Αντώνιος Μάτεσις. Ένας πρόγονος του ελληνικού κοινωνικού θεάτρου

Αντώνιος Μάτεσις. Ένας πρόγονος του ελληνικού κοινωνικού θεάτρου

Μοιράσου το!

  • ΣΠΥΡΟΣ ΜΕΛΑΣ

Παιδικός φίλος και συμμαθητής του Διονυσίου Σολωμού, στενός συγγενής του Γεωργίου Τερτσέτη (γιος της αδελφής του), φίλος του Σπυρίδωνος Τρικούπη κι αχώριστος από τη συντροφιά των ζακυνθινών λογίων και μορφωμένων ανθρώπων, που περιέβαλαν τον εθνικό ποιητή με το θαυμασμό και την αγάπη τους, τα ευτυχισμένα χρόνια του νεανικού του ξεκινήματος, ο Αντώνιος Μάτεσις, έχει, στην Εφτανησιώτικη πλειάδα, τη θέση δορυφόρου δεύτερης κατηγορίας, που λάμπει όμως σε μια πολύτιμη περιοχή, ολότελα δική του – στη σφαίρα του θεάτρου. Λάμπει ολομόναχος, σ’ αυτή την τέχνη. Και τον αδικούν τραγικά όσοι βάζουν πλάι του το Γουζέλη και τον Τσακασιάνο.

Το άστρο του, μ’ όλο που είναι δεύτερης κατηγορίας, είναι ωστόσο σημαντικό, γιατί ο κύκλος της δημιουργίας της πλειάδας θα ήτανε κολοβός, αν δε μας άφηνε και μια κληρονομιά στο δύσκολο έδαφος της δραματουργίας. Στη γόνιμη σπορά, που ’καναν σ’ όλα τα είδη, στη λυρική ποίηση, στην επικολυρική, στη σάτιρα, στον αφηγηματικό λόγο, στην κριτική, θα ’τανε μια έλλειψη, αν άφηναν κατά μέρος το θέατρο. Το Βυζάντιο είχε ξαναδέση, για μια μικρή περίοδο, την κομμένη παράδοση του καθαρά ελληνικού αυτού είδους, στην Κρήτη ξαναφάνηκε με τα έργα του Χορτάτση και του Κορνάρου, στις Ηγεμονίες του Δούναβι πήρε κάποιες χλωμές αναλαμπές… Οι Εφτανησιώτες θεμελιωτές της νέας μας λογοτεχνίας δε μπορούσαν να μην ξαναδέσουν το νήμα.

Απόπειρες θεάτρου (δηλαδή να υπάρξει και να λειτουργήσει σκηνή) στα Εφτάνησα και μάλιστα στη Ζάκυνθο είχανε γίνει πολλές, όπως είναι γνωστό. Στην αρχή από αξιωματικούς της Βενετσιάνικης φρουράς και ντόπιους ευγενείς ερασιτέχνες κι ύστερα από τη χρυσή νεολαία των νησιών. Παίζανε όμως ξένα έργα στην Ιταλική γλώσσα. Ο Μάτεσις ήρθε να χαρίσει την ελληνική φωνή, γνήσια και βαφτισμένη στα πιο ζεστά τοπικά χρώματα, στη σκηνή της λευτερωμένης Ελλάδας.

Αυτό είναι το έργο του. Τραγούδια, σονέτα, πεζά, μεταφράσεις, όλα τ’ άλλα, όσα στη ζωή του κόπιασε να δώσει – με περισσότερο αυθορμητισμό κι αφέλεια, παρά τέχνη – δε μπορούν ούτε στο ελάχιστο να ισοσταθμίσουν το “Βασιλικό”, τον τόσο πρώιμο και λαμπρό προάγγελο του κοινωνικού θεάτρου όχι μόνο για την Ελλάδα, παρά και γι’ αυτήν, ακόμα τη θεατρική λογοτεχνία των πολιτισμένων λαών. Και θα πρέπει να περάσουν μακρές δεκαετίες για ν’ αρχίσει να πραγματοποιείται στην Ελληνική σκηνή το μήνυμα που ’δινε ο Μάτεσις μ’ αυτό το έργο, να γράψει ο Ξενόπουλος τον “Ποπολάρο” και να συνεχίσουν άλλοι, με δοκιμές ακόμα πιο ουσιαστικές…

