Χάινριχ φον Κλάιστ | “Όταν ακούτε τ’ απόκοσμα τραγούδια του, ακούτε τη μουσική του Μπετόβεν…” (Νίτσε)

Χάινριχ φον Κλάιστ | “Όταν ακούτε τ’ απόκοσμα τραγούδια του, ακούτε τη μουσική του Μπετόβεν…” (Νίτσε)

Μοιράσου το!

  • Γράφει ο Ερανιστής

ΕΝΑΣ ΝΕΑΡΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ, καταγόμενος από την ανατολική Γερμανία, γόνος φημισμένης γενιάς, εμφανίστηκε στις αρχές του 1800 στους πολυπράγμονες πνευματικούς κύκλους του Βερολίνου. Στο διάστημα της σύντομης δημιουργικής ζωής του, γνωρίστηκε με πολλούς μεγάλους λογοτέχνες, χωρίς όμως να θεωρηθεί ποτέ πως ο ίδιος ανήκε στους κύκλους τους. Στη δημιουργική του καριέρα, πέρασε απ’ όλες τις λογοτεχνικές τεχνοτροπίες, αρχίζοντας από τις πιο ξεπερασμένες και κατέληξε ένας συγγραφέας που μόνον ύστερα από δυο ή τρεις γενιές θα γινόταν πραγματικά κατανοητός.

Ο Χάινριχ φον Κλάιστ [Bernd Heinrich Wilhelm von Kleist] γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1777 στη Φρανκφούρτη του Όντερ. Ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση προοριζόταν για αξιωματικός, μα απαυδισμένος απ’ τη στρατιωτική ρουτίνα στράφηκε προς τις επιστήμες. Στον αφελή του ορθολογισμό κατέστρωσε ένα “πλήρες σχέδιο ζωής”, ξεχνώντας πως οι ανώτερες δυνάμεις συνηθίζουν ν’ αγνοούν κάτι τέτοιες αποκοτιές. Η παιδική του εμπιστοσύνη στον ορθό λόγο τον έκανε ν’ αλλάξει απότομα πορεία, ύστερα απ’ την ανάγνωση της “Κριτικής του Καθαρού Λόγου” του Καντ [Immanuel Kant, 1724-1804],  που τον συγκλόνισε τόσο, ώστε έγραφε:

Η σκέψη πως εμείς εδώ κάτω δεν ξέρουμε τίποτα για την αλήθεια, πως αυτό που ονομάζουμε αλήθεια εδώ δεν έχει νόημα μετά το θάνατο και πως η προσπάθειά μας ν’ αποκτήσουμε κάτι, που να μας ακολουθήσει πέραν του τάφου, είναι εντελώς μάταιη, συγκλόνισε τα άγια των αγίων της ψυχής μου. Ο μοναδικός σκοπός της ζωής μου διαλύθηκε και δεν έχω πια κανέναν”.

Φυσικά σε λίγο εξατμίστηκε κι αυτή η τραγωδία κι ο Κλάιστ ακολούθησε χωρίς “σχέδιο ζωής” πια τη μοίρα του, να γίνει ο διονυσιακός τραγικός της σύγχρονης ποίησης. Κάτι όμως, απέμεινε απ’ αυτή την απόγνωση: η ριζοσπαστικότητα των απαιτήσεων του Κλάιστ. Η απαίτησή του “όλα ή τίποτα”, που σχεδόν αυτόματα οδηγεί στην τραγωδία.

Ύστερα από την πρώτη δραματική του απόπειρα, ο Κλάιστ, σχεδίασε ένα δράμα για τον νορμανδό ηγεμόνα Ρομπέρ Γκισκάρ, ένα απ’ τα πιο παράτολμα σχέδιά του, που θ’ απεικόνιζε και τη δική του υπόσταση, που καιροφυλακτούσε να ορμήσει για την κατάκτηση των ανώτερων σκοπών.

