Carolyn Galerstein: Η πολιτική εξουσία της Μπερνάρντα Άλμπα

Carolyn Galerstein: Η πολιτική εξουσία της Μπερνάρντα Άλμπα

Μοιράσου το!

  • Carolyn Galerstein

Mi hija ha muerto virgen”. “Η κόρη μου πέθανε παρθένα”. Ακόμα και αν αυτή η φράση δεν είναι ήδη τόσο διάσημη όσο το “Να ζει κανείς ή να μη ζει” του Άμλετ, μπορούμε να υποθέσουμε πως οι ερχόμενες γενιές θα τη θεωρούν εξίσου οικεία. Διότι, όπως οι στοχαστικές ονειροπολήσεις του Άμλετ ανακαλούν την περιπλοκότητα της ανθρώπινης ψυχής, έτσι και η δήλωση της Μπερνάρντα Άλμπα επιβεβαιώνει και αποτυπώνει τους όρους που οι περισσότερες κοινωνίες έθεσαν και σύμφωνα με τους οποίους έπρεπε να ζουν οι γυναίκες, τους όρους σύμφωνα με τους οποίους διαμορφώθηκαν οι βάσεις όχι μόνον της κοινωνικής, αλλά και της πολιτικής συμπεριφοράς έναντι των γυναικών.

Η σημασία την οποία ιδιαίτερα η ισπανική κοινωνία απέδιδε στην παρθενία της ανύπαντρης γυναίκας και στην αγνότητα της χήρας αποτελεί τη βάση της δραματικής σύγκρουσης που ο Γκαρθία Λόρκα εγκαθιστά στον πυρήνα του έργου του. Το γεγονός πως η κοινωνία έχει τη δύναμη να υπαγορεύει τη σεξουαλική συμπεριφορά στα μέλη της, σημαίνει πως έχει επίσης την εξουσία να επιβάλλει κυρώσεις σε οποιαδήποτε σξουαλική συμπεριφορά δεν θεωρεί εκείνη νόμιμη και θεμιτή. Μπορεί συνεπώς κανείς, ξεκινώντας από αυτό το δεδομένο, να διατυπώσει τη θέση πως αυτή η εξουσία της κοινωνίας έχει και πολιτικές διαστάσεις.

Όσον αφορά το δραματικό πρόσωπο της Μπερνάρντα, όπως έχουν παρατηρήσει οι μελετητές του έργου, η πραγματικότητα την οποία επιθυμεί να επιβάλει γύρω της είναι η αντικατάσταση της θέλησης των προσώπων που βρίσκονται στο περιβάλλον της από τη δική της θέληση. Και πράγματι, η θέληση της Μπερνάρντα δεν υποχωρεί ποτέ μέσα στο έργο. Η Μπερνάρντα επιβάλλει τη θέλησή της όχι μόνο στις κόρες της και στους υπηρέτες της, αλλά και στους συγχωριανούς της, με το να μην τους δίνει καμιά αφορμή να την επικρίνουν, με το να μην τους επιτρέπει να δουν τίποτα από τα όσα συμβαίνουν μέσα στο σπίτι με τους άσπρους τοίχους και τις καταθλιπτικές σκιές, καμιά πράξη, καμιά εκδήλωση πένθους, καμιά ένδειξη καταπίεσης.

Η εξουσία της Μπερνάρντα πάνω στις κόρες και στη μητέρα της, ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται στους υπηρέτες της, η περιφρόνησή της για τους συγχωριανούς της, συνδυασμένα μάλιστα με την αμετάκλητη απόφασή της να μην επιτρέψει στους κουτσομπόληδες να την πιάσουν στο στόμα τους, με την προθυμία της να σκοτώσει τον Πέπε παρά να του επιτρέψει να την κάνει αντικείμενο κουτσομπολιού, δείχνουν πως έχουμε να κάνουμε με μια τυραννία που δεν ασκείται μόνο σε προσωπικό επίπεδο. Η τυραννία που επιβάλλει η Μπερνάρντα λειτουργεί επίσης στο κοινωνικό και στο πολιτικό επίπεδο.

