Ι.Θ. Κακριδής: Φως και σκοτάδι στους “Πέρσες” του Αισχύλου

Ι.Θ. Κακριδής: Φως και σκοτάδι στους “Πέρσες” του Αισχύλου

Μοιράσου το!

«Πέρσες» του Αισχύλου – μια παραγωγή του Θεάτρου Τέχνης.  Οι «Πέρσες» είχαν ανεβεί σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν, πρώτα στο Λονδίνο, στο Θέατρο Aldwych, στο πλαίσιο του θεατρικού φεστιβάλ World Theatre Season, την 20ή Απριλίου 1965 και εν συνεχεία στο Ωδείον Ηρώδου του Αττικού, στο Φεστιβάλ Αθηνών, την 21, 24 και 25 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς. Τα σκηνικά και τα κοστούμια είχε επιμεληθεί ο Γιάννης Τσαρούχης.

Στα 472 π.Χ., στους δραματικούς αγώνες της Αθήνας, νίκησε ο Αισχύλος. Το δεύτερο δράμα της τετραλογίας -με υπόθεση άσχετη με των άλλων τριών- είχε τον τίτλο “Πέρσες”. Θέμα τους ήταν η καταστροφή του περσικού στόλου στα στενά της Σαλαμίνας στα 480. Τη ναυμαχία την περιγράφει και ο Ηρόδοτος (8, 40 εξ.), τρίτος ο Τιμόθεος, σύγχρονος με τον Ευριπίδη ποιητής, σ’ έναν κιθαρωδικό νόμο (Diehl, Anthologia Lyrica 2, 136). Αν παραμερίσουμε τον Τιμόθεο, που είναι ζήτημα αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ιστορική πηγή, μένει η έκθεση του Ηροδότου και η σχετική ιστόρηση της ναυμαχίας από τον Πέρση άγγελο στην τραγωδία του Αισχύλου.

Ανάμεσα στις πηγές αυτές υπάρχουν αρκετές διαφορές, και το ερώτημα είναι ποια από τις δυο βρίσκεται πιο κοντά στην ιστορική πραγματικότητα. Ο Αισχύλος είχε πολεμήσει στη ναυμαχία· έπειτα το έργο του παίχτηκε οχτώ μόλις χρόνια αργότερα και πολλοί από τους θεατές του είχαν για τις λεπτομέρειες του αγώνα προσωπική αντίληψη, έτσι που να μην μπορούν να δεχτούν εύκολα την όποια αλλοίωσή τους. Ο Αισχύλος όμως ήταν και ποιητής και δεν αποκλείεται από λόγους καθαρά ποιητικούς να προχώρησε σε ορισμένες παρεκκλίσεις από τα πραγματικά περιστατικά, αλλά συμπτύσσοντας, παραλείποντας άλλα, άλλα μετακινώντας, ή και παραποιώντας τα.

Ο Ηρόδοτος από την άλλη, σαν ιστορικός που ήταν, είναι βέβαιο πως θα προσπάθησε να δώσει την καθαρή αλήθεια, δεν ήταν όμως αυτόπτης μάρτυρας σαν τον Αισχύλο, ούτε καν σύγχρονος με τα Μηδικά, γι’ αυτό, όταν ύστερα από σαράντα χρόνια έγραφε την Ιστορία του, ήταν αναγκασμένος να στηριχτεί στις πληροφορίες άλλων προσώπων, που μπορεί να μην ήταν ώς την άκρη αξιόπιστες.

Για τη ναυμαχία της Σαλαμίνας έχουν γραφτεί ατέλειωτες σελίδες από τους νεότερους ιστορικούς. Άλλοι δείχνουν πιο πολλή εμπιστοσύνη στον τραγικό, άλλοι στον ιστορικό. Τα προβλήματα μπλέκονται ακόμη περισσότερο από την προσπάθεια οι φιλολογικές μαρτυρίες να συμβιβαστούν με την τοπογραφία του στενού της Σαλαμίνας. Ένα πολυσυζητημένο πρόβλημα, που σχετίζεται άμεσα με την εικόνα της ναυμαχίας, είναι αν η Ψυττάλεια, το νησί που υπαινίσσεται ο Αισχύλος (447 εξ.) και αναφέρει ρητά ο Ηρόδοτος (8, 76), είναι, όπως δείχνει η ομοιότητα της ονομασίας, η σημερινή Λειψοκουτάλα, ανάμεσα στην Κυνόσουρα και την πειραϊκή παραλία, ή, βορειότερα, ο Άγιος Γεώργιος, ανάμεσα στα σημερινά Παλούκια και το Πέραμα της Αττικής.

Στο άρθρο αυτό δεν είναι δυνατό να αναπτυχτεί όλο το πλέγμα των προβλημάτων γύρω από την περίφημη ναυμαχία. Σκοπός μας είναι να επισημάνουμε ορισμένες ιδιοτυπίες της αισχύλειας περιγραφής και να δοκιμάσουμε έπειτα να τις ερμηνεύσουμε.

