Μίμης Φωτόπουλος: “Όταν ήσουνα στο θίασο Κουν, από… οικονομική άποψη ήσουνα σαν άνεργος…”
ΤΗ ΧΕΙΜΕΡΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟ 1943-1944 έκανα ένα μεγάλο ακροβατικό πήδημα. Από το βαριετέ πήγα αμέσως και έπαιξα… Ίψεν. Αλλά, ας πάρουμε με τη σειρά τα δραματικά γεγονότα. Το φθινόπωρο του ’43, ο Αργυρόπουλος, που εν τω μεταξύ δεν είχε παίξει το καλοκαίρι, ανασυγκροτεί τον θίασό του και παίρνει για σκηνοθέτη τον Μπαστιά και μια ομάδα ηθοποιών που ακολουθούσε τον Μπαστιά μετά τη διάλυση του θιάσου του που είχε κάνει στο θέατρο “Κυβέλης”.
Ο Αργυρόπουλος, που με ήθελε πολύ στο θίασό του, με φωνάζει από τους πρώτους και κλείνουμε προφορική συμφωνία. Πάω σε δυο μέρες να υπογράψω και μου λέει πως με λύπη του δε θα μπορέσει να με πάρει στο θίασό του, γιατί δε με ήθελε με κανένα τρόπο η ομάδα του Μπαστιά. Δέχτηκα την είδηση με την εξωτερική απάθεια που με διακρίνει. Με την απάθεια που με όπλισε η πείρα μου, μια που τα περιμένω “όλα” στο θέατρο.
Τί στην οργή να κάνω τώρα που είχα “αφεθεί” σ’ αυτή τη δουλειά, αφού ήμουνα σίγουρος; Κι ειχα και μια τρομερή στενοχώρια, γιατί εν τω μεταξύ είχε καταρρεύσει η… Ιταλία.
Να, όμως, που σε δυο-τρεις μέρες με ξαναφωνάζει ο Αργυρόπουλος να με πάρει στο θίασό του. τι είχε συμβεί; Δεν μπορουαν να βρούνε έναν καλό καρατερίστα που χρειαζόντουσαν για τον “Εχθρό του λαού” που θ’ ανέβαζαν, και η “ομάδα” έκανε την… υποχώρηση να με δεχτεί στους κόλπους της.
Έπαιξα τον Άσλαξεν στον “Εχθρό του λαού” του Ίψεν. Και τον έπαιξα με μεγάλη επιτυχία, καθώς το αναγνώρισαν οι θεαταί, οι συνάδελφοί μου και για πρώτη φορά “σύμπασα” η κριτική.
Θα περάουν δεκαπέντε χρόνια, θ’ ανεβαίνω συνεχώς στο θέατρο· κι άλλη μια φορά θα με επαινέσει σύμπασα η κριτική στον “Σβέικ”.
Τώρα θα περιμένω με αγωνία άλλα δεκαπέντε χρόνια μήπως καταδεχτεί και με τιμήσει πάλι με τον έπαινό της η κριτική.
Ο Μπαστιάς, που ώς τότε δε με γνώριζε καθόλου, ενθουσιάζεται μαζί μου και πολλές φορές μου λέει πως γρήγορα θα μου κάνει θίασο. Μια μέρα διαφωνεί με τον Αργυρόπουλο, φεύγει από το θίασο και σε λίγο χάνεται από το θέατρο κι απ’ την Ελλάδα.
Εμείς συνεχίσαμε τις παραστάσεις με κωμωδίες πα και, προς το τέλος της σαιζόν, πιάσαμε μια μεγάλη επιτυχία, τα “Έξι σκετς” του Ψαθά, που τα μεταφέραμε κι αρχίσαμε μ’ αυτά την θερινή περίοδο του 1944 στην “Γκλόρια”.