Ο Λόρκα ολοκλήρωσε τη συγγραφή του Σπιτιού της Μπερνάρντα Άλμπα το 1936. Το έργο παίχτηκε για πρώτη φορά στην Ισπανία το 1964. Γιατί το καθεστώς του Φράνκο εμπόδιζε επί τριάντα σχεδόν χρόνια τη σκηνική παρουσίαση του έργου αυτού (του οποίου το πρώτο ανέβασμα έγινε το 1945 στο Μπουένος Άϊρες, στην Αργεντινή). Η απαγόρευση οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο στις μυστηριώδεις περιστάσεις κάτω από τις οποίες δολοφονήθηκε ο ποιητής στις αρχές του ισπανικού εμφυλίου; Είχε να κάνει με τη φήμη του έργου του Λόρκα στον υπόλοιπο κόσμο, όπου το όνομα του ποιητή είχε γίνει σύμβολο της εξέγερσης του ελεύθερου πνεύματος ενάντια στο φασισμό; Έχω την εντύπωση πως η λογοκρισία του φρανκικού καθεστώτος είχε κυρίως να κάνει με το γεγονός πως ο Λόρκα, που δεν πήρε ποτέ ενεργό μέρος στις πολιτικές συγκρούσεις της Ισπανίας, του οποίου τα προηγούμενα θεατρικά έργα χαρακτηρίζονταν από το λυρισμό, το συμβολισμό, την αφαιρετικότητα και τον πειραματισμό του ποιητή με τις υπερρεαλιστικές ιδέες, συνέθεσε, με το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα, ένα άκρως πολιτικό έργο. Και πράγματι, η καταπίεση που ασκεί η Μπερνάρντα στις διαθέσεις των υπηρετών και των συγχωριανών της, η καταπίεση που ασκεί πάνω στις φυσικές, σωματικές και συναισθηματικές επιθυμίες των θυγατέρων της δεν είναι αντιπροσωπευτική ενός καταπιεστικού καθεστώτος; Η τυραννία της πάνω σε όλους όσοι βρίσκονται γύρω της και η σύνθλιψη αναγκών που ενδεχομένως να συμπίπτουν και με τις δικές της φυσιολογικές ανάγκες, δεν συμβολίζει το ολοκληρωτικό καθεστώς; Η ανάγκη να υποτάσσει τους πάντες στους κανόνες της δικής της θέλησης δεν ισοδυναμεί με ένα αυταρχικό πολιτικό σύστημα; Προχωρώντας αυτόν τον παραλληλισμό, μπορούμε να πούμε πως η “ηθική αυθεντία” της Μπερνάρντα δεν στηρίζεται πραγματικά σε έναν κώδικα συμπεριφοράς τον οποίο ειλικρινά πιστεύει, αλλά αποτελεί απλώς τη δικαιολογία της για να ασκεί την κυριαρχία της ελέγχοντας τις ζωτικές προσδοκίες άλλων ανθρώπων, δηλαδή για να ασκεί την κυριαρχία της προς όφελός της και όχι χάριν του συνολικού καλού.

Ας εξετάσουμε τη δραματική κατάσταση από κοντά. Η Μπερνάρντα δεν είναι πλούσια. Έχει κάποια χωράφια και εργάτες που τα δουλεύουν. Ο δεύτερος άντρας της κατάφερε, με την προσεκτική του διαχείριση, να αυξήσει το μέγεθος του κτήματος που άφησε ο πρώτος της άντρας, και έτσι η Ανγκούστιας διαθέτει τώρα μια ελκυστική προίκα. Η Μπερνάρντα κατάφερε να γίνει ο πλέον αξιοσέβαστος άνθρωπος του χωριού κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία και επιβαλλόμενη δια της αρετής της. Κανένας άντρας του χωριού δεν είναι αρκετά καλός για τις κόρες της. Ακόμα και ο Πέπε, απ’ ό,τι φαίνεται, γίνεται σχετικά αποδεκτός μόνον εξαιτίας της ομορφιάς του και της νεότητάς του, στοιχεία που του δίνουν μια θέση υπεροχής απέναντι στη μεστωμένη Ανγκούστιας.

