Αρχαίο ελληνικό θέατρο

Αρχαίο ελληνικό θέατρο

Μοιράσου το!

ΟΙ ΡΙΖΕΣ του αρχαίου ελληνικού θεάτρου χάνονται μέσα στα πανάρχαια λαϊκά δρώμενα και τις θρησκευτικές τελετές· τα τελυταία βλαστάρια του εκφυλίζονται στο μίμο και διασύρονται στις ρωμαϊκές αρένες. Όμως στο μεταξύ, πόσο μεγαλείο!

Από τις χιλιάδες τα θεατρικά έργα που ξέρουμε ότι γράφτηκαν και παραστάθηκαν από το 534 π.Χ., τότε που το είδος καταξιώθηκε επίσημα στην Αθήνα, ώς το τέλος των κλασικών χρόνων, δε σώθηκαν παρά μόνο 48 ολόκληρα, ή σχεδόν ολόκληρα έργα: επτά τραγωδίες του Αισχύλου (525-456 π.Χ.), επτά τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα του Σοφοκλή (496-405 π.Χ.), δεκαοκτώ τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα του Ευριπίδη (περ. 484-406 π.Χ.), έντεκα κωμωδίες του Αριστοφάνη (445-περ. 385 π.Χ.), και τρεις κωμωδίες του Μένανδρου (342-291 π.Χ.).

Όλα αυτά τα έργα σώθηκαν, όχι γιατί ήταν οπωσδήποτε τα καλύτερα, αλλά γιατί για δύο χιλιάδες και παραπάνω χρόνια αντιγραφείς και φιλόλογοι, δάσκαλοι, λόγιοι και ιερωμένοι, ποτέ δεν επαψαν να τα αναπαράγουν και να τα μελετούν –για την καλλιτεχνική τους αξία ναι, αλλά και για τις ακατάλυτες ιδέες που εκφράζουν. Βρίσκουμε ανάμεσά τους δράματα σαν την Ορέστεια, “το μεγαλύτερο επίτευγμα της ανθρώπινης σκέψης” (Swinburne)· γνωρίζουμε μορφές-παγκόσμια σύμβολα σαν την Αντιγόνη και τον Οιδίποδα· συναντούμε αιώνιους τύπους σαν το Δύσκολο (Μισάνθρωπο), εμπνεύσεις ανεπανάληπτες στην ευστοχία και τη γονιμότητά τους, σαν της Λυσιστράτης. Ποιο να είναι άραγε το μυστικό αυτής της ασυναγώνιστης ποιότητας και επιτυχίας;

Ο νους μας πηγαίνει πρώτα στην αναμφισβήτητη μεγαλοφυία των ποιητών: ο Αισχύλος, που συνδυάζει το βαθύ στοχασμό του θεολόγου με την πιο γνήσια σκηνοθετικη δεξιότητα· ο Σοφοκλής, όπου μορφή και “διάνοια” ισοζυγιάζονται στο έργο του και συνεργάζονται για τη δημιουργία στιλπνών, κλασικών συνόλων, εφάμιλλων της σύγχρονής τους φειδιακής γλυπτικής· ο Ευριπίδης, ο “από σκηνής φιλόσοφος”, που με την προχωρημένη συζητητική και τη διεισδυτική ψυχολογική παρατήρηση θα καταλύσει την παλιά και θα εδραιώσει μια νέα, πιο ανθρώπινη, ερμηνεία του μύθου. Και πάλι οι κωμικοί: ο Αριστοφάνης με την πληθωρική πολιτική και κοινωνική σάτιρα, που τόσο όμορφα συνταιριάζει τη λογική του ονείρου με τον παραλογισμό της πραγματικότητας· τέλος ο Μένανδρος, που με τη νέα κωμωδία των χαρακτήρων και την περιπετειώδη πλοκή σημειώνει στο γέρμα της κλασικής θεατρικής παραγωγής την αρχή μιας νέας εικόνας του θεάτρου, αυτής που μέσα από τις ρωμαϊκές μιμήσεις του Πλαύτου και του Τερέντιου θα αποτελέσει, τον καιρό της Αναγέννησης, τη βάση για την ανάπτυξη της νεότερης ευρωπαϊκής θεατρικής αντίληψης.

