Μάριος Πλωρίτης: Λουίτζι Πιραντέλο, Οι μάσκες κι ο καθρέφτης

Μάριος Πλωρίτης: Λουίτζι Πιραντέλο, Οι μάσκες κι ο καθρέφτης

Μοιράσου το!

  • Μάριος Πλωρίτης

Σε κάθε άνθρωπο υπάρχουν τρεις Γιάννηδες: ο Γιάννης όπως είναι ο Γιάννης, ο Γιάννης όπως νομίζει τον εαυτό του και ο Γιάννης όπως τον νομίζουν οι άλλοι”. Αυτό τον αφορισμό του αμερικάνου συγγραφέα του περασμένου αιώνα Wendell Holmes θα μπορούσε να τον έχει γράψει κι ο Πιραντέλο. Μόνο που, για τον σικελό δραματουργό, ο πρώτος Γιάννης (ο “Γιάννης όπως είναι”) δεν υπάρχει καν. Κι όλο του το έργο – πεζογραφικό και θεατρικό – στηρίζεται σ’ αυτή την “πολλαπλότητα” του ατόμου.

Ο καθένας μας – λέει, σχολιάζοντας την τέχνη του μεγάλου συμπατριώτη του, ο Sylvio d’ Amico – δεν είναι αυτό που νομίζεις πως είναι, αλλά είναι “ένας, κανένας, κι εκατό χιλιάδες”*, ανάλογα με το πώς τον βλέπει τούτο ή εκείνο το πρόσωπο, και πάντα αλλιώτικος απ’ ό,τι πλάθει ο ίδιος τον εαυτό του μες στο μυαλό του. Γι’ αυτό, η καταστροφή είναι τεράστια, όταν ένας ηθικός καθρέφτης του αποκαλύπτει ξαφνικά την εικόνα του εαυτού του όπως τη βλέπουν οι άλλοι, δηλαδή τι είναι για τους άλλους.”

Έτσι, ο κάθε άνθρωπος έχει άπειρες μορφές για τους τρίτους. Αλλά οι μορφές αυτές δεν στηρίζονται μόνο στο διαφορετικό πρίσμα απ’ όπου τον βλέπουν οι άλλοι. Υπάρχουν μέσα μας.

Ο καθένας μας – λέει ο Πιραντέλο – πιστεύει πως ο εαυτός του είναι ένας. Μα γελιέται: ο καθένας μας είναι τόσο πολλοί, τόσο πολλοί, – όσες είναι οι δυνατότητες που υπάρχουν μέσα μας… Εμείς οι ίδιοι δεν ξέρουμε παρά μονάχα ένα μέρος του εαυτού μας – και, σίγουρα, το λιγότερο σημαντικό.”

Συνέπεια τούτης της “αυτοάγνοιας” και μαζί αντίδραση σ’ αυτήν, είναι οι αμέτρητες όψεις που πλάθει ο ίδιος ο άνθρωπος για τον εαυτό του.

Νομίζω – λέει πάλι ο σικελός δραματουργός – πως η ζωή είναι μια πολύ θλιβερή φάρσα. Γιατί έχουμε μέσα μας – χωρίς να μπορούμε να ξέρουμε πώς, γιατί κι από πού – την ανάγκη να εξαπατούμε αδιάκοπα τον εαυτό μας, δημιουργώντας μια πραγματικότητα (μια για τον καθένα και ποτέ την ίδια για όλους), που κάθε τόσο αποδείχνεται μάταιη και φανταστική…”

Έτσι, το άτομο δεν είναι ποτέ ΕΝΑ, ούτε για τους άλλους, ούτε για τον εαυτό του. Και οι συγκρούσεις των διαφορετικών “εικόνων” που έχει ο κάθε τρίτος για μας, κι εμείς οι ίδιοι για τον εαυτό μας αποτελούν το Δράμα του Πιραντέλο.

