Κονσταντίν Σεργκέγεβιτς Στανισλάφσκι (1863 – 1938)
Ο Κονσταντίν Σεργκέγεβιτς Στανισλάφσκι (17 Ιανουαρίου 1863 – 7 Αυγούστου 1938) ήταν σκηνοθέτης και πρωτοπόρος της υποκριτικής του ρωσικού θεάτρου, υπεύθυνος μιας μεγάλης καινοτομίας στην υποκριτική που χρησιμοποιείται από τον 20ό αιώνα σε ολόκληρο τον κόσμο.
Σύμφωνα με το βιβλίο του Mel Gordon “Η μέθοδος Στανισλάφσκι” [Mel Gordon: The Stanislavsky Technique: Russia. A Workbook for Actors], ο μεγάλος σκηνοθέτης γεννήθηκε στη Μόσχα ως Κονσταντίν Σεργκέγεβιτς Αλεξέγεφ από εύπορη οικογένεια το 1863. Έκανε την πρώτη του θεατρική εμφάνιση στην ηλικία των «2 ή 3 ετών», σύμφωνα με τα απομνημονεύματά του «Η ζωή μου στην τέχνη». Πήρε το καλλιτεχνικό όνομα Στανισλάφσκι νωρίς στην καριέρα του -στην ηλικία των 25- πιθανώς για να προστατέψει τη φήμη της οικογένειάς του. Προερχόταν από εύπορη οικογένεια, που κατασκεύαζε χρυσά και ασημένια διακοσμητικά για στρατιωτικές στολές και διακοσμήσεις. Η Μαρί Βάρλεϋ, η γιαγιά του, ήταν μια περιπλανώμενη Γαλλίδα ηθοποιός και το μόνο μέλος της οικογένειας με καλλιτεχνικό υπόβαθρο. Ο Στανισλάφσκι είχε οχτώ αδέρφια, που συμμετείχαν μαζί του στη δημιουργία παραστάσεων σε γενέθλια και διακοπές. Στα οχτώ του, ο Στανισλάφσκι άρχισε να ενδιαφέρεται για το τσίρκο και συχνά διηύθυνε και πρωταγωνιστούσε σε δικές του παραστάσεις τσίρκου. Ένα άλλο πάθος του νεαρού Στανισλάφσκι ήταν το κουκλοθέατρο, όπου ανέβασε σκηνές από τον “Κουρσάρο” και τον “Πέτρινο επισκέπτη”. Με το κουκλοθέατρο, έμαθε να ακονίζει την αγάπη του για τη λεπτομέρεια, μια ιδιότητα που ο Στανισλάφσκι θα ενσωμάτωνε στη σκηνοθεσία του αργότερα στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας. Στα 14, ο Στανισλάφκσι ξεκίνησε τα πολυάριθμα τετράδιά του γεμάτα παρατηρήσεις, αφορισμούς και προβλήματα. Σαν εκκολαπτόμενος ηθοποιός, ο Στανισλάφσκι θα ντυνόταν σαν αλήτης και θα πήγαινε στις αποβάθρες του τρένου, ή θα μεταμφιεζόταν τσιγγάνος. Η απόφασή του να σπουδάσει θέατρο παρέμεινε ακλόνητη, παρά την αντίθεση του πατέρα του.
