Μπέργκμαν, ο θεατράνθρωπος

Μπέργκμαν, ο θεατράνθρωπος

Μοιράσου το!

Η σκηνική πορεία του μεγάλου σουηδού σκηνοθέτη

Ανάμεσα στον μειλίχιο επισκέπτη Ίνγκμαρ Μπέργκμαν με τις εναργείς, σύντομες, κοφτερές απαντήσεις και στον μπεργκμανικό θεατρικό λόγο υπάρχει ένα νήμα που χρειάζεται να ξετυλιχθεί για να δούμε τον σουηδό θεατράνθρωπο σε ένα πιο κοντινό πλάνο και να συμπληρώσουμε τη δυνατή αίσθηση του περυσινού Ιωάννη Γαβριήλ Μπόρκμαν.

Πριν έναν ακριβώς χρόνο, στις εκδηλώσεις «Αθήνα, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης», το ελληνικό κοινό ήρθε σε πρώτη, μοναδική επαφή με μια από τις αλλεπάλληλες καταδύσεις του Μπέργκμαν στο υπόστρωμα των ιψενικών υπάρξεων. Εκείνος ο Ιωάννης Γαβριήλ Μπόρκμαν, αμείλικτος, πυκνός, χειμέριος, ήταν για τον σκηνοθέτη, παράσταση αποχαιρετισμού αφού μ’ αυτήν έκλεινε το 1985 τον κύκλο δώδεκα περίπου θεαμάτων στο Ρεζιντεντστεάτερ του Μονάχου και τελείωνε την εποχή της γερμανικής του «εξορίας».

Από τη Στοκχόλμη, και μάλιστα από το Ντραμάτεν, το θέατρο όπου ο ίδιος είχε οικοδομήσει τον προσωπικό του θρύλο κατά τις δεκαετίες ’50 και ’60 και όπου είχε χρηματίσει διευθυντής επί τρία χρόνια (1963-66), ήρθε ο Μπέργκμαν τις μέρες αυτές στην Ελλάδα. Για να προετοιμάσει καλύτερα το ανέβασμα των Βακχών, αντιμετωπίζοντας τελικά στη σκηνή το αρχαίο δράμα, ύστερα από σκηνοθετική πορεία σαράντα οκτώ χρόνων στο θέατρο.

Όλες σχεδόν οι δηλώσεις, όσες έκανε ο διάσημος Σουηδός με την ευκαιρία της εδώ σύντομης παραμονής του, δεν αποτελούν παρά την επιβεβαίωση γνωστών και σταθερών απόψεων, επιλογών ζωής: Είτε πρόκειται για την ολοκληρωτική αφοσίωση στη θεατρική τέχνη – επακόλουθο μιας θεμελιακής προτίμησης που είχε ήδη ομολογηθεί το 1960 – είτε για τη μεθοδική συνεργασία, στη σκηνή και στην οθόνη, με τους ίδιους ηθοποιούς. Ο Μπέργκμαν των αγαπημένων του κινηματογραφικών ερμηνευτών-ηθοποιών, όπως ο Μαξ φον Σίντοφ, ο Γκούναρ Μπιέρνστραντ, η Χάριετ Άντερσον, η Ίνγκριντ Τούλιν, ο Βίκτωρ Σέστρεμ, η Μπίμπι Άντερσον, η Λιβ Ούλμαν – αντιστοιχεί σε έναν Μπέργκμαν με καταδικούς του θεατρικούς ερμηνευτές, από την Μπίμπι Άντερσον, Βιόλα στη Δωδέκατη Νύχτα του Σέξπιρ, ως την Εύα Φρέλινγκ Κορντέλια στον Βασιλιά Λιρ και πρωταγωνίστρια της ταινίας Φανή και Αλέξανδρος.

