Χρήστος Τσαγανέας (1906-1976)
Ο Χρήστος Τσαγανέας (Βραΐλα Ρουμανίας 2 Ιουλίου 1906 – 2 Ιουλίου 1976) ήταν ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Καταγόταν από εύπορη και αριστοκρατική οικογένεια και από μικρός έδειξε μεγάλη αγάπη για το θέατρο. Οι γονείς του, όμως, είχαν απαιτήσει να τελειώσει κάποια πανεπιστημιακή σχολή και γι’αυτό όταν αποφοίτησε από το ελληνικό γυμνάσιο της Ρουμανίας τον έστειλαν στην Αθήνα για ακαδημαϊκές σπουδές.
Γράφτηκε αρχικά στην Ιατρική αλλά σύντομα την παράτησε και πήγε στην Νομική από την οποία δεν πήρε ποτέ πτυχίο. Η αιτία αυτού του γεγονότος ήταν η γνωριμία και ο έρωτάς του για την κατά εφτά χρόνια μεγαλύτερή του ηθοποιό Νίτσα Βιτσώρη, για χάρη της οποίας εγκατέλειψε τις σπουδές του και άρχισε να εμφανίζεται στο θέατρο.
Όταν η Βιτσώρη χώρισε από τον πρώτο της σύζυγο, ο Τσαγανέας όχι μόνο την παντρεύτηκε αλλά γράφτηκε και στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου για να πάρει σωστές βάσεις και πτυχίο υποκριτικής.
Για αυτήν την επαγγελματική του επιλογή είχε αρκετούς καβγάδες με τους γονείς του, με τους οποίους ήρθε τελικά σε ρήξη και του έκοψαν την χρηματοδότηση. Ο ίδιος ο Τσαγανέας αντιμετώπισε σοβαρό οικονομικό πρόβλημα μέχρι να αρχίσει να βγάζει χρήματα από το επάγγελμά του. Για αρκετό καιρό ζούσε σε ένα πλοιάριο στο λιμάνι του Πειραιά ενώ αναγκάστηκε να λάβει μέρος σε παραστάσεις περιπλανώμενων θιάσων, που εκείνη την εποχή ήταν υποτιμημένα. «Λίγα τα θέατρα, λίγες οι θεατρικές πιάτσες, πολλοί οι ασκούντες το επάγγελμα», όπως έλεγε.
Εμφανίστηκε σε πάνω από 65 ταινίες και αρκετές θεατρικές παραστάσεις, που σημάδεψαν την καριέρα του. Ερμήνευε κυρίως δεύτερους ρόλους στις κινηματογραφικές ταινίες που συμμετείχε. Γνωστότερος ρόλος του είναι στην ταινία Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο, όπου ενσάρκωσε τον διευθυντή του κολεγίου με τις ατίθασες μαθήτριες και είχε την χαρακτηριστική ατάκα “βεβαίως-βεβαίως”.
Ο πρώτος σύντομος ρόλος που ερμήνευσε με ιδιαίτερη επιτυχία ήταν στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου Οι Γερμανοί ξανάρχονται (1948) μαζί με τον Βασίλη Λογοθετίδη όπου ερμήνευσε τον τρόφιμο του τρελοκομείου, που μέσα στη δίνη του Εμφυλίου Πολέμου φώναζε την αλησμόνητη φράση «Άνθρωποι, Άνθρωποι, προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός». Είχε προηγηθεί η συμμετοχή του στην ταινία του Ερτογρούλ Μουχσίν μπέη Ο Κακός Δρόμος, που βασιζόταν στο ομώνυμο διήγημα του Γρηγορίου Ξενοπούλου. Στην ταινία του Τούρκου σκηνοθέτη πρωταγωνιστούσαν η Μαρίκα Κοτοπούλη και ο Βασίλης Λογοθετίδης. Η ταινία αυτή προβλήθηκε το 1933 και ήταν η πρώτη εμφάνιση του Τσαγανέα στον κινηματογράφο.
Στο θέατρο ξεκίνησε το 1929 με το θεατρικό δράμα του Βιτσέντζου Κορνάρου “Η θυσία του Αβραάμ” όπου ξεδίπλωσε το υποκριτικό του ταλέντο και έγινε γνωστός στην θεατρική πιάτσα. Για τριάντα χρόνια συνεργάστηκε με τους σημαντικότερους αθηναϊκούς θιάσους, παίζοντας κυρίως σε κλασικά έργα, ενώ την δεκαετία του ’60 στράφηκε στην κωμωδία και συνεργάστηκε με τον Μίμη Φωτόπουλο. Για αρκετά χρόνια υπήρξε από τους πρωταγωνιστές του Εθνικού Θεάτρου, σε σημαντικούς ρόλους του παγκόσμιου ρεπερτορίου.
Λόγω της αριστοκρατικής καταγωγής και της αρχοντικής του εμφάνισης, ο Τσαγανέας έκανε συνήθως τον κύριο της υψηλής κοινωνίας ή τον πλούσιο και υπερόπτη. Αντίθετα στο θέατρο, οι ρόλοι του κάλυπταν ολόκληρο το ρεπερτόριο. Ξεκίνησε από το κλασικό θέατρο, πέρασε στην κωμωδία και κατά την διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, συμμετείχε σε επιθεωρήσεις με τον θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη, του οποίου ήταν βασικό στέλεχος. Με την έναρξη του πολέμου, ο εν λόγω θίασος μετατράπηκε από θίασος πρόζας σε επιθεωρησιακό θίασο και ανέβασε την πρώτη πολεμική σατυρική επιθεώρηση των Γιαλαμά – Οικονομίδη – Θίσβιου “Πολεμικές Καντρίλιες”. Η καριέρα του θεωρείται άκρως επιτυχημένη, παρόλο που το ξεκίνημά της δεν ήταν καθόλου εύκολο.
Υπήρξε δεύτερος σύζυγος της επίσης ηθοποιού Νίτσας Τσαγανέα και πεθερός του Γιώργου Οικονομίδη. Πέθανε την ημέρα των γενεθλίων του. Κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Την επόμενη ημέρα της εκταφής του ετάφη στο ίδιο μνήμα ο μεγάλος Έλληνας λαϊκός συνθέτης Βασίλης Τσιτσάνης.
Η πολιτεία τίμησε τον Χρήστο Τσαγανέα με τον Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου του Α’, ένα παράσημο που απονεμόταν σε πολίτες που διακρίθηκαν με τις πράξεις τους υπέρ της πατρίδας.
Φιλμογραφία
Πηγές
- Έλληνες – Ελληνίδες ηθοποιοί
- Θοδωρος Έξαρχος – ‘Έλληνες Ηθοποιοί‘
- Εφημερίδα Ριζοσπάστης, 4/7/1976
- Εφημερίδα Μακεδονία, 3/7/1976
- http://www.karagiannis-karatzopoulos.com/component/k2/item/686?Itemid=99
- https://el.wikipedia.org
Latest posts by dromena (see all)
- Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του - 27 Απριλίου, 2024
- Ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο - 11 Απριλίου, 2024
- Η “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ - 2 Απριλίου, 2024
- Αν ο Νίκος Χαραλάμπους σκηνοθετούσε τον τηλεφωνικό κατάλογο - 31 Μαρτίου, 2024
- Ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους - 31 Μαρτίου, 2024