Το θέατρο έκανε το θάμα του | Απτόητο κι απ’ τα γκαρίσματα των γαϊδουριών

Το θέατρο έκανε το θάμα του | Απτόητο κι απ’ τα γκαρίσματα των γαϊδουριών

Μοιράσου το!

  • Μια μαρτυρία του ΒΑΣΙΛΗ ΡΩΤΑ

Το κείμενο είναι η μοναδική γραπτή μαρτυρία του Βασίλη Ρώτα για τη θεατρική προσπάθειά του στην Ελεύθερη Ελλάδα. Είναι το δεύτερο μισό ενός χρονικού του –που δημοσιεύτηκε κι αυτό, στην “Επιθεώρηση Τέχνης” (τεύχος 87/88, σελ. 306-309) και στο “Θέατρο” (τεύχος 55/56)– με τον τίτλο “Το Θεατρικό Εργαστήριο”. Ο Βασίλης Ρώτας γράφει χαρακτηριστικά για τα πριν: “Η δραστηριότητά μας στο θέατρο, αρχινισμένη από πολύ παλιά, βαλμένη σε μεγάλον αγώνα το 1930, είχε φάει κιόλας το τελειωτικό της χτύπημα με το κλείσιμο του “Λαϊκού Θεάτρου Αθηνών” στο Παγκράτι το 1938. Η προσπάθειά μας για ίδρυση θεατρικού σπουδαστηρίου δε μπορούσε να τελεσφορήσει”. Και, παρακάτω: “Το Θεατρικό Σπουδαστήριο στα σκαριά από πριν, ήταν το 1942 σε όλη του τη δράση…” Και συνεχίζει σεμνά για τη δράση του στα Βουνά:

Τα πράγματα έσφιξαν στην Αθήνα σε βαθμό που μόνο πλέον οι τολμηροί μαχητές με τις μπογιές και τα πινέλα, με τα χωνιά και με τα όπλα συνέχιζαν τον αγώνα. Τα παιδιά όλα πήραν αυτούς τους δρόμους κ’ εμείς ανηφορήσαμε στο βουνό για να μεταφέρομε το πνεύμα του Σπουδαστηρίου εκεί όπου η ελευθερία είχεμέρος να πατήσει.

Εκεί πολλά έγιναν, πολλά που έμοιαζαν με θάματα, κι ανάμεσα στα πολλά έκαμε και η τέχνη το θάμα της. Μέσα σε σάλες σχολειών, σε αυλές, σε αλώνια, σε περιτοιχισμένες μάντρες, σε χοροστάσια μπροστά σ’ εκκλησίες, είδαμε αυτοσχέδιους χορούς κι ακούσαμε τραγούδια λαϊκά παλιότερα και συγκαιρινά όπως τούτο:

Μέσ’ στην Ευρυτανία
και μες στα Σουλινά
οι αντάρτες πολεμάνε
με ιταλικά σκυλιά.

Με δεκατρείς χιλιάδες
όλοι-όλοι δεκοχτώ
τρεις μέρες πολεμάνε
χτυπάνε τον εχτρό.

Σκοτώσαν πεντακόσιους
σκορπίσαν στα βουνά
και μπήκαν οι φασίστες
και βάλανε φωτιά.

Μας κάψαν το χωριό μας
τ’ ανήμερα θεριά
μας κάψαν το σχολειό μας
που σπουδάζαν τα παιδιά.

Μας κάψαν το χωριό μας
το Χρύσο το χρυσό…

Ας περιοριστούμε στο Θεατρικό Σπουδαστήριο, ή καλύτερα στο πνεύμα του που κουβαλήθηκε επάνω στο βουνό κ’ έπειτα από πολλές προσπάθειες που άφησαν τα χνάρια τους στο σχολείο της Βίνιανης κ’ ύστερα το Νιοχώρι, με τη συνεργασία του ηθοποιού Γιώργου Δήμου, που με τ’ όνομα Θέσπις έμεινε στις καρδιές των κοριτσιών στα Θεσσαλικά χωριά του βουνού και του κάμπου, του Γ. Σταύρου και του Αλέξη Ξένου και άλλων παιδιών που η μνήμη μας δεν κρατάει τα ονόματά τους και που κάπου τα ’χει γραμμένα η ιστορία και θα τα θυμηθεί κάποτε, επειδή αξίζει, καταρτίσαμε ένα “θίασο” που το μπονο σκηνικό του εξάρτημα ήταν δυο αυλαίες από πανιά αλεξίπτωτου. Για σκηνογραφία μας έφτανε το έτοιμο περιβάλλον: ένας τοίχος από γκρεμισμένο σπίτι, τα προπύλαια εκκλησία, μια συστάδα από δέντρα.

Αλλού εστήναμε πατάρι αν το έδαφος ήταν ίσωμα, αλλού χρησιμοποιούσαμε το κεφαλόσκαλο της εκκλησίας.

