Άγγελος Τερζάκης: Το Κράτος του Ζόφου
- Άγγελος Τερζάκης
Ο ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΪ άρχισε να γράφει για το θέατρο σε ηλικία προχωρημένη, κοντά στα εξήντα του. Είναι η εποχή όπου ο επικός τού “Πόλεμος και Ειρήνη”, ο μυθιστοριογράφος της “Άννας Καρενίνας”, δεν θέλει πια να είναι καλλιτέχνης άδολος, δημιουργός ζωής. Θέλει να γίνει οδηγός συνειδήσεων και ηθικός αναμορφωτής. Ζει κοντά στους μουζίκους, τους εκπαιδεύει, υιοθετεί τον τρόπο της ζωής τους – κρίνει αναγκαίο να τον υιοθετήσει. Παράλληλα, τους μελετάει: Περιέργεια πνευματική ιδεολόγου, φυσικά, αλλά κι ενισχυμένη από την αθεράπευτη μυθοπλαστική παρατηρητικότητα του συγγραφέα. Καρπός της νέας αυτής στροφής δεν θα είναι μόνο τα θεωρητικά βιβλία, “Η εξομολόγησή μου”, “Τα Ευαγγέλια”, “Η Θρησκεία μου”, κ.λπ. Θα είναι, από τα 1886 και ύστερα, μερικά θεατρικά έργα με πρόθεση ηθοπλαστική.
Πρόθεση που δεν παίρνει πάντοτε την ίδια προτεραιότητα απέναντι στο καθαρά ποιητικό στοιχείο. Γιατί αν ο “Πρώτος οινοπνευματοποιός” είναι διδακτική αλληγορία διαφανέστατη, οι “Καρποί του πολιτισμού” περιέχουν στοιχεία διασκεδαστικά που εξαφανίζουν, σε τελευταία ανάλυση, τον διδακτικό τόνο. Το σημαντικότερο ωστόσο επίτευγμά του στον τομέα του θεάτρου ο Τολστόι θα το σημειώσει με το πρώτο κιόλας έργο της σειράς αυτής: το φημισμένο δράμα του “Το Κράτος του Ζόφου” (1886).
Είναι μια εικόνα αδρή κι αρητόρευτη της ζωής των μουζίκων. Η ηθική έγνοια που τη διαπνέει έχει επιδεξιότατα ενσωματωθεί στα γεγονότα, στις πράξεις που εκφράζουν χαρακτήρες, δεν αποτελεί σώμα ξεχωριστό, καθώς στα ιδεολογικά δράματα. Γι’ αυτό κι αντί να ενοχλεί, προσθέτει μιαν ηθική διάσταση στον πίνακα, ένα διαφαινόμενο μεταφυσικό βάθος. Το θέμα, άλλωστε, του έργου αυτού ο ερημίτης της Γιάσναγιας Παλιάνας, το είχε δανειστεί, αυτούσιο σχεδόν, από μια σύγχρονή του δημοσιογραφική είδηση. Είναι η ακόλουθη:
“Στο κυβερνείο της Τούλας (όπου ανήκει και η Γιάσναγια Παλιάνα), στο χωριό Σιντίροφσκα, ένας χωρικός λεγόμενος Εφρέμ Κολόσκοφ, 37 χρονών, είχε παντρευτεί μια χήρα 50 χρονών, μητέρα μιας κόρης από τον πρώτο της γάμο. Σε ηλικία 17 χρονών η κόρη γίνεται ερωμένη του πατριού της και κάνει μαζί του ένα παιδί, αγόρι. Από τη νόμιμη γυναίκα του εξάλλου ο Εφρέμ Κολόκοφ είχε ένα κορίτσι. Κατά παρακίνηση της γυναίκας του ο Εφρέμ σκοτώνει το νεογέννητο νόθο, το λυώνει κάτω από μια σανίδα και το θάβει στην αυλή του σπιτιού.
Ελένη Χατζηαργύρη (Ανίσια), Θάνος Κωτσόπουλος (Νικήτας), Άννα Ραυτοπούλου (Ματριώνα), Θόδωρος Μορίδης (Πιότρ), Κική Ρέππα (Αννιούτκα).
