωτερική διαρρύθμισις και η στέγασις του Δημοτικού Θεάτρου, αλλά το θέατρο της οδού Αγίου Κωνσταντίνου, αν και πολύ μικρότερο σε χωρητικότητα θεατών, υπερτερούσε σε καταπληκτικούς νεωτερισμούς, ιδίως ως προς την έκτασι της σκηνής στις τρεις διαστάσεις του χώρου, ως προς την διαρρύθμισί της και ως προς τις εγκαταστάσεις με τις οποίες ήταν προικισμένη. Είχε ύψος πελώριο, διηρημένο σε επτά πατώματα· τρία κάτω από το θεατό επίπεδο και τρία στο επάνω μέρος. Είχε εγκατάστασι ηλεκτροφωτισμού σπουδαία για την εποχή. (Υπήρχε ένα μικρό εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής στην οδόν Αριστείδου, κτιζόταν κιόλας το μεγάλο στο Νέο Φάληρο). Είχε μηχανήματα αλλαγής σκηνικών, άλλα για την παραγωγή βροχής, αστραπών, βροντών, συννεφιασμένου ουρανού, τρικυμιών και ναυαγίων. Και, το πολυτιμότατο για την ασφάλεια των θεατών, είχε μια βαρυτάτη σιδερένια αυλαία, που σε περίπτωσι πυρκαϊάς, θα τους απεμόνωνε τελείως από την φλεγόμενη περιοχή του θεάτρου· αν και τέτοιος κίνδυνος ήταν τελείως απίθανος και οπωσδήποτε ασήμαντος, αφού όλη η διασκευή της σκηνής έγινε άφλεκτη, από σίδερο. Οι εγκαταστάσεις του θεάτρου μελετήθηκαν από Βιεννέζους μηχανικούς, το μεγαλύτερό τους μέρος όμως κατεσκευάσθη εδώ, στα μηχανουργεία του Πειραιώς.

***

Η τελειότητα όμως του κτιρίου και ο πλούτος των εγκαταστάσεών του δεν θα ωφελούσαν βέβαια σε τίποτα, αν έλειπε η προετοιμασία του εμψύχου υλικού. Τον Ιούλιο του 1899 αποφασίζει ο Γεώργιος να ιδρύση γι’ αυτόν τον σκοπό “Βασιλικήν Δραματικήν Σχολήν” και αναθέτει την σύνταξι του οργανισμού της και την διεύθυνσί της στον Στέφανο Στεφάνου. Έπρεπε σύντομα ν’ αρχίση η λειτουργία της Σχολής, αφού μόνο ύστερα από τρία χρόνια θα απέδιδε τους πρώτους αποφοίτους της. Τον Σεπτέμβριο λοιπόν της ίδιας χρονιάς προκηρύσσεται διαγωνισμός για να καταταχθούν ως μαθηταί όσοι νέοι και νέες ήθελαν ν’ ακολουθήσουν το καλλιτεχνικό στάδιο του ηθοποιού. Οι φίλοι του θεάτρου και ιδίως οι θεατρικοί συγγραφείς της εποχής υποδέχθησαν το πράγμα με ενθουσιασμό. Και έγραφε ο Νίκος Λάσκαρης στα “Παναθήναια” του 1900 : “Μετά τρία έτη από σήμερον η πρώτη σκηνή της Ανατολής, θα συμπληρωθή από ηθοποιούς μορφωμένους, από ανθρώπους γνωρίζοντας πώς να ομιλούν, πώς να βηματίζουν, πώς να χειρονομούν, πώς να συμπεριφέρωνται. Θα λείψουν πλέον οι κατά τον Άμλετ του Σαίξπηρ παριστάνοντες τον ηθοποιόν…, οίτινες μετά τόσου κόμπου βαδίζουν και ωρύονται.”

Ο βασιλεύς Γεώργιος διόρισε διευθυντή του θεάτρου του τον Άγγελο Βλάχο και γραμματέα του τον Στέφανο Στεφάνου. Την 1η Οκτωβρίου του 1901 αναλαμβάνουν και οι δυο τα καθήκοντά τους και αρχίζει τότε η οργάνωσις της λειτουργίας και οι προετοιμασίες για την έναρξι των παραστάσεων του Βασιλικού Θεάτρου των Αθηνών. Θέλοντας ο Άγγελος Βλάχος να δώση εξαιρετικόν τόνο στον εγκαινιασμό του, εκάλεσε για τις πρώτες παραστάσεις, από το Παρίσι την Ρεζάν με το θίασό της. Το πράγμα όμως επροκάλεσε διαμαρτυρίες από μέρους ορισμένων κύκλων του ελληνικού θεάτρου, οι οποίοι ηξίωσαν να γίνη ο εγκαινιασμός με ελληνικά έργα. Και ο Γεώργιος στον οποίο ανήκε ο αποφασιστικός λόγος, τους εδικαίωσε. Πραγματικά δε, έγιναν τα εγκαίνια του θεάτρου, στις 23 Νοεμβρίου του 19012, με το εξής πανηγυρικό πρόγραμμα :

Μέρος πρώτον : Ο Εθνικός Ύμνος, ορχήστρα “Φλώρα Μιράμπιλις” του Σαμάρα, μονόλογος από το δράμα “Μαρία Δοξαπατρή” του Βερναρδάκη.

