Ο θεατροποιός Κωστής Μιχαηλίδης

Ο θεατροποιός Κωστής Μιχαηλίδης

Μοιράσου το!

110 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ

  • ΓΙΑΝΝΗΣ Γ. ΙΟΡΔΑΝΙΔΗΣ

Ο ΘΕΑΤΡΟΠΟΙΟΣ

ΚΩΣΤΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ

Ο σκηνοθέτης Κωστής Μιχαηλίδης υπήρξε δάσκαλός μου, όχι μόνο με την τυπική, αλλά, κυρίως, με την ουσιαστική σημασία της λέξης.

Με την τυπική σημασία, γιατί αποφοίτησα από τη Δραματική Σχολή. που είχε, τότε, στην Αθήνα και τον είχα δάσκαλο στο μάθημα της υποκριτικής, μαζί με τον Κωτσόπουλο, τον Τσακίρογλου και τον Ξενάκη και με την ουσιαστική, γιατί, απ’ αυτόν τον μάστορα της σκηνής, άκουσα τόσα πολλά για τη δουλειά και τα μυστικά της: Για τον στόχο, το μέτρο, την παύση, το ρυθμό, το στήσιμο, τους συνδετικούς κρίκους, το παρελθόν του ρόλου, τις σχέσεις των προσώπων και τόσα άλλα.

Πρωτογνώρισα τον Κωστή Μιχαηλίδη στη Θεσσαλονίκη, στα τέλη του 1967, την ίδια ακριβώς χρονιά, που πρωτογνώρισα και τον Θάνο Κωτσόπουλο. Δεν θα κρύψω σήμερα, που νοιώθω πολύ μεγάλη τρυφερότητα και για τους δύο, πως τότε, τους έβλεπα λίγο με μισό μάτι, γιατί συναισθηματικά, είχα συνδέσει – και δεν ίσχυε βέβαια – την απομάκρυνση του Σωκράτη Καραντινού από τη Διεύθυνση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος με τον ερχομό του Κωτσόπουλου και του Μιχαηλίδη, ως μόνιμοι σκηνοθέτες του Κρατικού. Ο Κωτσόπουλος, μάλιστα και ως πρωταγωνιστής.

Ο κοσμοπολίτης Μιχαηλίδης, όσο περνούσε ο καιρός και τον γνώριζα καλύτερα, παρακολουθώντας παραστάσεις και πρόβες του, κρατώντας μάλιστα σημειώσεις, ή κουβεντιάζοντας μαζί του, άρχισε να με κερδίζει, ακόμα και να με γοητεύει. Είχα αντιληφθεί, πως ο Μιχαηλίδης, ήταν ένας πραγματικός Θεατράνθρωπος, ένας Θεατρομάστορας, ένας Θεατροκατασκευαστής, ένας Θεατροποιός, κατά τον Μπέρνχαρντ, απ’ τον οποίο είχα πολλά να διδαχτώ.

Μια μέρα με βλέπει στο γραφείο του πατέρα μου, στο Κρατικό και γνωρίζοντας, πως είχα ήδη παίξει σε παραστάσεις του Κ.Θ.Β.Ε – στο Περιμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ, τον Εχθρό του Λαού του Ίψεν και τον Καλό άνθρωπο του Σετσουάν του Μπρεχτ, με σκηνοθέτη τον Βολανάκη, στη Σίβυλλα του Σικελιανού, με σκηνοθέτη τον Καραντινό, στον Τρελό της Βαβέλ του Μάλαμα, με σκηνοθέτη τον Θεοδοσιάδη – μου λέει, πως έχει ένα ρόλο στο Συρανό Ντε Μπερζεράκ του Ροστάν, που θ’ ανέβαζε και θα ήθελε, να με βάλει στη διανομή. Αυτό θα ήταν το τρίτο έργο που θα σκηνοθετούσε ο Μιχαηλίδης στο Κρατικό, με πρωταγωνιστές τους Ανδρέα Ζησιμάτο, Αλεξάνδρα Λαδικού, Χρήστο Πάρλα, Νανά Σκιαδά, Ανδρέα Φιλιππίδη, Νικήτα Τσακίρογλου, Γιάννη Κάσδαγλη, Θάνο Τζενεράλη και άλλους εκλεκτούς ηθοποιούς του θιάσου, ύστερα από τον Έμπορο της Βενετίας του Σαίξπηρ και Το φιόρο του Λεβάντε του Ξενόπουλου.

