Βασίλης Λογοθετίδης, ο ηθοποιός που χάριζε γέλιο και ανθρωπιά

Βασίλης Λογοθετίδης, ο ηθοποιός που χάριζε γέλιο και ανθρωπιά

Μοιράσου το!

Με το Βασίλη Λογοθετίδη συνεργάσθηκα για πρώτη φορά το φθινόπωρο του 1936 όταν πήγα σαν βοηθός σκηνοθέτης του Γιαννούλη Σαραντίδη στο θίασο της Μαρίκας, στο “Ρεξ”. Ήταν τότε διευθυντής του θιάσου. Όμως πόσος καιρός πέρασε για να το καταλάβω!

Πόσο διαφορετικά, πόσο ταπεινά, πόσο ανθρώπινα έκανε αισθητή την ιδιότητα του “Διευθυντή”!

Ενώ πόσο γρήγορα κατάλαβα ότι ο Βασίλης Λογοθετίδης δεν ήταν απλά και μόνο ο ηθοποιός της φάρσας και της χοντροκωμωδίας (Αγνός γλεντζές, Τράβα το κορδόνι κ.λπ.) αλλά κυρίως ηθοποιός, ο προικισμένος με αστείρευτα εκφραστικά μέσα, απίθανη ευαισθησία, εξυπνάδα και χιούμορ, ικανός για τεράστια γκάμα ρόλων, από την επιθεώρηση ώς την κλασική κωμωδία και από το δράμα (μάλιστα!) ώς τη μουσική κωμωδία, περνώντας από την ελληνική ηθογραφία και τις μύριες ανθρώπινες μορφές του παγκόσμιου θεάτρου!

Μετά τη δραματική Ελισάβετ του Α. Ζοσσέ ανέβηκε η κωμωδία Ο κόσμος ανάποδα, ελεύθερη διασκευή του Δημήτρη Φωτιάδη, από τους Μέναιχμους του Πλαύτου, σε σκηνοθεσία Γιαννούλη Σαραντίδη, σκηνικά και κοστούμια του Νίκου Εγγονόπουλου.

Τους δυο δίδυμους αδελφούς έπαιζαν, τον Φορτούνα Α΄, ο Βασίλης Λογοθετίδης, τον Φορτούνα Β΄, ο Αντώνης Γιαννίδης. Και μου μένει αξέχαστο το υψηλότατο επίπεδο καλλιτεχνικής άμιλλας των δυο μεγάλων ηθοποιών στους παράλληλους και ισοδύναμους ρόλους!

Ακολούθησε το Όπως αγαπάτε του Σαίξπηρ, πάλι σε σκηνοθεσία του Γ. Σαραντίδη, με σκηνικά και κοστούμια του Νίκου Γκίκα-Χατζηκυριάκου τη φορά αυτή, το θεατρικό ντεμπούτο του μεγάλου ζωγράφου μας.

Κι εδώ, Λυδίας, ο Βασίλης και Κόριννος, ο Αντώνης Γιαννίδης. Αξέχαστοι και οι δυο!

Για το Βασίλη-ηθοποιό, δημιουργό ρόλων, έχει μιλήσει η κριτική και όλοι όσοι συνεργάσθηκαν μαζί του, ηθοποιοί, συγγραφείς, σκηνοθέτες.

Όλοι ξέρουν τι του χρωστάνε. Είτε για την παρουσία του δίπλα τους στη σκηνή, είτε για την αξιοποίηση του κειμένου τους, χάρη στην ευρηματικότητα, το ταλέντο, την πείρα και τη γνώση του της σκηνής.

Θυμάμαι φινάλε πράξεων, που στην ανάγνωση ήταν νεκρά και ασήμαντα. Όμως, ο Βασίλης κατόρθωνε από το τίποτα –χωρίς χυδαιότητες, τικ και βεντετισμούς– με μόνη την ανθρωπιά του – να συναρπάζει ο κοινό και να ανοίγει η αυλαία τρεις και τέσσερις φορές.