Σίγουρα, οι κορυφαίοι επώνυμοι δραματουργοί του αρχαίου θεάτρου στάθηκαν οι στύλοι που ύψωσαν και στέριωσαν το λαμπρό του οικοδόμημα. Όμως χωρίς το πλαίσιο του ελληνικού χώρου γύρω τους, χωρίς το υπόβαθρο του αθηναϊκού πλήθους και των “επιδημούντων ξένων”, που ώς ακόμα στα χρόνια του αποστόλου Παύλου πάντα ευκαιρούσαν “να πουν ή να ακούσουν κάτι πιο καινούργιο” (Πράξ. Αποστ. 17,21), είναι αμφίβολο αν οι προικισμένες αυτές προσωπικότητες θα μπορούσαν να καρποφορήσουν – οπωσδήποτε όχι τόσο, αν δίπλα στα παραπάνω δεν τους ευνοούσε και η ιστορική συγκυρία στο σύνολό της.

Στην ιστορία του αρχαίου ελληνικού πνεύματος ξεχωρίζουμε, μετά την πρώιμη θεοκρατική και αριστοκρατική φάση, μια κεντρική περίοδο όπου ο άνθρωπος ανακαλύπτει τις δυνατότητές του, τις διερευνά, για να καταλάβει τον εαυτό του και τον κόσμο του, και τις εξαντλεί ώς τα τελευταία τους όρια. Απελευθερωμένος από κάθε μορφή δοτής αλήθειας ο Έλληνας της κλασικής εποχής πορεύεται αδογμάτιστος, αμφισβητώντας, αλλά και δοκιμάζοντας όλους τους δρόμους, με μοναδικό του εφόδιο το λόγο και τις αποδεικτικές του δυνατότητες. Τελικά αυτή η πορεία θα οδηγήσει στον ορθολογιστικό δογματισμό του αριστοτελικού κυρίως, αλλά και των άλλων φιλοσοφικών συστημάτων. Πριν όμως συμβεί αυτό, το ανθρώπινο πνεύμα ζει την πιο γόνιμη στιγμή της εξέλιξής του, πραγματώνει θριαμβευτικά τα μεγαλύτερά του επιτεύγματα, με πρώτο ανάμεσά τους το κλασικό θέατρο. Δεν είναι σύμπτωση ότι ολόκληρη αυτή η εποχή εκφράζεται διαλογικά: με το σοφιστικό, εριστικό ή μαιευτικό διάλογο προχωρεί η φιλοσοφία· δημοκρατικός διάλογος μεθοδεύει τις πολιτικές αποφάσεις· ισηγορικά οι διάδικοι εκθέτουν τις απόψεις τους στο δικαστήριο, όπως άλλωστε και οι πόλεις-κράτη όταν συζητούν τις διαφορές τους. Ακόμα και ο πόλεμος, συνοδοιπόρος στην ιστορία των ιδεών, παίρνει διαλεκτική μορφή, όταν επικεφαλής των μεγάλων συνασπισμών στέκουν η Αθήνα και η Σπάρτη με τις διαμετρικά αντίθετες ιδεολογίες. Ότι σε μια τέτοια εποχή το θέατρο, ως η κατεξοχήν διαλογική μορφή της λογοτεχνίας, θα βρεθεί στην πρωτοπορεία των καλλιτεχνικών εκδηλώσεων δε χρειάζεται ιδιαίτερη εξήγηση, όπως και φυσικό είναι η εξέλιξή του και το κορύφωμα να πραγματώνονται στο δημοκρατικό χώρο της Αθήνας, όχι στη Σπάρτη ή όπου αλλού.