Οι υπηρέτες σχολιάζουν πως αν η Μπερνάρντα και οι κόρες της έπρεπε να μετακομίσουν σε άλλη πόλη, η έλλειψη χρημάτων θα τις εμπόδιζε να κατακτήσουν μια κοινωνική θέση αντίστοιχη αυτής την οποία έχουν στο χωριό τους. Παράδειγμα της έλλειψης χρημάτων είναι άλλωστε και η δήλωση της Μαρτίριο: “Αν είχαμε λεφτά θα είχαμε εσώρουχα από ολαντέζικο πανί”. Κι όμως, παρά τη σχετική οικονομική δυσπραγία της, η Μπερνάρντα έχει μια βαθύτατη και ακραία αίσθηση της τάξεως στην οποία ανήκει, της κυρίαρχης τάξεως, της τάξεως της αγροτικής μπουρζουαζίας, πλούσιας είτε απλώς ευκατάστατης. Σύμφωνα με τα περισσότερα συμβατικά υλικά κριτήρια, η Μπερνάρντα είναι “ευκατάστατη”. Έχει ένα μεγάλο σπίτι, έχει άλογα, έχει υπηρέτες, έχει μια ελκυστική προίκα για τη μεγάλη κόρη. Η οικογένεια ανήκει στην κυρίαρχη τάξη, στην τάξη που κρατά στα χέρια της την πολιτική εξουσία τόσο στη συγκεκριμένη περιοχή όσο και σε ολόκληρη τη χώρα. Αυτό που εγγυάται στην Μπερνάρντα το κύρος της είναι το γεγονός πως αποτελεί μέλος αυτής της τάξης και όχι ο οιοσδήποτε, μικρός ή μεγάλος, πλούτος που κατέχει.

Είναι πολλές οι παρατηρήσεις της Μπερνάρντα μέσα στο έργο που αντανακλούν την ταξική της συνείδηση. Για παράδειγμα, η φράση: “Οι φτωχοί είναι σαν τα ζώα· νομίζεις πως είναι φτιαγμένοι από διαφορετικό υλικό”. Λέει για τις κόρες της: “Σε μια ακτίνα εκατό χιλιομέτρων γύρω μας, δεν υπάρχει άντρας αρκετά καλός γι’ αυτές. Οι άντρες αυτού του τόπου δεν είναι της δικής μας τάξεως”. Και άλλωστε, κατά το παρελθόν είχε επιβάλει στη Μαρτίριο να διαγράψει από το μυαλό της κάθε σκέψη παντρολογήματος με τον Ενρίκο Χουμάνας, με τη δικαιολογία ότι ο πατέρας του ήταν βοσκός.

Τη στάση αυτή, η Μπερνάρντα κατάφερε να την ενσταλάξει και στις κόρες της. Όταν η Αντέλα εκφράζει την επιθυμία να βγει από το σπίτι και να δουλέψει στα χωράφια, η Μαγκνταλένα σχολιάζει: “Η καθε τάξη κάνει αυτό που πρέπει να κάνει”.

Οι υπηρέτες έχουν επίσης πλήρη συνείδηση του γεγονότος πως ανήκουν σε διαφορετικό κοινωνικό στρώμα. Μπορεί να παραπονιούνται για τη μοίρα τους, αισθάνονται όμως ένα είδος νομιμοφροσύνης προς την οικογένεια και έχουν μάθει πως, από τη σχέση την οποία έχουν με την Μπερνάρντα εργαζόμενοι σπίτι της, αντλούν ένα σχετικό κύρος μέσα στην κοινωνία όπου ζουν.

Εφόσον δεχθούμε την ιδέα ότι η αυταρχική Μπερνάρντα συμβολίζει την πολιτική καταπίεση ενός αυταρχικού καθεστώτος, πολλές από τις δηλώσεις της μέσα στο έργο και πολλά από τα σχόλια άλλων προσώπων του έργου παίρνουν ένα νόημα επιπλέον. “Ποτέ μου δεν δέχθηκα μαθήματα από κανέναν”, ισχυρίζεται υπερήφανα η Μπερνάρντα. Η φράση αυτή λέγεται ως απάντηση σε ένα κορίτσι που τολμά να επικρίνει τον τρόπο με τον οποίο η Μπερνάρντα μεταχειρίζεται τους υπηρέτες της, επίκριση που, εμμέσως φυσικά, αφορά και τη στάση της Μπερνάρντα απέναντι στους φτωχούς γενικώς, εφόσον το κορίτσι της υπενθυμίζει δειλά πως για να ζήσει κανείς πρέπει να τρώει. Κι όμως, η αλαζονική απάντηση της Μπερνάρντα δεν αναφέρεται στην ουσία μόνο στα μαθήματα συμπεριφοράς. Παρά τη γενική της στάση ζωής, σύμφωνα με την οποία οι ξένοι δεν πρέπει να ξέρουν τίποτα για τα πράγματα του δικού της σπιτιού, η Μπερνάρντα δεν φοβάται τη γνώμη των άλλων. Φυσικά, η τιμή της οικογένειας είναι πράγμα πολύ σημαντικό γι’ αυτήν, και η τιμή δεν κινδυνεύει μόνο από τα πράγματα που κάνουμε ή δεν κάνουμε, κινδυνεύει και από το τι θα πουν οι άλλοι για μας. Κι όμως, από μια άποψη, τα κουτσομπολιά δεν αγγίζουν την Μπερνάρντα. Είναι υπεράνω των σχολίων και υπεράνω των σχολίων πρέπει να είναι και οι κόρες της. Το πρόβλημα δεν έγκειται στο ότι ίσως δεν μπορεί να αντικρούσει την κριτική: η Μπερνάρντα είναι εντελώς πεπεισμένη πως η συμπεριφορά της είναι άμεμπτη και πως μπορεί να το αποδείξει. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι, όπως και η πολιτική εξουσία, η εξουσία της Μπερνάρντα δεν πρέπει ποτέ να επιτρέψει στους άλλους την εκδήλωση οιασδήποτε αμφισβήτησης.