Θα περιοριστώ να μιλήσω για τον Βασίλη Λογοθετίδη συνάδελφο, συνεργάτη, διευθυντή, ΑΝΘΡΩΠΟ. Κι ίσως… ίσως, θα έπρεπε οι νεώτεροι να σκεφθούν τι λανθασμένο δρόμο ακολουθούν με τον υπερτροφικό βεντετισμό τους, τη μονοπώληση της “έξυπνης ρεπλίκας” και της “κωμικής φράσης”, που κατάντησε να είναι αποκλειστικό προνόμιο των… πρωταγωνιστών.

Θα μεταφέρω προσωπικές εμπειρίες από την οκτάχρονη συνεργασία μου μαζί του, καθώς και αναμνήσεις συνεργατων του στο θίασο “Βασίλη Λογοθετίδη”, μετά την αποχώρησή του από το θίασο της Μαρίκας το 1946-47.

Εντάξει! Καλά πήγες!”

Καλοκαίρι του 1937. Ο θίασος της Μαρίκας παίζει, με μια λαμπρή διανομή: Παπάς, Αρώνης, Δ. Μυράτ, Μαρ. Αρώνη, Ρίτα Μυράτ και πρωταγωνιστές τη Μαρίκα και το Λογοθετίδη, μια ασήμαντη διασκεδαστική κωμωδία του Αντρέ Μιραμπώ Η Φράπα.

Μια Κυριακή απόγευμα η Μαρίκα ειδοποιεί ξαφνικά ότι είναι άρρωστη και δεν θα ’ρθει να παίξει. Σαν από μηχανής θεός καλούμαι να την αντικαταστήσω εγώ μια και ξέρω και το έργο και το ρόλο.

Όμως, τι ευθύνη να βγω έτσι απροετοίμαστη με τα καθημερινά μου ρούχα, να αντικαταστήσω τη Μαρίκα, δίπλα στο Βασίλη και τέτοιο επιτελείο!

Ήξερα τι χρωστούσε το έργο όχι μόνο στον αστραφτερό διάλογο του συγγραφέα, αλλά και στις προσθήκες των δυο πρωταγωνιστών, τόσο σε κείμενο όσο και σκηνικά ευρήματα!

Σήμερα δε θα τολμούσα κάτι τέτοιο. Όμως, όταν είναι κανείς νέος, τολμά!

Ο Βασίλης με βοήθησε όσο μπορούσε και η απογευματινή βγήκε, κουτσά-στραβά. Το τι καταστροφές θα του είχα κάνει ούτε θέλω να τις θυμάμαι.

Εκείνο όμως που δεν ξεχνώ είναι πως ούτε στιγμή δεν έδειξε να ενοχλήθηκε από τις αδεξιότητές μου, ούτε καμιά παρατήρηση μου έκανε στα διαλείμματα, ούτε με ταπείνωσε με συγκαταβατικές παρατηρήσεις.

-Εντάξει! Καλά τα πήγες! Μου είπε μετά την απογευματινή. Το βράδυ θα πας καλύτερα. Μόνο, περίμενε να γελάσει ο κόσμος μ’ αυτά που λες. Μη βιάζεσαι να μιλήσεις και κόβεις το γέλιο!

Ήταν η πρώτη φορά που έπαιζα κωμωδία! Και η πρώτη φορά που έπαιζα δίπλα στο Λογοθετίδη.

Ήταν ένα καλό ντεμπούυτο!

Ώς το τέλος του έργου, που βρισκόταν σε κάμψη, έπαιζα εγώ. Η Μαρίκα ετοίμαζε την προσεχή της εμφάνιση σε κάποια άλλη καλοκαιριάτικη κομεντί και δεν ξανάπαιξε στη Φράπα.

Έτσι, πέρασα από βοηθός σκηνοθέτη σε “ηθοποιό”: Στέλλα Βιολάντη, Κνοκ, Ταξιδιώτης χωρίς αποσκευές, Έκτο πάτωμα, Φρενίτις, Λαίδη Μπέτσυ, Μαντάμ Μποβαρύ, Παναθήναια ’40, ωσότου φθάσαμε στην είσοδο των Γερμανών, στην Αθήνα: Κυριακή, 27 Απριλίου του 1941.

