Αλέξης Μινωτής: Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα (και “Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα”)
- Αλέξης Μινωτής
Η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ της “Μπερνάρντας” στο Βασιλικό Θέατρο την ερχόμενη Παρασκευή, αν κι έχει τον ίδιο σκηνοθέτη που το ανέβασε προ οκταετίας στο θέατρο Κοτοπούλη, και την ίδια πρωταγωνίστρια, την Κατίνα Παξινού, δεν μπορεί να θεωρηθεί επανάληψη. Το έργο φυσικά είναι απαράλλαχτα το ίδιο, έξω από μερικές διορθώσεις που έκανε σττη μετάφρασή του ο Γκάτσος, αλλά το ανέβασμα είναι τώρα αλλιώτικο, το πιο πολύ από την οπτική πλευρά, και η διανομή των ρόλων άλλη εντελώς, χώρια από τον ρόλο της Χοσέφας που την ενσαρκώνει και τούτη τη φορά η Χριστίνα Καλογερίκου. Στη νέα διανομή οι υπόλοιποι ρόλοι μοιράστηκαν ως εξής: Αντέλα: Αντιγόνη Βαλάκου, Μαρτύριο: Ελένη Χατζηαργύρη, Πόνθια: Ελένη Ζαφειρίου, Μανταλένα: Πίτσα Καπιτσινέα, Αμέλια: Πόπη Παπαδάκη, Δούλα: Όλγα Τουρνάκη.
Στην παράσταση του “Ρεξ” τότε χρησιμοποιήθηκε ένα μοναδικό σκηνικό του Γιάννη Τσαρούχη και για τις τρεις πράξεις, ενώ τώρα κάθε πράξη έχει το δικό της σηνικό όπως το ήθελε κι ο ίδιος ο συγγραφέας, που περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια και τους τρεις χώρους της δράσης του έργου. Βέβαια ο σκηνογράφος είναι ο ίδιος και τώρα, αλλά είναι επόμενο να έχει σήμερα μεγαλύτερη πείρα, πιο πλουτισμένη όραση, ωριμότερη αίσθηση χώρου, ύφους και σκηνικής ενέργειας. Το ίδιο φυσικά μπορεί να πει κανείς και γιαντον σκηνοθέτη, αν παραδεχτούμε πως ο χρόνος είνα ο πιο σίγουρος δάσκαλος.
Το Εθνικό Θέατρο έκρινε πως το αριστούργημα αυτό του Λόρκα έπρεπε, και δίκαια να μπει στο δραματολόγιό του κι αποφάσισε το ανέβασμά του. Για τον σκηνοθέτη που έχει ξανανεβάσει ένα έργο που ενθουσίασε το κοινό άλλοτε όχι μόνο αυτό το ίδιο, μα και η παράστασή του, το εγχείρημα καινούργιας σκηνοθέτησης είναι δουλειά δύσκολη και επίπονη όπως κάθε προσπάθεια που γίνεται για να ξεπεράσει κανείς τον εαυτό του. Αν πέτυχε ή όχι θα φανεί από την παράσταση. Μου φαίνεται ωστόσο πως θα’ναι χρήσιμο για το θεατή, μιας και η τωρινή αυτή εργασία στο Εθνικό βασίζεται ουσιαστικά στην ίδια ερμηνευτική αντίληψη που ακολουθήθηκε και παλαιά, να γνωρίσει από το παρακάτω εισαγωγικό σημείωμα που τυπώθηκε τότε στο πρόγραμμα, τις ιδέες του σκηνοθέτη για το έργο και πιο πολύ τις γνώμες του ίδιου του μεγάλου Ισπανού συγγραφέα για τη θεατρική τέχνη γενικά και τον προορισμό της.
“Το θέατρο είναι ένα από τα πλέον χρήσιμα και τα πλέον εκφραστικά όργανα για την επικοδόμηση μιας χώρας – είναι το βαρόμετρο όπου εγγράφεται το μεγαλείον της, ή η παρακμή της.
