Αμφιτρύωνας

Αμφιτρύωνας

Μοιράσου το!

Απ’ όλο το γαλλικό κλασικό θέατρο του ΙΖ΄ αιώνα μονάχα ο Μολιέρος έχει ξεπεράσει τα σύνορα του καιρού του και του τόπου του. Ενώ τα έργα του Κορνέγιου και του Ρακίνα σπάνιο θα ήταν να τα δει κανείς παιγμένα σε θέατρο έξω από τη Γαλλία, του Μολιέρου οι κωμωδίες, μεταφρασμένες ή διασκευασμένες, δεν πάψαν ποτέ ν’ ανεβάζονται όχι μόνο από επίσημες σκηνές, παρά κι από θιάσους συνοικιακούς κ’ επαρχιακούς παντού σ’ όλον τον κόσμο. Τρακόσια χρόνια έχουν περάσει απάνω τους, κι ωστόσο μένουν αθάνατες αυτές, μια και κατορθώνουν να φέρνουν το αυθόρμητο γέλιο σε ανθρώπους κάθε τόπου και κάθε λογής.

Τι λοιπόν τις ξεχωρίζει απ’ όλη την άλλη θεατρική παραγωγή των χρόνων εκείνων; Αν επιμέναμε σε λίγες μόνο γραμμές να πυκνώσουμε τους στοχασμούς που μας γεννιούνται, σα θέλουμε να εξηγήσουμε γιατί τα έργα του Γάλλου κωμικού μένουν αθάνατα, θα κατασταλάζαμε στερνά σε δυο κύριους λόγους, τον έναν ουσιαστικόν και τον άλλον τεχνικόν.

Στον αιώνα εκείνον της περούκας και της παλατιανής κολακείας, όπου ο Ρακίνας πεθαίνει από το μαράζι του, επειδή του ξέφυγε να ξεστομίσει μπροστά στον μεγάλον Λουδοβίκο τον ΙΔ΄ τ’ όνομα του Scarron, του πρώτου άντρα της βασιλικής παλλακίδας, κι όπου ακόμα κι ο Λαφονταίνος μας ορμηνεύει να λυγίζουμε σαν το καλάμι στον άνεμο, από φόβο μη μας ξεριζώσει κ’ εμάς η ορμή του σαν και τον δρυ του μύθου του, ο Μολιέρος μένει ώς το τέλος της ζωής του ο αψεύτιστος κ’ ελεύτερος άνθρωπος, που ψάχνει με τη στοχαστική ματιά του για να βρει ό,τι κρύβεται πίσω από το φκιασίδι και τις περούκες της κοινωνικής ζωής, και να το ξεσκεπάσει. Ο πόθος της αλήθειας ήταν το πάθος του. Κ’ επειδή πιστεύει στον άνθρωπο, επειδή πιστεύει στη δύναμη του καλού, δεν του μένει τίποτ’ άλλο, μπροστά στο αποκαρδιωτικό θέαμα της ανθρώπινης κακομοιριάς, της μικρότητας και της φαντασμένης αλαφρομυαλιάς, παρά να μας το παρουσιάσει φωτίζοντάς το έτσι, ώστε να ξεπροβάλει και για μας όλο το κωμικό του βάθος. Το γέλιο μας θα είναι λυτρωτικό. Γιατί θα μας οδηγήσει να βρούμε πως κάπου, μέσα στο πιο άδυτο ίσως της ψυχής, μένει απείραχτη πάντα η αληθινή μορφή του ανθρώπου, γι’ αυτό και μας φαίνονται τόσο κωμικά τα ψευτισμένα του ομοιώματα. Το κωμικό, με την αυθόρμητη αντίδραση του γέλιου, κάνει να φανεί αντιθετικά ο βαθμός της ψυχικής υγείας. Τίποτα όμως δεν μπορεί να χαλάσει τελειωτικά τον άνθρωπο. Κάτι, κάπως, θα γλιτώσει πάντα. Το πιστεύει ο Μολιέρος, καθώς είδαμε· πώς μπορούμε να μην το πιστεύουμε κ’ εμείς; Γι’ αυτό και πάντα, θαρρώ, θα φέρνουν οι κωμωδίες του το λυτρωτικό γέλιο καιι τα χρόνια θα περνούν απάνω τους δίχως να τους αποφαίνεται καθόλου.

