Μια ευτυχής συνεργασία: Ο Μαριβώ και οι Ιταλοί ηθοποιοί
- Marcel Arland
ΚΑΝΕΝΑ άλλο είδος δεν έχει τόσο να λογαριάσει το τυχαίο όσο το θέατρο· το τυχαίο στους ερμηνευτές, στην ατμόσφαιρα της αίθουσας, στην επευφημία ή στην κατακραυγή. Ο Μαριβώ [Marivaux] δεν οφείλει στους ευνοούμενους ηθοποιούς του απ’ ό,τι στα σαλόνια της Μαντάμ ντε Λαμπέρ ή της Μαντάμ ντε Τανσέν [Mme de Tencin].
Την εποχή εκείνη ένας θίασος κυριαρχούσε, επίσημος κι αξιοσέβαστος, η Κομεντί Φρανσαίζ [Comédie Française], που έδειχνε κιόλας τα πρώτα σημάδια μιας αρχαϊκότητας, τόσο στην επιλογή των έργων, τα υψηλότερα της εποχής, όσο και στο παίξιμο των ηθοποιών που χαρακτηριζόταν από σοβαρότητα, ευγένεια και κάποια βραδύτητα επίσης, όπως αρμόζει στην αιώνια παρουσία του Μολιέρου [Molière] και του Λουδοβίκου 14ου [Louis XIV]. Εκεί, είναι λογικό, έδωσε ο Μαριβώ την τραγωδία του. Ξαναγύρισε τέσσερα χρόνια μετά, έπειτα πέρασαν άλλα εφτά, και συχνότερα σε ώριμη πια ηλικία. Αλλά, τελικά, από τις 29 κωμωδίες που έδωσε γι’ ανέβασμα μόνο 10 εμπιστεύτηκε στο Γαλλικό Θίασο, κωμωδίες εξάλλου που, εξαιρώντας σχεδόν μόνο μια, είναι από τις πιο φρόνιμες και τακτοποιημένες που έγραψε. Γιατί παρόλο που χαίρεται βρίσκοντας εκεί μιαν αναγνώριση, στον Οίκο του Μολιέρου δεν αισθάνεται τελείως άνετα θα μπορούσε κανείς να πει. Για δικό του σπίτι αναγνωρίζει το παλιό Μέγαρο της οδού Μωκονσέιγ, όπου έχει μόλις εγκατασταθεί ο Ιταλικός θίασος. Βρίσκει εκεί τις καλύτερες συνθήκες που θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τη μεγαλοφυία του.
Οι Ιταλοί δεν ήσαν χωρίς παρελθόν. Τους έφερε από τη Βενετία ο Ερρίκος ο 3ος, τους έβαλε να παίξουν στο Μπλουά, έναν πύργο του ποταμού Λίγηρα, μετά τους εγκατέστησε στο Παρίσι απ’ όπου τους έδιωξε ο Λουδοβίκος 14ος, που τους έβρισκε ανήθικους· και είναι προς τιμήν του Αντιβασιλέα ότι γρήγορα τους ξανάφερε πίσω. Από τους Ιταλούς δεν έλειπε η θεατρική παράδοση, η φήμη τους ταυτιζόταν μ’ εκείνη της κομέντια ντελ άρτε. Αλλά οι gelosi δεν έπαυαν να εξελίσσονται, όπως και οι τύποι που ενσάρκωναν και τα ίδια τα έργα. Η γελωτοποιία τους είχε εκλεπτυσθεί, δεν περιοριζόντουσαν πια μόνο στους αυτοσχεδιασμούς, υπήρχε κείμενο, γραμμένο βέβαια γι’ αυτούς, αλλά από έναν Ρενιώ ή έναν Λεσάζ. Ο Αρλεκίνος, η Ιζαμπέλα, ο Σκαπίνος ή ο Σκαραμούς υπήρχαν πάντα, αλλά με αποχρώσεις, με ευκαμψία, με φέρσιμο πιο σύγχρονο. Στο μηχανισμό εισχωρούσε σιγά-σιγά μια ψυχή· ήσαν πάντα μαριονέτες, αλλά κι άνθρωποι ήδη. Γίνεται έτσι αντιληπτό πως οι Ιταλοί κατάφεραν, χωρίς να χάσουν την εύνοια του μεγάλου κοινού, να κερδίσουν επίσης τους ειδικούς και την καλή κοινωνία.