Οι αρχαίες παραστάσεις γίνονταν στα πλαίσια της κοινής αθηναϊκής λατρείας, τις μέρες που οι Αθηναίοι τιμούσαν τον Διόνυσο, το θεό που περισσότερο από κάθε άλλον αντιπροσώπευε το λαϊκό πλήθος, τις προτιμήσεις του και τους καημούς του. Το αθηναϊκό κράτος παρεμβαίνει, επισημοποιεί τις παραστάσεις και οργανώνει τους δραματικούς αγώνες· όμως δεν απομονώνει τις εκδηλώσεις από την κοινότητα. Το θεατρικό οικοδόμημα είναι δημόσιο. Οι χορευτές, ώς ένα σημείο και οι υποκριτές, είναι ερασιτέχνες, πολίτες που εκτελούν ένα κοινωνικό καθήκον, όπως άλλωστε και ο χρηματοδότης, ο χορηγός της κάθε παράστασης· ο αιρετός άρχοντας ρυθμιστής και οι κριτές των δραματικών αγώνων εκπροσωπούν το πλατύ κοινό, που με τη ζωντανή παρουσία του στο θέατρο εκφράζει και άμεσα τις επιλογές του. Θεσπίζοντας τέλος τα “θεωρικά”, την κρατική επιχορήγηση που επιτρέπει σε όλους –πλούσιους και φτωχούς– να παρακολουθήσουν ανέξοδα τις παραστάσεις, η αθηναϊκή Δημοκρατία έδωσε ουσιαστική μορφή στη μεγάλη αλήθεια: οι τέχνες, και πρώτη ανάμεσά τους το θέατρο, ανήκουν στους ανθρώπους όλους, όπως ο ήλιος, όπως τα βουνά και οι θάλασσες.

Έτσι, σαν ύψιστο πνευματικό αγαθό, σαν κατεξοχήν κοινωνικό επίτευγμα και δημοκρατικό θεσμό προσπαθούμε και σήμερα να κρατήσουμε το αρχαίο θέατρο ζωντανό ανάμεσά μας: κληρονομιά πολύτιμη, φυλαχτό και πυξίδα.

  • Πρώτη δημοσίευση: Στο έντυπο πρόγραμμα του Εθνικού Θεάτρου για τα Επιδαύρια 1982, και στις επόμενες χρονιές που παίζονταν έργα του αρχαίου δράματος.
The following two tabs change content below.

ΦΑΝΗΣ ΚΑΚΡΙΔΗΣ

Ο Θεοφάνης (Φάνης) Ι. Κακρίδης (1933-2019) ήταν καθηγητής κλασικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του διακεκριμένου κλασικιστή Ιωάννη Θ. Κακριδή και της φιλολόγου Όλγας Κομνηνού-Κακριδή. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές κλασικής φιλολογίας στα Πανεπιστήμια του Μάιντς και του Τύμπιγκεν, στη Γερμανία, όπου δίδαξε ως λέκτορας αρχαίων και νέων ελληνικών. Το 1964 εξελέγη καθηγητής κλασικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, θέση στην οποία υπηρέτησε έως το 1984, με μια σύντομη διακοπή κατά την περίοδο της δικτατορίας. Από το 1982 ως το 1984 διετέλεσε αντιπρόεδρος του Κέντρου Εκπαιδευτικών Μελετών και Επιμορφώσεως (ΚΕΜΕ) του Υπουργείου Παιδείας. Επίσης, μεταξύ 1981-82 διετέλεσε πρόεδρος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών. Μεταξύ 1988-1990 δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, ως ειδικός επιστήμονας. Στο συγγραφικό του έργο ασχολήθηκε με την ιστορία, την ερμηνεία, την κριτική και τη μετάφραση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, καθώς και έργων ξένων πανεπιστημιακών που αναφέρονται σ' αυτή. Συμμετείχε σε επιμορφωτικά σεμινάρια και αρθρογραφούσε τακτικά στην εφημερίδα "Το Βήμα". Έφυγε από τη ζωή στις 8 Ιανουαρίου 2019, σε ηλικία 86 ετών. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Φάνη Ι. Κακριδή βλ. "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 4, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1985, και Βάλτερ Πούχνερ, "Κακριδής, Φάνης Ι." στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2007, σελ. 981-982.

Latest posts by ΦΑΝΗΣ ΚΑΚΡΙΔΗΣ (see all)


Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