Ένα θέατρο ενός τόπου καλά προσανατολισμένο, ευαίσθητο και ζωντανό σε κάθε του κλάδο απ’ την Τραγωδία ώς το vaudeville, μπορεί να εξυψώσει την ευαισθησία ενός λαού, όπως αντίθετα ένα θέατρο, ξεπεσμένο και πλαδαρό μπορεί ν’ αποβλακώσει και ν’ αναισθητήσει ολόκληρο Έθνος.
Το θέατρο είναι ένα σχολείο κλάματος και γέλιου – είναι ο άμβων απ’ όπου οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να εκφράζουν τη ζωική και την πνευματική τους πείρα, να κρίνουν την ανθρώπινη κοινωνία, την ψυχολογία και την αγωγή κάθε εποχής, και να εξηγούν με ζωντανά παραδείγματα τους αιώνιους νόμους της καρδιάς και των ανθρωπίνων αισθημάτων.
Ένα Έθνος που δεν οδηγεί το θέατρό του στο σωστό δρόμο, που δεν το βοηθάει και δεν το ενθαρρύνει, σημαίνει πως αν δεν είναι ακόμη νεκρό, είναι σίγουρα θανάσιμα άρρωστο”.
Από το απόσπασμα αυτό του λόγου που έβγαλε ο ποιητής Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα μετά την “πρώτη” του έργου του “Η Γέρμα”, στη Μαδρίτη στο 1935, καταλαβαίνει κανείς το πάθος και την προσήλωσή της στην ιδέα της δραματικής ποίησης και στην αξία γενικά της θεατρικής τέχνης.
Γεννήθηκε στο χωριό Φουεντεβακέρος της Γρανάδας στο 1899. Στην αρχή σπούδασε νομικά και νώτατος ακόμη εικοσιπενταετής αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στην ποίηση και το θέατρο. Η φήμη του σαν δραματικού συγγραφέα στηρίζεται στα έργα που έγραψε κατά την περίοδο 1931-1934 όταν διευθυντής, σκηνοθέτης, μουσικός, σκηνογράφος της περίφημης “Barraca”, έφερε στις λαϊκές μάζες ολόκληρης της Ισπανίας, την μαγεία του αληθινού θεάτρου. Στα έργα αυτά περιλαμβάνονται δράματα γνωστά όπως “Η Ντόνα Ροζίτα” και μερικές κωμωδίες και φάρσες μεγάλης επιτυχίας, όπως “Η αγάπη του Ντον Περλιμπλίν και της Μπελίσσα στον κήπο” και “Η εξαίσια γυναίκα του τσαγκάρη”. Αλλά η παγκόσμια αναγνώρισή του σαν μεγάλου δραματικού συγγραφέα της εποχής μας, οφείλεται στις τρεις τραγωδίες του “Ο ματωμένος γάμος”, “Η Γέρμα” και “Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα”.
Το τελευταίο αυτό έργο το τελείωσε ο Λόρκα λίγο πριν από το θανατό του τον Ιούλιο του 1936.
Δεν το είδε ποτέ παιγμένο και δεν ξέρουμε αν πρόλαβε να το δοκιμάσει καν με το θίασό του, γνωρίζουμε μονάχα πως πρωτοανέβηκε αρκετά χρόνια αργότερα στην σκηνή μεγάλου θεάτρου στο Μπουένος Άϊρες της Αργεντινής και είχε εξαιρετική επιτυχία.
Από τη στέρεη αρχιτεκτονική του και τον έντονο ρεαλισμό που το διακρίνει από τα προηγούμενά του έργα, είναι φανερό πως ο Λόρκα επεδίωκε τελικά ένα πιο ισχυρό συμβολικό θεμέλιο για το δράμα της λαϊκής ισπανικής παράδοσης.
“Ο συγγραφέας δηλώνει πως οι τρεις πράξεις αυτού του έργου γράφτηκαν με την πρόθεση να παρουσιάσουν ένα φωτογραφικό ντοκουμέντο”.