Αν αυτός όμως είναι ο ένας λόγος, ο ουσιαστικός, που μας βοηθά ώς ένα σημείο για να ξεδιαλύνουμε πόσο γερά έχει τα θεμέλιά της η αθανασία του Γάλλου κωμικού, δε φτάνει ωστόσο για να μας την εξηγήσει και πέρα ώς πέρα. Το πάθος του γι’ αλήθεια, συνταιριασμένο με την κοινωνική του παρατήρηση, μπορούσε να τον είχε φέρει κατά την αποφθεγματική φιλολογία, όπως τον Λαροσφουκώ, ή κατά τη μυθοπλαστική αλληγορία, όπως τον Λαφονταίνο έξαφνα. Μα η κωμική φλέβα του Μολιέρου είχε βρει από νωρίς θροφή στους σαλτιμπάγκους των λαϊκών πανηγυριών. Αυτοί, καθώς κ’ οι αυτοσχεδιαστές θεατρίνοι της τοτινής ιταλικής κωμωδίας, της commedia dell’ arte, σταθήκαν οι πραγματικοί δασκάλοι του. Τον είχαν οδηγήσει, την πείρα του από τη ζωή να την αποσταλάξει σε ανθρώπινους τύπους. Μια κ’ έγινε ο ίδιος θεατρίνος, τους τύπους του αυτούς, πριν τους βάλει στο χαρτί και τους δώσει τη λογοτεχνική μορφή τους, πρώτα τους έπαιζε. Θέλω να πω, καθώς και στην commedia dell’ arte ο λόγος ήταν το δευτερότερο, και πριν απ’ όλα ερχόταν ο μορφασμός, ο ρυθμός της ζωντανής κίνησης, η χειρονομία, το ίδιο κι ο θεατρίνος Μολιέρος έπλαθε τους τύπους του πρώτ’ απ’ όλα με τη μιμική. Πριν έρθουν ακόμα τα λόγια, που θα δίναν το λογοτεχνικό κρυστάλιασμα σε κάθε ψυχική αντίδραση των προσώπων του, σε κάθε συναίσθημά τους, το πλάσιμό τους άρχιζε σιγά-σιγά με την πρωτόγονη μιμική γλώσσα, με τον παλμό της ζωντανής κίνησης. Την ώρα όπου δούλευε με τη φαντασία του ο θεατρίνος Μολιέρος τους θεατρικούς του τύπους, με τη σκηνική του τέχνη πρωταρχίζαν ετούτοι να παίρνουν κάποια μορφή. Το πρώτο αυθόρμητο κίνημά του, σαν ήθελε να παραστήσει, ας πούμε, τον θυμό κάποιου προσώπου του, ήταν να σηκώσει ο ίδιος τις σφιγμένες γροθιές του μ’ ένα όρμημα του κορμιού κατά τον υποθετικόν αντίπαλο· ή ένα τίναγμα του κορμιού του κατά πίσω με γούρλωμα συνάμα των ματιών ήταν το πρώτο ζωικό ακόμα εξωτερίκεμα του φόβου. Η μιλιά, που θα έδινε στ’ αναδέματα εκείνα τα πρωτόγονα την ταιριαστή, ανθρώπινη πια και λογοτεχνική, έκφρασή τους, ερχόταν πιο ύστερα, σαν από μόνη της, και τα συμπλήρωνε φυσικά. Η αχνάδα της μιμικής γλώσσας ξαστέρωνε με τον λόγο. Μα έτσι ετούτος δεν είχε ξεπεταχτεί από τον αφηρημένο στοχασμό, παρά ήταν το αναγκαστικό ακολούθημα ενός αυθόρμητου παλμού, ήταν το συμπλήρωμα της ζωντανής κίνησης. Τον λογοτέχνη τον έσωσε από την ατσαλάκωτη αλυγισιά του κλασικού ύφους εκείνης της εποχής η τέχνη του θεατρίνου.