Αντώνιος Μάτεσις

Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια, ότι ο Σολωμός είπε γι’ αυτόν ότι “ναι μεν μεγαλοφυΐα δεν ήταν , πλην είχε όλες τις πνευματικές του δυνάμεις σε ισορροπία”. Είναι όμως αναμφισβήτητο κατόρθωμα σπάνιας ιδιοφυΐας, ότι, στην αρχή του δέκατου ένατου αιώνα μάντεψε κι έπλασε μια μορφή αστικού δράματος, με κοινωνικό περιεχόμενο, που δεν υπήρχε στην εποχή του. Ο Ντιντερό, με τον “Οικογενειάρχη” του, μόλις είχε προαιστανθεί τέτοιον τύπο έργου. Μα δεν είχε ούτε απήχηση, ούτε άμεση συνέχεια καμιά σ’ αυτό το γαλλικό θέατρο. Ήτανε κάτι που ξέθαψαν, όταν πέρασε κάμποσος καιρός, οι ιστορικοί της γαλλικής δραματουργίας. Ο Μάτεσις ήταν αδύνατο να το είχε μπροστά του. Ο “Βασιλικός” είναι, άλλωστε, τόσο προχωρημένος και καινούργιος στο τεχνητό μέρος, που το γαλλικό θέατρο θα πραγματοποιήσει αργότερα, στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, με τα εργα της λεγόμενης “σχολής του κοινού νου”.

Θα τολμήσω, μάλιστα, να πω εδώ, ότι, μ’ όλο, που ο “Βασιλικός” προηγείται, αρκετές δεκαετίες, από τα πεντάπρακτα αστικά δράματα του Ωζιέ και του Δουμά υιού, παρουσιάζει σημαντικά πλεονεκτήματα : Τον απόλυτα ρεαλιστικό τόνο, που επιβάλλεται στο κοινωνικό θέατρο, από τη φύση του την ίδια· την έλλειψη “θέσεως” παραδοξολογικής, που ν’ απαιτεί ανάπτυξη των υπέρ και των κατά και γι’ αυτό την παρουσία στο έργο ενός raisoneur ενός ερμηνευτή, που ν’ αντιπροσωπεύει τις γνώμες του συγγραφέα· και τέλος τη σωστήν οικονομία της συζήτησης των καθυστερημένων ιδεών και των προλήψεων, που θέλει να κτυπήσει, στα ζωντανά πρόσωπα του έργου κι επάνω στο αποκορύφωμα της δράσης και της σύγκρουσής τους.

***

Μερικοί έχουν χαρακτηρίσει το “Βασιλικό” έργο ιστορικό. Κι αυτό, γιατί, ο Μάτεσις ο ίδιος ειδοποιεί από το εξώφυλλο του τυπωμένου έργου του : “Τ’ αναφερόμενα υποθέτονται ότι εσυνέβησαν εις την Ζάκυνθον κατά το 1712 περί τα τέλη του Σεπτεμβρίου”. Αλλά έργα ιστορικά είναι αυτά που εμπνέονται από πρόσωπα που ανήκουν στην ιστορική δράση, από ήρωες δημιουργούς ιστορίας. Ο γερο-Ρονκάλας όμως, το κύριο πρόσωπο του “Βασιλικού”, δεν έχει καμιά σχέση με την ιστορία της Ζακύνθου. Είναι μονάχα ένας οποιοσδήποτε από τους ευγενείς, τους φαμπρικαρισμένους από τη Βενετία και καταχωρημένους στο “λίμπρο ντ’ όρο” – ένας τύπος αντιπροσωπευτικός της μέσης στάθμης της λεγομένης καλής κοινωνίας, στη Ζάκυνθο των αρχών του δέκατου όγδοου αιώνα. Ο “Βασιλικός”, μ’ άλλα λόγια, χωρίς να είναι έργο ιστορικό, είναι ωστόσο έργο εποχής.

