Μάικλ Μπίλινγκτον: Μια μακροσκοπική άποψη του βρετανικού θεάτρου, από το 1945

Μάικλ Μπίλινγκτον: Μια μακροσκοπική άποψη του βρετανικού θεάτρου, από το 1945

Μοιράσου το!

Θέατρο πλάι στην κοινωνία

Ο Μάικλ Μπίλινγκτον [Michael Billington] είναι ο θεατρικός κριτικός της εφημερίδας «Γκάρντιαν». Ισχυρίζεται ότι έχει αφιερώσει 8 χιλιάδες βράδια της ζωής του παρακολουθώντας θεατρικές παραστάσεις. Ασχέτως της ακρίβειας του αριθμού, αν είναι μικρότερος ή μεγαλύτερος, η εμπειρία του αυτή τού δίνει το δικαίωμα να έχει μια μακροσκοπική άποψη του βρετανικού θεάτρου, από το 1945 έως σήμερα. Αυτό είναι και το περιεχόμενο του βιβλίου του State of the Nation: British Theatre since 1945 (εκδ. Faber, 435 σελ., 25 στερλίνες).

Ιστορία αλλά όχι μόνο, όπως δείχνει και ο τίτλος του – Θέατρο και έθνος. Πέρα από ιστορία, είναι και ο εντοπισμός της σχέσης βρετανικής κοινωνίας και θεάτρου, πώς το πρώτο αντανακλάται στο δεύτερο. Στην επισκόπησή του τούτη, ο Μπίλινγκτον τοποθετεί στη δεκαετία του 1960 τη χρυσή εποχή του μεταπολεμικού βρετανικού θεάτρου. Υποστηρίζει μάλιστα ότι τη δεκαετία εκείνη γνώρισε τέτοια άνθηση που το βρετανικό θέατρο δεν είχε ξαναδεί από την ελισαβετιανή εποχή, τον καιρό του Σαίξπηρ και των ομοτέχνων του (Μάρλοου, Τζόνσον κ.ά.).

Είναι υπερβολικός ο ισχυρισμός; Για τον «Εκόνομιστ» δεν είναι. Ο κατάλογος είναι εντυπωσιακός: Χάρολντ Πίντερ, Τζον Οσμπορν, Πίτερ Νίκολς, Τομ Στόπαρντ, Αλαν Εϊκμπορν, επί σκηνής. Και στα παρασκήνια περιμένοντας, οι Αλαν Μπένετ, Κάρολ Τσέρτσιλ, Μάικ Λι, Ντέιβιντ Χέαρ· με τον Σάμιουελ Μπέκετ στέλνοντας από το Παρίσι την τακτική (αν και άγνωστο πότε) συνδρομή του.

Εκείνη τη δεκαετία συνέβη και κάτι άλλο, εξίσου σημαντικό. Το βρετανικό θέατρο ανέλαβε ένα νέο (σε σύγκριση με το παρελθόν του στον 20ό αιώνα) σπουδαίο ρόλο: αυτόν της «διαρκούς αντιπολίτευσης στο όποιο κόμμα της εξουσίας». Ο Μπίλινγκτον είναι οπαδός της ιδέας του θεάτρου δεμένου με την κοινωνία του, γι’ αυτό και επικροτεί αυτή την εξέλιξη. Οι αντιρρήσεις του στην πορεία του μεταπολεμικού βρετανικού θεάτρου αφορούν μόνο τις στιγμές εκείνες που το θέατρο δεν αναφερόταν επαρκώς στα κοινωνικά συμβάντα. Οταν δεν καθρέφτιζε με ακρίβεια ό,τι ήταν σάπιο στο βρετανικό κράτος.