”Λίγον καιρό αργότερα, η θετή κόρη αρραβωνιάζεται. Την ημέρα του γάμου, κι ενώ η συνοδεία ετοιμαζόταν για την εκκλησία, ο Εφρέμ ζυγώνει ζωηρά τη νύφη και της φωνάζει: “Στάσου! Να πάρεις μαζί στην εκκλησιά και το παιδί σου”. Οι προσκαλεσμένοι συνάχτηκαν γύρω στο μουζίκο, εκείνος όμως έπεσε στα γόνατα και ξομολογήθηκε μπρστά σ’ όλους το έγκλημά του. Ύστερα σηκώθηκε κι έτρεξε στην αυλή να ξεθάψει την απόδειξη της κακουργίας του. Εκείνη τη στιγμή, το κοριτσάκι του, που ήταν έξι χρονών, έπεσε πάνω του. Αυτός το χτύπησε μ’ ένα κούτσουρο και το σκότωσε “για να μη ζήσει κι αυτό μέσα στην αμαρτία”. Ο Εφρέμ Κολόσκοφ καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα. Δήλωσε πως του έπρεπε η ποινή και πως τη δέχεται σαν εξιλασμό”.
Αυτή είναι η είδηση. Ο χρονογράφος μας πληροφορεί πως ο Τολστόι πήγε και είδε στη φυλακή τον κατάδικο δυο φορές, ρώτησε και τους μάρτυρες. Από τα στοιχεία που συγκέντρωσε, θα βγει το έργο.
Πώς επεξεργάστηκε την ωμή πρώτη ύλη; Εξόν από την καθαυτό καλλιτεχνική μετουσίωσή της, μετρίασε το βάρος τής μιας από τις ανομίες του ήρωά του: Η κοπέλα που γίνεται ερωμένη τού Νικήτα στο δράμα, δεν είναι κόρη της γυνίκας του· είναι του πρώτου άντρα της κόρη. Παραλείπει και το περιττό έγκλημα του τέλους, το φόνο της μικρής κόρης. Από κει και πέρα έγνοια τού συγγραφέα είναι να υποτάξει τα περιστατικά του μύθου σ’ ένα εσωτερικό, αποκαλυπτικό κάποιας βαθύτερης αλήθειας νόημα.
Θα το βρει στη μοιραία αλληλουχία των εγκλημάτων, στο αναπόδραστο του άπαξ εξαπολυμένου Κακού. “Η αμαρτία γεννάει την αμαρτία”, λέει στην τρίτη πράξη ο δίκαιος Ακίμ. Και η ιδέα αυτή, που έχει μια μυστική συγγένεια με το αρχαίο τραγικό πνεύμα, όπως άλλωστε και με το κεντρικό θέμα του Μάκβεθ” –κι ας αποστρεφόταν τόσο τον Σαίξπηρ ο Τολστόι– έχει την τύχη εδώ να προβάλλεται όχι στεγνά, διδακτικά, αλλά πλαστικότατα, με τον οίστρο ενός μεγάλου δημιουργού ζωής.
Ο Πιότρ, πλούσιος χωρικός, έχει πάρει σε δεύτερο γάμο μια γυναίκα φιλάρεσκη, την Ανίσια. Μαζί της έχει ένα κορίτσι μικρό, την Άννα, καθώς κι ένα από τον πρώτο του γάμο, την Ακουλίνα. Παραγιός στα χτήματα του Πιότρ ο Νικήτας, τύπος του καλοκαμωμένου κι εύρωστου νέου αγρότη, σ’ αντίθεση χτυπητή με τον αρρωστιάρη αφεντικό του, έχει γίνει εραστής της Ανίσιας. Πρόκειται για τη συνηθισμένη στην ύπαιθρο βιολογική έλξη που ασκεί για τη γυναίκα ο εκπρόσωπος της υγείας στην πιο στοιχειώδη της μορφή. Παραζαλισμένη η Ανίσια από το φόβο μήπως ο Νικήτας παντρευτεί με άλλην, όπως το θέλει ο πατέρας του, μήπως δηλαδή νομιμοποιήσει έναν παλιό του σύνδεσμο κι αποκαταστήσει την κοπέλα που είχε άλλοτε διαφθείρει, ανυπόμονη και να τον κρατήσει κοντά της, ν’ απαλλαγεί από τον αρρωστιάρη άντρα της, ακούει τη φωνή του Πειρασμού. Είναι ενσαρκωμένος στο πρόσωπο της μητέρας του Νικήτα, της Ματριώνας. Έτσι θα γίνει το αρχικό έγκλημα, το μοιραίο, όπως άλλωστε, πίσω απ’ αυτό, ενεδρεύει η πρώτη ανομία: του Νικήτα που εγκατέλειψε τη φτωχή Μαρίνα. Τ’ άλλα εγκλήματα θ’ ακολουθήσουν με την αναγκαιότητα εκείνη, τη μοιραία, που κάνει ώστε, μέσα στον ίδιο τον κατήφορο να κρύβεται και η αντιπληρωμή, η εσωτερική καταδίκη. Η Ανίσια σκοτώνει και κλέβει. Παραπλανημένη ωστόσο, κάνει το κρίσιμο γι’ αυτήν σφάλμα να δώσει στον Νικήτα τα λεφτά. Από τη στιγμή εκείνη ο παραγιός γίνεται αφέντης, σατράπης. Τέλος εκτροχιάζεται. Πίνει, κακομεταχειρίζετια την Ανίσια, την παραγκωνίζει, κάνει ένα παιδί νόθο με την Ακουλίνα. Και πάνω σ’ αυτό τον καρπό της πολλαπλής αμαρτίας είναι που η κακουργία θα κορυφωθεί, θα φτάσει στο σημείο να προσβάλει τη Φύση.
