Το λαϊκό θέαμα στην Αθήνα του ΙΘ΄ αιώνα

Το λαϊκό θέαμα στην Αθήνα του ΙΘ΄ αιώνα

Μοιράσου το!

“…Περίεργον είδος αλητών, περίεργον επάγγελμα ασκούντες”

“…Τα αετώματα των οικιών χρυσούνται υπό του ανατέλλοντος φωτός. Μία ακτίς θραύεται εις μυρίους σπινθήρας εντός του ρυπαρού παροδίου ρυακίου, εν ω ρίπτονται τα νερά από των πέριξ αυλών… Ολίγον κατ’ ολίγον αρχίζει διερχόμενον το πλήθος των μικροπωλητών, των μικρεμπόρν ή των παραγγελιοδόχων, οίτινες αποτελούσε την ζωήν των απομεμακρυσμένων συνοικιών. Διήλθεν ήδη ο γαλακτοπώλης, ο υψηλός και άγριος λοιδωρικιώτης, ο δι’ απαισίου υποκώφου μυκηθμού διαλαλών το εμπόρευμά του. Παρήλθεν η αντιπολιτευομένη αυτόν συνοδεία αιγών, ην αμέλγει παρ΄εκάστην θύραν χάριν των επιθυμούντων νωπόν γάλα παροίκων, ο οδηγός της, κροταλίζουσα τους κώδωνας… Ηκούσθη του αρτοποιού η χονδρή φωνή και η μελιτώδης φλυαρία της γραίας της πωλούσης βότανα και φύκη. Και ακολουθούντες αυτού διέρχονται κατόπιν ιχθυοπώλαι, πραγματευταί, λαχανοπώλαι, οπωροπώλαι, οψοπώλαι, όλα των εμπορευμάτων τα γένη και τα είδη…”.

Στον αθηναϊκό δρόμο του ΙΘ΄ αιώνα μας ταξιδεύει το κείμενο – εκεί όπου την αποχέτευση υποκαθιστά το ρείθρο για τα βρώμικα νερά, εκεί όπου οι πλανόδιοι πωλητές μεταφέρουν τον απόηχο της αγοράς, ερμηνευμένο απ’ τις κραυγές τους – που διαλαλούν το γάλα, το ψωμί, τα χόρτα, το ψάρι, τα κολοκυθάκια, τις μελιτζάνες… Οι φιγούρες αυτές κι οι φωνές οι καθημερινές, που οιοθετούν μνήμες χαμένες, μας ταξιδεύουν σε μια πόλη που ακόμα πατούσε με τα δυο πόδια στην Ανατολή – αλλά κοίταζε προς τη Δύση.

Στην Αθήνα με τις ελάχιστες λεωφόρους και τ’ απειράριθμα λασπωμένα δρομάκια, τα κάποτε ανώνυμα, που μετά την Επανάσταση επωμίσθηκαν ολόκληρο το κλασικό παρελθό της Πρωτεύουσας – όταν οι πρώτοι δήμαρχοι τα βάφτισαν “οδός Πνό”, “Μνησικλέους”, “Αριστοφάνους”, “Λυσίου”…

Όταν ακόμα η Αθήνα ήταν μια μικρή οθωμανική πόλη που συνοψιζόταν σε γειτονιές συσπειρωμένες γύρω απ’ τις ενοριακές της εκκλησίες, οι χώροι κοινωνικών επαφών ήταν μετρημένοι και περιορίζονταν στο χώρο της αγοράς. Από κει, κι απ’ τις λιγοστές πλατείες της, διοχετευόταν η επικιρότητα προς τα κανάλια των μικρών δρόμων που χάραζαν τις γειτονιές της σημερινής Πλάκας: το Ροδακιό, το Ριζόκαστρο, τη Βλασσαρού, και πέρα του Ψυρρή, του Καλαμιώτη, του Βοριά, του Αη Γιώργη του Καρύκη. Απ’ την πλατεία του Κάτω Συντριβανιού το σημερινό Μοναστηράκι ξεκινούσε κι ό,τι συγκροτούσε το θέαμα του δρόμου, στη στερημένη από οργανωμένο θέαμα υπόδουλη πολιτεία.

(Μοναδική εξαίρεση ο Καραγκιόζης, θέαμα όμως αποκλειστικά τουρκικό τότε, που περιοριζόταν ανάμεσα στους απροσπέλαστους τοίχους της κατοικίας του Βοβόδα).