Σ’ αυτά τα σκετς είχα μια δεύτερη επιτυχία, “λαϊκή” όμως αυτη τη φορά. Έτρωγα σταφίδα σ’ένα σκετς κι έλεγα: “ατή θα με σώσει”. Ήτανε η πρώτη μου φράση που πήρε τους… δρόμους.
***
Και πήραμε τους δρόμους χαρούμενοι, καθώς ήρθε η απελευθέρωση να μας αγκαλιάσει.
Θα ερχόντουσαν ωραίες μέρες για το θέατρο κι εγώ ήμουνα “κάποιος” στη σκηνή.
Το φθινόπωρο του 1944 με διεκδικούσαν με πείσμα δυο θίασοι. Ο Κουν, που με είχε ξαναεκτιμήσει όταν έπαιξα Ίψεν, κι ένας θίασος πρόζας που είχε εγκατασταθεί στο θέατρο “Παπαϊωάννου”.
Έπαιξα και στους δυο θιάσους. Με τον Κουν παίξαμε τον “Βυθό” του Γκόρκι και στου “Παπαϊωάννου” ένα ελληνικό έργο που δεν θυμούμαι τ’ όνομά του.
Είναι λίγο περίεργο πως έπαιζα συγχρόνως σε δυο θιάσους πρόζας. Ο θίασος του Κουν έπαιζε στη “Βρετάνια” σε ώρες που δεν έπαιζαν οι άλλοι θίασοι. Τις κανονικές ώρες στη “Βρετάνια” έπαιζε ο θίασος Παπά.
Έτσι μπόρεσα να παίξω και στους δυο θιάσους μια και οι ώρες τους δεν ήταν οι ίδιες.
Όμως αυτό δεν κράτησε παρά λίγες μέρες, ήρθαν τα “Δεκεμβριανά” και σκορπίσανε τα… όνειρα.
Ώσπου να πω: “δόξα σοι ο Θεός” πάλι: “βόηθα Παναγιά”. Την άνοιξη του ’45 δεν ήμουνα απλώς “άνεργος”, αλλά και εντελώς κατεστραμμένος, γιατί το Δεκέμβρη είχε καί το σπίτι μου.
Να ‘μαι λοιπόν στο δρόμο γυμνός σαν το σκουλήκι. Η μάνα μου παλεύει απεγνωσμένα να ξαναστήσει το σπιτικό μας χωρίς κλάψες, χωρίς βαριεστημάρα, συνηθισμένη στα χτυπήματα της ζωής και της μοίρας. Εγώ έχω μια απίθανη, μια ήρεμη, μια ζωώδικη, μπορώ να πω, αισιοδοξία. Βρίσκομαι πάλι στο θίασο Κουν και παίζουμε στο θέατρο “Αλίκης” το “Βυσσινόκηπο”. Ύστερα μετακομίζουμε στο “Κεντρικό” και παίζουμε τα “Παντρολογήματα” του Γκόγκολ.
Μ’ αυτή την ευκαιρία ο Θράσος Καστανακης τα ψέλνει άσκημα του Κουν. Γράφει στα “Ελληνικά Γράμματα”: ‘…τι του συμβαίνει του κ. Κουν; Ποια κατάρα αισθητικής διαστροφής τον δέρνει με τόση αδιάκοπη συνέχεια;…”. Και παρακάτω για τους ηθοποιούς: “…ωστόσο οι άνθρωποι αυτοί, συμπαθέστατοι και λογικότατοι, κατά τα άλλα, δεν παίζουν. Χειρονομούν, χοροπηδούν, βουρλίζονται σαν Αίαντες μαινόμενοι χωρίς κανένα λόγο, χωρίς πουθενά το πολτοποιούμενο έργο να απαιτεί την τόσο υστερική και εξαντλητική χρησιμοποίηση των άνω και κάτω άκρων. Δεν παίζουν, αλλά ούτε και μιλούν: Ορύονται! βρίσκονται σ’ ένα αδιάπτωτο συναγωνισμό εγγαστριμύθων που πεθαίνουν από βίαιο θάνατο ή φαροφυλάκων σε ώρα καταιγίδας. Ο μόνος που επιπλέει ακόμη και παραμένει αρτιμελής είναι ο κ. Φωτόπουλος. Κρίνω πως έχει και πλούσια εκφραστικά μέσα και εξυπνότατη κατανόηση του ρόλου. Οι θιασάρχες μας, αν έχουμε θιασάρχες που καταλαβαίνουν από θέατρο,, πρέπει να τον προσέξουν. επειγόντως…”
Αλλά οι θιασάρχες βέβαια δε με πρόσεξαν και ετοιμάζομαι να φύγω για τη Θεσσαλονίκη με τον Κουν.