Εγώ στο Συρανό, είχα δυο μικρές σκηνές, μία με τον Κώστα Ματσακά, στην πρώτη πράξη και μία με την Χρυσούλα Διαβάτη και τον Βασίλη Γκόπη, στην δεύτερη. Πήγαινα, όμως, στις πρόβες, ακόμα κι όταν δεν είχα πρόβα, γιατί μου άρεσε, να τον ακούω να μιλάει με πάθος και να διηγείται στιγμές από την πορεία του στο θέατρο και τους δασκάλους του. Έτσι, από κείνον έμαθα, να θαυμάζω τον Φώτο Πολίτη και τον Δημήτρη Ροντήρη, που ο Μιχαηλίδης, τους θεοποιούσε, μιλώντας γι’ αυτούς, θα ’λεγα με δέος.

Αυτό, όμως, που ήταν, πολύ σπουδαίο μάθημα, για μένα, ήταν να βλέπεις τον Μιχαηλίδη, να σκηνοθετεί. Να τον βλέπεις πάνω στον πυρετό της πρόβας. Να δημιουργεί και να πάλλεται. Να δημιουργεί, κυριολεκτικά, με τα χέρια. Όπως ένας τσαγκάρης φτιάχνει ένα παπούτσι, ένας μαραγκός μια καρέκλα, ή ένας οικοδόμος σηκώνει έναν τοίχο. Ναι, ο Μιχαηλίδης σκηνοθετούσε, με τα χέρια. Δεν ξέρω, αν μπορώ να μεταδώσω, αυτή την αίσθηση, αλλά αυτή είναι, η εικόνα που έχω για ’κείνον. Δεν υπήρχαν θεωρίες. Υπήρχε, μόνο, η πράξη. Πρόβες, ατελείωτες. Ξανά και ξανά, μέχρι να ’ρθει, το ζητούμενο αποτέλεσμα. Αποτέλεσμα αισθητικό, αποτέλεσμα ερμηνευτικό, μαγεία θεάτρου, πέρα από κανόνες και μέτρα. Συχνά, επαναλάμβανε το στίχο του Σεφέρη: ‘‘Προτιμώ μια στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι.’’

Ως σκηνοθέτης ο Μιχαηλίδης μελετούσε πολύ, αλλά ποτέ δεν προαποφάσιζε το ανέβασμα του έργου, δεν το καλούπωνε, αλλά το έβρισκε στη διάρκεια της πρόβας, μέσα από επίμονη δουλειά, ψηλαφιστά, σαν αρχαιολόγος. Ποτέ δεν σκηνοθετούσε τη μια σκηνή μετά την άλλη στη σειρά, όπως είναι στο έργο, αλλά σκηνοθετούσε ανάκατα τις σκηνές, σύμφωνα με την έμπνευσή του. Και μετά, ερχόταν, η σύνθεση.

Πολλές φορές, δίδασκε τρεις και τέσσερις ώρες, χωρίς διάλειμμα κι άλλοτε πάλι, ένα τέταρτο με εκατό διαλείμματα. Ποτέ δεν ανέβαινε πάνω στη σκηνή, για να δείξει ένα ρόλο, αλλά τις παρατηρήσεις του τις έκανε από κάτω και ήταν πάντα, ατομικές, συγκεκριμένες και καθοριστικές.

Ο Μιχαηλίδης, ήταν ο τελευταίος, των μεγάλων εμπειρικών σκηνοθετών, εκείνων, δηλαδή, που στην ουσία, διδάχτηκαν τη δουλειά, κοντά σε μεγάλους σκηνοθέτες.

Υποστήριζε πως η υποκριτική, ως τέχνη, διδάσκεται πάνω στο σανίδι και πως στις Σχολές παίρνεις, απλά, κάποια εφόδια. Ο Μιχαηλίδης, όπως κι ο Μινωτής, πίστευε, πως το θέατρο είναι τέχνη που μαθαίνεται, μόνο, πλάι σ’ έναν φωτισμένο δάσκαλο – σκηνοθέτη, μέρα με τη μέρα. Έλεγε: ‘‘Στη σκηνή ό, τι έχεις να πεις, αν έχεις κάτι να πεις…Στη σκηνή, με το μυαλό σου, το σώμα σου, τα νεύρα σου, τα μάτια και την ψυχή σου. Στη σκηνή…’’

Εκτός από τον Συρανό Ντε Μπερζεράκ, έπαιξα και σε άλλες τρεις παραστάσεις του Μιχαηλίδη, στο Κρατικό. Στην Αντιγόνη του Σοφοκλή, τον Προεστώ του Χωριού του Περεσιάδη και τους Βατράχους του Αριστοφάνη, όπου ήμουν και βοηθός του.