Η τέχνη μου – λέει πάλι ο ίδιος – είναι γεμάτη πικρή συμπόνια για όλους εκείνους που εξαπατούν τον εαυτό τους. Ωστόσο, αυτή η συμπόνια δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται απ’ το άγριο περιγέλασμα της μοίρας που καταδικάζει τον άνθρωπο στην απάτη.”

Κι αλλού συμπληρώνει:

Οταν ένας άνθρωπος ζει, ζει και δεν φαίνεται. Λοιπόν, κάντε έτσι ώστε να φαίνεται, δείξτε τον την ώρα που ζει υπό το κράτος των παθών του. Βάλτε μπροστά του έναν καθρέφτη. Τότε ή μένει κατάπληκτος απ’ την όψη του ή στριφογυρίζει τα μάτια του για να μη δει τον εαυτό του ή, έξω φρενών, φτύνει την εικόνα του ή, οργισμένος, δίνει μια γροθιά για να την καταστρέψει.. Κι αν έκλαιγε, δεν μπορεί πια να κλάψει. Κι αν γελούσε, δεν μπορεί πια να γελάσει άλλο. Μια φορά, κάτι δυσάρεστο θα είναι το αποτέλεσμα. Αυτό το δυσάρεστο είναι το Θέατρό μου”.

Δεν είναι, βέβαια, εύρημα του Πιραντέλο τούτη η αντίληψη για την υποκειμενικότητα της αλήθειας.

Από τον Ηράκλειτο (“είμεν και ουκ είμεν”), τον Πρωταγόρα (“πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος”), τον Γοργία (“ουδέν εστίν, ει δ’ εστίν ου νοητόν, ει δε νοητόν, αλλ’ ου γνωτόν, ει δε και γνωτόν, αλλ’ ου δηλωτόν άλλοις”), ώς τον Berkeley, τον Kant, τον Spencer, τον Comte, οι “σχετικοκράτες” καταρρίψανε την πίστη στην απόλυτη αλήθεια κι απόδειξαν πως, τόσο η γνώση όσο κι η ηθική αλλάζουν σύμφωνα με το χώρο, το χρόνο και το υποκείμενο που τις “κρίνει”. Και, το δίχως άλλο, η περιλάλητη θεωρία της Σχετικότητας, που εξάγγειλε (1905) ο Einstein – όταν ο Πιραντέλο έκανε τα πρώτα λογοτεχνικά του βήματα και δέκα χρόνια πριν ο συγγραφέας του Μακαρίτη Ματία Πασκάλ καταπιαστεί με το θέατρο – θα τον επηρέασαν βαθύτατα.

Άλλωστε, ο Πιραντέλο δεν είναι ένα παράξενο, μοναχικό δέντρο, που ξεπετάχτηκε απότομα και απρόσμενα μέσα σ’ ένα λαχανόκηπο. Οι πιο άξιοι εκπρόσωποι του ευρωπαϊκού θεάτρου στα τέλη του 19ου αιώνα (απ’ τον Τσέχοφ ώς τον Synge και τον Barrieείχαν στρέψει την προσοχή τους στην αντίθεση πραγματικότητας και φαντασίας, “είναι” και “φαίνεσθαι”.

Στην πατρίδα του την Ιταλία, πάλι, ο Ρεαλισμός δεν μπόρεσε ποτέ να ριζώσει βαθιά. Η Όπερα με τη χτυπητή θεατρική συμβατικότητά της κι η Commedia dell’ Arte με τους σχηματικούς τύπους της, ήταν πολύ περισσότερο μέσα στο αίμα συγγραφέων και κοινού. Γι’ αυτό κι οι Ιταλοί, ενώ δεν έχουν να παρουσιάσουν κανέναν σπουδαίο ρεαλιστή, πιστώνονται μ’ ένα θεατρικό είδος που γέννησε έναν από τους κορυφαίους δραματουργούς του αιώνα μας: το είδος είναι το Θέατρο του Γκροτέσκο κι ο δραματουργός, φυσικά, ο Πιραντέλο.