Είπα παραπάνω πως την άνοιξη του ’45 ήμουνα άνεργος κι αμέσως γράφω πως βρίσκομαι πάλι στο θίασο Κουν. Δεν είναι λάθος. Αλλά, εκείνη την εποχή, όταν ήσουνα στο θίασο Κουν, από… οικονομική άποψη ήσουνα σαν άνεργος.
Κάνουμε πρρόβες λοιπόν με τον Κουν για να εμφανισθούμε στη Θεσσαλονίκη. Έχει βρεθεί ένας επιχειρηματίας και θέλει να μεταφέρει και “ολίγην τέχνην” στην συμπρωτεύουσα.
Πριν φύγουμε όμως για την Θεσσαλονίκη, ο επιχειρηματίας εξαφανίζεται και μένουμε δίχως… προστάτη. Ύστερα από δραματικές συζητήσεις εν μέσω ατμοσφαίρας Κουν, αποφασίζεται να πάει ο θίασος στη Θεσσαλονίκη συνεταιρικώς. Ήμουνα βέβαιος για το τι μας περίμενε, όμως δεν μπορούσα να ξεφύγω πια. Κι όχι μονάχα αυτό, αλλά έγινα και διαχειριστής του θιάσου.
Αρχίσαμε ντάλα καλοκαίρι στο κρατικό θέατρο Θεσσαλονίκης, ένα θέατρο που είναι ιδεώδες μόνο για.. γκρέμισμα· κι αρχίσαμε με τους “Βρικόλακες”. (Αχ, αυτό το έργο με ακολουθούσε ακόμα). Εγώ φυσικά δεν έπαιζα, ήμουνα στο ταμείο, και καθώς οι Σαλονικιοί έφευγαν πριν τελειώσει το έργο, γιατί περιμένανε να βγούνε οι… βρικόλακες κι εμείς δεν τους βγάζαμε· και καθώς ο Κουν, που έπαιζε τον Όσβαλντ, ζητούσε “τον ήλιο, τον ήλιο”, εγώ, σα διαχειριστής, ζητούσα… “θεατάς, θεατάς…”
Κάθε βράδυ οι θεαταί ήτανε “ολίγοι, αλλά εκλεκτοί”. Εγώ όμως όλο και τα ‘φερνα βόλτα σα διαχειριστής. Αυτό δεν ωφείλετο τόσο στην ικανότητά μου, όσο στο ότι οι ηθοποιοί του Κουν έχουν… προπονηθεί να είναι ολιγαρκείς. Για να μη μας ενοχλούν δε και οι ξενοδόχοι, σιγά-σιγά μεταφερθήκαμε όλοι και κοιμόμαστε στο θέατρο… Οι πιο ρομαντικοί κοιμόντουσαν στην ταράτσα του θεάτρου, όπου μπορούσαν να χορτάσουν με φεγγάρι, δροσιά και θάλασσα. Άτυχο μόνο στάθηκε το ζεύγος Διαμαντοπούλου. είχαν διαλέξει ένα καμαράκι του θεάτρου στην ταράτσα. Αυτό όμως το καμαράκι, τη νύχτα, γινότανε είσοδος του ξενοδοχεόυ μας. Έπρεπε λοιπόν κάθε βράδυ να μένουν άγρυπνοι, να μετράνε ποιοι περάσανε από την είσοδο-κρεβατοκάμαρα και μετά, να κλείνουνε μάτι. Αν λοιπόν ο τελευταίος είχε πάρει την απόφαση να ξημερωθεί, έπρεπε να ξημερωθούνε κι εκείνοι.