Τα θησκευτικά δρώμενα : γάμοι, βαφτίσια, κηδείες, – το θέατρο των φτωχών – είχαν εμβέλεια περιορισμένη σε μια πόλη τουρκοκρατούμενη όπου οι ελευθερίες στην άσκηση της λατρείας ήταν περιορισμένες κι αυτές.

Το λαϊκό θέαμα διανθιζόταν από τις περιστασιακές διαπομπεύσεις γυναικών ή τις περιφορές των νέων αρχόντων στην πόλη – μιας και η θητεία τους ήταν ετήσια. Το σταθερό όμως σημείο το αποτελούσε το καρναβάλι, που ξεκινούσε απ’ την πλατεία της αγοράς για να ξεχυθεί μες απ’ τους στενούς δρόμους μέχρι τα ξέφωτα και τους ανοιχτούς χώρους της Αθήνας, όπως ήταν οι Στήλες του Ολυμπίου Διός – οι Κολόνες. Σε μια από κείνες βρίσκεται και κάποιο ανώνυμο χάραγμα, που απαθανατίζει στιγμές χαρούμενες – όταν η πόλη ολόκληρη γινόταν σπίτι σε ώρα γιορτής, σκηνή θεάτρου με εκατοντάδες πρωταγωνιστές και κομπάρσους: “1800, Φλεβαρρίου 18, χορέψαμε την Απόκρηα…”

Όπως όλα τα καρναβάλια, έτσι και το καρναβάλι της Αθήνας, είχε στοιχεία από γιορτές διονυσιακές. Τα “ταράματα”, μασκαρεμένα ζώα, και τα “ξόανα”, ξύλινα ανδρείκελα, είναι σίγουρα αναμνήσεις προχριστιανικές που επιζούν μέχρι την Τουρκοκρατία. Στις “κλασικές” φιγούρες του αθηναϊκού καρναβαλιού ανήκε κ’ η “καμήλα” – ζώο που κατεξοχήν χρησίμευε σα μέσο μεταφοράς τα χρόνια εκείνα.

Απόλυτα θεμιτή ήταν κι η μεταμφίεση του ελληνικού στοιχείου σε τούρκους αξιωματούχους, καθώς κι η παρέλαση των μασκαράδων αυτών στους δρόμους με ακόλουθους ντυμένους τουρκικά. Η κλειστή κοινωνία της εποχής δειχνόταν σ’ ορισμένες περιπτώσεις αρκετά ανεκτική, κι έφτανε μέχρι τη διακωμώδηση της εκκλησιαστικής εξουσίας. Με τις Απόκριες δινόταν η αφορμή να στραφεί ο λαός, έστω προσωρινά, ενάντια στο κατεστημένο – τουρκικό και ελληνικό.

Ένας Αθηναίος, σατιρίζοντας κάποτε τον αρχιεπίσκοπο, φόρεσε τ’ ανάλογα άμφια και αναπαράστησε τον αγιασμό που γινόταν πολλές φορές το χρόνο, με το αζημίωτο φυσικά, στα σπίτια της πόλης.

Μετά την απελευθέρωση απ’ τους Τούρκους και την ανακήρυξη της Αθήνας σε πρωτεύουσα, το καρναβάλι άλλαξε πολύ λίγο μορφή – τουλάχιστον στις πρώτες δεκαετίες του ΙΘ΄ αιώνα:

…Εάν αφαιρεθή η ελευθερία την οποίαν έχομεν σήμερον, εάν προστεθούν ολίγα δίστιχα Διονυσιακής ελευθερίας, η διαφορά των Απόκρεω δεν είναι μεγάλη. Εγύριζαν και τότε τους δρόμους της μικράς πολίχνης η γκαμήλα και ο ψαράς με το καλάμι, ο οποίος εμένη και την περασμένη Κυριακήν προτείνων το λακρον ενός σχοινίου εις τα χάκοντα χαμίνια. Η διαφορά ήτο ότι κατά την εποχήν εκείνην εις το άκρον του σχοινίου εδένετο αυγό βραστό. Αλλά τότε τα αυγά ήσαν πάμφθηνα…”

Ο δημοσιογράφος της Αθήνας-πρωτεύουσας, ανατρέχοντας στο καρναβάλι της τουρκοκρατούμενης πόλης, δε χάνει την ευκαιρία αναφοράς στα “κακώς κείμενα” του καιρού του, με σαφείς ενάντια στις τιμαριθμικές διαφορές – που είναι σε βάρος της δικής του εποχής.

