Γιώργος Λαζάνης: Στρατευμένος απόλυτα, στην τέχνη του θεάτρου

Γιώργος Λαζάνης: Στρατευμένος απόλυτα, στην τέχνη του θεάτρου

Μοιράσου το!

Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ

«Ο καλλιτέχνης πρέπει να λέει την αλήθεια»! Αυτό πίστευε κι αυτό προσπαθούσε ο ακούραστος εργάτης του θεάτρου, ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Γιώργος Λαζάνης, ο οποίος έφυγε πριν από 40 περίπου μέρες, αφήνοντας ανοιχτά μέτωπα με την πορεία του «Θεάτρου Τέχνης – Κ. Κουν» που έχει ήδη διαγράψει την 65χρονη πορεία του ανατρέποντας από την ίδρυσή του το θεατρικό κατεστημένο και χαράζοντας μια πρωτοποριακή και ποιοτική αναβάθμιση.

Σε καιρούς που το πρόσημο της ιστορίας μας δεν είναι θετικό, η τέχνη μπορεί, άραγε, να καλλιεργήσει την αισιοδοξία που τόσο πολύ χρειαζόμαστε; Το «Χάπι Εντ» ή το «Ευτυχισμένο τέλος» μπορεί η τέχνη έστω να το υποψιαστεί, να το ονειρευτεί, να το διδάξει; Αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις μάς έδωσε μια συζήτηση που έγινε με τον Γιώργο Λαζάνη πριν κάποια χρόνια ενόψει μιας παράστασης με τίτλο «Χάπι Εντ». «Ευτυχία και Τέλος. Το ένα αναιρεί το άλλο. Ασπρο – Μαύρο. Τα δύο μαζί γκρίζο. Γκρίζα εποχή. Γκρίζα κοινωνία. Σύγχρονο γκρίζο. Τραγούδι, χορός, φόνος. Γέλιο, κραιπάλη. Χρήμα, φτώχεια. Αισιοδοξία πνιγμένη. Ελπίδα… Ανάγκη και Λύση. Χάπι Εντ», έγραφε στο πρόγραμμα ο Γιώργος Λαζάνης.

Ελπίδα …ανάγκη και λύση

Ενα έργο γραμμένο με αισιοδοξία, αλλά ο Γιώργος Λαζάνης μιλούσε για μια αισιοδοξία πνιγμένη. Πώς γίνεται ένας καλλιτέχνης να μην είναι αισιόδοξος;

«Η αισιοδοξία υπάρχει σε επιμέρους πράγματα» -είχε πει στον «Ρ». «Η ανθρώπινη αλληλεγγύη, για παράδειγμα, μπορεί να υπάρξει, όπως και η ελπίδα, ότι κάτι θα γίνει με τους νέους, επίσης υπάρχει. Θεωρητικά δεν μπορεί κανείς να μας εμφυσήσει την αισιοδοξία. Μόνο στην πράξη, μπορεί αυτή να καρποφορήσει. Σήμερα, μάλλον, δεν μπορούμε έτσι γενικά να είμαστε αισιόδοξοι. Από τη στιγμή που υπάρχει ένας πλανητάρχης και από κει έρχονται όλες οι εντολές και οι θελήσεις. Εκεί είναι η μεγάλη δύναμη. Εμείς μπορεί να τα βάζουμε με τους δικούς μας πολιτικούς, με τους δικούς μας αρχηγούς αλλά κι αυτοί από αλλού εξαρτώνται».

Με λίγα λόγια όμως ο Γιώργος Λαζάνης πίστευε ότι η λέξη αισιοδοξία είναι κάτι πολύ γενικό και ότι το μέλλον μας εξαρτάται από το πόσο, μηνύματα σαν κι αυτά που φέρει ένα έργο τέχνης, ένα θεατρικό έργο, μπορούν να καλλιεργηθούν και να γίνουν πράξη.