Αλλά και η σκληρότητα της Μπερνάρντα μπορεί επίσης να ερμηνευθεί πολιτικά. Ας πάρουμε για παράδειγμα τιςς αναφορές της στην Πάκα Λα Ροζέτα, τη “μοναδική κακή γυναίκα του χωριού”. Η Πόνθια παρατηρεί πως αυτό οφείλεται στο ότι η Πάκα: “Δεν είναι από εδώ. Είναι από αλλού. Και όσοι πάνε μαζί της, είναι κι αυτοί γιοι ξένων”. Αυτά τα σχόλια υπογραμμίζουν την απομόνωση και την ξενοφοβία που κυριαρχούσε στα ισπανικά χωριά, ξενοφοβία την οποία υποδαύλιζε ένα πολιτικό σύστημα ισχυρών τοπικισμών με παράδοση στην αντίσταση απέναντι στην ιδέα μιας ισχυρής κεντρικής διοίκησης, πράγμα που επέτρεψε επί αιώνες στην τοπική φεουδαρχία να διατηρήσει την εξουσία της. Υπάρχει ακόμα ένα είδος παράλογης απανθρωπιάς στην σκληρή στάση που επιδεικνύει η Μπερνάρντα όταν μαθαίνει πως ένα ανύπαντρο κορίτσι του χωριού γέννησε ένα νόθο παιδί και το σκότωσε. “Ναι, να ’ρθουν όλοι και να τη σκοτώσουνε”, φωνάζει η Μπερνάρντα. Φέρεται λες και είναι ο δικαστής της υπόθεσης: “Όποια χάνει την τιμή της πρέπει να πληρώνει”. Η υστερία της αυξάνει ραγδαία: “Αποτελειώστε την πριν έρθουν οι χωροφύλακες. Και βάλτε τις αναμμένα κάρβουνα εκεί που αμάρτησε”. Και η Δεύτερη Πράξη τελειώνει με τη δραματική προσταγή της Μπερνάρντα στους χωρικούς: “Σκοτώστε την, σκοτώστε την”. Μέσα στο έργο δεν υπάρχει καμιά απολύτως ένδειξη που να μας επιτρέπει να θεωρήσουμε πως η Μπερνάρντα είχε κάποιους προσωπικούς λόγους που να δικαιολογούν αυτήν την εχθρότητα προς το κορίτσι. Υιοθετώντας το κύρος και τη στάση μιας απρόσωπης εξουσίας, η Μπερνάρντα αισθάνεται πως η πράξη την οποία αυτή καταδικάζει πρέπει να τιμωρηθεί με λιντσάρισμα, αδιαφορώντας απολύτως για τις ειδικές περιστάσεις μέσα στις οποίες το γεγονός συνέβη.