Ο Μάτεσις ήταν ο μόνος από την πλειάδα, που δεν είχε σπουδάσει στην Ιταλία. Είχε μείνει στον τόπο του και είχε ο ίδιος μορφώσει τον εαυτό του. Ήξερε τους αρχαίους (είχε μεταφράσει Ευριπίδη), τους Λατίνους (μεταφραστής του Βιργιλίου), τους Άγγλους κλασικούς (είχε αποδώσει ένα μέρος τού “Χαμένου Παραδείσου” του Μίλτωνα), το Δάντη και το Φώσκολο (είχε μεταφράσει τους “Τάφους”), το Γκαίτε και ένα σωρό άλλους. Ό,τι όμως είχε σπουδάσει κατά βάθος, ήταν η ιστορία της Ζακύνθου και της κοινωνίας της. Ο “Βασιλικός” είναι ασύγκριτη ζωγραφιά – αληθινό δοκουμέντο, που σπαρταράει από ζωή – της δεύτερης περιόδου της Βενετσιάνικης κυριαρχίας στα Εφτάνησα, της περιόδου, δηλαδή, της παρακμής, όταν η Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου είχε αρχίσει να λιμνάζει, να φτωχαίνει και να πηγαίνει στην αποσύνθεση.

Με βαθιά εξακριβωμένη γνώση, με σιγουριά και μαεστρία, με πλήθος μικρές, αλλά εκφραστικότατες πινελιές, μας δίνει ο Μάτεσις τον πίνακα της εποχής : Υπάλληλοι διεφθαρμένοι, εμπορευόμενοι το αξίωμά τους, καλλιεργητές μακιαβελικοί της διχόνοιας ανάμεσα στους “ευγενείς” τυραννίσκους, που η Δημοκρατία δεν είχε πια τη δύναμη να κυβερνήσει και στέκεται μονάχα με την εκμετάλλευση της αδυναμίας τους, που η διαίρεση δημιουργεί· λαός που τον ληστεύουν και τον ποδοπατούν· ηγεσία κοινωνική από αμόρφωτα και καθυστερημένα κεφάλια, γεμάτα προλήψεις και ψυχές σκληρές, που δεν ήξεραν άλλον τρόπο να υπερασπίσουν τον εαυτό τους, από φανταστικές προσβολές των παρακατιανών, από το ασύδοτο έγκλημα· γυναίκες κατάκλειστες και δυναστευόμενες, χωρίς γνώμη και συμμετοχή στη ζωή των αφεντάδων και χωρίς κανένα δικαίωμα – να τι μας δίνει ο Μάτεσις σαν κύρια χαρακτηριστικά της εποχής που ζωγραφίζει. Και όσοι έχουν επικρίνει το “Βασιλικό”, για το ηθογραφικό υλικό του, σίγουρα δε δοκίμασαν ποτέ να ζωντανέψουν μια εποχή. Γιατί τότε θα ήξεραν πόσο είναι πολύτιμες, σ’ αυτό το ζωντάνεμα, μερικές λεπτομέρειες. Και θα τον επαινούσαν το Μάτεσι, γι’ αυτό ακριβώς που τον κατηγορούν.

***

Ωστόσο δεν πρέπει να γελιέται κανείς. Ο σκοπός του Μάτεσι δεν είναι να δείξει τα μελανά σημάδια μιας εποχής περασμένης. Κάτω από το ρούχο της κοινωνίας των αρχών του δέκατου όγδοου αιώνα, που μας δίνει τόσο πιστά, κινείται, μιλεί, εκφράζεται και η κοινωνία του καιρού του. Το παρελθόν ζει μέσα στο παρόν, όπως μέσα σ’ αυτό χαράζει και το μέλλον. Ο “Βασιλικός” είναι μια ζωντανή εικόνα του δραματικού αγώνα των δυο κόσμων : Αυτού που φεύγει κι αυτού που έρχεται και που τον αντιπροσωπεύει ο γιος του Ρονκάλα, ο Δραγανίγος. Είναι ο αέρας της λευτεριάς, της δικαιοσύνης και της ανθρωπιάς, που φυσάει στην Ελλάδα μετά την κατάλυση της τυραννίας. Οι άνθρωποι δεν αντλούν πια την αξία τους, την επιβολή και την εξουσία τους από νεκρούς τύπους και τίτλους, παρά μονάχα από τις πράξεις τους.

