Γιάννης Ιορδανίδης: Η τελευταία φορά που είδα την Άννα Συνοδινού

Γιάννης Ιορδανίδης: Η τελευταία φορά που είδα την Άννα Συνοδινού

Μοιράσου το!

  • Δημοσιεύουμε ένα κείμενο του σκηνοθέτη Γιάννη Ιορδανίδη, που είναι ουσιαστικά ένας αποχαιρετισμός σε μια μεγάλη ηθοποιό μας. “Είχα το προαίσθημα πως αυτή ήταν η τελευταία φορά που έβλεπα την Συνοδινού. Είχα το προαίσθημα πως την αποχαιρετούσα. Πως αποχαιρετούσα ένα μεγάλο κεφάλαιο της Ιστορίας του Ελληνικού Θεάτρου…”

ΓΙΑΝΝΗΣ Γ. ΙΟΡΔΑΝΙΔΗΣ

Μπαίνοντας στο ταξί είπα Ριζάρη 19. Όταν έφτασα και πήγα να χτυπήσω το θυροτηλέφωνο είδα πως έγραφε ακόμα Μαρινάκης και από κάτω Συνοδινού, αν και ο σύντροφός της, ο Γιώργος Μαρινάκης, είχε φύγει απ’ τη ζωή από τον Απρίλη του 2009. Ανέβηκα στον τρίτο όροφο. Δεξιά η πόρτα ήταν ορθάνοιχτη. O κύριος Χρήστος- που μαζί με την γυναίκα του την κυρία Δώρα φροντίζουν την Άννα Συνοδινού εδώ και πολλά χρόνια- βγήκε να με υποδεχτεί. Ήξερε πως είχα τηλεφωνήσει και πως η κυρία Συνοδινού με περιμένει. Με προειδοποίησε λέγοντάς μου « Ξέρετε η κυρία Άννα είναι λιγάκι κουρασμένη… »

Μπήκα στο σαλόνι και στο άλλο δωμάτιο που χωρίζονταν με μια συρταρωτή πόρτα απ’ το σαλόνι αντίκρισα την Άννα Συνοδινού να είναι καθισμένη σ’ ένα ντιβάνι. Όλα έδιναν την εντύπωση πως εκεί κοιμόταν. Δίπλα της φάρμακα, χαρτομάντιλα, και άλλα βοηθήματα για άρρωστο. Αφού έδωσα στον κύριο Χρήστο το κουτί με τα βουτήματα που της αρέσαν, προχώρησα προς το μέρος της. Η Συνοδινού, αχτένιστη, φορώντας μια ροζ πιζάμα και μαύρες κοντές αντρικές κάλτσες, καθισμένη στο ντιβάνι ασάλευτη και με σκυμμένο το κεφάλι, έμοιαζε πολύ καταπονημένη. Μόλις με αντιλήφθηκε με καλωσόρισε χαρίζοντάς μου κι ένα πλατύ χαμόγελο. Μου είπε «Σ’ ευχαριστώ που ήρθες Γιάννη μου να με δεις ».

Τη ρώτησα για την υγεία της. Μου παραπονέθηκε πως νοιώθει κάποια αδιαθεσία… Μιλούσε αργά, σχεδόν ψιθυριστά… Κουβεντιάσαμε για λίγη ώρα …Ύστερα σιώπησε …Μετά πάλι κάποια στιγμή με ρώτησε για τα δικά μου. Θέλησε να μάθει τι είχα σκηνοθετήσει τελευταία. Της μίλησα για την παράσταση του Ραφτάδικου που είχα ανεβάσει στο Κ.Θ.Β.Ε κι εκείνη κουνώντας το κεφάλι, κάτι ανάμεσα σε θαυμασμό και θλίψη, μου είπε «Αχ, ο Σωκράτης κι πατερούλης σου, ο γλυκός μας ο Γιώργος». Ο Σωκράτης φυσικά δεν ήταν άλλος απ’ τον Καραντινό, τον συνεργάτη της και πρώτο διευθυντή του Κ.Θ.Β.Ε.

Ένοιωσα πως δεν θα ‘πρεπε να την κουράσω άλλο και μπήκα αμέσως στο θέμα για το οποίο είχα έρθει να την δω. «Κυρία Συνοδινού, σας έφερα την φωτογραφία που σας είχα υποσχεθεί στο τελευταίο μας τηλεφώνημα. Αυτή που έχει αναρτηθεί στο διαδίκτυο. Και τότε μετά από μεγάλη παύση ήρθε η ερώτηση. «Ποια φωτογραφία;» «Εκείνη που αποχαιρετάτε την Αντιγόνη…» απάντησα. Και βγάζοντας την απ’ το φάκελο, της την έδειξα και συμπλήρωσα: «Είναι πραγματικά συγκλονιστική φωτογραφία. Ήθελα πολύ να την δείτε κι εσείς». Και τότε, σαν κεραυνός, έπεσε η φράση: «Από ποιο έργο είναι;»