Καθώς όμως οι εκδηλώσεις της Αποκρηάς αρχίζουν να πατρονάρονται από την Πολιτεία, από κείμενο επίσης δημοσιογραφικό, του 1891, έρχεται ο αντίλογος:

…Άλλως τε είνε ανάγκη τάχα να περιγράψωμεν την πασίγνωστον καμήλαν, το προαιώνιον αυτό μεγαθήριον, το απαίσιον και απαραίτητον φάσμα των αθηναϊκών απόκρεω; Είνε ανάγκη να αναφέρωμεν το γαϊτανάκι, την ρυπαράν ομάδα των ζευγών, ήτις χορεύει τετραχόρους πέριξ του ιστού… Πρέπει τάχα να είπωμεν τι είνε τα ρόπαλα, ελεεινός θίασος πλανοδίων σχοινοβατών… Ή μήπως είμεθα υποχρεωμένοι να διασώσωμεν από της λήθης δια της χρονογραφίας την αμφίβολον γενεαλογίαν του Περικλέτουκαι του Φασουλή;”

Η αμφισβήτηση των παλιών και των νεότερων πρωταγωνιστών του καρναβαλιού – όπως το δυτικότροπο γαϊτανάκι κι ο ναπολιτάνικης καταγωγής Φασουλής, που είχε φτάσει στην Αθήνα περνώντας πρώτα απ’ τ Επτάνησα – ευθυγραμμίζεται απόλυτα με το ιδανικό του εξευρωπαϊσμού της ελληνικής ζωής που προβάλλεται και υποβάλλεται τότε “εκ των άνω”, και που έχει για στόχο τον “εξωραϊσμό” της σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα.

Γεγονός παραμένει ότι οι αποκριάτικες εκδηλώσεις που συνεχίζουν την παράδοση του λαϊκού καρναβαλιού εξακολουθούν και συνυπάρχουν παράλληλα με τις επίσημα διοργανωμένες από το “Κομιτάτον των Απόκρεω”

Γνωστός τύπος της αποκριάτικης Αθήνας ήταν ο Θεοδοσίου, λαϊκός επιγραφοποιός και ζωγράφος. Χρησιμοποιούσε για αποκριάτικο άρμα τη μια “νταλίακα”, κάρο μεγάλο, προορισμένο βασικά για τη μεταφορά γυαλικών. Πολύχρωμα χαρτιά, κλαριά δάφνης και φοινικιάς, αποτελούσαν το καμουφλάρισμα τυ κάρου. Στη μέση ο Θεοδοσίου τοποθετούσε ένα τραπεζάκι καφενείου και δυο καρέκλες, για τον εαυτό του και τον Αράπη, αράπη αληθινό – απομεινάρι των αιθιόπων δούλων της Τουρκοκρατίας. Ο Αράπης έπαιρνε μέρος στην παράσταση: ο Θεοδοσίου, λόγου χάρη, παρίστανε τον πλούσιο κι ο συνοδός του, τον φτωχό ποιητή. Κλαρίνο και τύμπανο συνόδευαν το κάρο του Θεοδοσίου, που ξεκινούσε απ’ του Ψυρρή και “χτένιζε” στη συνέχεια τους φαρδύτερους δρόμους της Πλάκας.

Στη διάρκεια της Αποκριάς ο Θεοδοσίου άλλαζε μεταμφίεση: γινόταν πλανόδιος οδοντογιατρός, υποψήφιος βλαχοδήμαρχος ή και πολιτικό πρόσωπο της εποχής. Αυτή ειδικά η καινοτομία προκάλεσε κάποτε και την οργή της αστυνομίας που απαγόρεψε το άρμα του. Τότε ο “ποιητής του κάρου” αντέδρασε μ’ ένα σατιρικό τετράστιχο:

“Η Αστυνομία δίφορη

σαν της ελιάς τα φύλλα

τους πωποδύτες παρατεί

και πιάνει την γκαμήλα”

Η “έντεχνη” Αποκριά υιοθέτησε κάποτε και τον ίδιο τον Θεοοσίου, δίνοντάς του το τρίτο βραβείο για το “άρμα” του.

