Κάρολος Κουν: Ιάκωβος Καμπανέλλης, Ένας ανανεωτής της ελληνικής θεατρικής γραφής

Κάρολος Κουν: Ιάκωβος Καμπανέλλης, Ένας ανανεωτής της ελληνικής θεατρικής γραφής

Μοιράσου το!

  • Κάρολος Κουν

ΜΙΛΩΝΤΑΣ για τον Ιάκωβο Καμπανέλλη μιλώ για ένα παλιό μου συνεργάτη και φίλο, που έχει παραμείνει συνεργάτης και φίλος στενός όλ’ αυτά τα χρόνια και που το έργο του είναι πραγματικά πολύ σημαντικό. Το πρώτο που πρέπει να πει κανείς για τον Καμπανέλλη είναι ότι από κείνον ξεκινά μια καινούργια μορφή του νεοελληνικού θεάτρου. Υπήρξε η αρχή, η αφετηρία των νέων θεατρικών συγγραφέων και “Η αυλή των θαυμάτων” του είναι ένα –το βασικότερο ίσως– ορόσημο για τους προσανατολισμούς των συγγραφέων αυτών. Τον Ιάκωβο τον είχα γνωρίσει λίγο καιρό πριν μου φέρει την “Αυλή” για να τη διαβάσω, το 1957. Το έργο το αγάπησα πολύ, το ανεβάσαμε αμέσως στο “Θέατρο Τέχνης” και είχε τεράστια επιτυχία, τόσο από άποψη καλλιτεχνική όσο και από άποψη ανταπόκρισης του κοινού.

Τι είναι όμως εκείνο το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που κάνει τον Καμπανέλλη ξεχωριστό συγγραφέα; Είναι κυρίως η θεατρική μαγεία της γραφής του. Και τι είναι η θεατρική μαγεία; Είναι ένα ένστικτο και μια γνώση για το τι πρέπει να προβληθεί την κάθε στιγμή, για το πόσο πρέπει να διαρκέσει αυτό και πόση πρέπει να είναι η ένταση εκείνου που προηγείται και εκείνου που έπεται. Πιστεύω ότι δε μπορεί να υπάρξει σημαντικό θεατρικό έργο αν δεν έχει ως κύριο συστατικό και γνώρισμα τη θεατρική μαγεία. Όλοι οι συγγραφείς που έχουν μια διάρκεια μέσα στο χρόνο και μέσα στο χώρο είναι συγγραφείς που ξέρουν να δημιουργούν αυτή τη μαγεία, που ξέρουν να δίνουν τις καταστάσεις με τα σωστά μέσα – που ξέρουν λογουχάρη αν σ’ ένα σημείο του έργου χρειάζεται μια λέξη μόνο, μια κίνηση, ή μια σκηνή τεσσάρων σελίδων. Γιατί, μπορεί το γράψιμο ενός συγγραφέα να είναι πολύ ωραίο, πολύ ποιητικό ή να έχει μεγάλη πνευματικότητα, για να γίνει όμως θέατρο πρέπει να υπάρξει απαραίτητα αυτή η μαγεία, η οποία διαμορφώνεται και αναμορφώνεται κάθε τόσο, ανάλογα με τις εποχές. Μόνο τότε έχουμε επί σκηνής ένα έργο γερό, που ο θεατής μπορεί να το παρακολουθήσει και να δημιουγηθούν μέσα του οι ανάλογες καταστάσεις και τα ερεθίσματα που θα του επιτρέψουν να πλησιάσει τα νοήματα –είτε κοινωνικά είτε πολιτικά είτε πνευματικά είτε φιλοσοφικά και υπαρξιακά είν’ αυτά– που ο συγγραφέας θέλει να του μεταδώσει.

Από την εποχή της “Αυλής” έως σήμερα έχουμε παίξει πολλά έργα του Καμπανέλλη στο “Θέατρο Τέχνης”. Σε άλλα απ’ αυτά ήταν περισσότερο έντονα και εμφανή τα χαρίσματα της θεατρικής του γραφής, σε άλλα λιγότερο, πάντα όμως είχαν τη σφραγίδα της ποιότητας του δημιουργού του και πάντα σημείωσαν επιτυχία, γιατί πάντα είχανε κάτι σημαντικό να προσθέσουνε στον θεατρικό μας χώρο.