Ήτανε λοιπόν μια τουρνέ πολύ πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα, από… τουριστική άποψη.
Στο τέλος, αφού εξαντλήθηκε, ή μάλλον μας… εξήντλησε το κοινό της Θεσσαλονίκης, αρχίσαμε τουρνέ στις συνοικίες και στους συνοικισμούς. (Άνω και Κάτω τούμπα, Καλαμαριά).
Επιζήσαμε έτσι καναδυο βδομάδες και πριν τελειώσει το καλοκαίρι, φορτωθήκαμε σε κάτι εγγλέζικα στρτιωτικά φορτηγά και, ύστερα από τριήμερο αγωνιώδες ταξίδι, φτάσαμε σώοι στην Αθήνα. Ήρωες αυτής της “τουρνέ” ήταν οι Κουν, Καλλέργης, Διαμαντόπουλος, Ζερβός, Χατζημάρκος, Ξενίδης, Κεμαλμάζης, εγώ, η Βάσω Μεταξά, η Λαμπροπούλου, η Τώνια Καράλη, η Μαρία Φωκά και η Αρ. Παντελίδου. Αν ξέχασα κανέναν “ήρωα”, ας με συμπθήσει.
Το χειμώνα του 1945-46 παίζω στους “Ενωμένους Καλλιτέχνες” μ’ επιτυχία κωμικούς ρόλους (“Ανώμαλη προσγείωση” – “Φον Δημητράκης”) και δραματικούς (“Εισβολή” και “Θάψτε τους νεκρούς”). Το καλοκαίρι του ’46, μια και δεν έχω τίποτα καλύτερο να κάνω, αρχίζω τα ακροβατικά. Πηδάω στο θέατρο “Σαμαρτζή” και παίζω στην αξέχαστη επιθεώρηση “Γιούπι-Γιούπι”. Παίζω και σε δυο παλιές οπερέτες μαζί με τον Σπύρο τον Πατρίκιο και γίνομαι πια στέλεχος του μουσικού θεάτρου. Βέβαια δεν έχω φωνή, αλλά στο μουσικό θέατρο η φωνή είναι περιττό πράγμα.
Η επιτυχία μου στο “μουσικό” τραβάει την προσοχή του Μπουρνέλλη και με καλεί να πάρω μέρος στο θίασο που θα ‘παιζε στο θέατρο “Παπαϊωάννου”. Συμφωνούμε. Όμως σε λίγες μέρες ξαναγράφεται η ίδια ιστορία. Όταν πάω να υπογράψω, μου λέει πως οι συνάδελφοί μου δε με θέλουνε στο θίασο. Γιατί; Μου είπε διάφορα μασημένα πράγματα. Ο Μπουρνέλλης τότε δεν είχε τη δύναμη να επιβάλει τη θέλησή του στους πένντε νέους άσσους που αποτελούσαν τη σιδερένια βάση του θιάσου του.
Συνηθισμένος σ’ αυτού του είδους τις “τορπίλες”, δεν μου έκανε και μεγάλη εντύπωση το γεγονός. Είπα μέσα μου “άφες αυτοίς” και “ώδευσα προς Κουν” που με ήθελε κι αυτός. Και το χειμώνα του 1946-47, υπηρετώ για τελευταία φορά στο ‘Θέατρο Τέχνης”. Εμφανίζομαι σ’ εννέα έργα του, χωρίς “καυχησιάρικες απαιτήσεις”, όπως γράφει ο Σιδέρης. Σ’ ένα απ’ αυτά μάλιστα, στην “Αντιγόνη” του Ανούιγ, που παίζω τον φύλακα, η κριτική ξανάκανε τον κόπο να ασχοληθεί σοβαρά μαζί μου και να με επαινέσει.