Ο καταρτισμός αυτός ο τεχνικός δίνει στην ακοίμητη λαχτάρα του γι’ αλήθεια την μπόρεση να σαρκωθεί θεατρικά και με την πλαστική εκείνη ζωντάνια, που κάνει τους τύπους του αξέχαστους. “Η μεγαλύτερη αξία του Μολιέρου, λέει ο βιογράφος του Ramon Fernandez, στάθηκε που έβγαλε το θέατρο, ή σωστότερα την θεατρική λογοτεχνία, έξω από τη λογοτεχνία”. Η μοναδική του έγνοια δεν ήταν το λογοτεχνικό ύφος, παρά το θέατρο. Από μικρό παιδί, όταν χάζευε ώρες ολόκληρες κ’ ενθουσιαζόταν με τους σαλτιμπάγκους του Pont Neuf, το θέατρο ήταν τ’ όνειρό του, να ζήσει γι’ αυτό κι απ’ αυτό, να το ξανανιώσει. Παίρνοντας τα λαϊκά και σοφά καλούπια της αυτοσχέδιας κωμωδίας, κοίταξε να τα πλατύνει, για να χωρέσουν ό,τι το καλλιεργημένο πνεύμα του έχει αποσταλάξει σε δική του πείρα της ζωής. Μα δεν απαρνιέται ποτέ τους σοφούς αυτούς λαϊκούς δασκάλους του. Γι’ αυτό και τα έργα του θα εξακολουθούν πάντα να είναι λαϊκά. Μέσα σ’ εκεινών, τα πλατύτερα όμως τώρα, θεατρικά σχήματα θα βάλει τη δική του την αλήθεια. Έτσι πλάθονται οι δικοί του πια θεατρικοί τύποι και δημιουργούνται μια-μια οι κωμωδίες του. Καθώς πρωτοπλάθονται τα πρόσωπά του με το “παίξιμο”, με της ζωντανής κίνησης τον παλμό και τον ρυθμό πριν ακόμα χυθούν στον ρυθμό του στίχου, τούτες οι συνθετικές εικόνες της πείρας του δεν κοκκαλιάζουν σε άψυχη γενικότητα. Ό,τι του καταμαρτυρούν γι’ αναμελιά στο ύφος του, δεν ξέρω μήπως δεν είναι τούτ’ η ζωντάνια που φύσηξε σ’ αυτό η μιμική προεργασία. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η αλήθεια ωστόσο είναι πως του θεατρίνου το παίξιμο, αυτό έκαμε τον συγγραφέα να περάσει νικηφόρα τη δοκιμασία του καιρού. “Αυτό έβαλε, μας λέει άλλος μελετητής του Μολιέρου, ο René Benjamin, το τρεμούλιασμα μέσα σε κείνες τις γενικότητες. Κ’ έτσι έχουμε σειρά ολόκληρη απλουστεμέν’ αριστουργήματα, που δεν είναι, όπως λεν, η ίδια η αλήθεια (τούτη παραείναι περίπλοκη…), που αστράφτουν όμως από ζωή”.

Λοιπόν η πίστη του Μολιέρου στον άνθρωπο δίνει στο καλλιεργημένο του το πνεύμα την μπόρεση να φτάσει ώς το κωμικό βάθος τής γύρω του κοινωνικής ζωής και μέσ’ από κει ν’ ανασύρει την ατέλειωτη πινακοθήκη των τύπων του. Κι από την άλλη μεριά η τεχνική του θεατρίνου τον προικίζει με την αξιωσύνη, ό,τι αποσταλάζει το πνεύμα του από ψυχική πείρα να το εξωτερικεύει με πλαστική μορφή. Με το ταίριασμα των δυο τούτων δώρων αξιώθηκε ο Μολιέρος να συνθέσει τις κωμωδίες του, που δε θα πάψουν ποτέ να χαροποιούν τους ανθρώπους, γιατί όσο κι αν αλλάζουν με τις εποχές και η κοινωνική ζωή και τα κοινωνικά συστήματα, ωστόσο η ανθρώπινη ψυχή μένει πάντα η ίδια. Κ’ έτσι, ας μας παρουσιάζονται οι τύποι του Γάλλου κωμικού με το παρδαλό ντύμα της εποχής τους· κάτω από το καιρικό τους μασκάρεμα θ’ αναγνωρίζουμε, δίχως κόπο, ίδια κι απαράλλαχτα τ’ ανθρώπινα ομοιώματα, που τ’ ανταμώνουμε και σήμερα στην καθημερινή μας ζωή. Το ίδιο λοιπόν θα γελούμε κ’ εμείς, όπως κ’ οι άνθρωποι της εποχής τού Μολιέρου, όπως και κάθε ψυχικά γερός άνθρωπος, όπου κι αν ζει, με τον Μισάνθρωπο και τον Αρχοντοχωριάτη, με τον Φιλάργυρο και τον Υποχοντριακό, με τον Ταρτούφο και τις Σχολαστικές Γυναίκες του και με όλη την άσωστη εκείνη πινακοθήκη.