Όταν πρωτοξεκίνησε το “Θέατρο Τέχνης”, το 1942, μέσα στις προοπτικές και στις φιλοδοξίες μας ήταν και η δημιουργία ενός πυρήνα νέων ελλήνων θεατρικών συγγραφέων που θα έφερναν καινούργια πνοή στο εγχώριο θέατρο. Εκείνη την εποχή κυριαρχούσε η φαρσοκωμωδία σαν βασική ελληνική έκφραση, η οποία είχε προσφέρει αρκετά καλά δείγματα, σ’ ένα είδος βέβαια “θεάτρου ψυχαγωγίας”. Επίσης πρέπει να αναφέρουμε την επιθεώρηση, αλλά και την παράδοση του Ξενόπουλου, που δέσποζαν τότε στις θεατρικές μας σκηνές. Ο πρώτος έλληνας θεατρικός συγγραφέας που συνεργάστηκε μαζί μας και αποτελούσε μέλος της ομάδας του θεάτρου μας ήταν ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, ο οποίος ήταν συγχρόνως και μεταφραστής πολλών ξένων έργων που ανεβάσαμε. Το 1943 παίξαμε το θεατρικό του “Κωνσταντίνου και Ελένης”, έργο της Κατοχής με πολλά προτερήματα, και το 1964 την “Αγγέλα” του – με μεγάλη καθυστέρηση, γιατί είχαμε δυσκολίες με τη λογοκρισία και γιατί μας απειλούσανε πως αν το ανεβάζαμε θα μας τα κάνανε γυαλιά-καρφιά. Το καλοκαίρι του 1944 παίξαμε σε δυο παραστάσεις τον “Τελευταίο Ασπροκόρακα” του Αλέξη Σολομού (ο οποίος είχε μπει στην ομάδα μας και έπαιζε σαν ηθοποιός), ενώ το “Μακρινό λυπητερό τραγούδι” και τα “Παιχνίδια στις αλυκές” του Δημήτρη Κεχαϊδη τα ανεβάσαμε το 1957 σ’ ένα ειδικό πρόγραμμα επίδειξης της νέας ελληνικής θεατρικής σκηνής.

Η καινούργια ελληνική θεατρική παράδοση δημιουργήθηκε κυρίως με τον Καμπανέλλη και συνεχίστηκε με την Αναγνωστάκη, τον Αρμένη, τον Ευθυμιάδη, τον Κεχαϊδη, τον Κωσταβάρα, τον Ποντίκα, τον Σεβαστάκη, τον Σκούρτη, τον Τακόπουλο κ.ά. Αναφέρω ενδεικτικά συγγραφείς που έργα τους ανεβάσαμε εμείς, υπάρχουν όμως και άλλοι που ανήκουν στην ίδια πλειάδα μ’ αυτούς και που, με πρώτο τον Καμπανέλλη, καλλιέργησαν ένα είδος “θεάτρου προβληματισμού”. Μπορεί βέβαια να διακρίνει κανείς στο γράψιμό τους επιρροές από το ξένο θέατρο, ωστόσο επιρροές πάντα υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν παντού – άλλωστε αυτό είναι κάτι που όχι μόνο το αποδεχόμαστε αλλά και το αποζητάμε. Ακόμα και ο Καμπανέλλης, παρά την πρωτοτυπία του και το χαρακτηριστικό του ύφος, νομίζω ότι επηρεάστηκε αρκετά από τους ξένους ρυθμούς και τους ξένους προβληματισμούς. Όλοι μας δεχόμαστε επιρροές από τον παγκόσμιο χώρο, και αλίμονο αν αυτό δεν συνέβαινε! Θα ήμασταν στεγνοί, ξεροί και εκτός εποχής, θα μας έλειπαν οι πηγές για ν’ αντλήσουμε διδάγματα. Θα ήταν τεράστιο λάθος αν μέναμε ανεπηρέαστοι από τα ζωντανά ρεύματα του καιρού μας. Ας μην ξεχνάμε πως και σε παλιότερες εποχές οι συγγραφείς ήταν όλοι επηρεασμένοι από κάποια ξένα πρότυπα· ακόμα και το κωμειδύλλιο, ακόμα και το θέατρο του Ξενόπουλου, έφερναν ζωηρά τα ίχνη των επιρροών. Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι οι σύγχρονοι συγγραφείς είναι πολύ πιο γνήσιοι και πιο “έλληνες” απ’ τους παλιότερους, μολονότι ζούμε σ’ έναν αιώνα που λόγω των επικοινωνιών επηρεάζεται από τα παγκόσμια ρεύματα πολύ περισσότερο απ’ όσο συνέβαινε στο παρελθόν.

