“Μαύρα” και “ρόδινα” | Ζαν Ανούιγ “Λεοκάντια”

“Μαύρα” και “ρόδινα” | Ζαν Ανούιγ “Λεοκάντια”

Μοιράσου το!

  • ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ

Για το ότι ο Anouilh είναι μια από τις πιο εξέχουσες μορφές του συγχρόνου θεάτρου, κανένας δεν έχει αμφιβολία. Υπάρχουν όμως κι εκείνοι που πιστεύουν – ίσως όχι αδικαιολόγητα – πως υπερέχει από πολλούς εξίσου φημισμένους συγγραφείς των δυο ημισφαιρίων.

Τα έργα του, ο συγγραφέας της “Λεοκάντια”, τα ξεχωρίζει σε “ρόδινα” και σε “μαύρα”. Στα πρώτα είναι το εύθυμο στοιχείο που επικρατεί, στα δεύτερα το ζοφερό. Ο κάπως προσεχτικός όμως μελετητής θ’ αντιληφθεί γρήγορα πως η διαφορά μεταξύ τους δεν είναι και τόσο απόλυτη. Μια βαθύτερη ομοιογένεια τα χαρακτηρίζει, ένας ενιαίος τόνος, τόσο μάλιστα συνεπής που να κάνει συχνά την εντύπωση πως αυτοεπαναλαμβάνεται. Ο τόνος αυτός είναι, απλούστατα, το κεντρικό “δράμα” του Anouilh, ο προσωπικός του φθόγγος. Ας τον πούμε, με τον τόσο χιλιοειπωμένο αλλά και πάντα χρήσιμο όρο: το μήνυμά του.

Το βλέπουμε να διαυλακώνει το έργο του από το πρώτο του θεατρικό φανέρωμα, την “Ερμίνα” (1932), ίσαμε τα εντελώς πρόσφατα, που τόσο τα συζητεί η παριζιάνικη κριτική. Σταθμοί της συγγραφικής του πορείας είναι ο “Ταξιδιώτης δίχως αποσκευές”, η “Ευρυδίκη”, η “Αντιγόνη”, η “Μήδεια”, η “Πρόσκληση στον Πύργο”, η “Αρντέλ”, η “Κολόμπ”, ο “Τιμωρημένος έρωτας”, ο “Κορυδαλλός”, ο “Ορνίφλ”. Δεν είναι οι μόνοι του αυτοί σταθμοί. Δίπλα τους, ο Anouilh έχει δώσει έργα γεμάτα προσωπικότητα, που κρατάνε ζεστό το αποτύπωμα της ανθρώπινης μαρτυρίας, σ’ όποιο είδος κι αν συμπτωματικά ανήκουν, το ανάλαφρο ή το σκυθρωπό. Ο συγγραφέας αυτός, ο τόσο Γάλλος αλλά και τόσο σύγχρονος – ο ανατριχιαστικά, κάποτε, σύγχρονος – είναι προπάντων ένας γνήσιος άνθρωπος του θεάτρου. Όχι σαν απλός κάτοχος της τεχνικής. Ουσιαστικότερα:σαν ιδιοσυγκρασία πλασμένη να εκφράζεται άμεσα με το δραματικό λόγο, και που έχει έμφυτο το θεατρικό αισθητήριο. Είναι το φυσικό του εκφραστικό του μέσο.

Στάση ψυχής πικραμένης, που μηρυκάζει το άγχος της: μια διαμαρτυρία για τον κόσμο, αυτό είναι το κατακάθι του θεάτρου του Anouilh. Αλλά πώς το μετουσιώνει! Ακόμα και στα σκυθρωπότερα έργα του βλέπει κανένας να περνάει, στιγμές-στιγμές, μια ανάσα δροσιάς, μια φευγαλέα ειρωνεία. Το να κάνεις τον πόνο σου καλλιτεχνικό παιχνίδι, δεν είναι μικρό πράγμα. Χρειάζεται πνευματικότητα έξω από τα κοινά μέτρα. Η πίκρα του Anouilh είναι αντιπροσωπευτική του καιρού μας. Ζυμώνεται με το χιούμορ. Χιουμοριστική πίκρα και πικρό χιούμορ. -να οι αποχρώσεις της παλέτας του. Ξεχνάμε κάποτε, βλέποντας τα έργα του, πως ακόμα και πίσω από το χαμόγελό τους, ακόμα και πίσω από το παιχνίδισμα της φαντασίας το ποιο ποιητικά αυθαίρετο, κρύβεται μια σύσπαση οδυνηρή.