Μέρος δεύτερον : Ορχήστρα Κάρμεν, μονόπρακτη κωμωδία “Ο θάνατος του Περικλέους” του Δ. Κορομηλά.

Μέρος τρίτον : Μονόπρακτη κωμωδία “Ζητείται υπηρέτης” του Μπάμπη Άννινου.

Συμμορφώθηκε με την γνώμη του βασιλέως ο Άγγελος Βλάχος, αμέσως όμως την άλλη μέρα υπέβαλε την παραίτησί του. Ανέλαβε τότε την διεύθυνσι το Νικόλαος Θων και συνεχίσθησαν οι παραστάσεις του Βασιλικού Θεάτρου από τον Γαλλικό θίασο, ο οποίος άρχισε με την “Μαντάμ Σαν-Ζεν” του Σαρντού.

***

Οι Αθηναίοι εγνώρισαν για πρώτη φορά την εσωτερική διαρρύθμισι του Βασιλικού Θεάτρου, το βράδυ των εγκαινίων της λειτουργίας του. Φαίνεται όμως ότι δεν ήσαν και τόσο καλές οι εντυπώσεις που πήραν, τουλάχιστον οι πιο απαιτητικοί. Γιατί, έγραφε το “Άστυ” σχετικά, ύστερα από δυο ημέρες στην κριτική της παραστάσεως : “… Όσον αφορά το θέατρον, ας μας συγχωρήσουν την τόλμην οι ανεπιφύλακτοι θαυμασταί, έχει αρκετά λάθη. Τα καθίσματα είναι αφορήτως στενά. Οι εξώσται έχουν χαμηλόν δάπεδον, ώστε να μη φαίνεται τίποτε πλέον των κεφαλών. Η σκηνή δεν φωτίζεται τελείως. Έχει όμως ένα τόνον λευκοχρύσου φαιδρότητος η οποία καλύπτει πολλά. Αν έλειπον και τα αγγελάκια της οροφής θα ήτο πολύ προτιμότερον… Και η ακουστική, τουλάχιστον δια τους υπέρ τα μεσαία θρανία καθημένους, αποτυχημένη”.

Η είσοδος στο Βασιλικό Θέατρο ήταν εξαρχής ελεύθερη για το κοινόν, όσο και στα άλλα θέατρα της πρωτευούσης. Επετρέπετο δηλαδή με εισιτήρια και όχι με προσκλήσεις του Αυλαρχείου. Ακόμα και στην παράστασι των εγκαινίων δεν εστάλησαν προσκλήσεις παρά μόνο στις οικογένειες των συγγραφέων, των οποίων θα επαίζοντο τα έργα, και στους δημοσιογράφους. Ως προς τα άλλα όμως, ήταν πραγματικά βασιλικό το θέατρο, κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του. Όσοι επήγαιναν στις παραστάσεις του έπρεπε να έχουν επίσημη εμφάνισι : Φράκο οι κύριοι, “έξωμον εσθήτα” οι κυρίες, μεγάλη στολή οι αξιωματικοί. Η επισημότης αυτή, που εταίριαζε για το θέατρο του βασιλέως, αλλά δεν εταίριαζε σε μια χώρας φτωχή σαν τη δική μας, κατηργήθη το 1908.

Το 1906, όταν επέθανε ο Νικόλαος Θων, έγινε τυπική τακτοποίησις του ζητήματος της κυριότητος του γηπέδου και, άρα, αυτού του ίδιου του θεάτρου. Οι κληρονόμοι του Θων υπογράφουν τότε συμβόλαιο, με το οποίο μεταβιβάζουν στον βασιλέα Γεώργιο τα τρία μέρη από τα οποία απετελέσθη το οικόπεδο, αντί του ποσού των 145.221 δραχμών, τις οποίες ο ίδιος είχε δώσει στον μακαρίτη για να το αγοράσει. Έτσι, ελύθη το μυστήριο εκείνο, απέναντι του οποίου είχε φανεί τόσο αυστηρή η αθηναϊκή κακογλωσσιά.

__________________________________

  • Πρώτη δημοσίευση : ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ. Έτος ΛΑ΄, τόμος 62ος, τεύχος 730, 1 Δεκεμβρίου 1957
  • Ο Κώστας H. Μπίρης (1899 – 9 Δεκεμβρίου 1980) ήταν αρχιτέκτονας, πολεοδόμος, ιστορικός συγγραφέας και αθηναιογράφος. Ηταν ανάμεσα στους πρώτους δώδεκα διπλωματούχους (1921) της νεοϊδρυμένης (1916/17) Ανωτάτης Σχολής Αρχιτεκτόνων. Το 1966 ο Δήμος Αθηναίων, αναγνωρίζοντας την προσφορά του Κώστα Μπίρη στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό της πόλης, του πρότεινε και τύπωσε δημοσία δαπάνη το βιβλίο του Αι Αθήναι: Από τον 19ον εις τον 20όν αιώνα, στο οποίο παρουσιάζονται αποσπάσματα από προηγούμενες μελέτες του μαζί με επιπλέον αναλύσεις για κτίρια και περιοχές των Αθηνών. (Σημείωση: τα πρακτικά της συνεδρίασης, υπάρχουν ως εισαγωγή στην πρώτη έκδοση του βιβλίου).

 


Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