Καριέρα στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας
Το 1881, ο Στανισλάφσκι φοίτησε σε μια σχολή στη Μόσχα, όπου διδάχθηκε την υποκριτική μέσω μίμησης. Μερικές εβδομάδες αργότερα και ανικανοποίητος, ο Στανισλάφσκι πήγε να σπουδάσει στο Θέατρο Μάλι, (Малый театр) όπου έμαθε να κάνει καλές πρόβες, να εμφανίζεται φρέσκος στις παραστάσεις και να παίρνει περισσότερη ενέργεια από τους άλλους ηθοποιούς παρά από το κοινό. Όμως ο διαφωτισμός του Στανισλάφσκι προήλθε περισσότερο όταν είδε την υποκριτική του Ιταλού ηθοποιού Τομάζο Σαλβίνι στον Οθέλλο. Ο Στανισλάφσκι θεωρούσε τον Σαλβίνι ένα “τίγρη του πάθους” γεμάτο αλήθεια, δύναμη, καλλιτεχνικό αισθητήριο, αέρινη κίνηση και τελειότητα. Ξύρισε το μούσι και το μουστάκι του όπως του Σαλβίνι και στα είκοσι πέντε πήρε το όνομα Στανισλάφκι, αναμενόμενα όμοιο σε εκείνο του Σαλβίνι. Η έμπνευση του Στανισλάφσκι θα προερχόταν περισσότερο από την επιθυμία του να ευχαριστήσει το κοινό, μια ιδιότητα που θα τον έφτανε σε μεγάλη απόγνωση όταν αυτή η ανάγκη δεν υπήρχε.
Ο Στανισλάφσκι έπαιξε το ρομαντικό καλοπερασάκια σε γαλλικές φαρσοκωμωδίες και τελικά ίδρυσε την Εταιρεία Τέχνης και Λογοτεχνίας το 1888, όπου απέκτησε θεατρική και αισθητική πείρα. Εκεί, ο Στανισλάσφκι προσέλαβε τον σκηνοθέτη Αλεξάντερ Φεντότοφ για να διδάξει σε αυτόν και το θέατρό του. Ο τελευταίος δίδαξε στο Στανισλάφσκι πολλά πράγματα, όπως το να βγάζει μοντέλα χαρακτήρων από πραγματικούς ανθρώπους και όχι από τις ερμηνείες των ηθοποιών, να χρησιμοποιεί αντιτιθέμενα χαρακτηριστικά του ρόλου (για παράδειγμα, ένας καλός άνθρωπος που ανακαλύπτει τα κακά χαρακτηριστικά του) και πολλές τεχνικές χαλάρωσης. Ο Στανισλάφσκι αντιμετώπισε αρκετά προβλήματα αυτά τα χρόνια: έπεσε σε θεατρικά κλισέ, είχε προβλήματα έμπνευσης και κατακλυζόταν μερικές φορές από πολλές θεωρίες, που τον έκαναν να αποκτήσει αυτογνωσία. Ήταν τότε που παντρεύτηκε την αγαπητή του, τη Μάσα Περεβοστσίκοβα, που το θεώρησε μεγάλο πλεονέκτημα για την υποκριτική του.
Όταν μια γερμανική θεατρική ομάδα επισκέφθηκε τη Ρωσία, δε θαύμασε την υποκριτική ή το περιεχόμενο των έργων, λάτρεψε όμως το ρεαλισμό των κοστουμιών και την πειθαρχία στις πρόβες, το οποίο είναι ένα άλλο παράδειγμα του τρόπου του να παίρνει αυτό που θέλει από συγκεκριμένες θεωρίες και πρακτικές, απορρίπτοντας τα υπόλοιπα. Ο Στανισλάφσκι άρχισε να αποκτά φήμη στη Μόσχα σαν μοντέρνος και καινοτόμος σκηνοθέτης με παραγωγές όπως “Uriel Acosta”, “Οθέλλος” και “The bells”. To 1897, η εταιρεία είχε μια πληθώρα αποτυχημένων παραγωγών και ηθοποιών στερούμενων κινήτρων. Ήταν τότε που ο κριτικός, δάσκαλος και δραματουργός Βλαντιμίρ Νεμίροβιτς-Νταντσένκο συζήτησε με το Στανισλάφσκι σχετικά με τα προβλήματα του μοντέρνου θεάτρου και την επιθυμία τους να δημιουργήσουν ό,τι θα γινόταν γνωστό ως το “Θέατρο Τέχνης της Μόσχας”.