Ωστόσο, και μόνο από το αράδιασμα των κυριότερων τίτλων της πινακοθήκης αυτής, μπορεί ο στοχαστικός παρατηρητής να σταματήσει σε κάτι, που είναι αρκετά σημαντικό: δεν απαντούμε κει ανθρώπινες μορφές, παρά είδη ανθρώπων. Ακόμα κι ο Ταρτούφος, ας ήταν παρανόμι αρχικά, τράβηξε απάνω του όλο το νόημα, που απόπνεε η κωμωδία, κι έτσι πλάτυνε τη σημασία του σε προσδιορισμό του υποκριτή. Ό,τι με τη δύναμη της λογικής αφαίρεσης από τα σκορπιστά όμοια, μερικά όμως φανερώματα της ζωής συνταιριάχτηκε σ’ έναν γενικόν τύπο, αυτό έπειτα στυλώθηκε με πλαστική μορφή σε θεατρικό πρόσωπο. Έτσι βγήκε σιγά-σιγά η “σειρά εκείνη τ’ αριστουργήματα”, που λέει κι ο René Benjamin, “απλουστεμένα” ωστόσο, κατά τον χαραχτηριστικό λόγο του ίδιου. Μήπως είναι ο φόρος αυτό που, σαν κάθε άνθρωπος, πλήρωσε κι ο Μολιέρος στην εποχή του; Το “πλουτεμένο” το έπαιρνε κείν’ η εποχή για το αληθινό, κι ο κλασικισμός της εκφραζόταν με το απλούστεμα σε απρόσωπες γενικότητες. Αφού όμως ο Μολιέρος είχε καταφέρει με την τεχνική του θεατρίνου, με το “παίξιμο”, δηλαδή με τη μιμική προεργασία της συγγραφής να κλαδώσει μια φλέβα αίμα ζεστό μέσα σε απρόσωπες κ’ εκείνος γενικότητες, τι τον εμπόδισε ν’ αντικρίσει στερνά την ποιητική μορφή, όπως κάπου μισόν αιώνα πριν ο Σαίξπηρ, άλλος θεατρίνος κι αυτός; Του έλειψε η ποιητική φαντασία;

Είναι περίεργο πόσο λίγο προσέξαν οι Γάλλοι μελετητές του Μολιέρου τον Αμφιτρύωνα. Τον αντιπερνούν, χωρίς καλά-καλά να τον αναφέρουν. Εξαίρεση κάνει ο Bayle, που ζούσε στα τέλη του ΙΖ΄ αιώνα και, πρώτος αυτός, στο Ιστορικό Λεξικό του, τον βάζει ανάμεσα στις καλύτερες κωμωδίες του μεγάλου κωμικού. Μα έρχεται ύστερ’ από έναν αιώνα κάποιος ξεχασμένος πια κριτικός, Geoffroy με τ’ όνομα, και κατηγορά τον Bayle πως δεν είχε καθόλου γούστο, για να μην καταλάβει πόσο ανώτερες από τον Αμφιτρύωνα είναι τόσες άλλες κωμωδίες – κι ανάμεσα σε αυτές, που τις ονοματίζει, δεν ξεχνά καν να βάλει και τον Φιλάργυρο! Θα ήταν πολύ βαρετό ν’ αναφέρει εδώ κανείς όλους τους κριτικούς ή τους ιστορικούς της λογοτεχνίας, που αντιπερνούν στις μελέτες τους τον Αμφιτρύωνα με λίγα λόγια. Φτάνει να πω μόνο πως, από τους ακαδημαϊκούς ιστορικούς, ο Lanson στην Ιστορία του της Γαλλικής Λογοτεχνίας, ενώ αφιερώνει καμιά εικοσαριά πυκνοτυπωμένες σελίδες για τον Μολιέρο, και για όλες τις άλλες κωμωδίες του γίνεται και ξαναγίνεται λόγος μέσα εκεί, τον Αμφιτρύωνα περαστικά μια φορά μονάχα τον μνημονεύει, για να τον χαραχτηρίσει με το επίθετο delicieux. Ακόμα κ’ οι γνωστοί μας από πάρα πάνω κριτικοί, ο Ramon Fernandez κι ο René Benjamin, που γράψαν δυο από τις καλύτερες ίσως μελέτες για τον Μολιέρο, απ’ όσες είδαν το φως τα τελευταία χρόνια, δεν έχουν πολλά να πουν για τον Αμφιτρύωνα. Σε τρία λόγια: “παιχνίδι μορφωμένου ποιητή”, συνοψίζει ο René Benjamin την κρίση του γι’ αυτόν. Κι ο Ramon Fernandez βρίσκει πως “είναι η κωμωδία της ξεκούρασης”. Μήπως επειδή, όπως λέει λίγο πάρα κάτω, “τη δούλεψε σαν τεχνίτης κι όχι σαν ηθοπλάστης”;