Όταν απάγγειλε στον Βίλαντ το έργο του, ο σοφός αυτός γέρος εξέφρασε έτσι το βασικό σημείο της ζωής αυτού του ποιητή: “Αν τα πνεύματα του Σοφοκλή, του Αισχύλου και του Σαίξπηρ, είχαν ενωθεί για να γράψουν μια τραγωδία, αυτή θα ήταν σαν εκείνη που άκουσα από τον Κλάιστ για το θάνατο του Γκισκάρ του Νορμανδού. Από τη στιγμή εκείνη κατάλαβα πω ο Κλάιστ γεννήθηκε για να γεμίσει το μεγάλο κενό εκείνο της δραματουργίας μας, που ούτε ο Γκαίτε ούτε ο Σίλερ κατόρθωσαν να πληρώσουν. Όμως, σε μια κρίση απελπισίας για τις δυνατότητές του, ο Κλάιστ κατέστρεψε το έργο του, απ’ το οποίο διασώθηκε μονάχα η αρχή. Ο Βίλαντ είχε διαγνώσει μ’ επιτυχία, πως μονάχα ο Κλάιστ θα ήταν ικανός να δημιουργήσει μια γερμανική δραματική τέχνη, λυτρωμένη απ’ τα κατηγορικά βάρη των αισθητικών της απαρχών. Αλλά η έφεσή του για το τέλειο, μαζί με μια σύγχυση αισθημάτων, όπως παρατηρεί βαθιά και ψυχρά ο Γκαίτε, δεν του επέτρεψε να βρει μια σταθερή βάση, έξω και πάνω από την τραγική σύγκρουση. Ο Κλάιστ έμεινε πάντα δέσμιος της τραγικής αντίθεσης και μονάχα μια φορά, πριν από το θάνατό του, κατόρθωσε ν’ ανυψωθεί και να απεικονίσει την ισορροπία της τεράστιας ζυγαριάς όλων των πεπρωμένων.

Παρ’ όλη την ηρωική του ήττα, ο Κλάιστ συγκέντρωσε όλη τη θέλησή του για να φτάσει ή και να ξεπεράσει ακόμα τον Γκαίτε.

Θα πάρω το στεφάνι από το μέτωπό του…

Πριν όμως αποτολμήσει κάτι τέτοιο, ασχολήθηκε με τον Μολιέρο. Επεξεργάστηκε ελεύθερα τον “Αμφιτρύωνά” του, μεταβάλλοντας την αυλική κωμωδία του Γάλλου, σ’ ένα σχεδόν λυτρωτικό μυστήριο. Απ’ τις ερωτικές περιπέτειες του Διός έκανε μια τραγωδία μοναξιάς του δημιουργού που λαχταράει ν’ αποκτήσει μια ευαίσθητη καρδιά ανθρώπου. Η αρρενωπή, σκληρή πλαστικότητα του Κλάιστ, αναλύεται σ’ έναν πανθεϊστικό λυρισμό, καθώς ο θεός επικαλείται την αγαπημένη του:

Καταλαβαίνεις το μεγάλο του έργο – τον κόσμο
τον βλέπεις μες στη φωτιά του δειλινού,
καθώς γλιστράει πάνω στους σιωπηλούς τους θάμνους,
τον ακούς στα στα γάργαρα νερά
και στο μεγαλόπρεπο τραγούδι τ’ αηδονιού;
Μάταια μιλάει γι’ αυτόν σε σένα το βουνό ορθωμένο ψηλά ώς τα ουράνια
κι οι καταρράχτες που πέφτουνε ψηλά απ’ τους βράχους;
Δε θες, λοιπόν, πιστό μου παιδί,
να γλυκάνεις τη φοβερή ύπαρξή του;
Θ’ αρνηθείς το στήθος σου, στην κεφαλή
που ρυθμίζει τους κόσμους
να ξεκουραστεί απάνω του, ω Αλκμήνη;
Ακόμα κι ο Όλυμπος είναι έρημος χωρίς αγάπη…