Η καινούργια γενεά, που υψώνεται μαζί με την ολόφωτη μορφή τού Σολωμού, δεν ανέχεται τυραννίες. Δε θέλει την κατάλυση της κοινωνικής ιεραρχίας. Αλλά γυρεύει να τη θεμελιώσει πάνω σε ζωντανές και γόνιμες αξίες : στο φως της γνώσης, στην πνευματική και ηθική τάξη, στην αλήθεια και στην αγάπη. Στην πάλη μεταξύ πατέρα και γιου Ρονκάλα – το θέμα είναι αρκετά γνωστό και δεν χρειάζεται να το επαναλάβω : ο πατέρας αρνείται να συγχωρέσει το μοιραίο παράπτωμα της κόρης του μ’ έναν παρακατιανό και να τής τον δώσει άντρα, ενώ ο γιος παίρνει το μέρος της αδερφής του – όταν ο γιος βγαίνει νικητής, σαρώνοντας τις προλήψεις τού πατέρα, σκύβει ωστόσο και φιλεί το χέρι του : Δε θέλει την κατάλυση της πατρικής επιβολής. Αλλά την αναγνωρίζει μονάχα όταν στηρίζεται στο σωστό και στο δίκιο.

Ο “Βασιλικός” είναι η πρώτη δυνατή κραυγή διαμαρτυρίας, που υψώθηκε στην Ελλάδα για τη θέση της γυναίκας. Είναι κρίμα (και λάθος) ότι ο Μάτεσις μπέρδεψε στην άρνηση του Ρονκάλα να δώσει την κόρη του στο φυσικό της άντρα και την τυραννία που ασκούσε πάνω σ’ αυτή και τη γυναίκα του, το πάθος της τσιγκουνιάς (ότι δεν ήθελε να δώσει προίκα). Θόλωσε την καθαρή γραμμή της δραματικής αντίθεσης, που στέκεται όλη στην τυφλή εξάσκηση της πατρικής εξουσίας, μ’ ένα ζήτημα, που είναι θέμα άλλου δράματος. Γιατί έτσι, όπως μπήκανε και τα δυο μαζί, ο ένας λόγος εξασθενίζει τον άλλον. Και πόσο ήταν ανάγκη να μείνει μονάχα ο ένας (οι προλήψεις, η τύφλα) μας δείχνει ο Βιολάντης του Ξενόπουλου, που δεν είναι παρά η νεώτερη παραλλαγή του Ρονκάλα.

Η τεχνική του “Βασιλικού”, αν βγάλει κανένας μερικούς μακρούς διαλόγους κι ένα δυο μονολόγους, που κουρεύονται πολύ εύκολα, είναι ανθρώπου, που κατέχει τις απαιτήσεις του είδους. Ο μύθος, η περιπλοκή, το δέσιμο, η κλίμακα, είναι ρυθμισμένα μ’ απόλυτη αντίληψη του θεάτρου. Μονάχα που ο Μάτεσις ξέχασε, ότι το “ευτυχισμένο τέλος” ανήκει περισσότερο στην κωμωδία. Είναι όμως τόσες οι χάρες, όπως π.χ. η δραματική αλήθεια της λαλιάς κάθε προσώπου, που μεταχειρίζεται εκφράσεις του κόσμου του, της τάξης του και του χαρακτήρα του, ή ο πλαστικός τρόπος, που στήνονται τα πρόσωπα στη σκηνή, το αβίαστο χιούμορ και η σατιρική νότα ορισμένων σκηνών, που μπορεί κανένας να κλείσει τα μάτια σ’ αυτό το γλίστρημα. Οι επίγονοι πρέπει να βλέπουν με συμπάθεια τα ελαττώματα των αληθινών πρωτοπόρων, όπως στάθηκε ο Μάτεσις στη δημιουργία τού κοινωνικού μας δράματος.

  • Πρώτη δημοσίευση: “Ελληνική Δημιουργία”. Έτος Ε΄, τόμος δέκατος, τεύχος 108, 1 Αυγούστου 1952.
  • Κεντρική φωτογραφία: Ο βασιλικός. Λυκούργος Καλλέργης (Δαρείος Ρονκάλας), Πέτρος Φυσσούν (Δραγανίγος). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή, 28/10/1964 – 29/11/1964

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