Ας δούμε πρώτα ώς ποιο σημείο είναι φυσικό οι ακροατές της παράστασης να είναι πρόθυμοι να ανεχτούν την αλλοίωση της ιστορικής αλήθειας αδιαμαρτύρητα: Παραμερίζουμε την παρατήρηση ότι τα πρόσωπα του έργου είναι Πέρσες και όμως μιλούν άπταιστα ελληνικά, έμμετρα μάλιστα. Έχουμε να κάνουμε με σύμβαση, αναγκαία σε κάθε έργο της τέχνης του λόγου που οι ήρωές του είναι ξενόγλωσσοι. Και στον Ηρόδοτο όλοι οι ανατολικοί λαοί μιλούν ελληνικά, η ελληνομάθεια λοιπόν των Περσών, από το βασιλιά Δαρείο ώς τον αγγελιοφόρο, δεν μας παραξενεύει. Εκείνο που μας ενοχλεί κάπως είναι ότι ο Πέρσης άγγελος, μιλώντας για τους συμπατριώτες του, τους αποκαλεί βαρβάρους δυο φορές (391, 423). Βαρβάρους ονόμαζαν στην αρχή οι Έλληνες, χωρίς το έντονο μειωτικό χρώμα που πήρε η λέξη αργότερα, τους αλλόγλωσσους. Για τον Πέρση, βάρβαροι έπρεπε λοιπόν  να είναι οι Έλληνες, συμβατικά όμως πάλι, επειδή Έλληνας ήταν ο ποιητής και ‘Ελληνες οι ακροατές του, ο χαραχτηρισμός βάρβαρος κρατιέται για τους Πέρσες.

Έξω από αυτό, ο άγγελος δεν αναφέρει τα γεγονότα ξερά, όπως θα έκανε στην πραγματικότητα. Ο λόγος του έχει έντονο ποιητικό χρώμα. Και το διάγγελμα του Ξέρξη που αναφέρει στην πραγματικότητα θα έλεγε ξερά ξερά: Προστάζω, μόλις βασιλέψει ο ήλιος, να παρατάξετε τα καράβια σε τρεις σειρές και να φυλάξετε τα στενά της Σαλαμίνας. Όσοι παρακούσουν στις διαταγές μου θα το πληρώσουν με το κεφάλι τους. Η ξερή αυτή διαταγή στην τραγωδία θα δοθεί από τον άγγελο διανθισμένη με πολλές ποιητικές εκφράσεις (364 εξ.): Όταν του ήλιου οι αχτίνες πάψουν να φλογίζουν τη γη και απλώσει το σκοτάδι στο τέμενος του αιθέρα, να τάξουν τα πολλά καράβια σε τρεις σειρές, για να φυλάξουν τα στενά και τα πολύβουα περάσματα της θάλασσας, και άλλα να περιζώσουν το θείο νησί του Αίαντα κ.λπ.

Η γλώσσα του αγγέλου με τα κοσμητικά επίθετα, τις απότομες μεταφορές, τις ποιητικές λέξεις κ.λπ., ανήκει δικαιωματικά  στον ποιητικό χώρο, και ούτε εμάς σήμερα ενοχλεί ούτε τους παλιούς θεατές, ακόμα και όταν ο εκφραστικός αυτός πλούτος προβάλλει σε μια στιγμή που ανακοινώνεται μια φοβερή καταστροφή· γιατί με τον ποιητικό λόγο ο συναισθηματικός κόσμος του θεατή επιστρατεύεται πολύ πιο έντονα από μια πιστή, πεζολογική όμως περιγραφή.

Ας έρθουμε τώρα στο περιεχόμενο της αγγελικής ρήσης:

Ο Ηρόδοτος ιστορεί ότι ο περσικός στόλος είχε κινητοποιηθεί από την προηγούμενη κιόλας μέρα, επειδή όμως, πριν τελειώσουν οι προετοιμασίες, έπεσε η νύχτα, χρειάστηκε να αναβάλουν την επίθεση για την άλλη μέρα (8, 70). Ακολουθεί στον Ηρόδοτο η περιγραφή του κάθε άλλο παρά ήρεμου συμβουλίου των Ελλήνων στρατηγών (74). Όταν ο Θεμιστοκλής δεν κατορθώνει να επιβάλει τη γνώμη του, για ν’ αγωνιστούν στο στενό της Σαλαμίνας, για να εκβιάσει την κατάσταση, στέλνει κρυφά μέσα στη νύχτα το σκλάβο του το Σίκιννο – το όνομά του φανερώνει πως δεν ήταν Έλληνας- στον Ξέρξη με την πληροφορία ότι ο ελληνικός στόλος, φοβισμένος, ετοιμάζεται τάχα να φύγει (75).