Στανισλάφσκι και Νεμίροβιτς-Νταντσένκο
Το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας
Το 1897 συνίδρυσε το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας (ΘΤΜ) με τον Βλαντιμίρ Νεμίροβιτς-Νταντσένκο, αλλά το θέατρο άρχισε να λειτουργεί το 1898. Η πρώτη παραγωγή του ήταν το επιδοκιμασμένο από την κριτική και προηγουμένως λογοκριμένο “Τσάρος Φίοντορ” του Τολστόι. Ανέβασαν επίσης το “Γλάρο“ του Αντόν Τσέχοφ. Αρχικά, ο Τσέχοφ δεν ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του Νταντσένκο για την παράσταση, γιατί ήθελε ένα πιο έμπειρο θίασο για να τον ανεβάσει. Ο Στανισλάφσκι εξωράισε και ανανέωσε το σενάριο του Τσέχοφ, κάτι που προκάλεσε σοκ στο κοινό. Σύμφωνα με τη “Μέθοδο Στανισλάφσκι” του Μελ Γκόρντον, “ο λεπτομερής του ρεαλισμός μεταμόρφωσε την πιο κοινότοπη σκηνή σε μια ενορχηστρωμένη επίδειξη στιγμιαίων εφέ…Κάτι μοντέρνο είχε γεννηθεί”. Το ΘΤΜ είχε δημιουργήσει αυτό που έγινε γνωστό σαν Ψυχολογικός ρεαλισμός. Ο Ψυχολογικός Ρεαλισμός περιλάμβανε κρυφές συγκρούσεις και σχέσεις, που είναι ενσωματωμένα στην καθημερινή ζωή.
Στον Τσέχοφ δεν άρεσε ποτέ η απόδοση των έργων του, αλλά στο υπόλοιπο του κοινού και του κόσμου άρχισε να αρέσει η δουλειά του ΘΤΜ. Ήταν τότε που έγινε γνωστό σαν σπίτι του Τσέχοφ, καθώς εκεί ανέβασαν μελαγχολικά έργα του, όπως ο “Θείος Βάνιας“, οι “Τρεις αδελφές“ και ο “Βυσσινόκηπος“. Το ΘΤΜ έγινε ένας σεβαστός θεσμός και άρχισε να παραδίδει μαθήματα χορού, φωνής και ξιφομαχίας. Κατά τη διάρκεια του Ρωσο-ιαπωνικού πολέμου, η ομάδα ταξίδεψε στη Γερμνία και την Αναυολική Ευρώπη, όπου τους θαύμασαν τόσο πολύ, ώστε ένας Γερμανός συγγραφέας τους αποκάλεσε “καλλιτεχνικές θεότητες”. Έγιναν παρελάσεις προς τιμήν τους, καθώς οι Ευρωπαίοι δεν είχαν δει ποτέ ένα τόσο λαμπρό θέατρο. Μετά την επιστροφή στη Ρωσία, ο Στανισλάφσκι έπεσε σε καλλιτεχνική κρίση, καθώς η υποκριτική και η σκηνοθεσία του έγιναν άρρυθμες, αφού δήλωσε την έλλειψη ικανοποίησης και έμπνευσης. Πήγε στη Φινλανδία διακοπές με τη γυναίκα του και στην επιστροφή δημιούργησε τη μέθοδο υποκριτικής του, που θα άλλαζε το τι σημαίνει να είναι κανείς ηθοποιός.