Αυτό αφορά κυρίως τον καινούργιο θίασο. Δεν τον απαρτίζανε ούτε οι πιο νέοι, ούτε οι πιο φλογεροί, μήτε ακόμη τον χαρακτήριζε η μεγαλύτερη δυνατή συνοχή. Ο Λουίτζι Ρικομπόνι [Luigi Riccoboni] τους διάλεξε από τους ηθοποιούς του Πρίγκιπα της Πάρμας. Εξαίρετος ηθοποιός ο ίδιος (συγγραφέας επίσης), ήταν ο Λέλιο, ο ζεν-πρεμιέ· η γυναίκα του, η Φλαμίνια, πρώτος γυναικείος ρόλος νεαράς ερωμένης. Ο γαμπρός του Μπαλέτι και η γυναίκα του Τζιανέτα σχημάτιζαν το δεύτερο ζευγάρι: τον Μάριο και την Σίλβια. Μαζί τους ο Αρλεκίνος, ο Πανταλόν, ο Γιατρός, η Σουμπρέτα, ο Σκαραμούς κι ο Σκαπίνος, οι δυο τραγουδιστές και οι δυο χορεύτριες: όλες αυτές οι μορφές που τόσες φορές ζωγράφισε ο Βαττώ με τα παρδαλά ρούχα και το περιλαίμιό τους, τη μισή μάσκα και την κιθάρα τους, με το πανούργο ή χαμένο από αθωότητα μούτρο. Κάτι τέτοιοι χωρίς αμφιβολία ηθοποιοί γοήτευσαν και τον ίδιο τον Μπουαλώ [Boileau] που γράφει στα 1710 στον Μπροσέτ: “Από τον καιρό του Μολιέρου δεν υπήρξαν διόλου καλά έργα στο γαλλικό θέατρο. Πρόκειται για κακομοιριές που προκαλούν οίκτο. Μ’ έστειλαν στο ιταλικό θέατρο. Βρήκα πολύ καλά πράγματα κι αστεία αληθινά: υπάρχει άλας παντού… Τους λυπάμαι αυτούς τους φτωχούς Ιταλούς· θα ’πρεπε καλύτερα να διώξουν τους Γάλλους”.
Μπροστά στην Κομεντί Φρανσαίζ, ο Λέλιο, η Σίλβια κι η κομπανία τους είναι η ελευθερία κι η τόλμη, είναι το Κόμμα των Νεωτεριστών. Πώς ο άνθρωπος που δεν αγαπούσε τον Μολιέρο, ο σκανδαλώδης συγγραφέας της Μεταμφιεσμένης Ιλιάδας, δεν θα αισθανόταν σα στο σπίτι του μαζί τους;
Τον υποδέχονται και τον καταλαβαίνουν. Κι όταν τους προδίδει για το αντίπαλο θέατρο, του κακιώνουν για λίγο, για να γιορτάσουν μετά καλύτερα την επιστροφή του ασώτου. Του επιτρέπουν να αφήσει ελεύθερη τη φαντασία του, να αναζητήσει, να διακινδυνεύσει, να φτάσει μέχρι το παράδοξο και σχεδόν την πρόκληση. Ο Μαριβώ δεν είναι ένας μεγάλος δημιουργός χαρακτήρων· του αρκούν για αφετηρία πρόσωπα σχεδόν δοσμένα από την παράδοση: φαφλατάδες ή αφελείς υπηρέτες, κομψευόμενοι, απλοϊκές κόρες, αστοί γονείς. Βέβαια τα συμπληρώνει και τα μετασχηματίζει, αλλά τα πρόσωπα αυτά διατηρούν πάντα τα ίχνη της παλιάς καταγωγής τους. Είναι το όνομα κι η φόρμα όπου βρίσκει καταφύγιο ο συγγραφέας για να αναλύσει την ανθρώπινη