Η σκληρότητα της Μπερνάρντα προς τις κόρες τη είναι ακόμα πιο διεστραμμένη, στον βαθμό που η κυριαρχία της πάνω τους είναι απόλυτη. Η Μπερνάρντα ισχυρίζεται: “Οι κόρες μου με σέβονται και ποτέ δεν αντιτάχθηκαν στη θέλησή μου”. Παρά τους ισχυρισμούς της όμως, η Μπερνάρντα συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να διατηρήσει αυτόν το σεβασμό και αυτή την υπακοή στηριζόμενη απλώς και μόνο στο γεγονός ότι είναι μητέρα τους. Καταλαβαίνει πως πρέπει να ασκεί αδιαλείπτως τη δύναμή της πάνω τους και το μπαστούνι της είναι το πιο προφανές σύμβολο του κύρους της. Σαν σκήπτρο, το χτύπημα του μπαστουνιού βάζει τη στίξη στις φράσεις της Μπερνάρντα. (Έχω δει πολλές σκηνοθεσίες του έργου, καθώς και ένα μπαλέτο βασισμένο σ’ αυτό, και σε καμιά από αυτές τις παραστάσεις οι σκηνοθέτες δεν θεώρησαν σωστό να βάλουν την ηθοποιό που έπαιζε την Μπερνάρντα να χρησιμοποιεί το μπαστούνι σαν να το είχε πράγματι ανάγκη για να περπατήσει. Και οι φωτογραφίες από την πρώτη μαδριλένικη παράσταση του έργου μας δείχνουν μια Μπερνάρντα καθισμένη κι όμως κρατώντας σφιχτά το μπαστούνι της). Το μπαστούνι είναι απειλή και όπλο, όπως φαίνεται ολοκάθαρα στη Δεύτερη Πράξη, όταν χτυπάει τη Μαρτίριο. “Μια κόρη ανυπάκουη δεν είναι κόρη πια, είναι εχθρός”, διακηρύσσει η Μπερνάρντα, ξέροντας πως, προκειμένου να διατηρήσει την τάξη, η εξουσία πρέπει να τιμωρεί την ανυπακοή. Όπως έχουν παρατηρήσει άλλοι μελετητές, η τάξη της Μπερνάρντα είναι μια ταξη πρωτόγονη και ωμή. Η Μπερνάρντα πιστεύει ακράδαντα πως η ίδια κατέχει την απόλυτη αλήθεια και επιβάλλει μια τάξη πραγμάτων μέσα στην οποία είναι αδύνατη οποιαδήποτε αμφισβήτηση αυτής της αλήθειας. Η Μπερνάρντα είναι η ενσάρκωση της θέλησης για επιβολή. Η Μπερνάρντα οφείλει, αναγκαστικά, να αποτελεί την ενσαρκωμένη έκφανση της επιβολής αυτής της αληθειας. Η φωνή της δεν υψώνεται παρά μόνο στις ιδιαίτερες εκείνες στιγμές που κάτι επιχειρεί να διαταράξει την τάξη της, όταν αδύναμες φωνές, αδύναμες εξεγέρσεις εκδηλώνονται γύρω της. Η τάξη της Μπερνάρντα είναι η τάξη. Το να οργανωθούν τα πράγματα διαφορετικά είναι απλώς αδιανόητο.

Η τάξη της Μπερνάρντα αποτελεί επιτομή της κοινωνικής και πολιτικής τάξης. Εάν ένα πρόσωπο είναι ανυπάκουο, αυτό σημαίνει πως αυτομάτως μετατρέπεται σε εχθρό της κοινωνίας, σε εχθρό του κράτους. Οι υπηρέτες το αντιλαμβάνονται αυτό πολύ καλά, εξού και το ενδιαφέρον που εκδηλώνει και η Πόνθια για τη φήμη της οικογένειας. Λέει η Πόνθια: “Σε κάθε δωμάτιο κρύβεται μια καταιγίδα και την ημέρα που θα ξεσπάσει, θα μας σαρώσει”. Η δήλωση αυτή μπορεί να ερμηνευθεί με δυο τρόπους. Αφ’ ενός μπορεί να σημαίνει πως εάν η οικογένεια “χάσει” το κύρος της εμπλεκόμενη σε κάποιο σκάνδαλο, και οι υπηρέτες θα χάσουν το δικό τους. Μπορεί όμως, αφ’ ετέρου, να σημαίνει επίσης πως ένα ενδεχόμενο κύμα εξεγέρσεως εναντίον της καταπίεσης θα συμπαρασύρει και όλους όσοι συμμετείχαν στο σύστημα.

Η αντιπαράθεση και η σύγκρουση αποτελούν τη βάση της δραματικής κίνησης του έργου. Η σύγκρουση ανάμεσα στη Μπερνάρντα και τις κόρες της, η σύγκρουση ανάμεσα στη Μπερνάρντα και την Αντέλα, η σύγκρουση ανάμεσα στην παράδοση, το έθιμο, την αυστηρότητα αφ’ ενός, και την εξέγερση, την αλλαγή, την ζωντάνια αφ’ ετέρου. Η σύγκρουση ανάμεσα στα γηρατειά και τη νεότητα, ανάμεσα στο μαύρο και το χρώμα, ανάμεσα στα ψευδή προσχήματα και την προφανή αλήθεια. Όλες αυτές οι συγκρούσεις υπογραμμίζουν την πραγματικότητα που περιγράφει το έργο.

