Λέσινγκ: Η ευγενέστερη απασχόληση του ανθρώπου είναι ο άνθρωπος…

Λέσινγκ: Η ευγενέστερη απασχόληση του ανθρώπου είναι ο άνθρωπος…

Μοιράσου το!

  • Γράφει ο Ερανιστής

Γεννημένος το 1729 στο σαξονικό Καμέντς δεν επιζεί παρά μονάχα με δυο-τρία έργα του, ενώ ο κύριος όγκος της παραγωγής του δεν προσφέρει παρά ιστορικό υλικό. Απ’ αυτό όμως δεν χάνουν τίποτα ούτε ο χαρακτήρας, ούτε η μορφή αυτού του ανθρώπου, σαν καθαρά υποδείγματα της πνευματικής αγωγής. Η γερμανική λογοτεχνία δεν ξαναβρήκε άλλη φορά τον τύπο του συνειδητά υπεύθυνου συγγραφέα, όπως εμφανίζεται στον Λέσινγκ, με τόση καθαρότητα. Ο ίδιος αναγνώρισε με την μεγαλόπρεπη ειλικρίνειά του, πως δεν υπήρξε ποιητής ούτε καν δημιουργική ιδιοφυΐα.

“Δεν είμαι ούτε ηθοποιός, ούτε ποιητής. Μου κάνουν μερικές φορές την τιμή να με παραδέχονται σαν το δεύτερο. Μόνον, όμως, επειδή με παραγνωρίζουν. Από μερικές δραματικές απόπειρες που διακινδύνευσα, δε θα έπρεπε να βγάζουν τόσο γενναιόδωρα συμπεράσματα. Δε νιώθω μέσα μου τη ζωντανή πηγή, που ξεπετάγεται με την ίδια της ορμή τόσο πλούσια, τόσο δροσερή, τόσο καθάρια. Πρέπει όλα να τα βγάλω από μέσα μου με πολύ μόχθο…”

Αυτά γράφει ο Γκότχολντ Εφραίμ Λέσινγκ (Gotthold Ephraim Lessing, 1729-1781) στην Αμβούργεια Δραματουργία του. Αυτό φαίνεται πολύ αυστηρή κρίση, άμα διαπιστώσει κανείς οπωσδήποτε το γεγονός της αδιάκοπης λάμψης μιας θεατρικής εργασίας του Λέσινγκ: η κωμωδία του Μίνα φον Μπάρνχελμ είναι το μοναδικό προκλασικό γερμανικό δράμα που βασίζεται στην αξία του και δεν έχει ανάγκη, για να προκαλέσει το ενδιαφέρον, να στηριχθεί στην ιστορική του σημασία. Μ’ αυτό το έργο ο Λέσινγκ έστρεψε τις παραγωγικές του προσπάθειες για ένα εθνικό γερμανικό θέατρο, που ήθελε να το προετοιμάσει με το ριζικό εξοβελισμό της γαλλικής επίδρασης και την αντικατάστασή της με τον Σαίξπηρ. Οι απόψεις του για τον παρεξηγημένο, κατά την άποψή του, από την tragédie classique, Αριστοτέλη, ξεπέρασαν βέβαια κατά πολύ το στόχο τους. Δεν μπορεί κανείς ν’ αποφύγει κάποια έκπληξη διαβάζοντας σ’ αυτόν τον κατά τα άλλα τόσο διεισδυτικόν άνδρα, την προκλητική παρατήρηση πως δεν υπάρχει δράμα του Κορνηλίου, που δε θα μπορούσε να το γράψει καλύτερα αυτός.

Όταν ο Λέσινγκ, με την πεποίθηση ότι οι Γερμανοί “συμφωνούν στα γούστα περισσότερο με τους Άγγλους παρά με τους Γάλλους”, ανακήρυξε τον Σαίξπηρ οδηγό μιας γερμανικής θεατρικής τέχνης, συνέβαλε στην ισχυρή εξόρμηση του γερμανικού κινήματος της “Θύελλας και Επίθεσης”. Στη συμπερασματική απόδειξη της γνώμης του λέει:

“Αν είχαν μεταφράσει τα αριστουργήματα του Σαίξπηρ με μερικές περιορισμένες μεταβολές για τους Γερμανούς, είμαι βέβαιος πως θα είχε καλύτερα αποτελέσματα από εκείνα που έφερε η γνωριμία τους με τον Ρακίνα και τον Κορνήλιο. Πρώτ’ απ’ όλα θα έβρισκε ο λαός πολύ περισσότερο γούστο σ’ αυτόν απ’ όσο μπορεί να βρει σ’ εκείνους, και δεύτερο θα ξυπνούσε μεταξύ μας εντελώς διαφορετικά πνεύματα απ’ όσα μπόρεσαν να ξυπνήσουν αυτοί. Ακόμα και με τα μέτρα των αρχαίων, αν κρίνει κανείς, ο Σαίξπηρ είναι πολύ μεγαλύτερος τραγικός ποιητής από τον Κορνήλιο, μ’ όλο ο τελευταίος γνώριζε πολύ καλά τους αρχαίους, ενώ ο πρώτος σχεδόν καθόλου. Ο Κορνήλιος τους πλησιάζει στην τεχνική, ενώ ο Σαίξπηρ στην ουσία. Ο Άγγλος φτάνει σχεδόν πάντα στο σκοπό της τραγωδίας, όσο παράξενοι και προσωπικοί κι αν είναι οι δρόμοι που διαλέγει…”