Ο Μάικλ Μπίλινγκτον είναι πολιτικά ορθός αριστερός με αγάπη για το κρίκετ. Ομως, πέτυχε να δώσει μια συναρπαστική αφήγηση 60 χρόνων βρετανικού θεάτρου, που είναι μια σπάνια ευχαρίστηση να διαβάζει κανείς· έστω και μόνο για τις πλούσιες στιγμές που ανακαλεί. Μνήμες πολύτιμες: Ο Λόρενς Ολίβιε στον «Διασκεδαστή», η Τζόαν Πλοουράιτ ως Μπίτι Μπράιαντ στις «Ρίζες» του Αρνολντ Γουέσκερ, η «Προδοσία» του Πίντερ, το Absurd Person Singular του Αλαν Εϊκμπορν. Αλλά και θαυμάσιες παραστάσεις των έργων του Σαίξπηρ: «Οι πόλεμοι των ρόδων» του Πίτερ Χολ, «Βασιλιάς Ληρ» του Πίτερ Μπρουκ με τον Πολ Σκόφιλντ, «Μακμπέθ» του Τρέβορ Ναν με τον Ιαν Μακέλεν και την Τζούντι Ντεντς.

Η εποχή εκείνη ξεκίνησε με τις βέβαιες προαναγγελίες του θανάτου του κλασικού θεάτρου, που αποδείχτηκαν όμως κάπως υπερβολικές. Για τον συγγραφέα, «τεράστια» ήταν η επιρροή που άσκησε πάνω στο βρετανικό θέατρο το Μπερλίνερ Ανσάμπλ με τις παραστάσεις του στο Λονδίνο του 1956· σημειώνει, όμως, ότι η επιρροή αυτή προήλθε περισσότερο από τη θεατρική μορφή παρά από το ιδεολογικό περιεχόμενο των παραστάσεων. Η βίαιη σκληρή γλώσσα του Τζον Οσμπορν καθρέφτιζε την αποσύνθεση των κλασικών δομών, αλλά τα «Οργισμένα νιάτα» του Οσμπορν δεν σημάδεψαν τη μεγάλη στροφή του μεταπολεμικού θεάτρου – κάτι που αποδέχονται όλοι οι άλλοι κριτικοί. Για τον Μπίλινγκτον, η στροφή αυτή σημειώθηκε με την πρεμιέρα του Beyond the fringe, το 1960, που συνέβαλε καθοριστικά στην αλλαγή της στάσης απέναντι στην εξουσία! «Το ταλέντο για ψυχαγωγία αντικαταστάθηκε με το ταλέντο για ύβρη». Ο ενθουσιασμός του ελαττώνεται στη δεκαετία του 1970. Εκείνη ήταν μια δεκαετία απογοήτευσης, καθήλωσης, απελπισίας. Και όμως, το θέατρο εξακολούθησε, όσο μπορούσε, να καθρεφτίζει τις μετατοπίσεις και τις αλλαγές της βρετανικής κοινωνίας.

Πιο απογοητευτική ήταν η δεκαετία του 1980. Το 1985, το 44 τοις εκατό όλων των εισιτηρίων που έκαναν τα θέατρα του Γουέστ Εντ, είχαν αγοράσει τουρίστες, που προτιμούν να βλέπουν στην αγγλική πρωτεύουσα θεαματικά μιούζικαλ. Τότε για τον κριτικό, στο θεατρικό Λονδίνο, επικράτησε το κυνήγι του κέρδους – «η καθοδηγητική ιδεολογία του θατσερισμού». Ειρωνεύεται τη Θάτσερ όταν γράφει ότι ενημέρωσε τον Πίτερ Χολ (τότε διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου) ότι το βρετανικό θέατρο είναι ξακουστό σε όλο τον κόσμο – λόγω του Αντριου Λόιντ Γουέμπερ και των μιούζικαλ.

Για τον κριτικό, η σημαντικότερη μορφή του μεταπολεμικού βρετανικού θεάτρου ήταν ο Πίτερ Χολ και η συνεχής υποστήριξή του προς τα νέα έργα. Και είναι εντελώς αντικειμενικός στην κρίση του αυτή, γιατί ο Πίτερ Χολ ούτε πολιτικά ορθός είναι ούτε ενδιαφέρεται για το κρίκετ και ούτε αριστερός. Και τελειώνει με μια νότα εμπιστοσύνης, όταν λέει ότι η Βρετανία δεν μπορεί να είναι εντελώς σάπια, όταν η κυβέρνηση επιχορηγεί ένα θέατρο το οποίο, ενστικτωδώς σχεδόν, είναι αντίθετο στην εξωτερική πολιτική της.

Τhe Economist / Η Καθημερινή, 11/04/2008


Μοιράσου το!
ΒΙΒΛΙΑ ΔΡΩΜΕΝΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