Δημήτρης Ποταμίτης: Αναφορά στον Λόρκα

Δημήτρης Ποταμίτης: Αναφορά στον Λόρκα

Μοιράσου το!

Το Προσκήνιο του Αλέξη Σολομού παρουσίασε την περίοδο 1971-72, στο θέατρο Όρβο, την ονειρική κωμωδία του Λόρκα “Σαν περάσουν πέντε χρόνια”. Το έργο, γραμμένο με μια ιδιότυπη τεχνοτροπία, με σουρεαλιστικές και εξπρεσιονιστικές προεκτάσεις, είναι μια εσωτερική ποκάλυψη του ποιητή πάνω στο ανεκπλήρωτο του έρωτα κι στη μοναξιά του ανθρώπου. Τον κεντρικό ήρωα, τον Νέο, τον ερμήνευε ο ηθοποιός και ποιητής Δημήτρης Ποταμίτης. Το κείμενο που ακολουθεί, ουσιαστικά είναι μια ανάλυση του χαρακτήρα που ενσάρκωνε ο ηθοποιός και το έγραψε κατά τη θεωρητική προετοιμασία του ρόλου του και την παρουσίασε με μορφή γράμματος προς τον Λόρκα, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Η Βραδυνή” (25 Οκτωβρίου 1971)

  • Δημήτρης Ποταμίτης

ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ Φεντερίκο,

Πολλοί λένε πως είσαι πεθαμένος. Ομολογώ πως ήμουν σε δίλημμα αν θα ’πρεπε να σου γράψω ή όχι. Ομολογώ πως κόντεψα και γω να παρασυρθώ από τους θρύλους που μιλούν για τον θάνατό σου… Έτσι γίνεται με τους ποιητές. Σε μια δοσμένη στιγμή, έτσι ξαφνικά όλοι, αρχίζουν να σιγοψιθυρίζουν πως είναι πεθαμένοι. Οι πιο λιπόψυχοι μάλιστα θρηνούνε το χαμό τους. Σαν άλλος Πέτρος λοιπόν κι εγώ κόντεψα να σε αρνηθώ. Σαν άλλος Θωμάς ήθελα τον “τύπο των ήλων”. Ζήτησα πληροφορίες παντού. Ξεφύλλισα τα γραφτά σου. Εκεί σε βρήκα πάλι, ολοζώντανο. Και μέσα στις φλέβες μου!

Συγχώρα με για τούτη την προδοσία… Βοήθησέ με, έχω την ανάγκη σου. Πρόκειται να γίνω ο Νέος στο “Σαν περάσουν πέντε χρόνια”. Ο μικρός Φεντερίκο των ονείρων…

Ήταν άνοιξη του 1930. Στην Κούβα, θυμάσαι; Έδινες μια διάλεξη για το Ντουέντε. Για τον δαίμονα… Την μυστική εκείνη υπερδύναμη την ανεπανάληπτη που βρίσκει ξαφνικά ο καλλιτέχνης την ώρα της δημιουργίας και που δεν είναι ούτε Μούσα, ούτε Άγγελος, Φεντερίκο, αυτό το Ντουέντε θέλω να μου στείλεις, γίνε το ο ίδιος εσύ κι έλα μέσα στο αίμα μου την ώρα που θα αντικρύζω στη σκοτεινή πλατεία του θεάτρου το όνειρό σου. Πρέπει οπωσδήποτε ο Νέος σου κι εγώ να γίνουμε ένα!! Ήδη έχουμε κάνει μερικά βήματα…

Γνωριστήκαμε πριν μερικές μέρες. Του μίλησα για μένα. Τον άκουσα προσεκτικά. Γίναμε φίλοι. Ένιωσα να “συμφωνώ” πέρα για πέρα μαζί του. Βάζω σε εισαγωγικά τη λέξη συμφωνώ θέλοντας να την ξεχωρίσω από μια λογική συμφωνία. Εδώ μιλώ για μια συναισθηματική, υποσυνείδητη συμφωνία).

Ήμουν βέβαιος πως σε παρόμοια γεγονότα έτσι θα αντιδρούσα, ακριβώς έτσι. Σαν κι αυτόν είχα πάρει κι εγώ τη ζωή μου. Το γιατί δεν το ήξερα ακόμα. Δεν μπορούσα να δώσω μια λογική απάντηση. Τον συμπάθησα ακόμη πιο πολύ ανακαλύπτοντας πως και το μικρό νυχάκι του ποδιού του έχει τέτοιους δέκτες που μπορεί να πληγωθεί κι από ένα φτερό πεταλούδας… Ώρες καθόμασταν σιωπηλοί. Σκεφτόμαστε; Μάλλον ονειρευόμαστε! Τα πράγματα γύρω μας ήταν το σημείο για την εκκίνηση, το κέντρο ερεθισμού για να φτάσουμε στα ιδεολογικά πρότυπά τους. “Για να συντηρήσω αυτές τις ιδέες άφθαρτες και αναλλοίωτες είμαι αναγκασμένος να ζήσω τα πράγματα από μακριά, μου είπε κάποτε. Έτσι αποφεύγω τη φθορά τους. Να έξαφνα, εγώ με την αρραβωνιαστικιά μου: Δεν την γνωρίζω καλά, κι όμως πιστεύω πως μ’ αγαπά. Όταν τη συλλογιέμαι, τη ζωγραφίζω στη σκέψη μου φωτερή και ολοζώντανη κι εκεί που την βλέπω – ω Θεέ μου!– ποιος της στραβώνει την μύτη, ποιος της ξερριζώνει τα δόντια, ποιος της σκίζει τα ρούχα, ποιος την παραμορφώνει σαν τους καθρέφτες στο Λούνα Παρκ! Έτσι κι εγώ, απόφυγα να την κοιτάξω από κοντά γιατί ξεχώρισα στο πρόσωπό της δυο μικρές ρυτίδες έτοιμες ν’ απλωθούν σ’ όλη την όψη και να τη μεταμορφώσουν σε μια γυναίκα μαραμένη και γριά. Τραβήχτηκα πίσω για να κρατήσω την εικόνα της όπως την ήθελα καθαρή θωρώντας την από τη σωστή απόσταση… Όταν ήμουνα μικρός έκρυβα τα ζαχαρωτά για να τα φάω πιο ύστερα” – κατάληξε.