Μα τότε βλογημένη ας είναι η ώρα κείνη, όπου βρήκε την άδεια έτσι να “ξεκουραστεί”, τινάζοντας από πάνω του τα ηθοπλαστικά δεσμά. Με αυτά τον κρατούσε τόσον καιρό σφιχτοδεμένον η λογοκρατημένη εποχή του, που δεν ήξερε άλλη σοφότερη σύνθεση ζωής από τις “απλουστεμένες” απρόσωπες γενικότητες. Και να τώρα που βρίσκει την άδεια ο “μορφωμένος ποιητής να παίξει”. Βέβαια ο Αμφιτρύωνας είναι, μπορεί να πει κανείς, το ξέδομα παιχνιδιάρας φαντασίας, που ξαμολιέται ύστερ’ από πολλά ελεύτερη· το νιώθεις παντού ν’ αντιδονά, ώς και στο παιχνίδισμα του στίχου, που έλυσε το στρωτό περπάτημα του αλεξαντρινού κ’ έγινε κι αυτός “ελεύτερος” για να χορεύει. Μα είναι μόνο αυτό; Ή μήπως αντικρίζουμε κει μέσα, για πρώτη και μοναδική φορά στη γαλλική δραματική τέχνη του ΙΖ΄ αιώνα, και το φτερούγισμα ποιητικής φαντασίας στη δοκιμή της να πιάσει ανθρώπινες μορφές; Δεν ανταμώνουμε πια μέσα στον Αμφιτρύωνα “χαραχτήρες” ή σωστότερα γενικούς ανθρώπινους τύπους, συνταιριαγμένους με λογική αφαίρεση από τα σκορπιστά φανερώματα της ζωής, παρά για πρώτη φορά εδώ αντιπροβέλνουν μπρος στα ξαφνιασμένα μάτια μας τα δειλά ξεπηδήματα της ανθρώπινης μορφής, ποιητικά κοιταγμένης. Τα πρόσωπα δεν έχουν πια την αλυγισιά των τύπων, παρά την πολύχρωμη ποικιλία της ζωής. Ο Δίας, λάβρος εραστής, και στην έκφραση του ερωτικού του πόθου, μα και στην ανυπομονησιά του, στη στεναχώρια του ή και στην ειρωνεία του ακόμα, κρατά τη μεγαλοσύνη του τρανού άρχοντα. Ο Αμφιτρύωνας αντίθετα, στρατηγός ψημένος στους πολέμους, μα κ’ ερωτεμένος νοικοκύρης μονόχνωτος, έχει σ’ όλα την αψάδα του στρατιωτικού. Τίμια κ’ “ερωτιάρα” η Αλκμήνη, γυναίκα με τα όλα της, γλυκομίλητη κι απλή άμα χαίρεται ατρικύμιστη την ευτυχία του έρωτά της, ποιος την είδε και δεν τη φοβήθηκε, άμα νιώσει να τη χτυπά η αδικιά σ’ ό,τι έχει φυλάξει μέσα της πιο αγνό, κι “ανοίξει τότε το στοματάκι της”! Δειλός και κουτοπόνηρος ο Σωσίας, λαίμαργος κι άτυχος, θυμόσοφος κ’ υποταχτικός, είναι γνήσιο παιδί του λαού καρδιά μάλαμα στο βάθος. Και τι να πεις για την “ξινομύτα” την Κλεάνθη με την αδιάκοπη γκρίνια της; Ή για τον Ερμή, που θέλει να “ξεδώσει από το βαρετό χασομέρι του, σπέρνοντας παντού ζιζάνια”; Μα ώς κι ο πολεμάρχος Αργατιφοντίδας, ένα επεισοδιακό πρόσωπο, που λέει μονοκοπανιά όλους-όλους 19 στίχους κι ούτε ξανανοίγει το στόμα του, πώς ζωγραφίζεται αράθυμος “καραβανάς”! Η γλώσσα που μιλά ο καθένας τους δεν έχει πια την απρόσωπη γιαλάδα της κλασικής κωμωδίας, παρά ζωηρεύει με χτυπητές προσωπικές πινελιές. Η ποιητική φαντασία του Μολιέρου, μια και λύθηκε από τ’ αναγκαστικά δεσμά, που ο φόρος της ήταν στον κλασικισμό της εποχής, έκαμε δω το θάμα της.

Οι σχολιαστές της μεγάλης έκδοσης των Απάντων του Eugène Despois και Paul Mesnard, στο εισαγωγικό τους σημείωμα στον Αμφιτρύωνα, μιλώντας για τον επηρεασμό του Μολιέρου στον Πρόλογο της κωμωδίας του από κάποιον διάλογο του Λουκιανού, όπως βρίσκουν μερικοί, πετούν, χωρίς να θέλουν δα καθόλου να παραδοξολογήσουν, μια παράξενη ωστόσο ιδέα: “Δεν είναι απίθανο, λεν, ο Μολιέρος, που φυλάχτηκε να μιμηθεί τα χοντροκομμένα χωρατά του Πλαύτου, να μας ξαναδίνει σε κάμποσες σκηνές πιο άδολα τα ίδια τα πρότυπα του Λατίνου ποιητή, τους αρχαίους Έλληνες κωμικούς, κι ας τους είχε τούτος εδώ μπρος στα μάτια του”. Κι όμως αυτό, που αν το πάρουμε κατά γράμμα, χτυπά κάπως παράξενα, πόσο στην ουσία του είναι αληθινό. Στον δικόν του Αμφιτρύωνα ζύγωσε ο Γάλλος κωμικός περισσότερο από τον Λατίνο το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, κι αυτό μόνο με τη δύναμη της ποιητικής φαντασίας του. Μέσ’ από την ποίηση της κωμωδίας του αυτής φυσά ώς βαθιά στην ψυχή μας έν’ αγέρι δροσερό, φερμένο, λες, από την αρχαία Ελλάδα. Και πρέπει να είναι παραδομένος κανείς ολόψυχα στις ηθοπλαστικές διδαχές και σ΄όλα τ’ άλλα λογοκρατικά σκύβαλα, για να μην τον αντιχτυπά, και μέσ’ από της φαντασίας το παιχνίδισμα, και μέσ’ από το παιχνιδιάρικο ύφος, η καθαρή πνοή της ποίησης.