Το “Ρεξ” είχε προγραμματίσει συμβολικά(;) την Καινούργια ζωή του Μπόγρη, παλιά επιτυχία της Μαρίκας και του Βασίλη στο θερινό “Παρκ” (Σεπτέμβριος του 1936).

Ξαφνικά, με ειδοποιούν την Κυριακή το πρωί ότι η Μαρίκα αδυνατεί να παίξει και καλούμαι να την αντικαταστήσω.

Η παράσταση εκείνης της Κυριακής προ κενών σχεδόν καθισμάτων μας έδεσε με τον Βασίλη, όπως και πολλές άλλες παραστάσεις της Κατοχής, με σειρήνες, συσκότιση και το φόβο στην καρδιά. Ιδιαίτερα η Κυριακή εκείνη και το θέαμα που αντίκρισα βγαίνοντας νωρίς το μεσημέρι για το θέατρο (οι απογευματινές ήταν στις 2.30-3 το απόγευμα)…

Στη γωνία Πλατείας Βικτωρίας – Γ΄ Σεπτεμβρίου έπεσα πάνω στις μηχανοκίνητες φάλαγγες των Γερμανών που πρωτο μπαίνανε κατακτητές στην Αθήνα.

Με τα κράνη, τα σκούρα γυαλιά, τα γκριζοπράσινα λερά αδιάβροχα πάνω στα τρίκυκλα που προχωρούσαν πειθαρχικά προς την Ομόνοια…

Για χρόνια με καταδίωκε αυτή η εικόνα σαν την ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, αν ήθελε κανείς να τον ζωγραφίσει…

Εκτός από τις δραματικές κοινές αναμνήσεις της Κατοχής, με το Βασίλη με συνδέουν και πολλές διασκεδαστικές στα χρόνια της κατοχικής συνεργασίας μας.

Γιατί, στο τέλος, συνήθιζε κανείς σε όλα, όπως είχαμε συνηθίσει στις κακουχίες, στο κρύο, στο σκοτάδι, στο συσσίτιο με το φασουλόζουμο, στο φόβο, στο καθημερινό φάσμα του θανάτου.

Όο απίστευτο κι αν φαίνεται σήμερα, χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς θέρμανση, χωρίς ασανσέρ με τις σκάλες του “Ρεξ” μισοσκότεινες, με τη σκηνή φωτισμένη από λάμπες ασετυλίνης, η μεγάλη αίθουσα του “Ρεξ” γέμιζε ασφυκτικά, τόσο που το καλοκαίρι του 1942 ο θίασος της Μαρίκας χωρίστηκε σε δυο τμήματα.

Το ένα έμεινε στο ¨Ρεξ” και θριάμβευε με τι μουσικές κωμωδίες: Ταξίδι του γάμου, Αλάτι-πιπέρι (Τάκης Χορν – Νανά Σκιαδά και τα έξοχα σκηνικά του Γιώργου Ανεμογιάννη) και το άλλο, με επικεφαλής το Βασίλη Λογοθετίδη, μεταφέρθηκε στο θερινό “Παρκ”, στη γωνία των οδών Χέυδεν και Μαυρομματαίων.

Οι παραστάσεις στο ύπαιθρο, λόγω συσκότισης, δίνονταν μόνο απόγευμα και πολλές φορές οι σειρήνες και οι αεροπορικές επιδρομές μας ανάγκαζαν να τις διακόψουμε στη μέση.

Πότε συνεχίζονταν μετά τη λήξη του συναγερμού και πότε θεατές και ηθοποιοί παραμέναμε στα καταφύγια ωσότου μας βρει η νύχτα και πάμε στα σπίτια μας.

Παίζαμε τη Μέθοδο των τριών, κωμωδία του Σπύρου Μελά.

Κωμωδία, βέβαια! Όμως, λόγω του υπαίθρου, η καρδούλα μας έτρεμε διπλά στον παραμικρό θόρυβο, είτε από την πλατεία του θεάτρου ερχόταν, είτε από το δρόμο, είτε από τον… παντοδύναμο ουρανό!