…Περί την εξέδραν διεξήγετο ένας τρομερός χαρτοπόλεμος. Κάποτε ηκούσθη μια φωνή: – Ο Θεοδοσίου! Η φωνή ήτο σύνθημα που έπεσε εις τας μάζας του πλήθους. Ο Θεοδοσίου ήτο ο εμπνευσμένος ποιητής των δρόμων. Εις καιρούς περασμένους, ότε τα Καρναβάλια δεν εορτάζοντο έτσι, ο Θεοδοσίου ήτο ο μόνος που ανελάμβανε με ανεξάντλητον ευθυμίαν να συντηρήση τον γέλωτα… Η αθηναϊκή γειτονιά τον είχεν ανακηρύξει μεγάλον. Ήτο η άγνωστος λαϊκή μούσα. Ο εύθυμο εκλογικό τραγούδι, που εξωρμούσε μαζί με μιαν διαδήλωσιν εις ημέρας εκλογών, ήτο κατά κανόναν ιδικόν του… Το πλήθος έσπευσε Να υποδεχθή τον τελευτάρχην της λαϊκής αποκρηάς. Ο Θεοδοσίου πάνω εις ένα κάρο παρίστανε τους “γάμους του Χαραλάμπη”, που είχεν απαθανατίσει η λαϊκή παράδοσις. Η επιτροπη του απένειμε το τρίτον βραβείον…”

Πέρ’ από το τοποθετημένο σε αυστηρά χρονικά πλαίσια θέαμα της Αποκριάς, ο αθηναϊκός δρόμος του ΙΘ΄ αιώνα πρόσφερε και τον πετροπόλεμο- που έχει αποτυπωθεί σε υδατογραφία της οθωνικής εποχής από τον Βαυαρό ζωγράφο Köllnberger. Απ’ τα πλατύσκαλα και τα μπαλκόνια, θεατές παρακολουθούν τις αντιμαχόμενες ομάδες. Πέτρες διασταυρώνονται στον αέρα κ’ η εξουσία δρα κατασταλτικά – σε στιγμές έξαρσης του παιχνιδιού.

Στα χρόνια που ακολουθούν παραδοσιακοί αντίπαλοι είναι οι νεαροί κάτοικοι των Πετραλώνων και του Μεταξουργείου: “…είδε ένα πλήθος παιδιών που ήσαν διηρημένα εις δυο στρατόπεδα. Η μια στρατιά, αποτελουμένη από τα παιδιά της συνοικίας των Πετραλώνων εβάδιζεν εναντίον της άλλης η οποία ευρίσκετο εις τον λόφον της Πνυκός. Η δευτέρα αυτή στρατιά ήρχετο από το Μεταξουργείον. Αι δυο συνοικίαι δεν είχαν να λύσουν καμμίαν διαφοράν. Ο πετροπόλεμος είχεν κηρυχθεί δια λόγους φιλοτιμίας…”

Αν υπάρχουν θεάματα που παραμένουν αναλλοίωτα και γεφυρώνουν την Αθήνα τη μεταεπαναστατική με κείνη της Τουρκοκρατίας, όπως ο πετροπόλεμοςς, υπάρχουν όμως κι άλλα που χαρακτήριζαν την υπόδουλη πόλη της αρχής του ΙΘ΄ αιώνα, όπως ο “χορός των στρεφομένων Δρβισών” – και που, φυσικά, εξαφανίστηκαν με την Απελευθέρωση.

Οι Δερβίσηδες, που ανήκαν στο τάγμα των Μεβλεβηδών, είχαν εγκατασταθεί στους “Αέρηδες”, τον “Πύργο των ανέμων”, από τον ΙΗ΄ αιώνα. Οι Μεβλεβήδες, μορφωμένοι κληρικοι που είχαν ευρύτατα χρησιμοποιηθεί απ’ το σουλτανικό καθεστώς για τον προσηλυτισμό αλλοπίστων στη μωαμεθανική θρησκεία, ήταν ένα είδος μουσουλμάνων ιεραποστόλων. Στο εσωτερικό του “Πύργου των ανέμων” είχαν εγκαταστήσει τον Τεκκέ τους (χώρο προσευχής) αλλά οι ιδιόρρυθμες τελετουργίες τους γίνονταν κυρίως στο ύπαιθρο, γύρω απ’ τον πύργο – κι αποτελούσαν επίκεντρο της προσοχής των Αθηναίων. Κάθε Παρασκευή, οι μοναχοί προσεύχονταν ψέλνοντας όλοι μαζί, με τη συνοδεία ενόργανης μουσικής. Η ομαδική προσευχή είχε σαν κατάληξή της μια τελετή εντυπωσιακή: οι Δερβίσηες ντυμένοι στ’ άσπρα, με κάπες μακριές, χόρευαν “σαν πεταλούδες” τον

Sena. Ξεκινώντας απ’ το εσωτερικο του πύργου, έβγαιναν στη συνέχεια έξω και συνέχιζαν το χορό στην αρχή με κινήσεις αργές, στον ήχο των τυμπάνων, φτάνντας συχνά σε σημείο βακχικής έξαρσης, “σαν Κορύβαντες” (όπως σημειώνουν ξένοι περιηγητές) – καθώς η μουσική ακολουθούσε όλο και πιο γρήγορους ρυθμούς.