Η περιγραφή του ιστορικού δείχνει πως ο Ξέρξης ήταν από την αρχή αποφασισμένος να χτυπήσει τον εχτρικό στόλο στο στενό της Σαλαμίνας· όταν μέσα στη νύχτα παίρνει το μήνυμα του Θεμιστοκλή, δεν κάνει άλλο από το να ενισχυθεί στην απόφαση που είχε από πριν πάρει. Έτσι κινητοποιεί πάλι το στόλο του και προστάζει τους ναυάρχους να ζώσουν τη Σαλαμίνα, ώστε τα εχτρικά καράβια να βρεθούν εγκλωβισμένα (76).

Στον Αισχύλο, αντίθετα, ο Σίκιννος είναι πρώτα πρώτα ρητά Έλλην ανήρ (355) και έπειτα μεταφέρει το μήνυμα του Θεμιστοκλή μια μέρα πριν από τη μάχη. Έτσι ο Πέρσης δυνάστης, παραπλανημένος από το τέχνασμα του Έλληνα στρατηγού, προστάζει τους ναυάρχους του να περιμένουν τον ερχομό της νύχτας και τότε μόνο να κινητοποιήσουν τα καράβια τους (364 εξ., 377 εξ.).

Ο τραγικός δεν αφιερώνει ούτε μια λέξη για τις ενέργειες του περσικού στόλου την προηγούμενη μέρα. Ζήτησαν να εξηγήσουν τη σιωπή του από την επιθυμία να συμπτύξει τα γεγονότα, για να συγκεντρώσει την προσοχή στη μοιραία νυχτερινή κινητοποίηση του εχτρικού στόλου (W.W.How-J.Wells, A Commentary on Herodotus 2 (31936) 380). Πριν κρίνουμε τη γνώμη αυτή για την ορθότητά της, καλό είναι να προσέξουμε  μιαν άλλη παράλειψη, σχετικά τώρα με το αντίπαλο στρατόπεδο. Ο άγγελος δεν αναφέρει τίποτε για την άγρυπνη νύχτα που είχαν περάσει οι Έλληνες συζητώντας και μαλώνοντας. Και δεν μπορεί να πει κανείς πως οι συσκέψεις αυτές ήταν χωρίς σημασία, και μεγάλη μάλιστα, για την εξέλιξη των γεγονότων. Ο Αισχύλος ούτε για τις κινήσεις και τις ετοιμασίες του ελληνικού στόλου μέσα στη νύχτα και πριν από τη μάχη μιλεί. Για τους Έλληνες ακούμε  από τον τραγικό μόνο όταν η νύχτα έχει πια περάσει (386 εξ.).

Θα έλεγε κανείς: Τα περιστατικά της ναυμαχίας τα δίνει στον Αισχύλο ο Πέρσης άγγελος· πώς μπορούσε να ξέρει τι στο μεταξύ γινόταν στων Ελλήνων το στρατόπεδο; Δεν θα ήταν λάθος του τραγικού να βάλει στο στόμα του Πέρση πληροφορίες που ήταν αδύνατο να τις ξέρει; Καμιά αντίρρηση! Αναρωτιόμαστε μόνο αν η απόφαση του Αισχύλου να κρατηθεί στην πιθανοφάνεια και να μην προικίσει τον άγγελο με απίθανη γνώση, δεν τον βοήθησε παράλληλα να διαμορφώσει την αγγελική ρήση με τέτοιον τρόπο, ώστε να εξυπηρετήσει καλύτερα τα ποιητικά του σχέδια.

Για να γίνουμε πιο καθαροί: Ο άγγελος αποσιωπά από τη μια τη δραστηριότητα των Περσών την προηγούμενη μέρα, από την άλλη τη δραστηριότητα των Ελλήνων την προηγούμενη νύχτα. Το αποτέλεσμα είναι να ακούμε για τις μανούβρες του περσικού στόλου μόνο μέσα στη νύχτα, για τις μανούβρες του ελληνικού μόνο με την ανατολή του ήλιου. Μπορεί μια τέτοια διανομή της μέρας και της νύχτας ανάμεσα στους δυο αντίμαχους να είναι τυχαία, ακούσιο αποτέλεσμα της επιθυμίας του ποιητή από τη μια να πυκνώσει τις λεπτομέρειες (για τις κινήσεις των Περσών), να ευλαβηθεί από την άλλη την πιθανοφάνεια (για τις κινήσεις των Ελλήνων);