Θα ανοίξω μια παρένθεση, για να διηγηθώ ένα περιστατικό που συνέβη σ’ αυτή την παράσταση, τον Ιούλιο του 1971. Ο Διόνυσος (Διονύσης Καλός), κάποια στιγμή, πήγαινε να κάνει την ‘‘ανάγκη’’ του πίσω από κάτι μεγάλα κύματα, που είχε στήσει στην ορχήστρα του θεάτρου των Φιλίππων ο αξέχαστος και αγαπημένος Γιώργος Πάτσας. Το βλέπει, λοιπόν, αυτό, ένας από τους θεατές – να θυμίσω πως τότε, πολλοί θεατές στους Φιλίππους, βλέπανε θέατρο για πρώτη φορά – και θέλοντας να ‘‘ξαλαφρώσει’’ κι αυτός, αρχίζει να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια των κερκίδων και να κατευθύνεται, προς την ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου. Εγώ, που ήμουνα στον χορό της αριστοφανικής κωμωδίας, φορώντας μια τεράστια μάσκα βατράχου και βατραχοπέδιλα, βλέποντάς τον, να μπαίνει στην ορχήστρα και υποψιαζόμενος που πήγαινε και γιατί, φεύγω από τη θέση μου, κράζοντας ως βατράχι κοάξ – κοάξ, τρέχω κοντά του και του ψιθυρίζω, πως δεν είναι τουαλέτα εκεί και προσπαθώ, σπρώχνοντάς τον, με κωμικούς αυτοσχεδιασμούς, να τον βγάλω απ’ την ορχήστρα και να τον οδηγήσω στην πάροδο του θεάτρου, πάντα φυσικά μέσα στο ρόλο, κράζοντας κοάξ – κοάξ δυνατά,. Οι ηθοποιοί στην ορχήστρα και οι άλλοι του χορού, άναυδοι. Οι θεατές, νομίζοντας πως το επεισόδιο, ήταν μέρος της παράστασης, ξεσπούν σε γέλια και χειροκροτήματα. Συνεχίζω να τον σπρώχνω, αυτός, όμως, αντιστέκεται και προσπαθεί, να μου ξεφύγει. Τελικά, καταφέρνω, με τα χίλια ζόρια, να τον πάω στην πάροδο κι εκεί τον ανέλαβαν οι υπεύθυνοι του θεάτρου. Ο Μιχαηλίδης, που παρακολουθούσε παράσταση, ήταν πεθαμένος στα γέλια. Όταν η παράσταση τέλειωσε, πολλοί θεατές κατέβηκαν στα καμαρίνια, να τον συγχαρούν, λέγοντάς του, πως το σκηνοθετικό του εύρημα με τον θεατή ήταν θαυμάσιο κι εκείνος, φυσικά, κρυφογελώντας, τους ευχαριστούσε, κλείνοντας μου, πονηρά, το μάτι. Όταν οι θεατές έφυγαν απ’ τα καμαρίνια, ο Μιχαηλίδης μ’ αγκάλιασε και με φίλησε, που έσωσα την παράσταση και μου είπε: ‘‘Καλό το εύρημα, τι λες το κρατάμε;’’

Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια, που μαθήτευσα πλάι του, άκουσα πολλά και σημαντικά, για τον ηθοποιό και την τέχνη του, για το θέατρο, για τη σκηνοθεσία. Ξαναφέρνω στο νου μου κάποια απ’ αυτά:

  • Κάποτε, μου διηγήθηκε, πως όταν ρώτησε τον μεγάλο ηθοποιό και σκηνοθέτη της Βιέννης, Ραούλ Ασλάν, γιατί είχε σταματήσει να σκηνοθετεί, εκείνος του απάντησε: Γιατί είμαι πολύ μεγάλος και δεν μπορώ, πια, ν’ αγαπώ.

  • Ή σε κάποιον ηθοποιό είπε: Η παράσταση είναι η δημιουργία, αλλά, εκεί, δεν είσαι μόνος ενώπιος ενωπίω, όπως είσαι στην πρόβα. Στην παράσταση είσαι εσύ και το κοινό. Τί σου απομένει, λοιπόν, αν χάσεις την πρόβα;

  • Κάνε πολλά, τόλμησε, μέθυσε, μην τρέμεις την υπερβολή. Το πολύ μαζεύεται. Από το λίγο τι να κόψεις;

  • Κι όταν ανέβαζε τον Έμπορο της Βενετίας του Σαίξπηρ, είχε πει σ’ ένα ηθοποιό: Μην ακούς, δεν είναι οι κλασικοί μεγάλοι, εμείς είμαστε μικροί.

  • Κι άλλοτε πάλι: Δόξα τω Θεώ, σήμερα, η πρόβα δεν πήγε καλά. Έτσι έχουμε αγωνία και δουλειά για αύριο.