Έκλεισε τα μάτια και ξαναβυθίστηκε στ’ όνειρο. Μα τι έχει, τέλος πάντων, πιο μεγάλη σημασία; Το τι είναι κάτι ή το πώς το πλάθουμε μέσα μας; Έκλεισα κι εγώ τα μάτια… Ξέρω πως εκείνη τη στιγμή ονειρευόμαστε κι οι δυο το ίδιο πράμα: Το αύριο! Μια μνήμη που αρχίζει μελλοντικά… Γιατί το όνειρο το φτιάχνεις όπως θέλεις, με τους δικούς σου κανόνες παιγνιδιού, χωρίς εξωτερικές επεμβάσεις.

Δεν ξέρω πόσο μείναμε έτσι. Ένας απροσδιόριστος ήχος έφτασε στ’ αυτιά μας. Πετάχτηκε σαν σίφουνας, έκλεισε το παράθυρο. Είχε μια αστραπή στο βλέμμα του από τρομαγμένο ελάφι. Τον πλησίασα. Άκουγα την καρδιά του να χτυπά άρρυθμα, γοργά, μ’ ένα δικό της τρόπο. Με κοίταξε με παράπονο: “Γιατί άφησες ανοιχτά τα παράθυρα; Δεν θέλω να ξέρω τι γίνεται έξω στον κόσμο…”. Το ρολόι χτύπησε έξι! Άναψα γρήγορα τα φώτα. Ύστερα έκλεισα τα μάτια: Έτσι αμύνεται το όνειρο, για να μπορέσει να μείνει αναλλοίωτο…

Όσο περνούσε ο καιρός μ’ έβαζε σ’ ανησυχία. Τα μάτια του δεν έκλειναν πια εύκολα. Κοίταζαν τους τοίχους, τις πόρτες, τα παράθυρα. Του φαίνονταν όλα πιο μικρά. Σε λίγο μου μίλησε. Εκείνη τον πρόδωσε. “Δεν με πονάει η προδοσία της… Εκείνο που με πονάει είναι ο θησαυρός που έχασα. Η αγάπη που δεν έχει πια σκοπό. Δεν μπορώ ν’ αρχίσω από την αρχή… Έχω ξεχάσει ακόμα και το αλφάβητο”. Έμοιαζε σαν να σταμάτησε η ζωή του. Από το διπλανό διαμέρισμα ακούστηκε ένα κλάμα μωρού. Δεν τρόμαξε. Ήταν η πρώτη φορά που ένας ήχος δεν τον τρόμαξε. Σηκώθηκε αργά. Πού πας; είπα. “Σ’ αυτήν που μ’ αγαπάει”, είπε. Το πρόσωπό του έλαμπε. Μόνο που έλαμπε απεγνωσμένα.

Δεν τον ξανά ’δα από τότε. Ρώτησα παντού. Πολλά θρυλούνται. Άλλοι μιλούν για κάτι χαρτοπαίκτες που τον πήραν, άλλοι για ένα σύννεφο που τον τύλιξε και τον έκανε σκόνη. Άλλοι πως όλα τούτα ήταν μια μακάβρια φάρσα. Τον είπαν αλαφροϊσκιωτο, μα εγώ τον λέω ονειροπόλο, τον είπαν παιδικό, μα εγώ τον λέω παρθενικό. Το πρόβλημά του δεν ήταν η σύγκρουση της παραίσθησης με την πραγματικότητα, το πρόβλημά του ήταν πώς να ξεφύγει από αυτή την τρομερή παραίσθηση, που λέγεται πραγματικότητα.

Ναι, δεν ήταν σαν τους άλλους τούτος ο ποιητικός αρραβωνιαστικός. Δεν έπαιζε ποτέ του ράγκμπι, δεν καβαλούσε ποτέ χωρίς σέλα, κρατώντας τ’ άλογο απ’ τη χαίτη του, δεν είχε ένα άγριο χαμόγελο. Δεν ήταν πουλάρι ατίθασο με τρομερό χλιμίντρισμα, ήταν φυσικό να χαθεί στη ρόδα του αφρού και του αγέρα.

Συνέλαβα τον εαυτό μου προχτές τ’ απόγεμα ν’ απαγγέλλει τούτον τον ονειρικό μονόλογο μπροστά στον καθρέπτη με κλειστά τα μάτια. Ο φίλος μου, ο αδερφός σου Φεντερίκο, δεν ήταν πια εκεί. Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει παράξενα, με τον ίδιον εκείνο τρόπο, που θυμόμουν τη δικιά του να χτυπάει. Ήσουν εσύ, Φεντερίκο; Ήταν αυτός; Ήταν το Ντουέντε στο αίμα μου; Μακάρι να είσαστε κι οι τρεις. Ολέ! Όπως θα σου φώναζε κι ο Σαλβαντόρ Νταλί από τη Γαλλία!

Δικός σου

Δημήτρης Ποταμίτης


Μοιράσου το!
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΔΡΩΜΕΝΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