Αν προσέξουμε και πόσο χτυπητά χωρίζονται η μέρα και η νύχτα στην αγγελική ρήση (364 εξ., 377 εξ., 386 εξ.), ας προσέξουμε ακόμα πόσο οι έννοιες “νύχτα-σκοτάδι” και “μέρα-φως” εξαίρονται με την επανάληψη, τις περιφράσεις και τα επίθετα που τις συνοδεύουν: 357 μελαίνης νυκτὸς κνέφας, 364 εξ. εὖτ᾽ ἂν φλέγων ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα λήξῃ, κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ, 377 εξ. ἐπεὶ φέγγος ἡλίου κατέφθιτο καὶ νὺξ ἐπῄει, 382 πάννυχοι, 384 νὺξ ἐχώρει, 386 εξ. ἐπεί γε λευκόπωλος ἡμέρα πᾶσαν κατέσχε γαῖαν εὐφεγγὴς ἰδεῖν. Αλήθεια, γιατί το αδιάκοπο αυτό σφυροκόπημα από φωτεινές από τη μια, σκοτεινές από την άλλη έννοιες;

Για να λύσουμε την απορία, αξίζει να προσέξουμε ότι ολόκληρη την τραγωδία τη διατρέχει μια σειρά από θέματα που υπογραμμίζουν τις βαθιές αντιθέσεις ανάμεσα στον περσικό και στον ελληνικό τρόπο ζωής:

Πρώτη αντίθεση: Στον αλογάριαστο πλούτο των Περσών (3 ἀφνεῶν καὶ πολυχρύσων ἑδράνων, 9 πολυχρύσου στρατιᾶς, 45 πολύχρυσοι Σάρδεις, 53 πολύχρυσος Βαβυλὼν, 159 χρυσεοστόλμους δόμους, 163 μέγας πλοῦτος: μόνο στους πρώτους διακόσιους στίχους) οι Έλληνες δεν έχουν ν’ αντιτάξουν παρά μόνο το ασήμι που βγάζουν οι Αθηναίοι από τα μεταλλεία του Λαυρίου (238).

Δεύτερη αντίθεση: Ο στρατός του Ξέρξη είναι αμέτρητος και φοβερή η δύναμή του: 20 πολέμου στῖφος, 25 στρατιᾶς πολλῆς, 40 δεινοὶ πλῆθός τ᾽ ἀνάριθμοι, 49 φοβερὰν ὄψιν, 73 πολυάνδρου Ἀσίας, 83 πολύχειρ καὶ πολυναύτης, 90 ἄμαχον κῦμα θαλάσσας (μόνο στους πρώτους ενενήντα στίχους). Αντίθετα οι Έλληνες είναι λίγοι· στα χίλια διακόσια περσικά καράβια δεν έχουν να αντιτάξουν παρά τριακόσια δέκα μόνο (337 εξ.).

Τρίτη αντίθεση: Οι αρχηγοί των Περσών μνημονεύονται ένας ένας με τ’ όνομά του: 21 εξ. Ἀμίστρης, Ἀρταφρένης, Μεγαβάτης, Ἀστάσπης, Ἀρτεμβάρης, Μασίστρης,  Ἰμαῖος, Φαρανδάκης, Σοσθάνης κ.λπ. Μόνο στην Πάροδο (1-64) ακούγονται 17 ονόματα, άλλα 19 στη σκηνή του αγγέλου, και άλλα από το στ. 970 και κάτω – όλοι τους αντρειωμένοι και έμπειροι πολεμάρχοι. Αντίθετα οι Έλληνες μένουν με ανώνυμους αρχηγούς.

Τέταρτη αντίθεση: Οι Πέρσες πολεμούν με τόξα, οι Έλληνες με κοντάρια: εκείνοι ήταν τοξοδάμαντες (26 κ.α.), οι άλλοι δουρίκλυτοι (85). Πρβ. 147 εξ. πότερον τόξου ῥῦμα τὸ νικῶν, ἢ δορικράνου λόγχης ἰσχὺς κεκράτηκεν;

Πέμπτη αντίθεση: Οι Πέρσες είναι σκλάβοι του βασιλιά τους, παραδομένοι σ’ αυτόν σε ζωή και σε θάνατο, ενώ οι Έλληνες ελεύθεροι και δεν λογιούνται κανενός υπήκοοι: Αντίθεση της ασιατικής δεσποτικής εξουσίας με την ελληνική πολιτική ελευθερία.

Πόσο έντονη ήταν η επιθυμία του τραγικού να προβάλει την ιδιομορφία του ασιατικού κόσμου απέναντι στον ελληνικό φαίνεται και από το ότι όλο και ξαναγυρίζει στα χαραχτηριστικά του στοιχεία, με έκδηλη μάλιστα την τάση να χρησιμοποιεί τις ίδιες γι’ αυτά εκφράσεις. Έτσι οι γέροντες του χορού χρησιμοποιούν στην πάροδο από πέντε φορές τις λέξεις χρυσός και τόξον (τη μια: βέλεα). Μια γνώμη που θα καταδίκαζε τις επαναλήψεις αυτές ως δείγμα ατημέλητου ύφους, θα παραγνώριζε τη λειτουργική τους σημασία.