Κάποιο απόγευμα, ενώ η παράσταση είχε αρχίσει και ο διάλογος που είχαμε –ο Βασίλης κι εγώ– προχωρούσε κανονικά, ακούστηκε ξαφνικά μια έντονη συζήτηση στην πόρτα. Φασαρία! Σαν κάποιοι να ήθελαν να μπουν δια της βίας και δεν τους άφηναν! Κι ευθύς αμέσως βαριά σταθερά βήματα κατακτητή, που έκαναν τα χαλίκια να τρίζουν και θόρυβος σιδερικών που ολοένα δυνάμωνε όσο πλησίαζε προς τη σκηνή.

Στην κατοχική μας σκληρή εμπειρία όλα αυτά ήταν συνώνυμα με μπλόκα, χειροπέδες, μαστίγιο, κλούβα, “ράους”, Κομαντατούρ…

Κοιταχττήκαμε έντρομοι ο Βασίλης κι εγώ, σαν να ρωτούσαμε ο ένας τον άλλο: “Τι γίνεται;” κι εξακολουθήσαμε μηχανικά το διάλογο της κωμωδίας, δίχως να τολμούμε να κοιτάξουμε προς την πλατεία του θεάτρου για να εξακριβώσουμε τι ακριβώς συνέβαινε. Πόσα λεπτά κράτησε αυτή η αβεβαιότητα δεν ξέρω. Πάντως, μας φάνηκε αιώνας!

Όταν ξαφνικά ακούω το Βασίλη να μου ψιθυρίζει ανάμεσα σε δυο φράσεις του κειμένου: “Μαυραγορίτης ενόψει!” και βλέπω το σπιθάτο μάτι του αξέχαστου κωμικού να μου χαμογελάει καθησυχαστικά, ενώ πονηρά μου έγνεφε να κοιτάξω στην πλατεία, ακριβώς στο μεσαίο κάθισμα της πρώτης σειράς.

Ένας καλοθρεμμένος μαυραγορίτης, καθυστερημένος και αναιδής, προσπαθούσε όχι μόνο να στρογγυλοκαθήσει στη θέση του, όπου δύσκολα χωρούσε, αλλά αναστάτωνε και τους διπλανούς του, ωσότου τοποθετήσει, κάτω από την ψάθινη καρέκλα του, μια ζυγαριά σεβαστού μεγέθους, με όλα της τα εξαρτήματα.

Η πλάστιγγα, οι αλυσίδες, το αντίβαρο, τα χαλίκια, η ταραγμένη μας συνείδηση –αν θέλετε– μας είχε κάνει να οραματισθούμε δραματικούς ηρωισμούς, ενώ επρόκειτο απλούστατα, για το ”εμπορικό δαιμόνιο” του Έλληνα, ανάμεικτο με … καλλιτεχνικές προτιμήσεις… Ύστερα από το μόχθο και τις επικίνδυνες συναλλαγές της ημέρας, ήρθε να θεατρισθεί! Μετά ην “κερδώον” απογευματινή ανάπαυλα, με τον “Λόγιο Ερμήν”…

Στο διάλειμμα ο Βασιλης Λογοθετίδης κάλεσε το θυρωρό του θεάτρου στο υπαίθριο καμαρίνι του.

-Γιατί αφήνετε αυτούς τους σαλταδόρους και μπαίνουν στο θέατρο μαζί με το μαγαζί τους και μας αναστατώνουν; Δεν μπορούν να το αφήσουν στην πόρτα;

-Του το είπα κι εγώ κυρ-Βασιλάκη, να την αφήσει τη ζυγαριά στο ταμείο, μουρμούρισε ο θυρωρός, αλλά χάλασε τον κόσμο και φώναξε: “Αυτή η μπαλάντζα είναι το ψωμί μου και θα την αφήσω σε ξένα χέρια;” Δεν ήθελε να την αποχωρισθεί!

-Ωραία! Είπε ο Λογοθετίδης. Τότε, από αύριο να βάλουμε κι εμείς στην πόρτα του θεάτρου μια ταμπέλα σαν κι αυτήν που είχε ένας κινηματογράφος στο Σταθμό Λαυρίου για τα λουστράκια: “Παρακαλείσθε ν’ αφήνετε τα κασελάκια σας στην είσοδο!”