  • Και κάποτε, σε άλλον ηθοποιό είπε: Να σου πω, είναι τόσο λίγες οι ώρες της πρόβας. Μην τις δηλητηριάζεις με τα επαγγελματικά σου προβλήματα, τις αδικίες της ζωής, το πλατύ φάσμα, των δια των παρασκηνίων, επιτυχημένων. Στην πρόβα πρέπει να ’σαι τσιγκούνης και εγωιστής. Αυτές οι ώρες, είναι μόνο δικές σου.

  • Φίλε μου, άκου! Το πρόβλημά δεν είναι το δύσκολο κείμενο, είναι οι δικές σου αδυναμίες. Περιμένεις να ’ρθει ο ρόλος σ’ εσένα, ενώ ο ρόλος περιμένει να πας, εσύ.

  • Γίνε απλός και καθημερινός. Τι κι αν ο λόγος είναι ποιητικός; Μίλα με γνώση και λαϊκή σοφία.

  • Ο ηθοποιός δεν περιμένει την παράσταση για να παίξει. Ξέρει, πως τότε, είναι πολύ αργά. Η αποκάλυψη γίνεται στην πρόβα.

  • Η τεχνική στον ηθοποιό είναι ένα μέσο, όχι ο σκοπός.

  • Το μόνο που δεν μπορεί να σου αφαιρέσει η ζωή, είναι η τέχνη σου. Μόνο αυτή θα σου μείνει πιστή, ως το τέλος, γιατί, μόνο αυτή, θα πεθάνει μαζί σου.

  • Οι συζητήσεις δεν είναι, τελικά, παρά μια δικαιολογία. Κοίτα, να νοιώσεις. Ξεγυμνώσου από την εγωιστική σου άμυνα και αντίδραση και τότε θα βρεις τρόπους, να μας τα πεις και μάλιστα, τρόπους πειστικούς.

  • Λιώσε το εγώ σου στην πρόβα, για να υψωθεί η προσωπικότητά σου στην παράσταση.

  • Έλεγε: Εγώ με τους ηθοποιούς είμαι πρώτα φίλος. Αφού αξιώθηκα να γίνω πατέρας και οικογενειάρχης, γιατί να καταντήσω προϊστάμενος;

  • Εμείς, όσοι δουλεύουμε στο θέατρο, μαστόρια είμαστε. Μαστόρια κι ατελείωτα τα οχτάωρά μας.

  • Η παράσταση, κάποτε, τελειώνει. Το θέατρο, όμως, δεν τελειώνει, ποτέ. Κερδίστε, λοιπόν, το αύριο κι όχι μια παράσταση.

  • Εγκλωβισμένος από την πείρα μου, που η μοίρα μ’ αξίωσε ν’ αποκτήσω, πραγματοποιώντας πολλά ‘‘ταξίδια’’, σκηνοθετώ, κάτω από το άγρυπνο κι ανήσυχο μάτι του ίδιου του εαυτού μου.

  • Στη γενική δοκιμή του Ζευγαρώματος, του Ξενόπουλου ξέστησε μια ολόκληρη σκηνή, λέγοντας: ‘‘Παιδιά έκανα λάθος, παμε να την ξαναστήσουμε τη σκηνή απ’ την αρχή’’. Και τον είδα να την ξαναστήνει, με εντελώς διαφορετικό τρόπο.

  • Η σκέψη του σκηνοθέτη – όταν είναι σκηνοθέτης – ποτέ δεν είναι ‘‘φιλολογική’’, δηλαδή αποτέλεσμα που γεννιέται μέσα από θεωρητική μελέτη, αλλά ερεθισμός δια του κειμένου και επί του κειμένου, με την σύμπραξη της φαντασίας. Η σκέψη του σκηνοθέτη είναι πράξη, σε συγκεκριμένο χώρο και σε συγκεκριμένο χρόνο. Σκηνική δραστηριότητα, που δεν ξεπερνά τα όρια της κουΐντας, το βάθος και το ύψος της σκηνής. Τα όρια της φαντασίας του σκηνοθέτη είναι προκαθορισμένα. Μέσα απ’ αυτόν τον ηθελημένο ‘‘εξαναγκασμό’’, ο πραγματικός σκηνοθέτης στήνει ζωή, για ν’ αποκαλύψει τη μαγεία του Θεάτρου. Όπως στη ζωγραφική οι Βυζαντινοί αγιογράφοι. Όπως ο Πανσέληνος.

Αυτός ήταν ο Θεατροποιός Κωστής Μιχαηλίδης, που έφυγε ξαφνικά, το 1981, στη Θεσσαλονίκη, αφήνοντας ένα τεράστιο κενό. Ένας Δάσκαλος, που υπερασπιζόταν την θεατρική πράξη και την ποιούσε, με όραμα και πάθος.


Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