Μ’ αυτό το μανιφέστο θεμελιώθηκε η αρχικά τόσο παράλογη λατρεία του Σαίξπηρ, από έναν άνθρωπο, που η σκέψη του είχε στο βάθος ορθολογιστική υφή, έτσι που η δική του παραγωγή κινδύνευε πάντα να τρέχει “με ιδρώτα και μόχθο” από την καθαρή λογική, όπως λέει ο Φρίντριχ Σλέγκελ για την Αιμιλία Γκαλότι, γνώμη που μ’ αυτήν συμφωνεί και ο Γκαίτε. Η εντύπωση αυτή δημιουργείται και σε μεγάλο ποσοστό από την υπερβολικά φροντισμένη αιτιολόγηση, που χρησιμοποιεί ο Λέσινγκ στα έργα του για την αληθοφάνεια της πλοκής. Ο αναγνώστης, όμως, και ο θεατής προκαλούνται από τις υπερβολικά νοητικές κατασκευές να κρίνουν κατά πόσο μπορούν να ισχύσουν αυτές οι αιτίες. Ανακατεύεται ο υπολογισμός και μ’ αυτόν οι διάφορες δυνατότητες λύσεων. Έτσι χάνει η δραματική πλοκή τη διεισδυτική δύναμη που προκύπτει από την καθαρή τελείωση – μια παρατήρηση που την αποδεικνύει συχνά η σκηνική αρχιτεκτονική του Σαίξπηρ.

Με την Αιμιλία Γκαλότι ο Λέσινγκ ανύψωσε το “αστικό δράμα”, που ποθούσε να πετύχει και που το είχε κιόλας μορφοποιήσει, ακολουθώντας το παράδειγμα των Άγγλων, στην Μις Σάρα Σάμσον, πάλι σε μια κλασικιστική σφαίρα. Όταν χρησιμοποίησε τον ανομοιοκατάληκτο στίχο του Σαίξπηρ, στη σκηνική ομιλία του Νάθαν του Σοφού του, άνοιξε το δρόμο, που προκάλεσε αργότερα, στον Γκαίτε και τον Σίλερ, μια απομάκρυνση από το στιλ του Σαίξπηρ και ένα απαραγνώριστο πλησίασμα στη μορφή της κλασικιστικής δραματικής. Ο ίδιος ο Λέσινγκ ονόμασε το έργο “δραματικό ποίημα” – σύμφωνα μ’ ένα παράδειγμα του Βολταίρου. Από αυτό το δράμα ιδεών της ανεξιθρησκείας ξεπροβάλλει η μορφή του δραματικού ποιήματος, σαν ιδιαίτερη αισθητική κατηγορία της λογοτεχνίας μας.

Η απόπειρα του Λέσινγκ να ξυπνήσει μια γερμανική θεατρική λογοτεχνία, οφείλεται στον καθορισμό κατηγοριών της διδασκαλίας της τέχνης. Το θεωρούμενο σαν επιστέγασμα της ποίησης δράμα, έπρεπε να προβάλει και στη Γερμανία. Έτσι εμφανίζεται αυτό το εγχείρημα, από τις αρχές του κιόλας, σαν καθοριζόμενο από μορφωτικούς λόγους – και η εποχή που ακολούθησε απέδειξε πως η ανάπτυξη της θεατρικής ποίησης, πέρα από κάθε συμβιβασμό με τη σκηνή, θα μπορούσε να προκόψει πολύ καλύτερα σε μια γερμανική μορφή του κλασικισμού παρά στη “Σαιξπηρομανία” – όπως ονόμασε, αργότερα, ο Γκράμπε τη γοητεία του τρομερού Άγγλου στους γερμανούς συγγραφείς.

Ο Λέσινγκ ενθρόνισε τον Σαίξπηρ σαν υπόδειγμα του σωστά κατανοημένου θεατρικού έργου. Πρόκειται, δηλαδή, κατά το πνεύμα του κριτικού, για ένα νέο καλύτερο κανόνα – πάντως για ένα εσωτερικό κανόνα: για τη σωστή δραματική οργάνωση. Ο Λέσινγκ με κανέναν τρόπο δεν είχε εντυπωσιαστεί από τα σαιξπηρίζοντα δράματα της νέας γενιάς, που απειλούσε να “σκορπίσει ανόητα” τόσο το “σκοπό της τραγωδίας” όσο και τις εμπειρίες του παρελθόντος!