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του Καμπανέλλη και όλης της σχολής που δημιουργήθηκε αργότερα είναι η γνησιότητα και η ελληνικότητά τους. Γύρω στα 1935-40 κυριαρχούσε ένας σωβινισμός κι ένας πουριτανισμός στους κύκλους των διανοουμένων σχετικά με το τι είναι “ελληνικό” και τι δεν είναι, με το τι έχει “ελληνικότητα” και τι δεν έχει. Μιλώντας τώρα για την ελληνικότητα του Καμπανέλλη δεν την εννοώ με το ίδιο πνεύμα· την εννοώ σαν αναμόχλευση των δικών μας, των ντόπιων προβληματισμών, χωρίς όμως αποκοπή από τους ανάλογους προβληματισμούς του παγκόσμιου χώρου. Γιατί κι εμείς οι ίδιοι ανήκουμε κατά κάποιο τρόπο στα παγκόσμια ρεύματα, δεν είμαστε ξένοι, δεν είμαστε ξεκομμένοι απ’ αυτά. Ο Καμπανέλλης και οι άλλοι νέοι συγγρφείς καταφέρνουν να δημιουργήσουν στα έργα τους αυθεντικούς ελληνικούς χαρακτήρες, μορφές που μας είναι οικείες και που γι’ αυτό το λόγο εύκολα μπορούμε να τις αναγνωρίσουμε. Το στοιχείο της ελληνικότητας σήμερα βρίσκεται στους ανθρώπινους τύπους που έχουμε γύρω μας. Και οι συγγραφείς αυτοί βασίζονται πολύ στον τύπο του μέσου και λαϊκού Έλληνα γιατί αυτός είναι ο πιο ζωντανός, ο πιο “έγχρωμος”. Δεν είναι ο πνευματικός κόσμος που δημιουργεί το θεατρικό ενδιαφέρον. Πάντα μου φαίνονται ύποπτα τα έργα που έχουν να κάνουν με προβληματισμούς πέρα από το καθημερινό μας επίπεδο. Υπάρχει κίνδυνος να είναι ψευτοποιητικά, ψευτοδιανοουμενίστικα, πλαστά. Οι νέοι συγγραφείς μας απέφυγαν αυτό το σκόπελο και αντλούν την ποίηση μέσα από την τάξη των λαϊκών ανθρώπων, η οποία έχει όντως πολλά ποιητικά στοιχεία.

Βέβαια, τα πράγματα αλλάζουν ραγδαία στο θέατρο, όπως και στη ζωή, γι’ αυτό πρέπει να τα παρακολουθείς από κοντά και να συμβαδίζεις με το ρυθμό τους. Πριν από χρόνια λογουχάρη –για να μεταχειριστώ ένα παράδειγμα από την καθημερινή ζωή– το κομπολόι στα χέρια ενός λαϊκού ανθρώπου είχε μια γνησιότητα. Σήμερα στα χέρια ενός νεαρού φαίνεται ανούσιο, τουριστικό, σχεδόν ξένο. Τον παλιό καιρό όλοι εκείνοι οι χαφιέδες και οι κουτσαβάκηδες που καθόντουσαν με τις ώρες στον καφενέ ξαπλωμένοι στις ψάθινες καρέκλες κρατούσανε και παίζανε κομπολόι. Τώρα, με τον ρυθμό της ζωής που άλλαξε και επιταχύνθηκε τόσο, το κομπολόι είναι ψεύτικο, φολκλορίστικο, ένα απλό στολίδι. Όλα αυτά συνδέονται με το ξεπέρασμα κάποιων καταστάσεων, το οποίο κάποτε είναι και οδυνηρό. Σήμερα μπορεί τα πράγματα που ζούμε να μην είναι τόσο ωραία, αλλά ακόμα και το μη ωραίο είναι συχνά στοιχείο θεατρικό και ποιητικό. Και το ωραίο και το μη ωραίο είναι πηγές πλούσιες για ένα θεατρικό συγγραφέα, αρκεί το βίωμα που μεταφέρεται να είναι γνήσιο.

Πιστεύω ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει σ’ όλο τον κόσμο. Τα σημαντικότερα έργα κάθε χώρας εκφράζουν τις ιδιομορφίες της ζωής και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των κατοίκων της. Γι’ αυτό νομίζω ότι τα αρχαία ελληνικά έργα είναι δύσκολο να τα παίξουν οι ξένοι, λόγω διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας και κλίματος ζωής. Για τον ίδιο λόγο μου φαίνεται δύσκολη και η μετάφραση των σύγχρονων ελλήνων συγγραφέων. Είναι πολύ ζωντανοί, πολύ ζουμεροί, και η μεταφορά των έργων τους σε ξένη γλώσσα οπωσδήποτε θα τους αδικήσει. Ξέρω πως αυτό τον καιρό μεταφράζεται στα ρώσικα ένα έργο του Καμπανέλλη, το “Οδυσσέα γύρισε σπίτι”. Ίσως σ’ αυτή την περίπτωση να είναι δυνατή η μετάφραση, γιατί ο “Οδυσσέας” του έχει στοιχεία καθολικά και διανοητικά, αν και πάλι, εγώ που το ξέρω το έργο στα ελληνικά, θα δυσκολευόμουν να το αγαπήσω σε μια ξένη γλώσσα. Το θέατρο του Καμπανέλλη είναι κατεξοχήν ελληνικό, είν’ ένα θέατρο που μας προβληματίζει ή που κάνει τους προβληματισμούς μας πιο ξεκάθαρους, προβάλλοντάς τους μέσα από καθαρά ελληνικές εικόνες, μέσα από ένα κόσμο που τα ερεθίσματά του μας αγγίζουν και μας συγκινούν.

___________________________

  • Πρώτη δημοσίευση: Η Λέξη. Ελληνική και ξένη λογοτεχνία. Αφιέρωμα: Το ελληνικό θέατρο. Τεύχος 34, Μάης ’84.

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