Προσπάθησα να μην δείξω τίποτα και της είπα ευγενικά σαν να είχα κάνει εγώ λάθος «Ναι συγνώμη… δεν σας είπα πως είναι από την κηδεία της Βαλάκου» Και κοιτάζοντάς τη φωτογραφία ύστερα από νέα παύση ψιθύρισε: «Τέχνη! Αυτό είναι Τέχνη!» Και μετά είπε «Σ’ ευχαριστώ Γιάννη μου πολύ. Με συγκινεί η αφοσίωσή σου κι η προθυμία σου να έρθεις για να μου την φέρεις. Και κοιτάζοντας την φωτογραφία συμπλήρωσε μετά από λίγο «Φως». Είπα αμήχανα «Ορίστε;» και μου απάντησε «Φως! Φι, ωμέγα, σίγμα!» Μετά μου έδωσε την φωτογραφία κι εγώ παραμερίζοντας κάποια πράγματα την ακούμπησα πάνω σ’ ένα κομό που ήταν κοντά στο κρεβάτι. Την παρακάλεσα μάλιστα να μου αφιερώσει μια άλλη ολόιδια φωτογραφία. Της έβαλα λοιπόν από κάτω, για να ‘χει στήριγμα, ένα βιβλίο. «Είναι λίγο βαρύ – μου είπε- Δεν μπορώ να το κρατήσω». Το πήρα τότε και της έβαλα ένα άλλο που βρήκα πιο ελαφρύ.

Όταν έγραψε την αφιέρωση με ρώτησε: « Τί ημερομηνία έχουμε;» Απάντησα «Πρώτη του Μάρτη». «Ποια χρονιά;». Της είπα «2014». Με κοίταξε σαν κάτι να μην καταλάβαινε. Μου έδωσε πίσω τη φωτογραφία και αφού έκανε μερικές διορθώσεις στην αφιέρωσή της, μου αφιέρωσε και τα δυο βιβλία της τα «Πρόσωπα και προσωπεία» και «Αίνος στους άξιους». Και πάντα η ίδια ερώτηση για την ημερομηνία και τη χρονιά.

Όταν τελείωσε με κοίταξε κατάματα και μου χάιδεψε τρυφερά το χέρι. Ύστερα το ‘σφιξε σαν να προσπαθούσε μ’ αυτό τον τρόπο κάτι να μου πει… Μια μυστική συνεννόηση… Κατάλαβα πως δε θα ‘πρεπε να μείνω κι άλλο και της είπα «Θα σας δώσω ξανά το κινητό μου. Αν χρειαστείτε κάτι μην διστάσετε να μου τηλεφωνήσετε ότι ώρα και να ‘ναι». Με κοίταξε και μ’ ευχαρίστησε κάνοντάς μου νόημα με το κεφάλι. Την ρώτησα «Να σας βοηθήσω να ξαπλώσετε;». Κούνησε δυο φορές αρνητικά το χέρι και ξαφνικά χάθηκε στις σκέψεις της… Σα να κοιτούσε βαθιά σ’ ένα παρελθόν ή σ’ ένα άγνωστο μέλλον.

Σηκώθηκα διακριτικά να φύγω και τότε την άκουσα να μου λέει «Μπορώ Γιάννη μου να δω πάλι εκείνη τη φωτογραφία;» και άπλωσε το χέρι της. Της την έδωσα. Την κοίταζε για αρκετή ώρα σιωπηλή. Της είπα «Φεύγω για να σας αφήσω να ξεκουραστείτε». Με αγκάλιασε κι εγώ έσκυψα και της φίλησα το χέρι . «Ευχαριστώ πολύ για την επίσκεψη –μου είπε– μου έδωσε πολύ μεγάλη χαρά». Αντάλλαξα στην πόρτα δυο λόγια με τον κύριο Χρήστο κι ύστερα έφυγα… Ήμουν βαθιά συγκινημένος. Είχα το προαίσθημα πως αυτή ήταν η τελευταία φορά που έβλεπα την Συνοδινού. Είχα το προαίσθημα πως την αποχαιρετούσα. Πως αποχαιρετούσα ένα μεγάλο κεφάλαιο της Ιστορίας του Ελληνικού Θεάτρου… Βγήκα στο δρόμο, σταμάτησα ένα ταξί και γύρισα αμέσως στο σπίτι… Με τα ίδια μου τα μάτια αντίκρυσα εκείνο το πρωινό, πόσο σκληρό πράγμα είναι τα γηρατειά.

Γιάννης Γ. Ιορδανίδης

Σάββατο 1η Μαρτίου του 2014

Υ.Σ : Άννα Συνοδινού καλό ταξίδι κι ένα μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ.

 


Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