καρδιά. Απάνω τους στηρίζει ένα διπλό παίξιμο: το εξωτερικό των καυγάδων, των μεταμφιέσεων, των ευφυολογημάτων και της πιρουέτας από τη μια, κι ένα παίξιμο πιο κρυφό, καμιά φορά ασυνείδητο, του έρωτα που γεννιέται, που τρέμει και φλέγεται να ομολογηθεί. Αυτό το διπλό, ταυτόχρονα εύπλαστο κι ακριβείας παίξιμο κανείς δεν μπορούσε καλύτερα να φέρει σε πέρας από τους Ιταλούς, άλλοτε οργώνοντας τη σκηνή με την τρελή τους ζωτικότητα, άλλοτε μιμούμενοι μέχρι την παραμικρή απόχρωση ό,τι δεν αποτολμάται ή δεν είναι μπορετό να ειπωθεί, γελώντας με τα μάτια και κλαίγοντας με τα χείλια, εκφραστικοί κι αθώοι – μ’ αυτή την αθωότητα που ζητάει ο Μαριβώ όταν εκφράζει την επιθυμία οι ηθοποιοί “να μη φαίνονται ποτέ ότι αισθάνονται την αξία αυτου που λένε, και ταυτόχρονα οι θεατές να την αισθάνοντται”.
Φίνεται ότι ακόμη κι ορισμένοι από τους καταναγκασμούς που επέβαλε η φύση του θιάσου εξυπηρέτησαν τελικά τον Μαριβώ. Μιλούσαν άσχημα τα γαλλικά: ο Λέλιο “σαν Ελβετός”, ο Μάριο “διστακτικά” κι άλλοι καθόλου. Ίσως σ’ αυτό να οφείλεται η τελειότητα της μιμικής τους. Σ’ αυτό όμως ίσως επίσης να οφείλεται εν μέρει η σημασία των γυναικείων ρόλων στο θέατρο του Μαριβώ: είναι η Σίλβια κι η Φλαμίνια που τους παίζουν κι αυτές, απ’ όλους τους ηθοποιούς, μιλούσαν τα καλύτερα γαλλικά. Κι έπειτα, σχεδόν πάντα, οι γυναίκες αντίθετα απ’ τους άντρες παίζουν χωρίς μάσκα: το φυσικό παίξιμο του προσώπου τους αντέχει κι απαιτεί από το κείμενο τις πιο τέλειες αποχρώσεις.
Επηρεάζοντας κι επηρεαζόμενος αλληλοδιαδόχως ή ταυτόχρονα, ο Μαριβώ δεν έδωσε λιγότερα στο θίασο απ’ όσα πήρε απ’ αυτόν. “Μόνος και για πολύ καιρό στήριξε την τύχη των Ιταλών, γράφει ένας σύγχρονός του, που χωρίς αυτή τη βοήθεια θα ήσαν σχεδόν αναγκασμένοι να εγκαταλείψουν το θέαμα”. Τους συμβουλεύει και του κατευθύνει· σπάει τα στενά πλαίσια της κομέντια ντελ άρτε διατηρώντας μόνο ορισμένους τύπους στο βαθμό που βρίσκει κάποιο έρεισμα, δημιουργεί τέλος από την παλιά φάρσα των gelosi το πιο ζωντανό και κομψό είδος της εποχής. Αυτούς τους νέους ηθοποιούς ο Μαριβώ τουςς αγαπάει, για το πνεύμα τους, για την έλλειψη έπαρσης, ακόμη και για τις οικονομικές τους στενοχώριες που ζωντανεύουν περισσότερο τη φλόγα τους. Κι ακόμη είναι ο θίασος της Σίλβιας.