Ο Φρανθίσκο Γκαρθία Λόρκα, ο αδελφός του ποιητή, ισχυρίζεται πως ο Φεντερίκο επανεπεξεργάστηκε κάποια στιγμή τα κείμενά του και έκοψε όλα τα λυρικά στοιχεία των έργων του και κυρίως του Σπιτιού της Μπερνάρντα Άλμπα. Η χρήση αλληγορικών μορφών στο Ματωμένο Γάμο, καθώς και μια σειρά από άλλα στοιχεία στα υπόλοιπα έργα του, οδηγούν τους κριτικούς σε αμφισβήτηση των ισχυρισμών του Φρανθίσκο επί του θέματος. Σε ό,τι αφορά όμως το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία πως, όντως, ο αδελφός του ποιητή ξέρει καλά τα πράγματα. Ίσως αυτή η έλλειψη λυρισμού, αυτή η προσπάθεια να υπογραμμιστεί τόσο ένονα ο ρεαλισμός της κατάστασης αυτής της οικογένειας, είναι ενδεικτική μιας πολιτικής στάσης. Ο Φρανθίσκο σχολιάζει επίσης την επιμονή με την οποία ο αδελφός του φωτίζει το χαρακτήρα τού κάθε δραματικού προσώπου σ’ αυτό το συγκεκριμένο έργο και την υπεράσπιση της ιδιαίτερης προσωπικότητας κάθε προσώπου. Πιστεύω πως για τον Λόρκα είχε μεγάλη σημασία, σε μια εποχή πολιτικού χάους, σε μια εποχή κατάρρευσης των προσπαθειών της νεαρής ισπανικής δημοκρατίας, να επαναβεβαιώσει την πίστη του στην ιερότητα του ατόμου. Ιδωμένο μέσα στις συνθήκες της εποχής της συγγραφής του, το έργο μοιάζει να στέλνει ένα μήνυμα στην κυβέρνηση της Δημοκρατίας. “Το άτομο έχει δικαιώματα. Η αξία του ατόμου πρέπει να προέχει. Κάτι τέτοιο δεν θα οδηγήσει σε αναρχία. Αντίθετα, θα οδηγήσει σε μια κοινωνική και πολιτική κατάσταση, η οποία θα μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες του κάθε ξεχωριστού ατόμου”. Αυτό σημαίνει η εξέγερση της Αντέλα. Η ανταρσία της δηλώνει κάτι πολύ σημαντικότερο από το δικαίωμα της γυναίκας να ακολουθεί τα προστάγματα του πάθους της (ένα δικαίωμα που άλλωστε ποτέ δεν το αναγνώρισε η ισπανική κοινωνία και που, κατά τις αντιλήψεις της, οδηγεί αναπόφευκτα σε τραγωδίες, όπως άλλωστε δείχνει ολοκάθαρα ο ίδιος ο Λόρκα στο Ματωμένο Γάμο). Η εξέγερση της Αντέλα συμβολίζει το δικαίωμα του ατόμου να αντισταθεί στην καταπίεση απ’ όπου και αν προέρχεται αυτή. Η καταπίεση μέσα στα πλαίσια της οικογένειας είναι η πιο ύπουλη στο βαθμό που διαπερνά ολοκληρωτικά τη ζωή του ατόμου. Και όταν αυτή η καταπίεση αποτελεί παράδειγμα της καταπίεσης που επιβάλλει η κοινωνική και η πολιτική τάξη των πραγμάτων, η ικανότητα του ατόμου να αντισταθεί καταπνίγεται βεβαίως πολύ πιο αποτελεσματικά, αλλά, ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο, η αναγκαιότητα της αντίστασης είναι ένα θέμα εξαιρετικά καίριο.

Μια από τις ερμηνείες που μπορεί να δεχθεί αυτό το δράμα είναι πως ο Λόρκα χρησιμοποιεί την εξουσία της Μπερνάρντα προκειμένου να παρουσιάσει το είδος εκείνο της πολιτικής εξουσίας στην οποία η αντίσταση εξαρτάται από τα μέτρα και τις αποφάσεις που θα πάρουν τα άτομα. Οι κυβερνήσεις προσπαθούν ενδεχομενως να κρύψουν τα γεγονότα. Ο καθένας από μας ενδέχεται να ισχυριστεί πως η κόρη του είναι παρθένα. Αλλά η κοινωνία θα προσπαθήσει ενδεχομένως να μάθει την αλήθεια και αυτή η αλήθεια θα υπερισχύσει έναντι της “αλήθειας” την οποία διακηρύσσουν οι αρχές.