«Νομίζω» – είχε πει – «ότι το άμεσο μέλλον δε διαγράφεται αισιόδοξο. Ο καλλιτέχνης πρέπει να λέει την αλήθεια. Δεν μπορεί να κάνει τον αισιόδοξο. Κι όταν νιώσει ο κόσμος την αλήθεια, τότε μπορεί να αντισταθεί. Διαφορετικά είναι μια ψεύτικη αισιοδοξία. Από την άλλη, δε νομίζω ότι υπάρχει αδιαφορία από τον κόσμο. Απλά ο κόσμος εισπράττει το μάταιο. Ξέρει ότι όση αντίσταση και να κάνει δύσκολα θα μπορέσει να βρει διέξοδο. Σαν να είμαστε εγκλωβισμένοι κάπου. Αυτό είναι χαρακτηριστικό της ανθρωπότητας μέσα στις διάφορες εποχές. Βέβαια, η ανθρωπότητα περνάει τέτοιες φάσεις, αλλά κάποτε ξεσπάει».

Προσκλητήριο πάλης, έμοιαζε να αποτελεί ένας στίχος από την παράσταση «Ας παλέψουμε μαζί να γίνουμε ένα». Τον ρωτήσαμε πόσο εφικτό μπορεί να είναι αυτό;

«Πάντως, σίγουρα δεν είναι ανέφικτο. Μπορεί να είναι πολύ αισιόδοξο, αλλά όχι ανέφικτο. Τα μηνύματα του έργου, λέγονται ξεκάθαρα, γίνονται τραγούδι και εισέρχονται βαθιά στις καρδιές μας. Δεν έχει να κρύψει τίποτε ο Μπρεχτ. Η θεατρική κατάθεση των Μπρεχτ και Βάιλ παραμένει αξεπέραστη. Νομίζω ότι το πιο φανερό και πιο ξεκάθαρο μήνυμα, που δείχνει και την ταξική τοποθέτηση του Μπρεχτ είναι αυτό που λέει στο τέλος ότι “το μεγαλύτερο αμάρτημα δεν είναι να κλέψεις μια τράπεζα είναι να ιδρύσεις μια τράπεζα”. Ελεγε τα πράγματα έξω από τα δόντια. Δεν πρέπει να επαναπαυόμαστε, δηλαδή».

Τίποτε δεν είναι τυχαίο

Γεννημένος το 1928, από φτωχή οικογένεια, ο Γιώργος Λαζάνης σημαδεύτηκε από τη συνάντησή του με τον Κάρολο Κουν. Απόφοιτος του 1954 παρέμεινε μόνιμο στέλεχος του Θεάτρου Τέχνης ως ένας από τους πλέον ανιδιοτελείς εργάτες του. Εζησε μια ζωή αφοσιωμένη αποκλειστικά στο θέατρο. Αρχικά ως μαθητής, μετά ως ηθοποιός, διέπρεψε σε αριστοφανικούς χαρακτήρες. Ερμήνευσε στην πολυετή καριέρα του περισσότερους από 200 ρόλους. Αργότερα ως δάσκαλος της σχολής τού Τέχνης, όπου διηύθυνε από το ’59, και παράλληλα ως αφοσιωμένος σκηνοθέτης τουλάχιστον 40 παραστάσεων.

Στο θέατρο μπορεί να βρέθηκε τυχαία, αλλά δεν παρέμεινε τυχαία. Είναι η εποχή που οι άνθρωποι μέσα στις θυελλώδεις συνθήκες δεν είναι εύκολο να βρουν τις κλίσεις και τα θέλω τους. Ετσι και ο Γιώργος Λαζάνης αναγκάστηκε να σταματήσει, λόγω πολέμου, το σχολείο στην Α’ Γυμνασίου. Αρχές της δεκαετίας του ’50, δούλευε κάνοντας μεταφορές με καροτσάκι σ’ όλη την Αθήνα. Τυχαία βρίσκει ένα διαφημιστικό φυλλάδιο της Σχολής Σταυράκου όπου και πηγαίνει αναζητώντας να μάθει κάτι. Επιλέγει τα μαθήματα για ηθοποιούς επειδή ήταν τα πιο φτηνά. Από τη Σχολή Σταυράκου βρίσκεται στο σχήμα του Καρόλου Κουν. Ντεμπουτάρισε στο σανίδι το 1954 ως μαθητής του Κουν, στην ιστορική εναρκτήρια παράσταση του Υπογείου, με το έργο του Ουάιλντερ «Η μικρή μας πόλη» κρατώντας ένα μικρό ρόλο – του Γαλατά.