Ξεκινάει από μια σκέψη έμμονη:την αναζήτηση μιας αγνότητας ταυτόσημης με την καλώς νοούμενη ηθική αξιοπρέπεια, και που μοιάζει ανέφικτη μέσα στον αντικειμενικό κόσμο. Κάποιοι ήρωές του αρνούνται να συνθηκολογήσουν, να κάνουν τις καθιερωμένες υποχωρήσεις που τους υπαγορεύουν οι κοινωνικές συνθήκες, και που λερώνουν όποιον τις στέργει. Δεν απορούμε ύστερα, όταν τους βλέπουμε να συντρίβονται. “Εγώ ήρθα στον κόσμο για να πω όχι, και για να πεθάνω”, λέει η Αντιγόνη του, προσκολλημένη με πείσμα στο ιδανικό της. Ούτε κι απορούμε όταν βλέπουμε τη νίκη να παίρνει θέση σταθερά στο πλευρό των γνήσιων παιδιών του κόσμου, εκείνων που έκαναν σημαία τους τον ρύπο του. Στα έργα τού Anouilh είναι συνήθως ένα και μόνο πρόσωπο, το πολύ-πολύ ένα ζευγάρι, που εκφράζει τη φανατική, την παθιασμένη κάποτε, απαίτηση του ιδανικού. Οι άλλοι, γύρω τους,είναι κομπάρσοι, καρικατούρες, που μορφάζουν, γιατί στα χαρακτηριστικά τους εκφράζεται ο εξευτελισμός της υποταγής στην καθημερινότητα. “Υπάρχουν δυο φυλές πλασμάτων – λέει ο αινιγματικός κ. Ανρί στην ‘Ευρυδίκη’. – “Μια φυλή πολυάριθμη, γόνιμη, ευτυχισμένη, χοντρή πάστα για ζύμωμα, που τρώει ήσυχα-ήσυχα λουκάνικα, φτιάχνει παιδιά, χειρίζεται τα εργαλεία, μετράει τις δεκάρες αφρόντιστα, παρ’ όλες τις επιδημίες και τους πολέμους, ίσαμε το έσχατο όριο της ζωής, άνθρωποι δηλαδή καθημερινοί, που δεν τους φαντάζεσαι νεκρούς. Και υπάρχουν ύστερα οι άλλοι, οι ευγενικοί, οι ήρωες. Αυτοί που τους φαντάζεσαι κάλλιστα πεσμένους χάμου, χλωμούς, με μια κόκκινη τρύπα στο κεφάλι τους, ή κι ανάμεσα σε δυο χωροφύλακες, κατά την περίσταση. Η αριστοκρατία”. – Περίεργη αριστοκρατία, δραματική, με προνόμια προβληματικά, που πηγάζουν όχι από την καταγωγή ή από το χρήμα, αλλά από τη θυσία. Αριστοκρατία θυσιασμένων από γενετής…

Το έργο, ο Anouilh συνηθέστατα το βάζει να ξετυλίγεται στους κόλπους μιας οικογένειας. Και, καθώς έχει ειπωθεί σωστά, ελάχιστες οικογένειες στην παγκόσμια Λογοτεχνία είναι τόσο αδηφάγες όσο αυτές που μας παρουσιάζει ο συγγραφέας της “Λεοκάντια”. Εκφράζουν μιαν αποκρουστική πραγματικότητα, που αναιρεί για το άτομο κάθε δυνατότητα εσωτερικής ελευθερίας. Ο πόθος, από την άλλη μεριά, αφήνει εκτεθειμένη την υπόθεση του έρωτα. Λέει ο στρατηγός στην “Αρντέλ”: “Αν ο Θεός ήθελε να είναι ο έρωτας αιώνιος, θα έκανε ώστε να είναι αιώνιος κι ο πόθος”. Ο έρωτας, για τον Anouilh, όπως άλλωστε και για πολλούς ακόμα συγγραφείς του αιώνα μας, είναι η δραματική, καταδικασμένη προσπάθεια να ξεπεράσει ο άνθρωπος τη μοιραία μόνωσή του.

Μόνωση γενικότερη, αδιάφορο αν είναι συνειδητή ή ασύνειδη. Συναντούμε, στα έργα του Anouilh, πρόσωπα φωτισμένα, που ξέρουν καλά την πραγματικότητα της ζωής. Συναντούμε άλλα, ενστικτώδη, που δεν την ξέρουν. Όμως και τα μεν και τα δε, τη ζουν· κι αυτό είναι που έχει σημασία, σε τελευταία ανάλυση. Το πολύ-πολύ οι ανεπίγνωτοι, να γίνονται παίγνια τυφλά στα χέρια της κοινής Μοίρας – γελοιογραφίες. Στο πρόσωπό τους αποτυπώνεται, αδυσώπητος αλλά και πονεμένος, ο σαρκασμός.