Πολύ σημαντικότερη από τη δεμένη με την εποχή δημοσιογραφία και αρθρογραφία του, είναι η κατεύθυνση του χαρακτήρα του. Γιατί, στο στόμα του Λέσινγκ, η ομολογία πίστης στην ανθρωπότητα ήταν γνήσια, βιωμένη πεποίθηση:

Η ευγενέστερη απασχόληση του ανθρώπου είναι ο άνθρωπος…

Η φράση αυτή κυριαρχεί σ’ όλη την εργασία του και για χατίρι του ευγενικού αυτού πάθους άντεξε σ’ όλες τις εχθρότητες και τα πάθη της συγγραφικής του σταδιοδρομίας. Η επιφυλακτικότητά του, στην κρίση του εαυτού του και της αξίας του καθώς και της κριτικής του δράσης, δεν πρέπει, ωστόσο, να λογαριαστεί σαν τη φτηνή εκείνη μετριοφροσύνη που κάνει τόσο καλό στον αυτάρεσκο αστό. Ο Λέσινγκ είχε συνείδηση της αξίας του, με μια ανώτερη – θα μπορούσε να πει κανείς σχεδόν: μυστικιστική – έννοια και την ένιωθε σαν μια υπερπροσωπική πνευματική δύναμη, που ο επίγειος δρόμος της δεν μπορούσε με κανέναν τρόπο να βρει την πλήρη ολοκλήρωσή του σε μια μοναχά ζωή:

Γιατί να μην μπορούσε ο κάθε άνθρωπος να έχει υπάρξει περισσότερο από μια φορά σ’ αυτόν τον κόσμο; Είναι άραγε αυτή η υπόθεση τόσο γελοία, επειδή είναι η αρχαιότερη, επειδή ο ανθρώπινος νους, πριν τον ζαλίσει και τον εξασθενίσει η σοφιστεία του σχολείου, έπεσε ακριβώς πάνω σ’ αυτή; Γιατί να μη μπορέσω να κάνω, εδώ, άλλη μια φορά, όλα τα βήματα προς την τελειοποίησή μου, που μόνο πρόσκαιρες τιμωρίες κι ανταμοιβές φέρνουν στον άνθρωπο; Γιατί να μην ξανάρχομαι τόσο συχνά όσο είμαι ικανός να πετύχω νέες γνώσεις, νέες τελειότητες; Μήπως αποκομίζω με μια φορά τόσα πολλά που να μην αξίζει τον κόπο να ξαναρθώ; Άραγε γι’ αυτό; – Ή μήπως γιατί το ξεχνάω πως ήμουν κι άλλοτε εδώ; Είναι καλό για μένα που το ξεχνάω! Η ανάμνηση των προηγουμένων μου καταστάσεων θα μου επέτρεπε να κάνω κακή χρήση του παρόντος. Κι αυτό που πρέπει “τώρα” να το ξεχάσω, το ξέχασα άραγε για πάντα ή επειδή θα πήγαινε τόσος καιρός χαμένος για μένα; Χαμένος; Και τι έχω λοιπόν να χάσω; Δεν είναι όλη η αιωνιότητα δική μου;

Λένε πως ο Λέσινγκ δεν ονειρεύτηκε ποτέ. Ο άνθρωπος που ήταν άξιος να νιώσει αυτή την αίσθηση της πληρότητας του πνεύματος στην αιωνιότητα και της εμπιστευόταν, είναι φανερό πως ονειρεύτηκε με μεγαλειώδη τρόπο. Το θάρρος του ερευνητικού πνεύματός του να είναι αιώνια σε πορεία, που ο πόθος για αλήθεια – “αν και με την προσθήκη να κάνω λάθος πάντα και αιώνια” – του ήταν τόσο πολύτιμος, που παρακαλεί το Θεό μόνο γι’ αυτό και παραιτείται πρόθυμα από την καθαρή αλήθεια: Αυτό το υψηλό θάρρος εξευγενίζει τα ανδρικά, τίμια ίχνη του Λέσινγκ, στη σύγχρονη ιστορία του πνεύματος.
Δεν αγαπούσε τα καμώματα των ζηλωτών, και αν και ήταν αναζητητής, απολάμβανε ωστόσο, τη χαρά μες στο πνεύμα. Δεν ήταν όμως παιδί της τύχης, υπέφερε σχεδόν πάντα από οικονομικές δυσκολίες. Πέθανε το 1781 φτωχός.  (Erwin Laaths, Παγκόσμιος Ιστορία της λογοτεχνίας, μετάφραση Σ. Πρωτοπαπά. Εκδ. Αρσενίδη 1963).


Μοιράσου το!
ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΔΡΩΜΕΝΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