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς του ’47 μπαίνω στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στα “Πευκάκια”, εκεί που μεγάλωσα, και παντρεύομαι. Παντρεύομαι παραμονή, για να μη μαζευτεί κόσμος και γίνω “θέαμα”· κι έχω πέντε κουμπάρους για να… μοιράσουνε τ έξοδα του γάμου.
Λένε μερικοί ότι ο γάμος είναι λαχείο. Άλλοι λένε ότι είναι λαχείο περίεργο, όπου οι αγοράζοντες χάνουνε στα σίγουρα. Διαφωνώ με τους δεύτερους. Εγώ τράβηξα τον πρώτο αριθμό. Κάθε χρόνο, μετά το γάμο μου, θ’ ανεβαίνω σταθερά. Πέστε το γούρι, πέστε το καλή καρδιά, πέστε το γάμο χωρίς υπολογισμούς, όπως και να το πούμε, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.
Ώς τώρα δεν ανέφερα στο βιβλίο μου ερωτικές ιστορίες. Κι αυτό, γιατί προσπάθησα να γράψω ένα βιβλίο σοβαρό. Άλλο αν το κατόρθωσα. Μια φορά η πρόθεσή μου αυτή ήτανε. Οι ερωτικές ιστορίες νομίζω πως έχουνε θέση μόνο στις βιογραφίες μεγάλωων αστέρων· κι εγώ απέχω πολύ κι από τους μεγάλους κι από τ’ αστέρια.
Μ’ αυτό το βιβλίο θέλησα μονάχα να ζωγραφίσω την ηρωική μου πορεία στο θέατρο, νομίζοντας πως κάτι μπορούνε να διδαχτούνε απ’ αυτή οι νέοι ηθοποιοί.
***
Πρέπει να ομολογήσω πως από τον Κουν-δάσκαλο κέρδισα αρκετά. Όμως, δε με σήκωνε άλλο η ιδιότυπη ατμόσφαιρα του θιάσου του· και τον αποχαιρέτησα για πάντα. Για άλλη μια φορά “προτίμησα την ελευθερία”.
Ο Μπουρνέλλης, εν τω μεταξύ, έχει στερεωθεί για καλά. Δεν μπορούν πια οι ηθοποιοί να του πούνε ποιον θα.. διώξει και, το καλοκαίρι του 1947, με παίρνει στο “Ακροπόλ”. Εκεί γίνεται και η… μοιραία συνάντησή μου μμε τον Ηλιόπουλο που τον γνωρίζω, για πρώτη φορά, από κοντά. Παίζουμε αυτό το καλοκαίρι σε τρεις επιθεωρήσεις. Στο “Νάυλον” των Γιαννουκάκη-Γιαλαμά, στο “Ταξίδι στο φεγγάρι” των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου και στη μεγάλη επιτυχία της τριάδος Ασημακόπουλου-Σπυρόπουλου-Παπαδούκα “Γελάτε χωρίς βέτο”.
Ένα βράδυ, σε μια παράσταση του “Γελάτε χωρίς βέτο”, στην πρώτη σειρά, καθότανε η Μαρίκα Κοτοπούλη. Κάθε φορά που βγαίναμ στη σκηνή εγώ και ο Ηλιόπουλος, η Μαρίκα έδειχνε ζωηρά πως ήτανεενθουσιασμένη μαζί μας. “Μας ζώσανε τα φίδια”, τα “ωραία φίδια”, αν επιτρέπεται η έκφραση. Γιατί, όταν η μαρίκα σου έδειχνε τον ενθουσιασμό της, αυτό ήτανε σημάδι πως σε λίγες μέρες ο σύζυγός της θα σε καλούσε να κλείσεις συμβόλαιο.