Στα κύματα όμως αυτής της ερωτικής νοσταλγίας, λικνίζονται τα διαπεραστικά κι αιχμηρά συντρίμμια της διαλεκτικής του Κλάιστ, με την οποία μονομαχούν καταματωμένοι οι ήρωές του. Τόσο πάθος αμφιβολίας είχε κρυμμένο αυτή η ψυχή. Η κωμωδία του “Η σπασμένη στάμνα”, θεωρείται, δίκαια, σαν η δεύτερη μεγάλη κωμωδία της γερμανικής λογοτεχνίας, ύστερα απ’ την “Μίνα φον Μπάρνχελμ”, του Λέσινγκ. Την έχουν συγκρίνει αισθητικά σαν ένα κωμικό παραλληλισμό με τον “Οιδίποδα Τύραννο” του Σοφοκλή. Η δράση της εκτυλίσσεται, άλλωστε, σε μια μονάχα πράξη, χωρίς διακοπή. Το γεγονός ότι ο Γκαίτε, ακολουθώντας τις τότε θεατρικές συνήθειες, παρενέβαλε δυο διαλείμματα, συνετέλεσε ίσως στην αποτυχία της πρεμιέρας της. Και το γεγονός αυτό, γέμισε δυσπιστία την καρδιά του νεαρού ποιητή, όταν ο Γκαίτε απέρριψε την “Πενθεσίλιά” του. Κι όμως μ’ αυτό ακριβώς το έργο ο Κλάιστ φτάνει στο αποκορύφωμα της ποιητικής του τέχνης. Στο ερωτικό, μυστηριακό αυτό δράμα, που εκτυλίσσεται σε μια απέραντη πράξη, και σε μιαν ατμόσφαιρα όλο αίμα και τριαντάφυλλα, ο Κλάιστ φτάνει στη βαθύτερη άβυσσο της τραγικής θυσίας απ’ όπου ξεπήδησε η Αττική τραγωδία. Η αιθέρια σφαίρα του ανθρώπινου ιδεαλισμού, εγκαταλείπεται εδώ κάτω από την πίεση του διονυσιακού πάθους. Σε κανένα άλλο έργο του, δεν εμφανίζεται ο Κλάιστ τόσο ξένος κι απόμακρος απ’ την εποχή του, που δεν ήθελε, αλλά και δεν μπορούσε να τον παραδεχθεί. Αυτή η υπερβολή του πάθους ενός νεότερου Εγώ, στον Κλάιστ συμπληρώνει την καταστροφή κι εκδηλώνεται στο τέλος με μια τιτάνια θέληση γι’ αυτοκτονία, που την ξυπνάει μέσα του η “Πενθεσίλια”.

Πολλές φορές ελέχθη, πως η αρνητική στάση του Γκαίτε ήταν η βασική αιτία της κατάρρευσης του Κλάιστ. Αυτό όμως δεν αληθεύει, γιατί κι ο ίδιος ομολόγησε πως τίποτα στη γη δεν μπορούσε πια να τον βοηθήσει. Αλλά είναι επίσης αδύνατο να εξηγηθεί η μοίρα του Κλάιστ και με την πολιτική κατάσταση εκείνης της εποχής. Βέβαια πήρε μέρος στην προπαγάνδα εναντίον του Ναπολέοντα και των Γάλλων. Οι λίβελλοί του αποπνέουν μανιακό μίσος, που εξηγείται από τον αδέκαστο χαρακτήρα του – που όμως δεν το δικαιολογεί. Πριν προσφέρει σ’ αυτές τις πολιτικές του τάσεις, την αμφίβολη θυσία του έργου του της “Μάχης του Αρμινίου”, όπου η μορφή του ηγεμόνα των Ετρούσκων, μόνο τους εκφυλισμένους εθνικιστές μπορεί να ικανοποιήσει, ο Κλάιστ έγραψε το ποιητικό λαϊκό δράμα του “Η Κέτχεν απ’ το Χάιλμπρον”. Η ηρωίδα αυτού του έργου είναι το αντίστοιχο της “Πενθεσίλιας”. Όπως κι εκείνη η τιτάνια μαινάδα, έτσι και η Κέτχεν, είναι απόκληρη του έρωτα. Το έργο αυτό είναι κάπως ξεπερασμένο για τη σύγχρονη λογοτεχνική αισθητική. Γι’ αυτό αξίζει τον κόπο να παραθέσουμε μερικά λόγια του Γκέρχαρτ Γιόχαν Ρόμπερτ Χάουπτμαν (Gerhart Johann Robert Hauptmann, 1862 – 1946):

Είναι ένα από τα τελειότερα Παραδείγματα της αφελούς ποιητικής τέχνης, που τόσο πολύ εκτιμούσε ο Σίλερ. Απ’ αυτή την άποψη είναι μια απόλαυση να διαβάζεις τον κατάλογο των προσώπων… Τι δύναμη διάπλασης χαρακτήρων! Μια φαντασία που αποκτάει σφριγηλή ζωή μέσα στα δημιουργικά του χέρια…”