Τέτοιες θεματικές λέξεις – θα τις λέγαμε και λέξεις-κλειδιά – , γεμάτες βάρος και νόημα, δεν απαντούν μόνο στους “Πέρσες”· στον Otto Hiltbrunner (Otto Hiltbrunner, Wiederholungs und Motivtechnik bei Aischylos, 1950) χρωστούμε μια αξιόλογη μελέτη, που παρακολουθεί τη χαραχτηριστική αυτή για τον Αισχύλο τεχνική σε όλες του τις σωζόμενες τραγωδίες. Ο ποιητής, καθώς αφήνει μια θεματική λέξη να ξαναγυρίζει σταθερά, διαρθρώνει το υλικό του, δένει μεταξύ τους σκηνές που απέχουν η μια από την άλλη, και -αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ- αποκαλύπτει τις βαθύτερες σχέσεις που λειτουργούν κάτω από την εξωτερική επιφάνεια της δράσης.

Για να γυρίσουμε στην αγγελική ρήση των “Περσών”:

Μήπως και εδώ οι λέξεις φως και σκοτάδιμέρα και νύχτα είναι λέξεις-κλειδιά;

Ας δούμε πρώτα τι γίνεται από τη μεριά των Περσών: Η περιγραφή της νυχτερινής πορείας του στόλου τους συμφωνεί με την περιγραφή του Ηροδότου (8, 76), δεν ξεφεύγει λοιπόν από την ιστορική αλήθεια. Ωστόσο, με αυτή τη λογικά περιττή επανάληψη των όρων νύξ και κνέφας, νιώθουμε να μας σφίγγεται η καρδιά· είναι σαν ένα πένθιμο μουσικό θέμα, ένα Leitmotiv, που όλο και ηχεί στ’ αφτιά μας και μας γεμίζει τρόμο, χωρίς να ξέρουμε γιατί.

Το Leitmotiv αυτό συνοδεύει την κίνηση του περσικού στόλου, γιατί οι ναύτες και οι ναύαρχοι ταξιδεύουν όχι μόνο στο σκοτάδι, αλλά και σε νερά άγνωστα, ακόμα σε βαθιά σιωπή, κρυφά, για να μην τους πάρουν είδηση οι εχτροί -οι εχτροί που γυρεύουν να πιάσουν, μα που δεν κατορθώνουν να τους πιάσουν: σκοτάδι, άγνωστες θάλασσες, βουβαμάρα, μυστικότητα, μάταιη αναζήτηση του εχτρού- όλα στοιχεία αρνητικά.

Και σαν να μη φτάνει αυτό: Το προαίσθημα του κακού δυναμώνει με την σκέψη πως η κίνηση του περσικού στόλου γίνεται ύστερα από το μήνυμα του Θεμιστοκλή, ότι οι Έλληνες σχεδίαζαν τάχα να φύγουν. Με άλλα λόγια: οι Πέρσες αρμενίζουν μέσα στο σκοτάδι της πλάνης, όχι μόνο της νύχτας.

Και κάτι άλλο ακόμα: Οι Πέρσες πολεμιστές που τραβούν σ’ αυτή την επιχείρηση έχουν και στην ψυχή τους σκοτάδι, με το να είναι όχι ελεύθεροι άντρες, αλλά σκλάβοι, που κανείς δεν τους είπε για πού τραβούν, ένα κοπάδι πρόβατα (74 ποιμανόριον), υποχρεωμένοι να μη ρωτούν, μόνο να υπακούουν τυφλά στα κελεύσματα του δεσπότη τους. Ούτε καν οι ναύαρχοι είναι ελεύθεροι άνθρωποι, όπως δείχνει το διάγγελμα του Ξέρξη, που απειλεί να τους κόψει το κεφάλι, αν αφήσουν τους Έλληνες να ξεφύγουν (369 εξ.).

Σκοτάδι απέξω, σκοτάδι και απομέσα. Έτσι η νύχτα και το κνέφας παίρνουν βαθύτερο νόημα. Μπορούμε όμως να προχωρήσουμε περισσότερο: Ο συμβολισμός που κρύβουν οι έννοιες φως και σκοτάδι είναι γνωστός από τον Όμηρο: Σκοτάδι σημαίνει λύπη, κίντυνος, δυστυχία, ήττα, θάνατος· αντίθετα, φως σημαίνει χαρά, σωτηρία, νίκη, ζωή. Δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε τις εκφράσεις: φόως δ‘ ἑτάροισιν ἔθηκεν (Ζ 6), τῷ μὲν ϕάος ἦλθεν, ἄμυνε δὲ νηλεὲς ἦμαρ (Ρ 615) κ.λπ. – ὠ̃κα δὲ θυμὸς ὤ̨χετ’ ἀπὸ μελέων, στυγερὸς δ’ ἄρα μιν σκότος εἱ̃λεν (Ν 671). Πρβ. και τις σύγχρονες εκφράσεις είδε φως, τον έφαγε το σκοτάδι κ.τ.ό. – Και στην τραγωδία μας η βασίλισσα, όταν μαθαίνει από τον άγγελο πως ο γιος της ζει, χρησιμοποιεί την ίδια μεταφορά: ἐμοῖς μὲν εἶπας δώμασιν φάος μέγα καὶ λευκὸν ἦμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου (300 εξ.). Δεν ξεπερνούμε λοιπόν, ελπίζω, τα όρια της θεμιτής ερμηνείας, όταν πούμε πως η πορεία των Περσών μέσα στο σκοτάδι προοιωνίζεται και τη μελλοντική τους ήττα.