Πολλές φορές, εξάλλου, στο Μουσείο Βορρέ, την περασμένη Δευτέρα το βράδυ, τον άκουσα να στρέφει τη συζήτηση προς δραματικούς συγγραφείς και θέματα που βρίσκονταν πάνω στο κέντρο της καλλιτεχνικής κοσμοθεωρίας και αισθητικής του. Μας ζήτησε πληροφορίες για τις σχολές δραματικής τέχνης στην Ελλάδα, αυτός που διατηρεί αμείωτη την πίστη του στον επαγγελματία και τέλεια ασκημένο ηθοποιό. Που οδηγεί τους ηθοποιούς ως τον πυθμένα του ρόλου και ξεσκεπάζει μαζί τους τις περισσότερο οχυρωμένες πλευρές του αισθήματος, των βιωμάτων, της ατομικής συνείδησης. Που στη Σουηδία, εδώ και αρκετά χρόνια, εξέφρασε τις καινούργιες απαιτήσεις για προετοιμασία και εκπαίδευση του ηθοποιού.

Η αναφορά στον Ευγένιο Ο’Νιλ, συγγραφέα που τα πρόσωπα των δραμάτων του ορθώνονται μπροστά στον ηθοποιό σαν «παγόβουνα, με τον κυρίως όγκο τους αόρατα», είχε για άξονα την ιδέα ότι ο αμερικανός δραματουργός θαύμαζε «ταυτόχρονα τους αρχαίους τραγικούς και τον Στρίντμπεργκ».

Μέσω Στρίντμπεργκ είμαστε υποχρεωμένοι να πλησιάσουμε καταρχήν το μπεργκμανικό σκηνικό όραμα, καθώς όλοι οι δρόμοι, βιογραφικοί, ιστορικοί, υφολογικοί, της θεατρικής αναζήτησης του σκηνοθέτη διασταυρώνονται με τον κολοσσό αυτό του σύγχρονου ευρωπαϊκού δράματος. Στο Ντραμάτεν της Στοκχόλμης, όπου ο Αύγουστος Στρίντμπεργκ έζησε ένδοξες αλλά και αλγεινές ώρες, τα τέλη του περασμένου αιώνα, ο Μπέργκμαν πραγματοποίησε πολλά από τα ιδιοφυή στριντμπεργκικά του ανεβάσματα. Εδώ σκηνοθέτησε το Ονειρόδραμα του 1970, τη Σονάτα των φαντασμάτων του 1973, την Οδό προς Δαμασκό του 1974 και τη Δεσποινίδα Τζούλια του 1985, έργα με τα οποία επαληθεύει κατά καιρούς μίαν αξόδευτη, ατελείωτη σχέση με τον κορυφαίο συμπατριώτη του δραματουργό. Δεκαεπτάχρονος μαθητής, το 1935, πρωτοείδε στο Ντραμάτεν το Ονειρόδραμα, ανεβασμένο από έναν άλλο διαπρεπή σκηνοθέτη του σουηδικού θεάτρου, τον Όλοφ Μολάντερ (1892-1966). Την περίφημη αυτή παράσταση κουβαλούσε ο Μπέργκμαν μέσα του μέχρι το 1963, όταν έκανε το τηλεοπτικό του Ονειρόδραμα. Κι από την παράσταση αυτή ξέφυγε στο γυμνό, «αποστασιοποιημένο» Ονειρόδραμα του 1973, όπου η αντικειμενική μαγεία της ψυχρής διαδικασίας του ονείρου και η υλικότητα αυτού καθεαυτού του θεάτρου αντικατέστησαν κάθε ονειρική ψευδαίσθηση.

Τον Στρίντμπεργκ επανέφερε δραστικά στις γερμανικές σκηνές ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν ανεβάζοντας το Ονειρόδραμα το 1977 στο Ρεζιντεντστεάτερ του Μονάχου. Τέσσερα χρόνια αργότερα, με ένα επτάωρο κολάζ έργων παρατάσσοντας το ιψενικό Κουκλόσπιτο, τη Δεσποινίδα Τζούλια και μια θεατρική παραλλαγή του κινηματογραφικού σεναρίου Σκηνές από έναν γάμο (1973) συνέθεσε στο Μόναχο το γυναικείο τρίγωνο της Νόρας, της Τζούλιας και της σύγχρονης Μαριάννας, ενώ παράλληλα έδεσε σε μια τριλογία τον Ίψεν και τον Στρίντμπεργκ, ακρογωνιαίους λίθους της σκανδιναβικής δραματουργίας.