Έχουν να πουν πως δεν έκαμε δα και τίποτα στον Αμφιτρύωνα ο Μολιέρος: τα περισσότερα τα είχε βρει έτοιμα στον Πλαύτο και στον Rotrou. “Δούλεψε μόνο, λέει ο Ramon Fernandez, για το θεατρικό στήσιμο και για τη στιχουργία”. Πόσο θα γελούσε όμως κι ο ίδιος ετούτος κριτικός, αν του έλεγε κανείς πως και το μεταξοσκούληκο δεν έκαμε τίποτα για να βγάλει το μετάξι: έτοιμο το βρήκε στο φύλλο της μουριάς. Μα μήπως και μόνος του δεν έλεγε ο Μολιέρος “je prends mon bien où je le trouve”; Το βιός του, όπου να ’βρισκε το μάζευε. Ωστόσο άμα βάλεις με τον νου σου τι ’ταν στα χέρια των άλλων εκείνο που ο Μολιέρος ύστερα το μεταμορφώνει αληθινά σε βιός, σαστίζεις ακόμα περισσότερο με τη δημιουργική του φαντασία. Ξαναδιαβάζοντας κανείς τον Αμφιτρύωνα του Πλαύτου και τους Σωσίες του Rotrou ύστερ’ από τη “μίμηση” του Μολιέρου, ξαφνιάζεται που ανταμώνει κάπου-κάπου, σαν ακατέργαστο πρώτο υλικό, μουντό και ξέθωρο, ανάμεσα σ’ όλη την άλλη παλαιϊκιά πραμάτεια εκεί, όσα είχε δει να λαμποκοπούν και ν’ αστράφτουν στη “διασκευή” του δικού μας κωμικού. Δε μιλώ, βέβαια, για τον ξεχωρισμό από τον Δία συζύγου κ’ εραστή, γιατί τέτοιες φινέτσες ευδοκιμούν μόνο στον χλιόν κ’ ευωδιαστόν αέρα των αρχοντικών σαλονιών του ΙΖ΄ αιώνα· ούτε για τον Κλεάνθη, που την έβαλε ο Μολιέρος στη θέση της βουβής Θεσσάλας του Πλαύτου και της επεισοδιακής Κεφαλίας του Rotrou, μα που το θεατρικό του δαιμόνιο τον οδήγησε να τη δώσει γυναίκα του Σωσία κ’ έτσι όχι μόνο το ερωτικό ζευγάρι Αμφιτρύωνα (-Δία) κι Αλκμήνης διπλιάζεται με το κωμικό του αντίζυγο, παρά κ’ οι δυο μεγάλες σκηνές, Δία κι Αλκμήνης στην Α΄ πράξη του Αμφιτρύωνα κι Αλκμήνης στη Β΄, βρίσκουν στις αντίστοιχες σκηνές, Ερμή-Κλεάνθης και Σωσία-Κλεάνθης, την κωμική τους αντιστροφή. Δύσκολο θα ’ρχόταν σε όποιον μελετητή του να μην παραδεχτεί πως στα δυο αυτά σημεία ίσια-ίσια ξέφυγε ολότελα ο Μολιέρος από τα πρότυπά του. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς και για τον Πρόλογο. Αυτός είναι κι αν είναι καθαρό επινόημα του δικού μας ποιητή. Κι ωστόσο, μπορούσε σκαλίζοντας κανείς να βρει πως την ιδέα του Προλόγου του ίσως να του την έχουν δώσει δυο στίχοι του Πλαύτου, όπου ο Ερμής παρακινά τη Νύχτα να κάμει το θέλημα του πατέρα του:

Perge nox, ut obcapisti; gere patri morem meo.

Optume optumo optumam operam das; datam polchre locas

ή δέκα στίχοι από τον μονόλογο του Ερμή, αρχή-αρχή στην α΄ σκηνή της Α΄ πράξης του Rotrou. Σαν αναλογιστείς όμως από τι φτενόν σπόρο μπορεί να ξεπετάχτηκε η τρισχαριτωμένη εκείνη σκηνική σπιθοβολή, που μπαίνει για Πρόλογο στην κωμωδία του Μολιέρου, τότε σου μένει μόνο ν’ αποθαυμάζεις με τη μεταμορφωτική αξιωσύνη της πλαστικής φαντασίας του.