Δεν πέσαμε έξω στις προβλέψεις μας. Πραγματικά, σε λίγες μέρες υπογράψαμε συμβόλαιο με τον θίασο Κοτοπούλη. Δεν μπορούσαμε να ξεφύγουμε. Όσο κι αν ήξερες πως οι ενθουσιασμοί της Μαρίκας ήταν ενθουσιασμοί “ερζάτς”, δεν μπορούσες να ξεφύγεις απ’ αυτούς. Ήσουνα σαν τον Οδυσσέα με τις σειρήνες του. Έπρεπε να βρεθεί γερό κατάρτι και γεροί ναύτες να σε δέσουνε, για να μην υπογράψεις.
Έτσι, ύστερα από δέκα χρόνια σχεδόν, ξαναπερνάω τις… πύλες του “Ρεξ”, του “πύργου της σιωπής”, όπως συνήθισα να το λέω. Πρωταγωνισταί του θιάσου: Ππαπάς, Μανωλίδου, Γληνός, Κατράκης και βάλε. Άντε πάλι να βρεις σειρά εσύ. Έπαιξα κάμποσους ασήμαντους ρόλους, τη χειμερινή αυτή περίοδο του 1947-1948. Όμως, σ’ αυτή τη “σαιζόν” συνέβησαν δυο από τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής μου.
Την πρωτοχρονιά, τη στιγμή που κόβαμε την πίττα στο “Ρεξ” μου ανήγγειλαν πως έγινα πατέρας “κορασίδος”. Τα θηλυκά άρχισαν ν’ αποκτούνε πλειοψηφία στην οικογένεια. Καιρός όμως ήτανε πια ν’ αποκτήσω και κόρη εκ του… φυσικού να με πιλατεύει στη ζωή, μια που ώς τώρα με είχανε πιλατέψει τόσες και τόσες κόρες στη σκηνή· γιατί έπαιζα τους πατεράδες από είκοσι χρονών.
Το δεύτερο σημαντικό γεγονός είναι πως για πρώτη φορά έπαιξα σε ταινία. Ένα ρολάκι στο “Οι Γερμανοί ξανάρχονται”. Αυτό το ρολάκι θα μου άνοιγε το δρόμο της μεγάλης επιτυχίας στον κινηματογράφο. Αυτό το ρολάκι θα ήτανε το προσάναμμα, για ν’ ανάψει η κινηματογραφική φωτιά που θα μ’ έκανε δημοφιλή ώς τα πιο απίθανα χωριά της Ελλάδος, που θα μ’ έκανε γνωστό στους δρόμους της Αλεξάνδρειας, του Σίδνεϊ,του Μπόστον κι όπου αλλού φτάνουν ελληνικές ταινίες. Και κάποια βραδιά οι Ρώσοι θα μουρμούριζαν στους δρόμους της Μόσχας: “Σλιπόγια”, δηλαδή “αοοόματος”.
_________________________________________________
- Μίμης Φωτόπουλος, 25 χρόνια θέατρο. Αθήναι 1958
Latest posts by dromena (see all)
- ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΣ : Τζωρτζ Μπέρναρ Σω. Εικονοκλάστης και ηθικολόγος - 29 Νοεμβρίου, 2024
- Κυκλοφορεί σε μετάφραση του Καθηγητή Βάιου Λιαπή το βιβλίο «Το Αρχαίο Θέατρο μέσα από τις Πηγές» - 14 Νοεμβρίου, 2024
- ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΣ : Η Αυλή των Θαυμάτων (3) - 11 Νοεμβρίου, 2024
- ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΣ : Η Αυλή των Θαυμάτων (2) - 10 Νοεμβρίου, 2024
- ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΣ : Η Αυλή των Θαυμάτων (1) - 10 Νοεμβρίου, 2024