Σε στιγμές έκστασης έσχιζαν τα ρούχα τους, έβγαζαν αφρούς απ’ το στόμα κι έπεφταν κάτω αναίσθητοι.

Ο ιερατικός αυτός χορός είχε γίνει τόσο γνωστός, ώστε λίγο πριν απ’ την Επανάσταση δίνονταν συχνά και ειδικές “παραστάσεις” μετά από κατάλληλη διαμόρφωση του χώρου, όταν επρόκειτο να παρακολουθήσουν την εκδήλωση επισκέπτες σημαντικοί – ξένπι περιηγητές, που έχουν απεικονίσει τις τελετουργίες των Μεβλεβήδων.

Γύρω στα 1810 στο χώρο της αθηναϊκής αγοράς κυκλοφορούν πλανόδιοι επαγγελματίες του θεάματος, προέλευσης ξενικής. Ένας γάλλος μάγος συγκεντρώνει το γενικό θαυμασμό, βγάζοντας στη διάρκεια των παραστάσεών του φωτιές απ’ το στόμα του…

Το θέατρο του δρόμου το συμπλήρωναν, σ’ όλη τη διάρκεια του ΙΘ΄ αιώνα, σαλτιμπάγκοι, ακροβάτες, παλαιστές, που έδιναν παραστάσεις στην αγορά. Οι πλατείες Δημοπρατηρίου και Μοναστηρακίου, σαν χώροι συγκέντρωσης λαϊκού στοιχείου, αποτελούσαν στα οθωνικά χρόνια και χώρους λαϊκής διασκέδασης. Ο μουσιού Τζωρτζ, Κουταλιανός, ο Θεοδώρου, ο Κριστόλ, ο Χασάν, εύρισκαν εκεί πρόθυμο και πολυάριθμο ακροατήριο. Επιβίωσή τους αποτελεί ο σημερινός Σαμψών κι άλλοι, λιγότερο γνωστοί “αθλητές” και “θαυματοποιοί”…

Αν όως οι παλαιστές έχουν επιβιώσει, υπάρχουν θεάματα που χάθηκαν απ’ τους δρόμους της πόλης στο γύρισμα του αιώνα: “-Τύχαις, καλαίς τύχαις…! Είνε εις των γνωστών εκείνων πλανήτων πωλητών τυχών, ους συναντά τις συχνότατα ανά τους αποκέντρους δρομίσκους και τας μεμακρυσμένους γειτονίας. Περίεργον είδος αλητών, περίεργον επάγγελμα ασκούντες, περίεργον εμπόρευμα προσφέροντες προς πώλησιν – την τύχην του αγοραστού…”

Πρόκειται για πλανόδιους που κουβαλούσαν στον ένα ώμο τους τρίποδο και στον άλλο κλουβί μ’ ένα μεγάλο πουλί μέσα. Έδιναν στο πουλί ένα δίσκο με χρωματιστά χαρτιά, εκείνο τσιμπούσε ένα με το ράμφος του, κι ο πλανόδιος το έδινε στον “χρησμοδοτούμενο”.

“…Πλανόδιος Πυθια απονέμουσα αντί δεκαλέπτου εκατομμύρια ή στρέμματα, στεφάνους γάμων, δακτυλίους αρραβώνων, ανώτατα αξιώματα ή μακρά και ευδαίμονα έτη… Και η πορεία τού ούτω βαίνοντος καθίσταται σχεδόν θριαμβευτική, και ανά έκαστον σταθμόν ον κάμνει πυκνούται γύρω του το πλήθος και οι αγυιόπαιδες παρακολουθούσιν αυτόν εξόπισθεν κατά σμήνη αλλαλάζοντες και οι εξώσται πληρούνται κεφαλών κατά την διάβασίν του και τα παραπετάσματα ανασύρονται και καραδοκούσιν την έλευσίν του ανυπόμονοι μορφαί. Και εκείνος προβαίνει αργά, σχεδόν υπερηφάνως, ως να ευρίσκεται πράγματι εν των μέσω λαού, των τυχών του οποίου είνε κύριος…”