Ωστόσο κι όπου μπορεί να ξεγελαστεί κανείς από εξωτερικά σημάδια και να νομίσει, στο πρώτο κοίταγμα, πως ο Μολιέρος έχει ακολουθήσει πιστά εκεί τα πρότυπά του, λίγο κριτικότερο εξέτασμα θα φανερώσει πόσο το καινούργιο δούλεμα έκαμε ν’ αναδώσουν και τα μέρη αυτά όλη την ανεκμετάλλευτη πριν θεατρική τους αξία. Του Σωσία λ.χ. ο μακρύς μονόλογος στην α΄ σκηνή της Α΄ πράξης βρίσκεται και στον Πλαύτο και στον Rotrou. Και στα τρία έργα ίδιο είναι το θέμα του μονολόγου: να ιστορήσει ο Σωσίας στην Αλκμήνη τη μάχη με τους Τηλεβόες και τη μεγάλη νίκη του Αμφιτρύωνα. Μα οι δυο άλλοι κωμωδιογράφοι βλέπουν στο θέμα την ιστορική μόνο διήγηση· γι’ αυτό, αντί να το υποτάξουν μέσα στο κάδρο της κωμωδίας τους, αφίνονται να παρασυρθούν από κείνο: κοιτάζουν μη τυχόν και μείνει όξω καμιά λεπτομέρεια της μάχης, έτσι το ύφος τους γίνεται ηρωικό κι ο Σωσίας τους, αντί να μας παρουσιαστεί κωμικό πρόσωπο με το πρώτο μπάσιμό του στη σκηνή, δεν παραλλάζει και πολύ από Εξάγγελο τραγωδίας. Την ίδια σκηνή αυτή, παίρνοντάς τη στα χέρια του ο Μολιέρος, τη στραγγίζει ώστε να βγάλει όλο το κωμικό της νόημα. Με τη φαντασία του μπαίνει στη θέση του φοβιτσιάρη δούλου, που τον έστειλε ο αφέντης του “τη νίκη να μηνύσει και τον γυρισμό του”. Πώς θα διηγηθεί όμως αυτός τα ιστορικά της μάχης, αφού, δειλός καθώς είναι, είχε κρυφτεί, μόλις αρχίσαν να χτυπιούνται οι άλλοι, και δεν είδε τίποτα; Μπα, θ’ αραδιάσει ό,τι του κατεβεί. Από μιας αρχής λοιπόν η διήγηση παίρνει κωμικό χρώμα. Κι ο μονόλογος όμως γίνεται διάλογος, μια κι ο Σωσίας κάνει εκεί τη δοκιμή πώς θα καταφέρει να δώσει μπρος στην Αλκμήνη τη φανταστική του αναφορά. Ώς και το φανάρι, που βρέθηκε να το κρατούν οι δυο παλιότεροι Σωσίες για να τους φέγγει στον δρόμο, μα που δίχως άλλο θα δυσκόλευε τον θεατρίνο στις χειρονομίες του, δεν το αφίνει ο Μολιέρος να πάει χαμένο, κι από σκηνικό εμπόδιο το μεταμορφώνει σε κωμικό συστατικό: θα παρασταίνει την Αλκμήνη και, στριφογυρίζοντας γύρω του, θα ζωηρεύει και σκηνικά ο δικός του ο Σωσίας τον διαλογικό του μονόλογο. Η σκηνή αυτή έγινε αγνώριστη με το ξαναπλάσιμό της από τον Μολιέρο. Απόχτησε σκηνική ζωντάνια και θεατρικόν παλμό.

Ύστερα, το φίλιωμα του υποθετικού Αμφιτρύωνα, δηλ. του Δία, με την Αλκμήνη, στα δυο πρότυπα, που είχε ο Μολιέρος μπροστά του, μόλις και σκιτσάρεται. Φτάνει να ορκιστεί ο Δίας του Πλαύτου στην Αλκμήνη πως την έχει για τίμια γυναίκα (pudicam uxorem) κι αν λέει ψέματα “του Δία η οργή να πέσει απάνω στον Αμφιτρύωνα”, και τότε μερώνει εκείνη με μιας και με την απάντησή της “αχ! κάλλιο να τον φυλάει”, έρχεται το φίλιωμα σα φυσικό. Το ίδιο και του Rotrou την Αλκμήνη δε βάζει πολύν κόπο για να τη μαλακώσει ο Δίας. Η ίδια τ’ ομολογεί:

Dieu! qu’avec peu d’ effort vous me gagnez le coeur

Et que j’ai de bonté!