Και οι Έλληνες τι κάνουν στο μεταξύ; Κανένας λόγος γι’ αυτούς μέσα στη νύχτα, όπως είδαμε. Μόλις όμως παίρνει να φέγγει και πριν ακόμα γίνουν ορατοί στους Πέρσες, ακούγεται ο παιάνας των, τόσο δυνατός, που αντιλαλούν οι βράχοι του νησιού γύρω: ἠχῇ κέλαδος Ἑλλήνων πάρα / μολπηδὸν ηὐφήμησεν, ὄρθιον δ’ ἄμα / ἀντηλάλαξε νησιώτιδος πέτρας / ἠχώ (388 εξ.).

ἠχῇ κέλαδος μολπηδὸν ηὐφήμησεν: intolerabilis tumor, ανυπόφορα φουσκωμένα λόγια, έτσι χαραχτήρισε ο Wilamowitz τη φράση. Αυτών όμως των φουσκωμένων λόγων πρέπει να εχτιμήσουμε το βάρος· γιατί με τον τρόπο αυτόν τονίζεται η αντίθεση ανάμεσα στην αθόρυβη κίνηση των Περσών, όσο κρατά η νύχτα, και στις ξαφνικές φωνές των Ελλήνων, μόλις ξημερώνει. Η βαθιά σιωπή που βασίλευε ώς τώρα σπάζει ξαφνικά με το δυνατό τραγούδι των Ελλήνων, ακόμα, με τον αχό της σάλπιγγας, που τ’ ανάβει όλα πέρα ώς πέρα, πάντ’ ἐκεῖν’ ἐπέφλεγεν (395), τέλος με το ρόθο που βγάζουν τα κουπιά των Ελλήνων, καθώς τα βουτούν όλα μαζί στη θάλασσα. Έτσι έχουμε την πρώτη χτυπητή αντίθεση: στη βουβαμάρα των Περσών ανταποκρίνονται οι δυνατές φωνές των Ελλήνων, το σάλπισμά τους και των κουπιών τους ο ρόθος.

Δεύτερη αντίθεση: Οι βάρβαροι κρυμμένοι μέσα στο σκοτάδι, οι Έλληνες λουσμένοι στο φως. Πώς αρχίζει ο λόγος για τους Έλληνες; Όταν όμως με τ’ άσπρα άτια της η μέρα φωτοπλημμύριστη άπλωσε σ ́όλο τον κόσμο (ἐπεί γε μέντοι λευκόπωλος ἡμέρα πᾶσαν κατέσχε γαῖαν εὐφεγγὴς ἰδεῖν, 386 εξ.). Και εδώ η σκόπιμη συσσώρευση από λέξεις που τονίζουν την έννοια φως. Αυτή η ξαφνική εμφάνιση των Ελλήνων έχει, έτσι που δίνεται, διπλή σημασία. Στο πρώτο επίπεδο δείχνει πως οι Έλληνες δεν κρύβονται, γιατί δεν έχουν να κρύψουν τίποτε· στο επίπεδο όμως του συμβολισμού υποδηλώνει πως θα νικήσουν, γιατί έχουν το φως με το μέρος τους.

Το περιεχόμενο του παιάνα μας μαθαίνει ότι, αντίθετα πάλι από τους Πέρσες, οι Έλληνες ήξεραν  γιατί πολεμούσαν (402 εξ.): Ὦ παῖδες Ἑλλήνων, ἴτε, / ἐλευθεροῦτε πατρίδ᾽, ἐλευθεροῦτε δὲ / παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τε πατρῴων ἕδη, / θήκας τε προγόνων· νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών! Πατρίδα, παιδιά, γυναίκες, ναοί των θεών, τάφοι των προγόνων: ό,τι τους ήταν ακριβό βρισκόταν σε κίντυνο και έπρεπε να ασφαλιστεί με αγώνα.