Έτσι προλόγισε το κείμενο – αλλά μπορούμε εύκολα να συμπεράνουμε διαβάζοντάς το, πως η δήλωη αυτή δεν ήταν κυριολεκτικά η κρίσις του για το αλληγορικό άλλωστε περιεχόμενο, παρά αφορούσε περισσότερο το ύφος του έργου, την εξωτερική του μορφή. Μπορούμε ακόμα να υποθέσουμε, γνωρίζοντας την αποστροφή του προς τον στόμφο και την απαγγελία, πως ήταν μια έμμεση, μια αδιάλλακτη υπόδειξη προς τους ηθοποιούς και που μόνο η λέξη “ποίηση” τους κάνει μερικούς ν’ αρχίσουν να καλαναρχούν.
“Θέατρο όχι ποίηση”, σημειώνει συχνά στο περιθώριο των χειρογρ΄άφων του, αυτός, ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της σύγχρονης Ισπανίας.
Πρέπει όμως να παραδεχτούμε πώς εννοούσε και υπογράμμιζε τη ρεαλιστική επίσης υφή του δράματος αυτού, που έχει ως κύριο θέμα το πατροπαράδοτο αίσθημα της τιμής, σε μια ωμή του σύγκρουση με το καταπιεσμένο ερωτικό ένστικτο, στο περιβάλλον μιας ισπανικής αγροτικής οικογενείας του καιρού μας. Το παλαιό αυτό θέμα που απασχόλησε ολάκαιρη την ισπανική φιλολογία από την εποχή του “Χρυσού αιώνος” με τους Καλντερόν και τους Λόπε ντε Βέγκα ώς τα σήμερα, παρουσιάζεται κι εδώ με την πιο βαρύθυμη αλλά και την πιο ειρωνική του πλευρά. Η τιμή δεν πραγματοποιεί εδώ ένα θρίαμβο της κοινωνικής ανωτερότητος και πειθαρχίας ή της ηθικής της ευθιξίας, απέναντι της κολασίμου πράξεως”, αλλά εκδηλώνεται σαν μια αυθαίρετη πράξη αυτή η ίδια – αν ένας Προκρούστης – ένα τρομακτικό φάσμα ενός πεπερασμένου πολιτισμού που έχει χάσει προ πολλού τον οργανικό του σύνδεσμο με τον άνθρωπο, και που τον δυναστεύει τώρα παράκαιρα μ την παγερή αρπαγή του πατριαρχικού νόμου. Ενός νόμου ανεδαφικού, που αντλι να τονώνει αληθινά το τόσο πολύτιμο αίσθημα της τιμής, το εξουθενώνει· που αντί να θερμαίνει τη ζωή, την παγώνει και την εθαίνει.
Ένα κοινωνικό ντοκουμέντο λοιπόν απ’ αυτή την πλευρά· αλλά από την καθαρά ποιητική ένα ισχυρό και βαθύτατα ανθρώπινο δράμα. Γιατί αν ο Λόρκα ασκεί κοινωνική κριτική και αρνείται άχρηστες κι επικίνδυνες ηθικές δοξασίες καταδικάζοντας αυτούς που τις αντιπροσωπεύουν απ’ τη μια μεριά, απ’ την άλλη η συμπόνια του για τον άνθρωπο που βρίσκεται στενεμένος ανάμεσα φύσης και κοινωνίας τον κάνει να ξεπερνά απόψεις και θέσεις, και κατορθώνει με πλήρη δραματική ωριμότητα να τον βλέπει ταυτόχρονα σαν θύτη και θύμα μαζί. Έτσι η ηρωίδα του έργου, η Μπερνάντα Άλμπα, δεν διαφράφεται σαν μια παθιασμένη μέγσια που ευχαριστιέται απλώς να εκμεταλλεύεται και να βασανίζει τους άλλους, παρά ενσαρκώνεται σαν μια τραγική μορφή. Θύμα κι αυτή η ίδια μιας στείρας πλέον φιλοσοφίας και μιας εξαντλημένης κοινωνικής παράδοσης , της οποίας είναι γνήσιος αντιπροσωπευτικός τύπος. Η Μπερνάρντα πιστεύει πως έχει δίκιο ενώ έχει άδικο – αλλά πιστεύει πραγματικά με περηφάνια, με αρχοντιά, αυταπάρνηση και φυσικά με μεσογειακό πάθος. Και ο Λόρκα την οικτίρει μεν, την αποδοκιμάζει, αλλά την πονάει σαν τη μάνα του, σαν την πατρίδα του την ίδια.
