Ο Μισάνθρωπος

Ο Μισάνθρωπος

Μοιράσου το!

ΗΘΟΠΟΙΟΣ, θεατρικός επιχειρηματίας, θεατρικός ποιητής και πεζογράφος, ο Μολιέρος καταπιάστηκε με όλα τα μυστικά της τέχνης του θεάτρου και με τα ποικιλώτερα είδη του· η ακτίνα δράσεώς του πήγαινε από την τραγωδία (είχε ανεβάσει αρκετές τραγωδίες του Κορνήλιου με μέτρια επιτυχία) ώς το αυλικό υπερθέαμα του κήπου των Βερσαλιών, όπου ο Βασιλιάς Ήλιος και οι ευγενείς της αυλής του λάβαιναν μέρος κ’ οι ίδιοι και παράσταιναν πρόσωπα της ελληνικής μυθολογίας με μυθώδη χλιδή κοστουμιών σ’ έναν παραμυθένιο κόσμο ονείρου, που τους σκάρωναν οι πρωτοπόροι τότε Ιταλοί τεχνικοί του θεάτρου.

Ευτυχώς όμως που η αυλή και η κοινωνία του καιρού εκείνου δεν ήταν ευαίσθητες μόνο στον υλικό πλούτο και στη μαγική λάμψη του θεάματος, αλλά και στην πλαστικότητα, στη δύναμη, στην ευστοχία της γλώσσας· κι έτσι, παρά την μόνιμη έλξη των “νεώτατων” τεχνικών μέσων (σαν το μηχάνημα, λόγου χάρη, που υψώνει το Δία στον Αμφιτρύωνα πάνω στη νεφέλη), ο ποιητικός πρωταγωνιστής του Μολιέρου εξακολουθεί να είναι ο λόγος, ο ευαίσθητος, ο τέλειος και θερμότατος ποιητικός λόγος, και ο νέος ακόμα τότε απλός πεζός λόγος.

Η μητρική γλώσσα του Μολιέρου είχε από τότε τριακόσια χρόνια πριν από σήμερα, αποκτήσει την τέλεια εκφραστική δύναμη και την αρμονικώτατα ισορροπημένη μορφή της. Ο Μολιέρος την καλλιέργησε εύστοχη και δυναμική και απλή και περίτεχνη, όπως τη μιλούσε το κοινό του, το στενό του αυλικό κοινό και το μεγάλο του κοινό στην καρδιά της Γαλλίας, στο Παρίσι, όπου άσκησε την τέχνη του τα γονιμώτερα χρόνια της ζωής του, αφ’ ότου πρωτοαναγνωρίστηκε το τάλαντό του.

Ο Μολιέρος κατόρθωνε –το κατορθώνει λαμπρότατα στο Μισάνθρωπο– να βρη στο στίχο και στη ρίμα ένα νευρώδες και παλλόμενο τόξο για την εκτόνωση της αλάνθαστης ειρωνείας του. Αλλά καλλιέργησε με μοναδική ευαισθησία και τον πεζό λόγο, αυτό το είδος το τόσο ευαίσθητο, ακριβώς επειδή η τελειότερη στάθμη του είναι η στάθμη της καθημερινής λαλιάς της αρητόρευτης και απροσποίητης. “Δεν το’ξερα”, θα πη ο Αροντοχωριάτης, ότι κάνω πεζό λόγο, όταν φωνάζω τη Νικολέτα να μου φέρη τις παντούφλες μου”.

Ο χυμώδης και απροσποίητος πεζός λόγος του Μολιέρου, ο βγαλμένος από την καθημερινή ζωή, που εκφράζει τους ανθρώπινους χαρακτήρες και τις ανθρώπινες σχέσεις σ’ όλη τους την αμεσότητα, ο λόγος αυτός ανταποκρίνεται και σ’ ένα οξυδερκέστατο, αμείλικτο στην ευθύτητά του βλέμμα, που αποφλοίωνε την πραγματικότητα, την κοινωνία, τους χαρακτήρες από τα κάθε λογής χρυσά και μεταξωτά ψέματα, δολώματα της επιτυχίας

Δυο δίδυμα επιτεύγματα, η οξυδερκέστατη αποκάλυψη των κωμικών καταστάσεων που κυοφορούσαν οι κοινωνικές εξελίξεις του καιρού του και το αλάνθαστο γλωσσικό αισθητήριο, έτσι στενά όπως είναι δεμένα, συνθέτουν την αράγιστη δύναμη του έργου του Μολιέρου. Σ’ αυτά οφείλεται και η επιβίωση και η διάρκειά του.