Ο Luigi Chiarelli, ο Luigi Antonelli, ο Rosso de San Secondo (που έδωσαν τα καλύτερά τους έργα, όταν ο Πιραντέλο, αν και 15 ή 20 χρόνια μεγαλύτερός τους, πρωτοδοκίμαζε τις δυνάμεις του στη σκηνή) έχουν κοινό θέμα τους την ιλαροτραγική αιώρηση του ανθρώπου ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη φαντασία, και κοινό ύφος τον γκροτέσκα χιουμοριστικό χειρισμό των θεμάτων τους. Και μόνο οι τίτλοι των σπουδαιότερων έργων τους – Η μάσκα και ο πρόσωπο (La maschera e il volto) του πρώτου, Ο άνθρωπος που αντάμωσε τον εαυτό του (L’uomo che incontrò se stesso) του δεύτερου, Μαριονέτες, τι πάθος! (Marionette, che passione!) του τρίτου – μαρτυράνε το περιεχόμενό τους αλλά και την επίδραση που είχε πάνω τους η πάντα ζωντανή παράδοση της Commedia dell’ Arte με τις μάσκες της.

Οι μάσκες αυτές – όπως τις μεταμόρφωσε το “Γκροτέσκο Θέατρο” σε μάσκες ψυχολογικές, ηθικές και κοινωνικές – βρίσκουν την αποκορύφωσή τους στον Πιραντέλο, που άλλωστε έδωσε σ’ όλο του το θεατρικό έργο το γενικό τίτλο Γυμνές μάσκες (Maschere nude)Γυμνές, γιατί, με τα δράματα και τις κωμωδίες του, προσπαθεί να ξεμασκαρέψει τους ήρωές του, να τους αποσπάσει το προσωπείο που σκάρωσαν οι ίδιοι ή που τους έχει επιβάλει η κοινωνία. Να τους φέρει αντιμέτωπους με τον ηθικό καθρέφτη, όπου θα δουν τον εαυτό τους στις άπειρες αντιφάσεις του.

Στα πιο χαρακτηριστικά του έργα – στο Έτσι είναι (αν έτσι νομίζετε), στα Έξι πρόσωπα…, στον Ερρίκο Δ΄, στο Να ντύσουμε τους γυμνούς – αυτή η πάλη ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη βιτρίνα, ανάμεσα στο πρόσωπο και στη μάσκα, οδηγεί το δράμα σε οξύτητα σπαραχτική, που την κάνουν ακόμα πιο διαπεραστική η διαλεκτική μαεστρία κι η εξαίρετη τεχνική δεξιότητα του συγγραφέα.

Ωστόσο, μέσα σ’ αυτόν τον ψυχικό “λάκκο με τα φίδια”, δε, λείπει κάποιος δρόμος λύτρωσης, φτάνει να ’χουν οι ήρωες τη δυναμη ν’ αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα κατά πρόσωπο. Δεν λείπει ένα γνήσια μεσογειακό “πάθος”, που συνοδεύει πάντα τον συγγραφέα, μ’ όλο τον “εγκεφαλισμό” του. Δεν λείπει, προπάντων, το έλεος για την povera gente, για τη φτωχή τυραννισμένη ανθρωπότητα, που παραδέρνει αδιάκοπα με τα στοιχειά που ’χει μέσα στο νου και στην καρδιά της.

Η “φιλοσοφία”, όμως, του Πιραντέλο και τα σοβαρά θέματα των έργων του, δημιούργησαν γρήγορα μια παρεξήγηση, προπάντων όταν ο συγγραφέας απόχτησε πανευρωπαϊκή φήμη. Οι περισσότεροι μη ιταλοί σκηνοθέτες και ηθοποιοί τα είδαν σαν ζοφερά δράματα. Όμως ο Πιραντέλο, ακόμα και στο πιο “δραματικά” του έργα, μένει γνήσιος εκπρόσωπος του “Grotesco” και κατευθείαν απόγονος της Commedia dell’ Arte. Οι καταστάσεις που επινοεί είναι τραγικές και κωμικές μαζί κι η εξέλιξη και περιπλοκή τους, όσο εντείνει τη δραματικότητά τους, άλλο τόσο οξύνει και την ιλαρότητά τους. Θα μπορούσες να πεις πως τα έργα του είναι μεγαλειώδεις φιλοσοφικές φάρσες, όπου το πιο γελοίο ζευγαρώνεται με το πιο σπαραχτικό. Και τα δυο μαζί, ενωμένα κι αχώριστα, κραυγάζουν την αγωνία του ανθρώπου ανάμεσα στη θλιβερή εσωτερική του πραγματικότητα και στο εύθραυστο απατηλό προσωπείο του.