Μια στάση τέτοια, φυσικό να προκαλεί αντιρρήσεις, ζωηρές κάποτε. Αναφέρονται στο περιεχόμενο των έργων κι όχι στην τεχνική τους, ή στην καθαρά λογοτεχνική τους αξία, γιατί αυτές είναι αδιαμφισβήτητες. Ο Anouilh έχει ένα προσωπικό δράμα, και το δράμα του αυτό το εκφράζει μ’ ένα ύφος ποιοτικά υψηλό. Είναι μια γλώσσα γεμάτη λάμψη, κομψότητα, ποίηση, αλλά και οξύτητα πολύ προσωπική. Απαισιόδοξος, έχει το δώρο να περιβάλλει την απαισιοδοξία του με μιαν ιλαρότητα πνευματικότατη, που οπλίζει το ύφος του μ’ αισθητική αυτάρκεια. Και όπως ξέρει ν’ αναλύει ώς τη σκληρότητα, ξέρει και να στήνει κατασκευές ανάλαφρες, φτερωμένες, που λαμποκοπάνε από την πιο ραφινάτη “φανταιζί”.

Κώστας Ματσακάς (Α΄ Υπηρέτης), Νίκος Βοκάς (Μάγερας), Βάσω Μεριδιώτου (Καμαριέρα), Ευάγγελος Καζαντζόγλου (Β΄ Υπηρέτης), Τάκης Γαλανός (Ο άλλος Μαιτρ ντ’ οτέλ), Ανδρέας Φιλίππίδης (Μαιτρ ντ’ οτέλ).

Τα “ρόδινα” έργα του Anouilh – κι ανάμεσα σ’ αυτά η “Λεοκάντια” – με την υπογραμμισμένη τους αγνότητα, το χερουβικό στοιχείο, κάνουν έμμεσα, ειρωνικά αισθητή την πίκρα της τρεχούμενης ζωής. Ο Anouilh, έτσι, δείχνεται συνεπής στον εαυτό του κι από άλλο δρόμο.

Η Αμάντα του, η ηρωίδα της “Λεοκάντια”, είναι ένα καθαρά ποιητικό πλάσμα. Εργατριούλα σε καπελάδικο της Rue de la Paix, παριζιάνικο σπουργίτι με αφέλεια, θάρρος, χάρη, άρωμα φυσικό, βρίσκεται μια μέρα, από μιαν ανεξήγητη γι’ αυτήν ιδιοτροπία της τύχης, μέσα σ’ ένα αρχοντικό πάρκο απ’ όπου δεν φαίνεται να βγαίνεις όσο κι αν περπατάς, και σ’ έναν πύργο κατοικημένον από πλάσματα λοξά, ακατανόητα. Ύστερα από το πρώτο ξάφνιασμα, η Αμάντα, οδηγημένη από το στέρεο λαϊκό της αισθητήριο, θ’ αρχίσει να ξυπνάει. Δεν θα πάψει να ζει το παραμύθι της, αλλά και δεν θα σαστίζει. Κάτι την ειδοποιεί πως, εδώ, βρίσκεται απέναντι σε μια κατάσταση αναχρονιστική, αρνητική της ζωής, κι αυτό εξεγείρει την απλοϊκή της φρόνηση, την υγιέστατη. Η μικρή αυτή, σε αντίθεση με τα ετοιμόρροπα φαντάσματα του νεκρού χτες, που την περιβάλλουν, φέρνει μαζί της τη ζωή. Πλάσμα εωθινό, με γερή όρεξη, ισορροπημένο νου, άφθαρτες αισθήσεις, έχει την ήσυχη δύναμη να διώχνει, όπου πάει, την άρνηση και το θάνατο. Έχει περισσότερο την προνοητικότητα της κοινωνικής της καταγωγής παρά ενός συγκεκριμένου ατόμου. Γιατί, σαν πρόσωπο, είναι κι αυτή ένα παιχνίδι μέσα στο παιχνίδι.

Ολόκληρο το έργο, αποτελεί μια στιγμή ευφροσύνης του Anouilh, όπου ο ποιητής συνθέτει την ειρωνεία με την τρυφερότητα, το πιο διακριτικά φανταστικό με το γκροτέσκο. Εύθραυστη κατασκευή, σαν κι εκείνα τα υγρά κρύσταλλα που σκαρώνει παίζοντας η φαντασία της πάχνης την αυγή, και που λάμπουν μια τελευταία φορά, έντονα, ιριδίζοντας, πριν πάρει να ζεστάνει ο ήλιος – και τα λιώσει.

  • Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο έντυπο πρόγραμμα της παράστασης “Λεοκάντια” που ανέβηκε από την Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου (04/12/1958 – 06/01/1959). Επίσης και στο “Θέατρο 59” του Θ. Κρίτα.

  • Κεντρική φωτογραφία: Ελένη Χαλκούση (Δούκισσα), Βάσω Μανωλίδου (Αμάντα), Άρης Μαλλιαγρός (Βαρώνος Έκτωρ).

 


Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