Το θέατρο του Μολιέρου είναι βέβαιο ότι το κοινό της εποχής του θα το’νιωθε ασύγκριτα πιο τσεκουράτο, επιθετικό, προκλητικό, απ’ ό,τι συνήθως το καταλαβαίνουμε σήμερα. Να σημειωθή ότι δυο χρόνια πριν απ’ την παράσταση του Μισάνθρωπου, ο Ταρτούφος, το 1664, απαγορεύτηκε. Την επόμενη χρονιά, το 1665, ύστερα από δεκαπέντε παραστάσεις, απαγορεύτηκε και ο Ντον Ζουάν. Το 1666 ο “δύσκολος” Μισάνθρωπος είχε μέτρια επιτυχία. Το 1667, που ξαναπαίζεται ο Ταρτούφος ξανααπαγορεύεται στη δεύτερη παράσταση. Το 1668 επί τέλους ο Μολιέρος έχει τρεις επιτυχίες με τον Αμφιτρύωνα, τον Ζωρζ Νταντέν και τον Φιλάργυρο. Το 1669, ύστερα από μακρόν αώνα, κατορθώνει να λάβη την άδεια να παίξη πάλι τον Ταρτούφο. Και πραγματικά, στα δυο του αυτά έργα, που απαγορεύτηκαν τα προηγούμενα χρόνια, ο Μολιέρος είχε κρατήσει την τρομερή παρρησία του Μισάνθρωπού του κάτω απ’ τη σκέπη των προσωπείων της τέχνης του.

Ο Ταρτούφος μαστίγωνε αλύπητα. Ο Ντον Ζουάν μαστίγωνε διπλά: με το παράδειγμα της απληστίας και της ασυδοσίας του τους άπληστους και ασύδοτους, αλλά και με την καυτερή παρρησία του τους Ταρτούφους. Με λαμπρό πληθωρικόν οίστρο δείχνει στην έσχατή του κατάληξη έναν τρόπο ζωής. Με την ασύστολη ορμή της η ελευθεριότητα του Ντον Ζουάν ξεσκεπάζουν τους υποκριτές, που όχι λιγώτερο άπληστοι απ’ αυτόν, προσπαθούν να κρύβουν καλά την απληστία τους.

Τη χρονιά που παίζεται ο Μισάνθρωπος, ο Μολιέρος ήταν σαράντα τεσσάρων ετών· ο Βασιλέας Ήλιος ήταν είκοσι οκτώ· πριν πέντε χρόνια είχε πάρει στα χέρια του το κράτος, μετά το θάνατο του Μαζαρίνου. Στο έργο αυτό νιώθει κανείς την αλλαγή των καιρών όσο σε λίγα τεκμήρια τη εποχής εκείνης. Ήρως δεν είναι ο άνθρωπος των νέων καιρών, όπως στον Αρχοντοχωριάτη, αργότερα το 1670-71, αλλά ο άνθρωπος που αρνείται να λυγίση και να προσαρμοστή στα νέα ήθη. Ο Μισάνθρωπος έχει σχεδόν την υφή μιας τραγωδίας. Παληό, όσο και η ιστορία, το θέμα της προσαρμογής στους τρόπους των νέων καιρών ή της ηρωικής άρνησης, οιστρηλάτησε και τους αρχαίους ποιητές, τους κωμωδιογράφους, κι από τους τραγικούς ιδιαίτερα το Σοφοκλή, σε ώρες που ο τροχός της ιστορίας έπαιρνε μια ανάλογη στροφή και οι ιστορικές εξελίξεις, οι ανακατατάξεις, οι όροι της κοινωνικής επιτυχίας και οι χαρακτήρες των ανθρώπων, ήταν πολύ όμοια με της εποχής του Μολιέρου. Στο Μισάνθρωπο υπάρχει ένας μικρός θηλυκός Ντον Ζουάν με λιγώτερο ατίθασσον, με πιο πειθαρχημένον οίστρο, αλλά με μεγάλη δροσιά και λάμψη, η Σελιμένη.