Είχαμε δραματολόγιο για δυο βραδυές, τη μια παίζαμε τον Ρήγα τον Βελστινλή, έργο γραμμένο απ’ τον υποφαινόμενο το 1936, μόλις ανάτειλε η 4η Αυγούστου. Το έργο αυτό εκυνηγήθηκε απ’ την 4η Αυγούστου, αξιώθηκε να παιχτεί στην Ακροναυπλία, στο στρατόπεδο Τρικάλων και σ’ άλλες φυλακές και στρατόπεδα από κρατούμενους πατριώτες, σε σχολεία, τότε στη Θεσσαλία από τον θίασό μας σε πολλά χωριά, στη Θεσσαλονίκη από τον θίασο του Εθνικού Θεάτρου τον Δεκέμβρη του 1944, στο θέατρο Βρετάνια απ’ τους “Ενωμένους Καλλιτέχνες” το 1945, ώσπου παραμερίστηκε ολότελα στις ημέρες μας.

Την άλλη βραδυά παίζαμε κωμωδίες του Γ. Σταύρου συμπληρωμένες με απαγγελίες. Θα πρέπει εδώ να επιμείνουμε στην περιγραφή μιας παράστασης.

Η ρεκλάμα, δηλαδή η αναγγελία γινόταν με το δημόσιο κήρυκα κοινώς ντελάλη. Την προσδιορισμένη ώρα το κοινό, δηλαδή ο λαός, μαζευότανε συν γυναιξί και τέκνοις και με τα καθίσματά τους και τα εισιτήριά τους στα χέρια. Τα εισιτήριά τους ήταν “είδος”: άλλος επλήρωνε με πατάτες, άλλος με στάρι, άλλος με καλαμπόκι, άλλος με κριθάρι, άλλος με λάδι. Γι’ αυτό κι ο “ταμίας” και θυρωρός συνάμα ήταν δυο ή τρεις εφοδιασμένοι με τσουβάλια κ’ ένας με ντενεκέ, αυτός που εισέπραττε το λάδι.

Όσο για τον θυρωρό τον αναφέραμε καταχρηστικά γιατί πραγματικά ήταν άχρηστος. Το κοινόν που συνέρεε ήταν τόσο ανεβασμένο στο ύψος των περιστάσεων που ούτε κανείς μπορούσε ποτέ να διανοηθεί καν να κάμει κατεργαριά ούτε κανείς λαϊκός άνθρωπος την επέτρεπε στον εαυτό του είτε σε άλλον. Αφού και σε μέρη που το θέατρο ήταν ολότελα ξέφραγο κι ο καθένας μπορούσε να ’μπαινε απ’ όπου ήθελε και να ’πιανε θέση όπου ήθελε, το κοινό τραβούσε γραμμή εκεί που είχαν τοποθετηθεί οι ταμίες με τα τσουβάλια τους και τους έβλεπες να προχωρούν ουρά πολιτισμένη και καθόλου ανυπόμονη, κι άλλος να κρατάει τις πατάτες του, άλλος το δοχείο του με το λάδι, να τα παραδίνει και να περνάει κρατώντας τα παιδιά του απ’ το χέρι και την καρέκλα του να πάρει τη θέση του.

Γενικά σε όλες τις περιστάσεις το κοινό εφερνόταν με αξιοπρέπεια και θρησκευτικήν ευλάβεια και με εντιμότητα παντού και πάντοτε, τόσο που μας έκανε όλους να προσπαθούμε ν’ ανταποκριθούμε και να τρέμομε μπροστά σ’ αυτή τη λαϊκιάν ανωτερότητα.

Για ν’ αρχίσει η παράσταση έβγαινε πρώτα ένας άνθρωπος ηλικιωμένος με γενιάδα και με γκλίσα στο προσκήνιο και γινόταν ησυχία. Αυτός έλεγε μια προσλαλιά σε στίχους τις περισσότερες φορές επαινετική για το χωριό που φιλοξενούσε την παράσταση.

Έπειτα έβγαινε ο “εξηγητής” ή “κανόναρχος”, στεφανωμένος μ’ ένα προχειρο στεφάνι από κλαδί ελιά, ή κλήμα, ή κισσό ή ό,τι άλλο πρόχειρο φύλλωμα, φορώντας ένα μακρύ κομμάτι υ΄φασμα χρωματιστό που από μπρς του ’φτανε ώς τα νύχια των ποδιών και του ’δινε έτσι ύψος, ενώ από πίσω του ’φτανε μόνον ώς τη μέση και γι’ αυτό ο νέος που έκανε τον εξηγητή, τελειώνοντας τα λόγια του έφευγε πισωπατώντας και προσκυνώντας το κοινό, που τον χειροκροτούσε πάντα με ξεχωριστήν ευχαρίστηση, το περισσότερο ίσως γιατί το βοηθούσε κάθε φορά να καταλάβει. Μετά ακολουθούσε η παράσταση που το κοινό την παρακολουθούσε με τόσο πάθος που τίποτα δε μπορούσε να του χαλάσει την αφοσίωσή του ούτε ακόμη τα γκαρίσματα των γαϊδουριών απ’ τις γύρω αυλές.