Η ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα

Ο ίδιος ο Πιραντέλο διηγιέται πώς “γεννήθηκε” το κορυφαίο έργο του Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα (Sei personaggi in cerca d’autore1921), που ο σπόρος του υπάρχει στο διήγημά του Τραγωδία ενός προσώπου.

Κάποια μέρα – λέει – παρουσιάστηκε στη φαντασία του μια ολόκληρη οικογένεια: ένας Άντρας, κάπου 50 χρονών, με μαύρη ζακέτα κι ανοιχτόχρωμες γκέτες, με σκυθρωπό ύφος και μάτια παράξενα απ’ την ταπείνωση· μια Γυναίκα με το πέπλο της χήρας, που κρατούσε απ’ το ’να χέρι ένα Κοριτσάκι τεσσάρων χρόνων κι απ’ τ’ άλλο ένα δεκάχρονο Αγόρι· μια Κοπέλα, τολμηρή κι αναιδής, ντυμένη κι αυτή με μαύρα, αλλά με ύποπτη και προκλητική πολυτέλεια, μια κοπέλα που αναριγούσε ολόκληρη από σαρκαστική περιφρόνηση για τον ταπεινωμένο γέρο και για κάποιον Νέο που έμενε σιωπηλός απόμερα. Και, πότε ο ένας, πότε ο άλλος, μα συχνά κόβοντας ο ένας τον άλλον, άρχισαν να του διηγούνται τις λυπηρές υποθέσεις τους, να του φωνάζουν ο καθένας το δίκιο του, να του πετάνε καταπρόσωπο τα ταραγμένα πάθη τους.

Έτσι βρέθηκε, χωρίς να το θέλει, μπροστά σ’ εκείνα τα έξι πρόσωπα, που περίμεναν απ’ αυτόν να τα μπάσει στον κόσμο της Τέχνης, συνθέτοντας απ’ τις μορφές τους, απ’ τα πάθη τους, απ’ τις περιπτώσεις τους ένα ρομάντζο, ένα δράμα ή έστω μια νουβέλα. Είχαν γεννηθεί ζωντανά κι ήθελαν να ζήσουν: “Είμαστε το Δράμα κι ανυπομονούμε να το παίξουμε”.

Του κάκου – λέει ο Πιραντέλο – προσπάθησε να διώξει αυτούς τους ανεπιθύμητους επισκέπτες, μη θέλοντας να λυπήσει τους αναγνώστες του με τα θλιβερά παθήματά τους. Δημιουργήματα της φαντασίας του, τα έξι αυτά πρόσωπα ζούσαν τώρα πια μια δική τους ζωή, ανεξάρτητη απ’ τον συγγραφέα τους, μια ζωή που εκείνος δεν μπορούσε πια να τους την αρνηθεί. “Όταν ένα πρόσωπο γεννιέται – λέει ο ίδιος – αποκτά αμέσως τέτοιαν ανεξαρτησία απ’ τον δημιουργό του, ώστε μπορεί ο καθένας μας να το φανταστεί σε καταστάσεις και περιπέτειες που δεν πέρασαν ποτέ απ’ το μυαλό του συγγραφέα του· και το πρόσωπο αυτό παίρνει από μόνο του τέτοια σημασία, που ο συγγρφεας του δεν την είχε ποτέ υποψιαστεί.”