Μα στον Μολιέρο η σκηνή αυτή, της Β΄ πράξης, ξετυλίγεται σε πάνω από 200 στίχους. Ο Γάλλος κωμικός ζει τα συναισθήματα των προσώπων του, μπαίνει μέσα σε κάθε κατάστασή τους ψυχική. Γι’ αυτό, ενώ σχεδόν απαρατήρητη περνά και στον Rotrou και στον Πλαύτο η άστοχη προσπάθεια του Δία, να ρίξει στο αστείο τον πρωτυτερινό μεγάλον τσακωμό του πραγματικού αντρόγυνου, τούτο ίσια-ίσια φρενιάζει πιο πολύ την Αλκμήνη του Μολιέρου, που είναι γυναίκα ώς το κόκκαλο και θα μπορούσε το καθετί να συχωρέσει, ακόμα και της ασύστατης ζήλιας τα ξεσπάσματα, όχι όμως και να παίζουν με τα πιο τίμια και τα πιο ιερά, με την ίδια την αγάπη της. Η ανθρώπινη αλήθεια, που έχει πιάσει ο Μολιέρος στης Αλκμήνης τη μορφή, δίνει και θεατρικά έν’ ασυνήθιστο ξεπέταμα στη σκηνή εκείνη. Αφορμή μόνο βρήκε στους άλλους για να μοιράσει απλόχερα το δικό του το βιός.

Δε θα φέρω άλλα παραδείγματα. Όσα και να έφερνα, πώς θα μπορούσα να πείσω εκείνους, που με όμοια ψυχρή αντικειμενικότητα στέκονται μπρος στα δημιουργήματα της ποιητικής φαντασίας και στα έργα της φιλολογικής μαστοριάς; Ο σεβασμός τους αντικρύ στον μορφολογικό ξετυλιγμό δεν τους αφίνει να ξεχωρίσουν πως το ίδιο υλικό, ας πούμε, απόμεινε, και μ’ όλον τον φιλολογικό μόχθο, σαν ακατέργαστο στα πρότυπα του Μολιέρου, ενώ εκείνος με την ποιητική του πνοή το έκαμε ν’ αστράφτει και να λαμποκοπά πέρα ώς πέρα, το έκαμε αγνώριστο. Το ίδιο και για το επιστημονικό μάτι δεν είναι άλλο πράμα ο σπόρος ενός φυτού από το λουλούδι του, επειδή και στα δυο αυτά στάδια του φυσιολογικού ξετυλιγμού δεν παραλλάζουν καθόλου τα χημικά τους συστατικά. Όποιοι όμως θεωρούν την ποίηση για κάτι το ξεχωριστό, γιατί αυτή μονάχα μπορεί και δίνει στην ανθρώπινη ζωή το σωστό της νόημα, όποιοι λοιπόν έχουν μάτια για να χαίρονται την ομορφιά και στη φύση και στην τέχνη, δε θέλουν εκείνοι και πολύ για να ξεχωρίσουν πως ο τραχύς και στυφός σπόρος των προτύπων του Μολιέρου ξεπετάχτηκε στον δικόν του τον Αμφιτρύωνα σε ολόδροσο και φανταχτερό λουλούδι.

__________________

Πρόκειται για το εισαγωγικό σημείωμα του Γ.Ν. Πολίτη, που μετέφρασε τον Αμφιτρύωνα του Μολιέρου και που εκδόθηκε από τον Ίκαρο το 1948. Στη μετάφραση του Γ.Ν. Πολίτη παίχτηκε και στο Εθνικό Θέατρο, στην Κεντρική Σκηνή, (σε ενιαία παράσταση με το έργο Η πόρτα πρέπει να είναι ανοιχτή ή κλειστή του Μυσσέ 14/01/1948 – 15/02/1948), σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη, σκηνικά Κλ. Κλώνη και κοστούμια Αντ. Φωκά. Στη διανομή: Τ. Γαλανο (Ερμής), Μ. Οικονομίδου (Νύχτα), Δ. Χορν (Δίας), Ν. Χατζίσκος (Αμφιτρύων), Μ. Αρώνη (Αλκμήνη), Β. Δεληγιάννη (Κλεάνθη), Μ. Καλογιάννης (Σωσίας), Κ. Παπάς (Αργατιφοντίδας), Γ. Αποστολίδης (Ναυκράτης), Ν. Παπακωνσταντίνου (Παυσικλής), Κ. Ντουνάκης (Πολίδας).

The following two tabs change content below.

Γ.Ν. ΠΟΛΙΤΗΣ

Ο Γ.Ν. Πολίτης ήταν γιός του Νικολάου Πολίτη, προδρόμου της ελληνικής λαογραφίας. Ήταν φιλόλογος και κριτικός βιβλίου.

Latest posts by Γ.Ν. ΠΟΛΙΤΗΣ (see all)


Μοιράσου το!
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΔΡΩΜΕΝΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