Η Σελιμένη, μια εικοσάχρονη ωραία γυναίκα, που δεν αφήνει καμιά φλόγα να σβήση απ’ όσες ανάβουν οι φυσικές και οι κοινωνικές της χάρες, είναι ένα πρόσωπο που γεννήθηκε σίγουρα από πολύ καυτό ερέθισμα, απ’ το ερωτικό τραύμα που’χε στην καρδιά ο Μολιέρος. Ο συγγραφέας και πρωταγωνιστής, που ενσάρκωνε ο ίδιος στην παράσταση το Μισάνθρωπο, είχε σύνδεσμο από αρκετά χρόνια και είχε παντρευτεί το 1662 την είκοσι χρόνια νεώτερή του Αρμάνδη Μπεζάρ που έπαιζε τη Σελιμένη. Η Αρμάνδη, αδελφή, όπως έλεγαν τα χαρτιά της Μαντλέν Μπεζάρ, που ήταν συνθιασάρχις του Μολιέρου και παλιά σύντροφος της ζωής του, ή κόρη της, όπως έλεγαν οι κακές γλώσσες, είχε μεγάλη δίψα ερωτικής και κοινωνικής ακτινοβολίας.

Αλλά το πολύ χαριτωμένο και σίγουρο αυτό πορτραίτο, που στέκει σχεδόν ισότιμα –ολοκληρωμένο δίπτυχο της χρυσής απληστίας εκείνου του καιρού– δίπλα στο αστραφτερό αντρικό πορτραίτο του οίστρου της κατάκτησης και τη απόλαυσης που είναι ο Ντον Ζουάν, το τέλειο αυτό πορτραίτο είναι το πορτραίτο και μιας εποχής, μιας εποχής όπου ένα μεγάλο ανατέλλον άστρο ήξερε να κερδίζη όλες τις μάχες σ’ όλα τα πεδία: στον έρωτα, στην υπόληψη της κοινωνίας, στα δικαστήρια, στη συναλλαγή για τ’ αξιώματα. Και η τακτική της μάχης ήταν η ευελιξία.

Βασικό ρόλο παίζει στο Μισάνθρωπο ο ηθικός απολογητής της εποχής, ο Φιλώτας, που αναπτύσσει μιαν ηθική σαν τα φτερά του κύκνου, όπου γλυστράει απάνω τους η λάσπη. Πρεσβεύει κι ενσαρκώνει την προσαρμογή στους νέους τρόπους. Μ’ αλαφρό βήμα κι αλαφριά συνείδηση τρυγά το μέλι της εύκολης ζωής, νικώντας τη βαρύτητα των ηθικών νόμων που δεσμεύουν τις ακέραιες συνειδήσεις.

Ο ήρωας του Μισάνθρωπου, ο Άλκης, έχει αληθινά ηρωική κοψιά· είναι μια προσωπικότητα χαλκευμένη από το μέταλλο των ηρωικών ανθρώπων· έχει αλύγιστη ειλικρίνεια, μιαν αδιάφθορη έγνοια της αλήθειας και της τιμιότητας κι ανένδοτη θέληση να μην αφήση να τον νικήση κανένα δόλωμα επιτυχίας, κέρδους και νίκης σ’ οποιονδήποτε τομέα. Σ’ αυτήν την ευθύτητα θυσιάζει και διακρίσεις και τιμές και την υποστήριξη των ισχυόντων του περιβάλλοντός του και το ίδιο του το ερωτικό πάθος.

Η πρώτη εκλογή του πεδίου της τιμής που κάνει ο Μολιέρος για να δώση ο Μισάνθρωπός του την ανένδοτη μάχη του με το κοινωνικό ψέμα, είναι μια ποιητική παγίδα με αθωότατη πρόσοψη. Ο ποιητής βάζει τον πλούσιον, ευγενή και αυλικόν Ορόντη, να εκλιπαρή την κρίση του δύσκολου Άλκη, στο πεδίο ακριβώς όπου ο ποιητής έχει την υπεροπλία. Ένα γλυκερό και αναιμικό σονέτο, που επιμένει ο Ορόντης να το αποτιμήση ακριβοδίκαια ο Άλκης, θα γίνη πεδίο μάχης απ’ όπου ο Μισάνθρωπος θ’ αποχωρήση ανένδοτα τίμιος στην κρίση του και κοινωνικά τελεσίδικα ηττημένος. Με βέβαιη σοφία ο πολύπειρος και ωριμώτατος ήδη τότε Μολιέρος, θ’ αφήση την ίδια την αθάνατη μητρική του γλώσσα και το λεβέντικο δημοτικό τραγούδι, που δυο φορές μας το τραγουδάει με τόση αγάπη, τόση στοργή ο συγκινητικός τούτος “μισάνθρωπος”, να νικήση και να σβήση την περίτεχνη ψευτιά του κίβδηλου στιχουργήματος, της πλαστής γλώσσας του και μαζί όλων εκείνων των μασκαράδων που την κακοποιούν.