Όσο απίστευτο κι αν φαίνεται, αργότερα έκανε την εμφάνισή του στις βελούδινες πολυθρόνες του “Ρεξ” ένας άλλος μαυραγορίτης με τη ζυγαριά του… Κάθε εποχή δημιουργεί τους “ήρωές” τη. Ας το πάρουμε απόφαση…

Ελαττώματα πρωταγωνιστών

Οι ιστορικοί του θεάτρου αναφέρουν ότι –εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων– οι μεγάλοι ηθοποιοί και προπάντων ΑΙ ΗΘΟΠΟΙΟΙ, φημίζονται, αιώνες τώρα, για την τσιγκουνιά και τη φιλοχρηματία τους.

Ο Ζαν Ανούιγ στην “Κολόμπ” –όπου κάνει τόσο αμείλικτα την ανατομία της μεγάλης ηθοποιού στο πρόσωπο της Μαντάμ Αλεξαντρά– δεν παραλείπει ούτε αυτό το ελάττωμα για να ολοκληρώσει την αποκαρδιωτική εικόνα του “ιερού τέρατος”, που λέγεται “μεγάλη πρωταγωνίστρια του θεάτρου”.

Και ο Μαρσέλ Πανιόλ, στις “Νέες θεατρικές αναμνήσεις” του, μιλώντας για τον αξέχαστο Ραμύ, τον δημιουργό του Καίσαρα στην τριλογία του “Μάριος – Φανή – Καίσαρ”, προσπαθεί, δίχως να το κατορθώνει, να δώσει άλλο όνομα στην παθολογική τσιγκουνιά του μέγιστου εκείνου ηθοποιού, με την ανεξήγητη αδυναμία του να επωφελείται από καθετί, όταν μπορούσε να το αποκτήσει δωρεάν…

Στους αντίποδες όλων αυτών βρισκόταν ο Βασίλης Λογοθετίδης, που η ανοιχτοχεριά και η ανιδιοτέλειά του θα τον έκαναν ασφαλώς να πεθάνει πάνω στην ψάθα, αν δεν πέθαινε πάνω στην ακμή του.

Γιατί ο Βασίλης Λογοθετίδης, πεθαίνοντας δεν άφησε τίποτα!

Κι όμως, εργάσθηκε συνεχώς, δίχως μιας ώρας ανάπαυλα, από το 1919 ώς την ημέρα που πέθανε: 20 Σεπτεμβρίου του 1960.

Σαράντα χρόνια πετυχημένης σταδιοδρομίας, είκοσι χρόνια πρωταγωνιστής της Μαρίκας με σεβαστό μισθό και ποσοστά, δέκα χρόνια διευθυντής του θιάσου Κοτοπούλη, άλλα τόσα θιασάρχης με διαρκώς γεμάτο θέατρο και δεκατέσσερις παραστάσεις τη βδομάδα, με ξεθεωτικές περιοδείες στην επαρχία και στο εξωτερικό! Χωρί να κάνει μεγάλη ζωή, χωρίς ξιπασιές και ηλίθιες επιδείξεις, χωρίς να παίζει χαρτιά, κούρσες, τυχερά παιχνίδια ή να έχει άλλες ολέθριες αδυναμίες..

Του άρεσε απλώς –εκπροσωπώντας, ίσως, την μικροαστική πολίτικη ηθική– να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του, να φέρεται με αξιοπρέπεια στην κοινωνική του ζωή, να είναι ανοιχτοχέρης και ευχάριστος τους φίλους του. Του άρεσε να ξοδεύει σαν άρχοντας, χωρίς μικρότητες, παζάρια και μικρόψυχους υπολογισμούς.

Ήταν ακριβώς φθινόπωρο του 1957 όταν χρειάστηκε να χειρουργηθεί για να βγάλει τη χοληδόχο κύστη του.