Δεν υπάρχεει, νομίζω, αμφιβολία πως η έξαρση της αντίθεσης ανάμεσα στους δυο λαούς στο πρώτο μέρος της τραγωδίας συνεχίζεται και στην αγγελική ρήση (Πρβ. Φως Ελληνικό, 1963, 45 εξ.). Στο πρώτο μέρος ο λόγος ήταν πιο πολύ για εξωτερικές διαφορές: οικονομικά μέσα, στρατιωτική δύναμη, οπλισμός. Τώρα όμως, στην αγγελική ρήση, οι αντιθέσεις πάνε πιο βαθιά· είναι διαφορές που χαραχτηρίζουν τη βαθύτερη υπόσταση των δυο εθνών.

Από τη μια ο κόσμος του σκοταδιού και του απόκρυφου, όπου οι άντρες δίχως βούληση, άλαλοι, σκοτεινοί, αδιαφοροποίητοι,  τυφλοί και στο νου και στ’ αφτιά, υπηρετούν δουλικά τα σχέδια ενός δεσπότη.

Απέναντι σ’ αυτή την εικόνα του ασιατικού κόσμου η εικόνα του ελληνικού: άντρες με αδούλωτο φρόνημα και που η κίνησή τους προβάλλει μέσα στο δυνατό φως· και η κραυγή τους δυνατή, αντρίκεια,  γιατί δεν κρύβουν ό,τι νιώθουν μέσα τους, μια και δεν έχουν τίποτε να φοβούνται.Η πειθαρχία τους, ρητά τονισμένη (399 εὐτάκτως), πηγάζει από το αίσθημα της ευθύνης, που και ο πιο απλός στρατιώτης τη νιώθει μέσα του, γιατί ξέρει γιατί πολεμάει. Δεν είναι ούτε στῖφος ούτε ὄχλος (πρβ. 20,42), που το σέρνουν (54 σύρδην) να πολεμήσει, και ούτε καν έχουν ανάγκη να τους κάνουν οι αξιωματικοί θεωρία για τους σκοπούς του πολέμου. Δεν είναι τυχαίο ότι στην πληθώρα των Περσών στρατηγών δεν αντιστοιχεί ούτε ενός Έλληνα το όνομα, ούτε καν του Θεμιστοκλή.

Είναι, αλήθεια, μια ωραία αντιθετική κίνηση ανάμεσα στο τι πίστευαν οι Πέρσες πως θα κάμουν οι Έλληνες και στο τι κάνουν από τη μια οι Πέρσες, από την άλλη οι Έλληνες: α΄ Πίστη των Περσών για την κρυφή κίνηση των αντίμαχων μέσα στη νύχτα (357 εξ.): ὡς εἰ μελαίνης νυκτὸς ἵξεται κνέφας, Ἕλληνες οὐ μενοῖεν, ἀλλὰ σέλμασιν ναῶν ἐπανθορόντες ἄλλος ἄλλοσε δρασμῷ κρυφαίῳ βίοτον ἐκσωσοίατο· β΄ Κίνηση κρυφή των Περσών μέσα στη νύχτα. Αυτό που περίμεναν να κάνουν οι Έλληνες, αλλά δεν το κάνουν, το κάνουν οι ίδιοι! γ΄ Φανερή κίνηση των Ελλήνων μέσα στης μέρας το φως: Ελλήνων στρατός κρυφαίον έκπλουν  ουδαμή καθιστατο, αλλά… (πρωινή εξόρμηση) – Θεματικές λέξεις: κνέφας, δρασμώ κρυφαίω, νυξ, πάννυχοι, κρυφαίον έκπλουν.

Τώρα καταλαβαίνουμε γιατί ο Αισχύλος παραμέρισε από την αγγελική ρήση από τη μια τι έκαναν οι Πέρσες την προηγούμενη μέρα, από την άλλη τι έκαναν οι Έλληνες την προηγούμενη νύχτα. Αυθαίρετος, αλλά ποιητικά απόλυτα δικαιωμένος, περιόρισε τη δραστηριότητα των Περσών μόνο τη νύχτα, των Ελλήνων, αντίθετα, μόνο την ημέρα. Αλλιώς, αν έμενε πιστός στην αλήθεια, θα θόλωνε την αντίθεση, που τόσο νόημα της έδινε. Ακόμα, για να μη θολώσει την αντιπαράθεση Ελλήνων και Περσών, το Σίκιννο, το βάρβαρο δούλο του Θεμιστοκλή, τον έκανε άνδρα Έλληνα.

Των ερευνητών είναι γενική η πίστη πως ο Αισχύλος με την τραγωδία αυτή δεν έκανε φτηνό πατριωτισμό. Όταν τον βλέπουμε να τονίζει πως τη νίκη τη χρωστούσαν οι Έλληνες στην εύνοια των θεών, καταλαβαίνουμε πως δεν ήθελε να προβάλει ως μοναδικό παράγοντα της νίκης την γενναιότητα των Ελλήνων. Από την άποψη αυτή οι “Πέρσες” δεν είναι πατριωτικό έργο.