Ένα από τα προφανή λογοτεχνικά πρότυπα που χρησιμοποίησε ο Λόρκα για να πλάσει το θεατρικό χαρακτήρα της Μπερνάρντα ήταν η Δόνια Περφέκτα του Γκαλντός. Και η Δόνια Περφέκτα είναι η πιο σημαντική γυναίκα της πόλης. Και η Δόνια Περφέκτα είναι υπεράνω κριτικής. Και η Δόνια Περφέκτα απαγορεύει οποιαδήποτε πράξη που θα μπορούσε να προκαλέσει κουτσομπολιά. Ασκεί απόλυτη εξουσία πάνω στην κόρη της και η καταπίεση αυτή οδηγεί τα πράγματα στην τραγωδία. Είναι και αυτή ικανή να σκοτώσει προκειμένου να διατηρηθεί η τάξη την οποία έχει επιβάλει γύρω της. Η σημαντικότερη διαφορά ανάμεσα στα δυο αυτά πρόσωπα είναι το γεγονός πως η πολιτική εξουσία της Δόνια Περφέκτα είναι προφανής και όχι συγκαλυμμένη. Η Δόνια Περφέκτα έχει υπό τον έλεγχό της τον τοπικό φεουδάρχη, ένα δυνατό άντρα που δεν καταλαβαίνει τίποτα από πολιτική και γίνεται άβουλη μαριονέτα στα χέρια της. Παρ’ όλο που αυτός θεωρείται ο φυσικός αρχηγός της τοπικής κοινωνίας και είναι επικεφαλής ενός μικρού στρατού, ο οποίος αντιδρά ενόπλως στις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της κεντρικής εξουσίας, η Δόνια Περφέκτα είναι σαφώς η σημαντικότερη πολιτική, κοινωνική και οικονομική δύναμη της κοινότητας. Η Μπερνάρντα Άλμπα δεν έχει καμία εμφανή πολιτική εξουσία, όμως η κοινωνική της θέση και το γεγονός πως είναι γαιοκτήμων υποδεικνύουν πως έχει κάποια εξουσία, διακριτική ίσως, που επεκτείνεται πάντως και στη σφαίρα της πολιτικής. Εβδομήντα χρόνια μετά το μυθιστόρημα του Γκαλντός, η Μπερνάρντα Άλμπα ζει σ’ έναν παρόμοιο κόσμο, τον αγροτικό κόσμο της ισπανικής φεουδαρχίας, μέσα στον οποίο η κατοχή γης σήμαινε όχι μόνο οικονομική δύναμη αλλά και πολιτικό κύρος για το γαιοκτήμονα. Η κοινωνία που περιγράφει ο Λόρκα διατηρεί κατά μεγάλο βαθμό τα φεουδαρχικά χαρακτηριστικά του ισπανικού 19ου αιώνα, όχι μόνο στην πολιτική και οικονομική της διάρθρωση αλλά και σε μια σειρά από άλλες “συνήθειες”. Αυτό φαίνεται καθαρά από την παρατήρηση της υπηρέτριας, που υπαινίσσεται ότι ο άντρας της Μπερνάρντα, ο παλιός της αφέντης, ήταν εραστής της. Τα ισχυρά πρόσωπα μιας τέτοιας κοινωνίας προτιμούσαν φυσικά μια συντηρητική κυβέρνηση, υπό την οποία θα μπορούσαν να δρουν, λίγο-πολύ, κατά τις επιθυμίες τους. Και, φυσικώ τω λόγω, αυτή προέβαλαν την ισχυρότερη δυνατή αντίδραση στις προσπάθειες της νεογέννητης ισπανικής δημοκρατίας να διαλύσει την εξουσία τους.

Η τυραννία της Μπερνάρντα Άλμπα πάνω στην οικογένειά της μπορεί, λοιπόν, να ιδωθεί ως μεταφορά της πολιτικής τυραννίας των αντιδραστικών στρωμάτων της ισπανικής κοινωνίας. Όταν η Μπερνάρντα λέει “Δεν σκέφτομαι. Υπάρχουν μερικά πράγματα που ούτε μπορούμε ούτε κάνει να τα σκεφτόμαστε. Εγώ δίνω εντολές”, αντιπροσωπεύει μια πολιτική εξουσία που επίσης δίνει μόνο εντολές, που δεν ανέχεται καμία παρέμβαση και καμία αμφισβήτηση.