Με πλήρη συναίσθηση του προβλήματος που δημιουργούν αναχρονιστικοί κανόνες και “πνευματικαί αναχαιτίσεις” στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου, ο Λόρκα στο πρόσωπο της Μπερνάρντας συνεχίζει το σεβασμό προς την μορφή και το αίσθημα της καθαρότητος, όπου εδράζετο η αρχική ηθική του καθολικισμούυ και η ευγενέστερη πλευρά της ισπανικής συνείδησης του “χρυσού αιώνος”. Αλλά καυτηριάζει και ειρωνεύεται το διεστραμμένο “απότοκον” της ηθικής αυτής, με το φασματώδες και απάνθρωπον σχήμα της προλήψεως.
Ήταν φυσικό για το Λόρκα να είναι τόσο πολύ επηρεασμένος απ’ αυτή την παράδοση, γέννημα και θρέμμα καθώς ήταν της ορεινής Ανδαλουσίας κοντά στην παλιά πόλη της Γρανάδας που υπήρξε κάποτε η Μαυριτανική πρωτεύουσα της Ισπανίας, και που ώς και τώρα ακόμα, διατηρεί τον ίδιον χαρακτήρα και τα ίδια σχεδόν ηθογραφικά ιδιώματα από τον μεσαίωνα κι εδώ.
Η ιδιοφυία του υπήρξε το πιο όμορφο βλαστάρι του παγανισμού της πατρίδας του, ενός επαρχιακού κόμου κλειστού στον εαυτόν του, έξω από τις ασάφειες και τις διαστροφές του συγχρόνου μοντέρνου πολιτισμού. Σπάνια δραματικός ποιητής βρήκε όπως αυτός στην παράδοση της χώρας του, τη φωνή του και τα ποικίλα καλλιτεχνικά εκφραστικά το μέσα.
Η προσωπικότητά του και η τέχνη του, ένα και το αυτό με την καταγωγή του, συνέθεσαν το θέατρό του που ενθυσίασε ένα λαό, τον ισπανικό, που είδε ενσαρκωμένο τόσο αριστουργηματικά τον εαυτό του στους ζωντανούς χαρακτήρες των έργων του.
Η συνείδηση και το καλλιτεχνικό αισθητήριο του έξω κόσμου διέκρινε μέσα στον εθνικό χαρακτήρα των έργων αυτών,το γενικότερο νόημά των, και στο προσωπικο δράμα των ηρρώων του κάτι από το σύγχρονο πανανθρώπινο άγχος.
___________________________________
- Ελευθερία, 13 Δεκεμβρίου 1962
- Κεντρική φωτογραφία: Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα (1963). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή. Κατίνα Παξινού (Μπερνάρντα), Βέρα Ζαβιτσιάνου (Αδέλα), Πόπη Παπαδάκη (Αμέλια), Πίτσα Καπιτσινέα (Μαγδαλένα), Ελένη Χατζηαργύρη (Μαρτίριο), Ρίτα Μυράτ (Ανγκούστιας), Μυρσίνη Σαντοριναίου (Προυντέντσια). Πίσω της: Ελένη Ζαφειρίου (Πόνθια).
Latest posts by dromena (see all)
- Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του - 27 Απριλίου, 2024
- Ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο - 11 Απριλίου, 2024
- Η “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ - 2 Απριλίου, 2024
- Αν ο Νίκος Χαραλάμπους σκηνοθετούσε τον τηλεφωνικό κατάλογο - 31 Μαρτίου, 2024
- Ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους - 31 Μαρτίου, 2024