Ένας γερμανός φιλόλογος, ο Hans Diller (H.Diller, Kleine Schriften zur antiken Literatur, München 1971, 428) τονίζει ότι ο Αισχύλος δεν παραγνώριζε το δικαίωμα στους βαρβάρους να ζουν όπως ζούσαν. Ήταν ένας διαφορετικός κόσμος, τίποτε άλλο. Και όμως δεν μπορεί κανείς ν’ αρνηθεί ότι αυτή τη χτυπητή αντιπαράθεση του ελληνικού τρόπου ζωής με τον περσικό δεν μπορούμε να την εξηγήσουμε  από τα εθνολογικά μόνο ενδιαφέροντα του Αισχύλου. Η αντιπαράθεση σκοπό έχει να κάνει και μιαν αποτίμηση των αξιών που ενσαρκώνουν οι δυο κόσμοι. Ούτε μπορεί κανείς να υποστηρίξει πως ο Αισχύλος θεωρούσε την εύνοια των θεών αποκλειστικά παράγοντα της νίκης. Έναν δεύτερο παράγοντα τον έβλεπε και στον άνθρωπο, όπως είχε διαμορφωθεί από τη μια και από την άλλη μεριά του Αιγαίου. Όπως σωστά τονίζει ο Albin Lesky (A.Lesky, Die tragische Dichtung der Hellenen, 31972, 86), η νίκη των Ελλήνων ήταν και δικό τους έργο και των θεών.

Οι θεοί παραστάθηκαν, επειδή οι Έλληνες είχαν μεγαλώσει σ’ έναν κόσμο που τους δίδαξε όχι μόνο την αξία της ελευθερίας, αλλά και της ευσέβειας. Αντίθετα, ο Ξέρξης δεν ήθελε μόνο ανελεύθερους υπηκόους· είχε και μιάνει τα ιερά των θεών και φτάσει ώς την ύβρη με το να διαβεί τον Άλυ ποταμό και να αλυσοδέσει τον Ελλήσποντο. Άλλη μια αντίθεση: ύβρις-σωφροσύνη, ασέβεια-ευσέβεια. Πώς λοιπόν οι θεοί να μην προστατεύουν τους Έλληνες; Από την άποψη αυτή μπορούμε να πούμε πως οι “Πέρσες” είναι δράμα πατριωτικό.

Οπωσδήποτε, έχει απόλυτα δίκιο ο Gilbert Murray, όταν τονίζει πως οι “Πέρσες” είναι ο μοναδικός πανηγυρικός μιας πολεμικής νίκης που φτάνει στα ύψη μιας μεγάλης ποίησης (Aeschylus. The Creator  of Tragedy. Oxford 1940, 123).

___________________________________

  • Πρώτη δημοσίευση: ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ. Τριμηνιαία έκδοση του Συλλόγου Αποφοίτων της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Τεύχος 48. Καλοκαίρι 1987.
The following two tabs change content below.

ΙΩΑΝΝΗΣ Θ. ΚΑΚΡΙΔΗΣ

O κλασικός φιλόλογος και ομηριστής Iωάννης Θ. Kακριδής γεννήθηκε στην Aθήνα το 1901, γιος του λατινιστή Θεοφάνη Α. Κακριδή. Σπούδασε φιλολογία στα Πανεπιστήμια Αθηνών, Bερολίνου, Bιέννης και Λειψίας. Tο 1925 αναγορεύθηκε διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Tην περίοδο 1924-1931 εργάσθηκε ως συντάκτης του “Iστορικού Λεξικού” της Aκαδημίας Aθηνών. Tο 1930 εκλέχθηκε υφηγητής της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το 1939 καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου δίδαξε έως το 1945. Επίσης, δίδαξε στη Στοκχόλμη, στην Ουψάλα, στο Λουντ της Σουηδίας και στο Τίμπινγκεν της Γερμανίας. Οι τολμηρές για την εποχή του ιδέες -θερμός υποστηρικτής της γλωσσικής μεταρρύθμισης, της δημοτικής και του μονοτονικού- προκάλεσαν τη “Δίκη των Τόνων” εναντίον του, την οποία υποκίνησε το Πανεπιστήμιο Αθηνών, μεταξύ 1941-42, και οδήγησε στην αναγκαστική παραίτησή του από την έδρα του. Μεταξύ 1964-1967 διετέλεσε πρόεδρος του Παιδαγωγικού Iνστιτούτου, πρωτοστατώντας στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου. Το 1968 παραιτήθηκε από το ΑΠΘ εξαιτίας της δικτατορίας. Μετά τη μεταπολίτευση συνεργάστηκε με το ΚΕΜΕ. Πέθανε στην Aθήνα το 1992, αφήνοντας πίσω του πλούσιο συγγραφικό και μεταφραστικό έργο. (Πηγή: Αρχείο Συγγραφέων ΕΚΕΒΙ)

Latest posts by ΙΩΑΝΝΗΣ Θ. ΚΑΚΡΙΔΗΣ (see all)


Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