Η Σίλβια δεν είναι μόνο “η καλύτερη ηθοποιός του βασιλείου”, όπως γράφει ο Μαρκήσιος ντ’ Αρζάν στον Φρεντερίκ. Είναι για τον Μαριβώ η ιδανική ερμηνεύτρια και μια φίλη. Έχουν πάμπολλες φορές, από τον Ντ’ Αλαμπέρ [D’Alembert] και δώθε αφηγηθεί την ιστορία της γνωριμίας τους. Η Σίλβια που μόλις είχε την επιτυχία της πρώτης Έκπληξης του έρωτα δεν αισθανόταν ικανοποιημένη· της φαινόταν ότι κάποιες αποχρώσεις του ρόλου της διέφευγαν. Μια μέρα λέει στον Μαριβώ που ήρθε να τη δει χωρίς να τον γνωρίζει και χωρίς να της συστηθεί. Ο Μαριβώ πάνω στην τουαλέτα της ξεχωρίζει το χειρόγραφό του, το ανοίγει, φλυαρεί λίγο και μετά αρχίζει να διαβάζει. Στην αρχή πολύ απλά, αλλά γρήγορα ζεσταίνεται, δείχνει κάποια διαπεραστικότητα και σιγουριά που η Σίλβια βάζει τις φωνές: “Α! Κύριε, είστε ή διάβολος ή ο συγγραφέας”. Αν όμως η ηθοποιός είχε από την αρχή γνωρίσει τον επισκέπτη της; Κι αν ο επισκέπτης είχε υποπτευθεί την προσποίηση; Ε, και! Δεν θα είχαν παίξει με λιγότερη ειλικρίνεια τη μικρή τους σκηνή… Είναι η αφετηρία μιας μακράς και στενής συνεργασίας όπου αναμείχτηκε ίσως και κάποιος έρωτας. Στο παίξιμο της Σίλβιας υπήρχε τόση εξυπνάδα όση κι αφέλεια αξεδιάλυτα. Μάγευε με τη φυσικότητά της· ήταν ηθοποιός του ενός και μόνο ρόλου, που όμως ήξερεαπό έργο σε έργο να ανανεώνει το ενδιαφέρον. Να λοιπόν γιατί ταιριάζει στον Μαριβώ που ενδιαφέρεται λιγότερο να δημιουργήσει καινούργια πρόσωπα, από το να ανακαλύπτει απροσδόκητα καινούργια μυστικά στους γνώριμους ήρωές του.. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι γράφοντας το Παιχνίδι του έρωτα και της τύχης [Le Jeu de l’Amour et du Hasar], τις Ψεύτικες εξομολογήσεις [Les Fausses Confidences] ή τη Δοκιμασία, δεν σκέφτεται παρά την ερμηνεύτριά του· προβλέπει και προετοιμάζει το παίξιμο της ηθοποιού, δίνει στις ηρωίδες του το κομψό ανάστημα της Σίλβιας, τον ευγενικό της αέρα, τους ευπροσήγορους τρόπους της, το ωοειδές πρόσωπό της, όπου τα προσεκτικά μάτια, το λεπτό στόμα κι αυτή η τρυφερή δίπλα τής σάρκας κάτω από το πηγούνι συμφιλιώνουν το πνεύμα με τη γλυκύτητα.
Μετάφραση: Βίκτωρ Αρδίττης
-
Από τον πρόλογο στην έκδοση Marivaux, Théâtre Complet, Bibl. de la Pléiade, Παρίσι 1949
ΔΡΩΜΕΝΑ. Χρόνος Α΄, τεύχος 5-6, Οκτώβρης-Δεκέμβρης 1984
Latest posts by dromena (see all)
- Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του - 27 Απριλίου, 2024
- Ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο - 11 Απριλίου, 2024
- Η “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ - 2 Απριλίου, 2024
- Αν ο Νίκος Χαραλάμπους σκηνοθετούσε τον τηλεφωνικό κατάλογο - 31 Μαρτίου, 2024
- Ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους - 31 Μαρτίου, 2024