Σταμάτησε τις παραστάσεις της θερινής περιόδου στι 25 Σεπτεμβρίου στο θέατρο “Παρκ” και, με την προοπτική μιας σύντομης παραμονής στον “Ευαγγελισμό”, ανανέωσε τα συμβόλαια των ηθοποιών του για τη χειμερινή περίοδο από τις 5 Οκτωβρίου.

Όμως, μετά την εγχείρηση, ο Θωμάς Δοξιάδης του συνέστησε να μείνει στο κρεβάτι άλλη μια βδομάδα και να μη βιαστεί να βγει, ώστε να αποθεραπευτεί τελείως, προτού ξεκινήσει για την κοπιαστική δουλειά της χειμερινής περιόδου, πρόβες, διπλές παραστάσεις κάθε μέρα έργων που απαιτούσαν διαρκή παρουσία του στη σκηνή, τα γνωστά τρεχάματα, τα γέλια, τα ξεφωνητά, το τάνισμα των νεύρων, την αδιάλειπτη σωματική και πνευματική υπερένταση!

Οι συνεργάτες του, που του ήταν αφοσιωμένοι, σκέφθηκαν να μη ζητήσουν την εφαρμογή του συμβολαίου τους από τις 5 Οκτωβρίου, αλλά να αναβάλουν κι αυτοί τις απαιτήσεις τους για το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Οκτωβρίου.

Ανέλαβαν, λοιπόν, δυο απ’ αυτούς –οι στενότεροι δεμένοι μαζί του– ο Ευάγγελος Πρωτοπαπάς και ο Μιχάλης Παπαδάκης, να τον επισκεφθούν στον “Ευαγγελισμό” και να του αναγγείλουν με πολλή λεπτότητα την απόφασή τους:

Κύριε Βασίλη, σκεφθήκαμε ότι εφόσον, για λόγου ανώτερης βίας, η έναρξη των παραστάσεων αναβάλλεται για τις 15 Οκτωβρίου, σωστό είναι να παραιτηθούμε κι εμείς από τη δεκαμερία 5-15 και ν’ αρχίσει η μισθοδοσία μας από τις 15 Οκτωβρίου, μια και βρίσκεστε κι εσείς ακόμη…

Δεν πρόφθασαν να τελειώσουν! Ο Βασίλης πετάχτηκε από το κρεβάτι του, σαν να τον είχαν χαστουκίσει:

-Ποιος (και είπε μια χοντρή –για το 1957– λέξη) σκέφτηκε αυτή τη βλακεία; Επειδή, δηλαδή, εγώ είμαι σαράβαλο και πότε το στομάχι μου (είχε επανειλημμένα εγχειρισθεί για έλκος του στομάχου), πότε οι χολές μου, πότε κάτι άλλο, πρέπει εσείς να πεινάσετε; Φέρε μου γρήγορα από το συρτ΄σρι τη ντουλάπας ένα τεφτεράκι που βρίσκετα εκεί μέσα! (Ήταν ένα βιβλιάριο Ταμιευτηρίου). Πόσα λεφτά χρεειάζονται για να πληρωθείτε όλοι σας;

Έκανε το λογαριασμό, έγραψε μια επιταγή –αφήνοντας ένα αξιοθρήνητο υπόλοιπο– και την έδωσε στους κομιστές της πρότασης των ηθοποιών του.

-Πηγαίνετε να την εισπράξετε, είπε στο Μιχάλη Παπαδάκη, που ήταν και ο διαχειριστής του θιάσου, για να πληρωθεί η δεκαμερία όλων σας, μέχρι πεντάρα! Αλλιώς , κανένας σας να μην ξαναπατήσει εδώ!

Πολλαπλά επίκαιρη η χειρονομία εκείνη –και πολλές άλλες– του Βασίλη Λογοθετίδη τώρα που είναι η εποχή του παζαρέματος των ηθοποιών και της υπογραφής των συμβολαίων για τη χειμερινή περίοδο.