Η απομάκρυνση από το Θεό, να ο “ζόφος”. “Ξεχάσαμε το Θεό”, λέει ο ενάρετος γερο-Ακίμ, ο μόνος που από την ταπεινή του θέση βλέπει την αλήθεια ξεκάθαρα κι από νωρίς. Είναι η ιερή μορφή του έργου ο βραδύγλωσσος αυτός γεροντάκος που μοιάζει να έχει ελάχιστη επαφή με τη χυδαία καθημερινότητα των άλλων, τόσο υψηλή είναι μέσα του η ηθική συνείδηση. Μορφή σλάβικη του κλασικού τύπου, ο Ακίμ εισάγει με τη σεμνή, την εύθραυστη παρουσία του μιαν αύρα μυστικισμού απλοϊκού ίσως αλλά και λυτρωτικού μέσα στο σκυθρωπό αυτό κλίμα της πληθωρικής αμαρτίας. Έχει αξιοπρέπεια συγκινητική, είναι όμως και άνθρωπος αδύνατος, δεν μπορεί να προβάλει αντίσταση στη γυναίκα του, την αποτρόπαιη Ματριώνα. Ο ρόλος του θα περιορίζεται σε προειδοποιήσεις για το κακό, και στο τέλος σε μιαν έξοχη ενθάρρυνση στο γιο του να ταπεινωθεί και να ομολογήσει. Ο Τολστόι τον έχει σχεδιάσει με την άνεση, το απαλό χιούμορ και την ενόραση της μεγαλοφυίας. Τον έχει πλάσει από φως, κουρέλια και χαμόγελο.
Είπανε “λαίδη Μάκβεθ της στέππας” τη Ματριώνα. Ο χαρακτηρισμός ίσως είναι άδικος για τη λαίδη, που έχει για ελαφρυντικό της τουλάχιστον ένα σκοτεινό πάθος. Της Ματριώνας το μόνο ελαφρυντικό θα μπορούσε να είναι, το πολύ-πολύ, η αμορφωσιά – μ’ όλο που ο Ακίμ, ο άντρας της, δεν είναι περισσότερο απ’ αυτήν γραμματισμένος. Να της αποδώσει κανένας και την πρόθεση μιας μητέρας να βοηθήσει το γιο της, να του εξασφαλίσει την υλική ευτυχία; Μόνον όμως με το κακό βλέπει η Ματριώνα την ευτυχία εφικτή. Κρατάει και διευθύνει τα νήματα, παρωθεί στο έγκλημα, προσφέρει τα κατάλληλα μέσα, κοιμίζει τις συνειδήσεις. Η ζοφερή αυτή ψυχή δεν έχει σχεδιαστεί με κανένα απολύτως μελοδραματισμό. Δείχνει στην εγκληματική δραστηριότητα την άνεση, τη φυσικότητα της ψυχής που έχει γεννηθεί τυφλή και για το σκοτάδι.
Η Ανίσια είναι Σλάβα με αίμα πυρωμένο, που κυλάει μέσα του σκοτεινούς αχνούς. Ο νόμος της μοιάζει να συγγενεύει με τον ασύνειδο νόμο του αγριμιού, τον ανεύθυνο. Ένας ίλιγγος τραβάει το πρωτόγονο αυτό θηλυκό προς το αρσενικό που έχει ευρωστία, νιάτα. Αντιχτυπιέται για ν’ αντιδράσει, να γλιτώσει από τον Πειρασμό, όμως η πείνα των σπλάχνων της είναι επικρατέστερη, τη συνεπαίρνει. Κι όταν βουτηχτεί ώς το λαιμό στην αμαρτία, κι επειδή έχει έτσι βουτηχτεί, θα δοκιμάσει τη χαιρεκακία του κολασμένου βλέποντας το Νικήτα να γίνεται παιδοκτόνος. Ώσπου θα ξεπέσει ολότελα στην τελευταία πράξη, θα προβάλει μεθυσμένη, αναίσθητη, στο όριο όπου αρχίζει η αποκτήνωση.