Silencio!”. “Σιωπή!”. Αυτή είναι η πρώτη λέξη που λέει η Μπερνάρντα στο έργο. Είναι μια διαταγή που απευθύνεται στην υπηρέτριά της, είναι όμως, εμμέσως, και η εντολή που δίνει σε κάθε μέλος του σπιτιού της. “Silencio!”. “Σιωπή!”. Αυτή είναι και η τελευταία της λέξη, η τελευταία λέξη που ακούγεται στο έργο. Είναι μια διαταγή για να μην αναφερθεί πια κανείς στην αυτοκτονία της Αντέλα. Και είναι ακόμα μια υπενθύμιση του γεγονότος πως η εξουσία διατηρεί τη θέση της και δεν επιτρέπει καμία πρόκληση. Είναι τέλος και μια ένδειξη πως τα γεγονότα που αφορούν το θάνατο της Αντέλα θα συγκαλυφθούν. Όπως μια κυβέρνηση σε περίοδο ταραχών, η οικογένεια πρέπει να κρύψει τα δυσάρεστα γεγονότα και ο αρχηγός πρέπει να γίνει ακόμα πιο αυταρχικός.

Εάν η σχέση ανάμεσα στην τυραννία που η Μπερνάρντα ασκεί στην οικογένεια και στο κοινωνικό της περιβάλλον αφ’ ενός, και ένα αυταρχικό πολιτικό σύστημα αφ’ ετέρου μπορεί να τεκμηριωθεί με όσα είπαμε, η ερώτηση την οποία πρέπει πια να θέσουμε είναι γιατί ο Λόρκα έγραψε και διάβασε στους φίλους του αυτό το έργο που στη διάρκεια της (σχετικής) ακμής της βραχύβιας ισπανικής δημορατίας. Ήθελε ο Λόρκα να χτυπήσει μια δημοκρατική κυβέρνηση που επέτρεπε πολύ περισσότερη ατομική ελευθερία απ’ όση είχε γνωρίσει ποτέ η Ισπανία σ’όλη την ιστορία της; Μάλλον όχι. Το έργο μπορεί όμως να διαβαστεί ως προειδοποίηση την οποία ο Λόρκα απευθύνει στους Δημοκρατικούς, που πάλευαν με το χάος και την υπόκωφη βία της φασιστικής επανάστασης που ετοιμαζόταν να ξεσπάσει: δεν είναι ποτέ εύκολο να ανατραπεί μια παλιά τάξη πραγμάτων, και ο λαός, για να πραγματοποιήσει τις ελπίδες μιας νέας τάξης πρέπει να ανατρέψει με πολλή προσοχή τις αυταρχικές πρακτικές της τυραννίας. Αν η Μπερνάρντα αντιπροσωπεύει την παλαιά τάξη πραγμάτων, και εάν η Αντέλα και όσοι προσπαθούν να εξεγερθούν αντιπροσωπεύουν την προσπάθεια της δημοκρατίας να δώσει στο άτομο την αξιοπρέπειά του, τότε το μήνυμα του Λόρκα, το μήνυμα του Σπιτιού της Μπερνάρντα Άλμπα, μπορεί να ερμηνευθεί και να διατυπωθεί ως εξής: η προσωπική θυσία είναι αναγκαία για την ανατροπή της τυραννίας, είναι αναγκαία προκειμενου να γίνει πραγματικότητα το ιδανικό της ατομικής ελευθερίας.

Carolyn Galerstein, “The Political Power of Bernarda Alba”,

Themes in Drama, 7, Κέιμπριτζ, σελ. 183-189,

(Μετάφραση: Έλενα Πατρικίου)

________________________________________

  • Από το έντυπο πρόγραμμα για την παράσταση “Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα” (1996). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή (08/03/1996 – 19/05/1996)
  • Κεντρική φωτογραφία: “Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα” (1996). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή (08/03/1996 – 19/05/1996). Έφη Ροδίτη (Ανγκούστιας), Έλλη Φωτίου (Αμέλια), Νίτα Παγώνη (Μαγκνταλένα), Μαρία Σκούντζου (Μαρτίριο), Νέλλη Αγγελίδου (Πόνθια).

Μοιράσου το!
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