Παντού έπρεπε να συμπληρωθεί ο θίασος με τ’ απαραίτητα πρόσωπα, γιαυί δεν είχε παρά μόνο πρωταγωνιστές. Η περιοδεία γινόταν πεζή κ’ επιπλέον όχι μακρυά από τους Γερμανούς και μερικές φορές εχρειάστη να περάσει ο θίασος μεσάνυχτα ανάμεσα από τα φυλάκιά τους στη σιδηροδρομική γραμμή. Αλλά και κοστούμια έπρεπε να μας δίνουν κι άλλα χρειαζούμενα. Αλλ’ ούτε οι εχτελεστές ούτε το κοινό σαν να ’χαν βγει απ’ το σχολείο του Σαίξπηρ, δε λογάριαζαν τα σκηνικά και τη φασαρία, παρά μόνο το πάθος κ’ ένας στη Ζαγορά αν καλοθυμάμαι τόσο είχε αγαναχτήσει με το πρόσωπο του προδότη Οικονόμου που θα πιστόλιζε τον ηθοποιό αν έγκαιρα οι διπλανοί του δεν είχαν καταλάβει την ταραχή του και δεν του ’χαν καταλαγιάσει το πάθος του.

Σε πολλά μέρη, όπου η παραμονή μας εμάκρυνε περισσότερο μαζεύαμε και τα παιδιά των σχολείων και κάναμε γιορτές, όπου ήταν θαύμα να βλέπει κανείς αυτά τα κοριτσάκια και τα αγοράκια, ψωριασμένα πολλά, κι αδύνατα απ’ την πείνα και τα βάσανα, να χορεύουν και να τραγουδάνε και να παίζουν στη σκηνή με τόση προσήλωση σ’ αυτό που έκαναν και πεποίθηση πως ήταν πρώτα ιερό, που τα θυμόμαστε σήμερα και τρέχουν τα δάκρυα στα μάγουλά μας.

Τα παιδάκια αυτά εχόρευαν τσάμικο και τραγουδούσαν με τόση χάρη και λεβεντιά που τα χειροκροτήματα ξεσπούσαν αυθόρμητα κι όλς οι αθλιότητες, κουρελαρίες και φτώχειες χανόντουσαν κ’ έμενε κείνη η ομορφιά λαμπρή σαν κάθε λαμπρό μνημείο πολιτισμού. Και τόση ήταν η λαχτάρα των ίδιων των παιδιών που όλα ήθελαν να λάβουν μέρος και θυμάμαι στη Βίνιανη ένα αγοράκι ώς τέσσερω χρονώ που με τραβούσε στο δρόμο από το παλτό μου και μου ’λεγε: “Ρε συναγωνιστή, ρε Ρώτα, βάλε με και μένα”.

– Πού να σε βάλω;

– Στο θέατρο, ρε.

Είχε δίκιο, γιατί όλος ο κόσμος μίλαγε γι’ αυτό το θέατρο και για τα παιδιά, τη Μάρω που μπήκε χορεύοντας και τραγουδώντας και γνέθοντας τη ρόκα της με αέρα και χάρη ανώτερης πρωταγωνίστριας:

Χάι, χάι τη ρόκα παίρνω ’γω
και το ταγάρι μου κρεμώ
γνέθοντας ανηφορίζω
πλέκοντας κατηφορίζω…

Κι ο Μήτρος που χόρεψε, σα να ’ταν το εγγόνι του Δυσσέα Αντρούτσου:

Φουστανελίτσα,
Γεια σας κορίτσια,
φουστανελίτσα μου κοντή
φέρμελη χρυσοκεντητή…

Αυτά ’ναι ανάμνηση. Χρειάζεται όμως το θέμα αυτό να το αναλάβει η ιστορία. Εμείς περιοριζόμαστε σ’ αυτά τα ελάχιστα με την ελπίδα και την ευχή άλλοι συνεργάτες μας τότε να συμπληρώσουν πράγματα που εμείς δε μπορούμε να τα θυμηθούμε. Δυστυχώς το ημερολόγιό μας από κείνα τα χρόνια μας το πήρε στα Δεκεμβριανά από το σπίτι μας ένας Άγγλος αηιωματικός και πάει.

Αθήνα 1962

Φωτογραφία: Μάης 1944. Μια πανοραμική άποψη του θεάτρου της ΕΠΟΝ, στις Κορυσχάδες (σήμερα, Κυψέλη!). Στ’ αριστερά της, ήταν το κτήριο του Σχολειού, όπου συνήλθε το Εθνικό Συμβούλιο. Στη σκηνή, η επονίτικη χορωδία, που δημιούργησε ο μουσουργός Αλέκος Ξένος, τραγουδάει τον Ύμνο της ΠΕΕΑ που συνέθεσε ο ίδιος, σε στίχους του Γεράσιμου Σταύρου (τότε, Γρηγόρη). Θ’ ακολουθήσει η παράσταση του μονόπραχτου “Να ζει το Μεσολόγγι”. Το Ελληνικό Θέατρο οφείλει ευγνωμοσύνη στον ανεκτίμητο Σπύρο Μελετζή. Η φωτογραφία αυτή είναι δική του.


Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