Το “σύστημα (ή μέθοδος) Στανισλάφσκι”
Το σύστημα Στανισλάφσκι εστίαζε στην ανάπτυξη της καλλιτεχνικής αλήθειας πάνω στη σκηνή διδάσκοντας στους ηθοποιούς να “ζουν το ρόλο” κατά τη διάρκεια της παράστασης. Παρότι αρχικά έγινε γνωστός στις ΗΠΑ για το ρεαλισμό του, ο Στανισλάφσκι ανέπτυξε το σύστημα για να εφαρμόζεται σε όλες τις μορφές θεάτρου, σκηνοθετώντας μελόδραμα, βαριετέ, όπερα κλπ. Προκειμένου να δημιουργήσει μια ομάδα ηθοποιών που να δουλεύουν σαν καλλιτεχνικό σύνολο, άρχισε να οργανώνει μια σειρά εργαστηρίων, στα οποία οι νεαροί ηθοποιοί εκπαιδεύονταν στο σύστημά του. Στο πρώτο εργαστήριο του ΘΤΜ, οι ηθοποιοί διδάσκονταν να χρησιμοποιούν τις μνήμες τους για να εκφράζουν φυσικά τα συναισθήματα. Ο Στανισλάφσκι σύντομα παρατήρησε ότι μερικοί από τους ηθοποιούς που χρησιμοποιούσαν ή έκαναν κατάχρηση της συναισθηματικής μνήμης κατέληγαν σε υστερία. Αν και ποτέ δεν αποκήρυξε τη συναισθηματική μνήμη σαν απαραίτητο εργαλείο του ηθοποιού, άρχισε να αναζητά για λιγότερο επώδυνους τρόπους πρόσβασης στο συναίσθημα, δίνοντας τελικά έμφαση στη χρήση από τον ηθοποιό της φαντασίας και της πίστης στις δεδομένες συνθήκες του σεναρίου παρά των δικών του και συχνά οδυνηρών μνημών.
Το “σύστημα Στανισλάφσκι” είναι μια συστηματική προσέγγιση για την εκπαίδευση ηθοποιών. Ο Στανισλάφσκι πάντα θεωρούσε το σύστημά του σαν τα περιεχόμενα ενός μεγάλου βιβλίου που ασχολούνταν με όλες τις πλευρές της υποκριτικής. Αρχικά, πίστευε ότι οι ηθοποιοί έπρεπε να μελετούν και να ζουν υποκειμενικά συναισθήματα και να τα εκδηλώνουν στο κοινό με σωματικά και φωνητικά μέσα. Παρότι το σύστημά του εστίαζε στην παραγωγή αληθοφανών συναισθημάτων, αργότερα δούλεψε πάνω στη μέθοδο των σωματικών δράσεων. Αυτό αναπτύχθηκε στις αρχές του ’30 και λειτουργούσε αντίστροφα απ’ τη συναισθηματική μνήμη. Εστίαζε στις σωματικές δράσεις που ενέπνεαν αληθοφανή συναισθήματα και περιλάμβανε αυτοσχεδιασμό και συζήτηση. Συνέχιζε να επιδιώκει να φτάσει στο υποσυνείδητο μέσω του συνειδητού.
Ο Στανισλάφσκι έζησε τη Ρωσική Επανάσταση του 1905 και του 1917, με τον Λένιν να παρεμβαίνει για να τον προστατεύσει. Το 1918 ο Στανισλάφσκι δημιούργησε το πρώτο εργαστήριο σαν σχολή για νέους ηθοποιούς και έγραψε πολλά έργα.
Βιβλία στα ελληνικά
- Η ζωή μου στην τέχνη, Γκόνης, 1998
- Πλάθοντας ένα ρόλο, Γκόνης 1999
- Ένας ηθοποιός δημιουργείται, Γκόνης 1999
- Πλάθοντας ένα ρόλο, Δαμιανός, 2002
- Ένας ηθοποιός δημιουργείται, Δαμιανός, 2002
- Η ενσάρκωση, Πλέθρον, 2016
- Το βίωμα, Πλέθρον, 2016
Latest posts by dromena (see all)
- Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του - 27 Απριλίου, 2024
- Ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο - 11 Απριλίου, 2024
- Η “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ - 2 Απριλίου, 2024
- Αν ο Νίκος Χαραλάμπους σκηνοθετούσε τον τηλεφωνικό κατάλογο - 31 Μαρτίου, 2024
- Ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους - 31 Μαρτίου, 2024