Μπροστά στη ζωντανή κι απαιτητική υπόσταση των έξι προσώπων του, ο Πιραντέλο είχε ξαφνικά μια “φαεινή” ιδέα: “Γιατί – σκέφτηκε – να μην παρουσιάσω αυτή την “καινοφανή” περίπτωση ενός συγγραφέα που αρνιέται ν’ “αξιοποιήσει” μερικά από τα πρόσωπά του – πρόσωπα που έχουν πια μέσα τους διάχυτη τη ζωή και δεν το παίρνουν απόφαση να μείνουν έξω από τον κόσμο της Τέχνης; Αυτά έχουν πια αποσπασθεί από μένα. Ζουν για δικό τους λογαριασμό. Απόχτησαν φωνή και κίνηση. Τότε, λοιπόν, ας τ’ αφήσουμε να πάνε εκεί όπου συνήθως πηγαίνουν τα δραματικά πρόσωπα για να ξαναζήσουν: στη Σκηνή. Κι ας σταθούμε να δούμε τι θα γίνει…”

Έτσι γεννήθηκε ένα δράμα που μόνο του, μέσ’ απ’ τα πρόσωπά του, θέλει με κάθε θυσία να βρει τρόπο να παρασταθεί. Τα έξι πρόσωπα παρουσιάζονται μια μέρα σ’ ένα θέατρο, την ώρα που ο θίασος κάνει δοκιμές σε κάποιο έργο (του Πιραντέλο!). Ο σκηνοθέτης, οι ηθοποιοί ξαφνιάζονται, θυμώνουν για τους απρόσκλητους, δυσπιστούν. Μα, λίγο-λίγο, ξυπνάει το ενδιαφέρον τους για το δράμα που διαβλέπουν στην αλλόκοτη αυτή οικογένεια – δράμα σκοτεινό και αμφίβολο, που ήρθε να ριχτεί έτσι απερίσκεπτα σ’ αυτή την άδεια σκηνή, την τόσο απαράσκευη να το δεχτεί.

Και το δράμα αρχίζει να ξαναζεί πάνω στα γυμνά σανίδια. Η “πραγματικότητα” των ηθοποιών μπερδεύεται με τη φανταστική υπόσταση των έξι προσώπων, η ζωή συγχέεται με την Τέχνη, κι η Φαντασία παίρνει – όσο ξετυλίγεται η ιστορία – πολύ βαρύτερη “ύλη” απ’ την ύλη των ένσαρκων προσώπων. Τα “Πρόσωπα” γίνονται όντα πιο πραγματικά απ’ τους ανθρώπους που τα παρακολουθούν, η ζωή τους έχει περισσότερη “αλήθεια” απ’ των αληθινών προσώπων τη ζωή…

Ο Πιραντέλο – που αμφισβήτησε με ιδιοφυή επιχειρήματα την ύπαρξη της “αντικειμενικής πραγματικότητας” – δεν μπορούσε να βρει για την ανάπτυξη της θεωρίας του πεδίο προσφορότερο απ’ τη σκηνή του θεάτρου, όπου ένας καθημερινός άνθρωπος – ο ηθοποιός – αλλάζει ολότελα διαστάσεις, όπου ο μύθος κατακαλύπτει την Ύλη, όπου το “Πλάσμα” παίρνει τη δύναμη Αλήθειας κι όπου η Φαντασία εξαφανίζει την “Πραγματικότητα”. Γι’ αυτό και τα Έξι πρόσωπα… μένουν όχι μόνο το πιο πρωτότυπο κι αριστοτεχνικό, αλλά και το πιο αντιπροσωπευτικό δημιούργημα του μεγαλοφυούς εκείνου ανατόμου της ανθρώπινης ψυχής.

__________________________________________

  • Από το βιβλίο του Μάριου Πλωρίτη Πρόσωπα του Νεότερου και Ξένου Δράματος. Βιβλιοθήκη Ελλήνων και Ξένων Συγγραφέων. Εκδόσεις Γαλαξία. Αθήνα 1965

*Η χαρακτηριστική αυτή φράση είναι παρμένη απ’ τον τίτλο του τελευταίου (1920) μυθιστορήματος του Πιραντέλο Uno, nessuno e cntomila.


Μοιράσου το!
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΔΡΩΜΕΝΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