Η δεύτερη, η δραματικά κυριώτερη μάχη που θα δώση ο “μισάνθρωπος”, είναι η ερωτική· μια μάχη από τα δυο μέρη σκληρή και ισόπαλη, ώς την τελευταία αποκάλυψη εκείνης της επιστολής της Σελιμένης, που θα κλείση την κωμωδία με τις γενναιότερες και τολμηρότερες καρδιές και συνειδήσεις βαριά τραυματισμένες και με νικητές τους “τα φαιά φρονούντας”.

Για τον “δύσκολο”, που δεν προσαρμόζεται στους πονηρούς τρόπους των νέων καιρών και στους υποκριτικούς τρόπους των κολάκων και αυλοκολάκων και που δείχνεται ανεπίδεκτος στα μαθήματα των δασκάλων του συμβιβασμού, μένει μόνο μια λύση: η έξοδος από την κοινωνία των ανθρώπων, η μοίρα του αναχωρητή. Η μοίρα αυτή είναι βέβαια ασυμβίβαστη με τις φιλοδοξίες της Σελιμένης, που θα μείνη στην κοινωνία και θα συνεχίση να δοκιμάζη τη δύναμή της. Γιατί είναι παιδί των νέων καιρών και η επιτυχία είναι γι’ αυτήν η μόνη δεκτή υπόσταση που, όσο ρευστή κι αν είναι, έχει την πιο ζηλευτή κοινωνική ακτινοβολία.

Και δείχνεται η ακτινοβολία της επιτυχίας σαν μόνη θετική πραγματικότητα. Γιατί οι άλλες δυο κυρίες, η Ελιάνθη και η Αρσινόη, που συμπληρώνουν στο Μισάνθρωπο την τριάδα που εκπροσωπεί το γυναικείο φύλο, αποτελούν η μια την πιο μουντή και η άλλη την πιο αρνητική και κρύαν όψη της γυναικείας εικόνας· η μια είναι μια επίδοξη συμβατική σύζυγος και η άλλη η κλασική κουτσομπόλα. Και αυτών όμως των αμείλικτα συμβατικών προσώπων οι ρόλοι και οι σκηνές, όπως και των αντίστοιχων ανδρών δευτεραγωνιστών, είναι πλασμένοι με παθιασμένην ειρωνεία, μ’ ένα μάτι που ξέρει να κάνη την αλήθεια να λάμπη στην εικόνα με τις πιο αποκαλυπτικές αποχρώσεις.

Το κείμενο γράφτηκε για το έντυπο πρόγραμμα του Εθνικού Θεάτρου που παρουσίασε στην Κεντρική Σκηνή (28/01/1971 – 07/02/1971) τον Μισάνθρωπο, σε μετάφραση Κώστα Βάρναλη, σκηνοθεσία Σπύρου Α. Ευαγγελάτου και σκηνικά-κοστούμια Γιώργου Πάτσα. Βοηθός σκηνοθέτης: Στέλιος Παπαδάκης. Στη διανομή: Γρηγόρης Βαφιάς (Άλκης), Νίκος Παπακωνσταντίνου (Φιλώτας), Μιχάλης Καλογιάννης (Ορόντας), Βέρα Ζαβιτσιάνου (Σελιμένη), Ζέττα Κονδύλη (Ελιάνθη), Ελένη Χαλκούση (Αρχινόη), Άρης Μαλλιαγρός (Ακάστης), Βασίλης Παπανίκας (Κλείτανδρος), Χρήστος Κωνσταντόπουλος (Βάσκος), Νίκος Διονυσόπουλος (Κλητήρας), Σταύρος Ρωμανός (Κυρ Γιάννης).

The following two tabs change content below.

ΑΛΕΞΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Αλέξης Διαμαντόπουλος (1913-1989) ήταν φιλόλογος και διευθυντής της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Ο Αλέξης Διαμαντόπουλος γεννήθηκε το 1913. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Βασιλέιας και Οξφόρδης. Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Διετέλεσε καθηγητής Δραματολογίας και Ιστορίας Ευρωπαϊκού θεάτρου από το 1970 -1986 και διευθυντής της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου από το 1973. Υπήρξε συνεργάτης των εφημερίδων Το Βήμα, Μεσημβρινή και Η Καθημερινή. και της Encyclopaedia Britanica (1972-1973). Δημοσιεύσεις: Προμηθέας Δεσμώτης και Λυόμενος του Αισχύλου  (1973), Η πολιτική μαρτυρία του ερωτικού μύθου στην τραγωδία : Μήδεια και Ιππόλυτος (1978), Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, εκδ. Νεφέλη (2000).

Latest posts by ΑΛΕΞΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ (see all)


Μοιράσου το!
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΔΡΩΜΕΝΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