Ακόμα ένα υπαίθριο θέαμα ήταν και το Πανόραμα, το μυστηριακό κουτί με το γυάλινο μάτι που άνοιγε σε κόσμους μαγικούς: “-Κύριοι, ορίστε, το ωραίον πανόραμα, να ιδήτε τα αξιοπερίεργα, τα σπουδαία πρόσωπα της εποχής και διάφορα άλλα πράγματα!…Μια δεκάρα μόνον, μόνον μια δεκάρα κύριοι!… να ιδήτε την ωραίαν πόλιν της Ιταλίας την Νεάπολιν, κυττάξτε πώς άναψε το ηφαίστειον του Βεζουβίου και καίει… Κυττάξτε οι καρότσαις πώς τρέχουν εις τους δρόμους γεμάτες από ωραίας πριμαντόνας…”

Η επικαιρότητα και τα είδωλά της περνάνε μέσ’ απ’ το οπτικό πεδίο του μαγικού κουτιού: “…Το συνέδριον του Βερολίνου, όπου είνε μαζευμένοι όλοι οι πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων και εις την μέσην ο Βίσμαρκ, και τους φοβερίζει, και κάνουν αυτοί να μιλήσουν κι εκείνος τους λέει σουτ!… Διάλογοι συνάπτονται μεταξύ του πλήθους, αποριών ή θαυμασμού δηλωτικοί. Επικουρία μαθηταρίων καταφθάνει. Αι άμαξαι διέρχονται πάντοτε καλπάζουσαι, αλλ’ ο κρότος αυτών ακούεται αμυδρότερος ως εκ του θορύβου της συναθροίσεως…”

Το Πανόραμα άργησε πολύ να πεθάνει: διατηρήθηκε μέχρι τη δεκααετία του 1950 στους δρόμους των Πετραλώνων, του Κολωνού, του Μεταξουργείου.

Ο “Πανοραμιτζής” αποτελούσε ακόμα γνώριμη φιγούρα, της γειτονιάς, και τα παιδικά μάτια αποκτούσαν με μια δραχμή το δικαίωμα εισόδου στο θαυμαστό κόσμο του Ταρζάν, της Τζέην Κι της ζούγκλας τους – στον κόσμο των ηρώων της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς…

The following two tabs change content below.

ΛΙΖΑ ΜΙΧΕΛΗ

Η Λίζα Μιχελή (1935-1994) συγγραφέας, αρχαιολόγος και ξεναγός γεννήθηκε στη Μυτιλήνη από πατέρα Μικρασιάτη. Πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστήμιο Αθηνών και απόφοιτος της Σχολής Ξεναγών, ξεναγούσε σε τέσσερις γλώσσες και άφησε πλούσια βιβλιογραφία και αρθρογραφία. Οι κυριότεροι τίτλοι των ιστορικών έργων της, η πλειονότητα των οποίων έχει μεταφραστεί και στα Αγγλικά, είναι: Μοναστηράκι – Απ' το Σταροπάζαρο στο Γουσουρούμ (Ωκεανίδα 1984 – 2η έκδοση 1986), Πλάκα -Ιστορική Μνήμη και Μυθοπλασία (1η έκδοση, Γνώση, 1985 – 4η έκδοση, Γαλάτεια 1994), Η Αθήνα σε Τόνους Ελάσσονες (Δρώμενα 1987), Πειραιάς -Από το Πόρτο Λεόνε στη Μαγχεστρία της Ανατολής (1η έκδοση, Δρώμενα 1988 – 3η έκδοση, Γαλάτεια 1993), Η Αθήνα των Ανωνύμων (1η έκδοση, Δρώμενα 1990 – 3η έκδοση, Γαλάτεια 1994), Αιγαίο -Νεοκλασικές Πόλεις και Λιμάνια του 19ου αιώνα (Δρώμενα 1990), Προσφύγων Βίος και Πολιτισμός (Δρώμενα 1992), Αστυγραφία της Ελάσσονος Ασίας (Δρώμενα 1992).

Latest posts by ΛΙΖΑ ΜΙΧΕΛΗ (see all)


Μοιράσου το!
ΛΑΪΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