Ίσως να χρειάζεται να την έχουν υπόψη τους όσοι ΖΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ. Υπάρχει, βέβαια, μια μικρή διαφορά: Ο Βασίλης Λογοθετίδης ζούσε ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ…

Πολλά θυμάμαι για το Βασίλη. Μα αξέχασττη μου μένει –σαν τύψη γιατί δεν ανταποκρίθηκα– μια φράση που μου ’λεγε, κάθε φορά που τον συναντούσα, μετά το χωρισμό μας, το 1944:

-Έρχου να με βλέπεις, μπρε Ελένη! Έρχου πιο συχνά! Πόσοι μείναμε!

Αλήθεια! Πόσοι μείναμε…

  • Ελένη Χαλκούση, Θεατρικό ημερολόγιο. Εκδόσεις Κάκτος. Αθηνα 1981.

The following two tabs change content below.

ΕΛΕΝΗ ΧΑΛΚΟΥΣΗ

Η Ελένη Χαλκούση (Κωνσταντινούπολη, 1901 – Αθήνα, 28 Μαρτίου 1993) ήταν ηθοποιός, χρονογράφος και μεταφράστρια θεατρικών έργων. Η καταγωγή της ήταν από την Χίο. Ήταν απόφοιτη του Ζαππείου Παρθεναγωγείου (1922) και παρακολούθησε μαθήματα αισθητικής και λογοτεχνίας στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών της Σορβόνης, στο Παρίσι, και στο Κονσερβατουάρ (Ωδείο) καθώς και μαθήματα θεάτρου στη δραματική σχολή του ηθοποιού Σαρλ Λε Μπαρζύ. Εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στη θεατρική σκηνή στο Θέατρο Τέχνης του Σπύρου Μελά το 1925. Ένα χρόνο μετά το 1926 διεύθυνε το δικό της θίασο “Νέοι” στο Θέατρο Κυβέλης. Από τότε και μέχρι το 1935 επικεφαλής θιάσων περιόδευσε σχεδόν σε όλη την Ελλάδα ανεβάζοντας συνήθως έργα πρωτοποριακά. Από το 1936 μέχρι το 1945 συνεργάσθηκε με τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη ως ηθοποιός, βοηθός σκηνοθέτου και καθηγήτρια της Δραματικής Σχολής “Μαρίκα Κοτοπούλη”. Ήταν από τις καλλίτερες μαθήτριες της Κυβέλης και της Μαρίκας Κοτοπούλη. Προηγουμένως όμως φέρεται να είχε συνεργαστεί με τη “Λαϊκή Σκηνή” του Καρόλου Κουν. Το 1945 προσελήφθη στο Εθνικό θέατρο όπου και διέπρεψε μέχρι το τέλος της καριέρας της συμμετέχοντας σε πάμπολλες θεατρικές παραστάσεις με μεγάλη επιτυχία. Επιτυχία όμως είχε και στον κινηματογράφο με τη συμμετοχή της από το 1942 μέχρι το 1969, όπου και μεταπήδησε στη τηλεόραση όπου η τελευταία καλλιτεχνική της παρουσία ήταν στη τηλεοπτική σειρά “Οι έμποροι των Εθνών” το 1973. Η τελευταία θεατρική της εμφάνιση ήταν το 1985, στις “Θεσμοφοριάζουσες”, με το Μοντέρνο θέατρο του Γ. Μεσσάλα. Η Ελένη Χαλκούση υπήρξε εξαίρετη μεταφράστρια θεατρικών έργων, καλλιτεχνική χρονογράφος σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά αλλά και με πλείστες παρουσιάσεις στη τηλεόραση, συγγραφέας, γνωστότατο το “Σαβουάρ βιβρ” που εξέδωσε, αλλά και συνδικαλίστρια στο χώρο της. Τέλος για πολλά χρόνια ανήκε στα διδακτικά στελέχη της Δραματικής Σχολής του “Εθνικού Ιδρύματος Θεάτρου”. Η Ελένη Χαλκούση μιλούσε γαλλικά και τουρκικά. Ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών. Πέθανε σε ηλικία 92 ετών σχεδόν λησμονημένη σε γηροκομείο. Κηδεύτηκε στο Νεκροταφείο των Σπάτων εντελώς ξεχασμένη, με την παρουσία μόνο του Αρτέμη Μάτσα

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