Στον Στρίντμπεργκ παραπέμπει τέλος το κυριολεκτικό διαπεραστικό βλέμμα του Μπέργκμαν πάνω σε καταστάσεις ψυχής, πραγματικότητες και φαντάσματα κάθε φορά που με τις αρχές του Ίντιμα θεάτρου ανανεώνει το στριντμπεργκικό «Κάμερσπιλ», αφού πρώτα καθιέρωσε μιαν αναλογία του στον «κινηματογράφο δωματίου».

Εκλεκτικισμός χαρακτηρίζει το «παραστασιακό μουσείο» του Μπέργκμαν όπου τα δεκαπέντε στριντμπεργκικά έργα εναλλάσσονται με έργα των Ίψεν (Έντα Γκάμπλερ), Μπρεχτ (Όπερα της πεντάρας), Βάλιε Ινκλάν (Θεϊκά λόγια), Μπίχνερ (Βόιτσεκ), Πιραντέλο (Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα), Τσέχοφ (Γλάρος, Τρεις αδελφές), Άλμπι (Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ), Σέξπιρ (Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, Δωδέκατη νύχτα), Μολιέρου (Δον Ζουάν), συγκροτώντας μιαν αδιάλειπτη συνέχεια από τις σκηνές του Χέλσινγκμποργκ, του Γκέτεμποργκ, του Μάλμε, στο Βασιλικό Δραματικό Θέατρο της Στοκχόλμης, στο Ρέζιντεντστεάτερ του Μονάχου, στο Ζάλτσμπουργκερ Φεστσμπίλε και πίσω στη Στοκχόλμη με τον Βασιλιά Λιρ σαν παράσταση επανόδου.

Με έναν Λιρ απολεσθείσα συνείδηση, να διαχέεται μεταξύ πραγματικού και φανταστικού και με σκηνικό διάκοσμο ανθρώπινα κορμιά και συμπλέγματα, η σεξπιρική τραγωδία μπήκε κι αυτή στη χορεία των μπεργκμανικών παραστάσεων, που συνδυάζουν τον βαθύτατο ρεαλισμό με την ποιητική αφαίρεση και συνταιριάζουν ψύχραιμα, στοχαστικά τα γενικά πλάνα με το λεπτομερειακό γκρο πλαν της αναλυόμενης, ταραγμένης μορφής.

Χωρίς μάσκα θα ανεβάσει τις Βάκχες την ερχόμενη άνοιξη ο Μπέργκμαν, καλώντας τον ηθοποιό να πλάσει με τη φυσιογνωμία του την άλλη προσωπικότητα, αυτήν που το άτομο υιοθετεί όταν φέρει ενσυνείδητα προσωπείο. Η μάσκα, «περσόνα» πλάι στην αυθεντική ύπαρξη, είναι πάντα μια έννοια κλειδί για το μπεργκμανικό σύμπαν. Σύμπαν θεατρικό και κινηματογραφικό, που διακατέχεται από την προβληματική τού είναι και του φαίνεσθαι, του ρόλου και του υποκριτή, του θεάτρου μέσα στο θέατρο, της παραγωγής και ανατροπής του σκηνικού ιλουζιονισμού, της διάθλασης του υποκειμένου κατά τη διάρκεια της παράστασης, αλλά και πριν ή μετά την πρόβα.

______________________________

  • ΤΟ ΒΗΜΑ, 9 Νοεμβρίου 1986
  • Το σκίτσο τού Ίνγκμαρ Μπέργκμαν φιλοτεχνήθηκε από την Βασιλική Ηλιακοπούλου

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