Ακολουθεί μακρά σειρά πρωταγωνιστικών ρόλων: «Επτά επί Θήβας», που κρατά τον ρόλο του Ετεοκλή, στους ιστορικούς αισχυλικούς «Πέρσες», στον «Προμηθέα δεσμώτη», που κρατά τον ομώνυμο ρόλο, στον «Οιδίποδα τύραννο», που ο Λαζάνης είναι ο Οιδίπους και στον «Φιλοκτήτη». Συνεχίζει ως πρωταγωνιστής σε μια σειρά αριστοφανικών κωμωδιών: «Πλούτος», «Αχαρνής», «Ειρήνη», «Ορνιθες», «Νεφέλες». Επονται η σαιξπηρική «Δωδέκατη νύχτα», το «Ονειρο θερινής νυκτός», ο «Ριχάρδος Γ’» του Σαίξπηρ (υποδύεται τον Ριχάρδο). Πιραντέλο, Τσέχοφ, Λόρκα, Τένεσι Ουίλιαμς, Μπρεχτ, Ο’ Νιλ, Μίλερ, Ιονέσκο, Αλμπι, Ανούιγ, Μπέκετ, Γκομπρόβιτς, Στρίντμπεργκ, Σεβαστίκογλου, Καμπανέλλη. Ολη την ξένη και ελληνική θεατρική πρωτοπορία της εποχής, που έβλεπαν το φως της σκηνής για πρώτη φορά στη χώρα μας από τον Κουν.

Συνεπής πορεία

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, ο Κουν του αναθέτει σκηνοθεσίες. Πρώτη του παράσταση, «Το καλοκαίρι» του Βενγκαρντέν. Σκηνοθέτησε Γκολντόνι και Βάγιε Ινκλάν, Γκόρκι και Γκομπρόβιτς, Σαίξπηρ και Στρίντμπεργκ, Ιονέσκο και Ρουτζάντε, Πιραντέλο και Τσέχοφ αλλά και Σκούρτη, Μουρσελά, Αρμένη καθώς και το μοναδικό, δικό του, αυτοβιογραφικό έργο «Λευκή απεργία».

Μετά το θάνατο του Κουν το 1987, το «Θέατρο Τέχνης» συνέχισε το ρεπερτόριό του πάνω στις ενότητες που είχε ο Κουν. Σύγχρονο ελληνικό έργο, διεθνής πρωτοπορία, κλασικό έργο και έρευνα αρχαίου δράματος. Ο θάνατος του Μίμη Κουγιουμτζή (2003) από τη μια και η υγεία του που είχε ήδη παρουσιάσει προβλήματα τον ανάγκασαν σιγά σιγά να αποσυρθεί.

Ο ομώνυμος ρόλος, στον «Βασιλιά Ληρ» του Σαίξπηρ επρόκειτο να είναι ο τελευταίος ρόλος που ερμήνευε τη σεζόν 1999 – 2000 στο Υπόγειο. Η επιθυμία του να τελειώσει την καριέρα του με τον Οιδίποδα στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» έμεινε ανεκπλήρωτη. Οι δυνάμεις και η μνήμη του τον πρόδωσαν και εγκατέλειψε την προσπάθεια, ενώ είχε ήδη αρχίσει τις πρόβες. Αλλά η παράσταση στην Επίδαυρο ήταν αφιερωμένη σ’ εκείνον που δέχτηκε την αποθέωση από το κοινό, που είναι πάντα η μεγαλύτερη ανταμοιβή για έναν πραγματικό καλλιτέχνη.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 14 Γενάρη 2007

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