Ονειρώδης μαγεία περιβάλλει και το τελευταίο μεγάλο δράμα, τον “Πρίγκιπα Φρειδερίκο του Χόμπουργκ”. Ύστερα από τον “Βαλενστάιν” του Σίλερ, αυτό το δεύτερο γερμανικό κλασικό δράμα φωτίζεται από έναν ιπποτικό ουμανισμό κι ένα προοδευτικό ήθος. Η σύγκρουση μεταξύ των αξιώσεων της εξουσίας και των παρορμήσεων της αυθορμητικότητας, δεν είναι βέβαια εδώ τόσο πηγαία, όσο στην “Αντιγόνη” του Σοφοκλή. Γιατί αφορά δευτερεύουσες αξίες. Η εισβολή όμως του στοιχειακού παράγοντα, που χαρακτηρίζει όλα τα έργα του Κλάιστ, συντελείται στο δημιουργικό φόβο του θανάτου του ήρωα, που μονάχα μια μιλιταριστική ιδεολογία μπορούσε να παραγνωρίσει.

Όμως η δραματική ποίηση του Κλάιστ παρουσιάζει μονάχα εξωτερικά ρομαντικά στοιχεία, έτσι και τα διηγήματα του Κλάιστ ανήκουν στον ρομαντισμό μονάχα θεματικά. Γιατί δεν υπάρχουν γερμανικές νουβέλες που να είναι τόσο κρυστάλλινα διαυγείς, σε μορφή και γλώσσα, όσο οι νουβέλες του Κλάιστ. Τα θέματά τους, όπως η “Μαρκησία φον Ο.”, είναι λιγότερο ρομαντικά, απ’ όσο μυθιστορηματικά. Πρόκειται για “αξιοπρόσεκτα γεγονότα”, που ο Κλάιστ τα εκθέτει αυστηρά αφηγηματικά, όπως το απαιτεί η κλασικότητα του στιλ της νουβέλας. Από άποψη καθαρής τέχνης οι νουβέλες του Κλάιστ αποτελούν την πιο ολοκληρωμένη μορφή τέχνης που πέτυχε αυτός ο ποιητής. Εδώ δεν εμφανίζεται σαν ένας σπάταλος της ζωής του, όπως στα δράματά του και στο βίο του. Μέσα του, όμως, μαινόταν η επανάσταση. Κι αυτός ο κακότυχος τιτάνας δεν βρήκε άλλη διέξοδο από το θάνατο.

Ο Κλάιστ αυτοκτόνησε στις 21 Νοεμβρίου 1811, στο Βανζέε, κοντά στο Βερολίνο,- “αποκόπηκε βίαια από τον ευσπλαχνικό κόσμο λες και ήταν ο μοναδικός περιττός σπουργίτης εκεί μέσα”, όπως σχολίασε πικρά, στο ημερολόγιό του ο Χέμπελ αυτόν το θάνατο. Η μεγάλη του δόξα έλαμψε έναν αιώνα αργότερα, όταν το έργο του – όπως συνέβη και με τον Χέλντερλιν – γνώρισε μια πνευματική αναγέννηση. Ππροηγουμένως ήταν μια πνευματική κληρονομιά λίγων εκλεκτών.

Ο Νίτσε, που είχε κιόλας ανακαλύψει για τον εαυτό του τον Χέλντερλιν, έγραψε για τον Κλάιστ:

Ο Χάινριχ φον Κλάιστ είναι θύμα του μίσους, που αποτελεί το φοβερό όπλο εναντίον των εξεχόντων ανθρώπων. Ωστόσο, έχουμε και πάλι μπροστά μας έναν ημίθεο που επιμένει, κάτω από τόσο τρομακτικές συνθήκες να ζήσει, και να ζήσει νικηφόρα. Όταν ακούτε τ’ απόκοσμα τραγούδια του, ακούτε τη μουσική του Μπετόβεν…”. (Erwin Laaths, Παγκόσμιος Ιστορία της λογοτεχνίας, μετάφραση Σ. Πρωτοπαπά. Εκδ. Αρσενίδη 1963).


Μοιράσου το!
ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΔΡΩΜΕΝΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