Ο Νικήτας σημειώνει μια διαδρομή πολύ εύγλωττη μέσα στο έργο. Αρχίζει από νεαρός γυναικοθήρας του χωριού, ξέγνοιαστος, που παρατάει μ’ ελαφρή καρδιά τα θύματά του, και μπλέκει στα δίχτυα του Πειρασμού, δίχως να το καταλάβει, όταν γίνεται ερωμένος της γυναίκας του αφεντικού του. Θα γνωρίσει μιαν απατηλή άνοδο για μια στιγμή, όταν θα βασιλέψει μέσα στο σπίτι του δολοφονημένου αδίσταχτος, ανεξέλεγκτος, σατραπικός, πωρωμένος. Η απαίσια όμως πράξη που του επιβάλλεται, τον συνεφέρνει ξαφνικά, και με τον πιο τρομαχτικό τρόπο. Θα ’λεγε κανένας πως δεν είναι η συνείδηση που ξυπνάει σ’ αυτόν, είναι κάτι βαθύτερο, ανεπίγνωστο, ένα ασυνείδητο καταχωνιασμένο στα έγκατά του. Από εκεί θα ξεκινήσει και θα στοιχειώσει η φωνή της Δίκης. Ο Νικήτας θα ολοκληρώσει τη διαδρομή του με την εξιλεωτική πορεία του προς την πληρωμή. “Σαν κολλήσει το ένα πόδι, πιάνεται και το πουλί”, λέει μια ρωσική παροιμία. Είναι ο τύπος ακριβώς της παγίδας που έστησε ο Πειρασμός στον Νικήτα.
Το έργο ολόκληρο είναι ένα κράμα νατουραλισμού και μυστικοπάθειας. Εκεί βρίσκεται η ιδιοτυπία του και το εσωτερικό του νόημα. Έχει κάτι το εκπληκτικά αυθεντικό, το χυμώδες, στη διάπλαση των προσώπων, στον κρουστό τους λόγο, στην ατμοσφαίρα που αναδίνουν. Δεν απορεί κανένας που απετέλεσε έναν από τους ιστορικότερους σταθμούς του νεοτέρου Θεάτρου. Στη Ρωσία του 1887 η παράστασή του είχε απαγορευτεί, μ’ όλο που ο τσάρος Αλέξανδρος ο Γ΄ είπε γι’ αυτό, καθώς λένε: “Τι έξοχο πράμα!” Είχανε φοβηθεί για τους μουζίκους, μήπως τα εγκλήματα του έργου τους επηρεάσουν άσχημα. Ο Τολστόι το έδωσε τότε να βγει σε βιβλίο. Σε λιγότερο από ένα χρόνο πουλήθηκαν 60.000 αντίτυπα. Ονομαστή έμεινε η παράσταση του έργου στη Γαλλία, από το “Ελεύθερο Θέατρο” του Αντουάν. Στην Ελλάδα το παρουσίασε η “Νέα Σκηνή” του Χρηστομάνου.
____________________________________
- Το κείμενο αντλήθηκε από το πρόγραμμα της παράστασης Το κράτος του ζόφου (1962). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή. Μετάφραση: Αλεξ. Ροσόλυμος [Αλέξης Σολομός], σκηνοθεσία: Τάκης Μουζενίδης, σκηνογραφίες: Κλ. Κλώνης, ενδυμασίες: Αντ. Φωκάς. Διανομή: Θεόδωρος Μορίδης (Πιότρ), Ελένη Χατζηαργύρη (Ανίσια), Άννα Κυριακού (Ακουλίνα), Κική Ρέππα (Αννιούτσκα), Θάνος Κωτσόπουλος (Νικήτας), Λυκούργος Καλλέργης (Ακίμ), Άννα Ραυτοπούλου (Ματριώνα), Νέλλη Μαρσέλλου (Κουμπάρα) Παντελής Ζερβός (Μήτριτς), Άγγελος Γιαννούλης (Πεθερός), Ελένη Νενεδάκη (Μαρίνα), Μυρσίνη Σαντοριναίου (Μάρφα), Κώστας Κοκκάκης (Ο άντρας της Μαρίνας), Σπύρος Ολύμπιος (Αστυνόμος), Ελένη Κυπραίου (Κοπέλα Α΄), Κική Διόγου (Κοπέλα Β΄), Δημήτρης Ντουνάκης (Αμαξάς), Μιχάλης Μαραγκάκης (Κουμπάρος), Όλγα Τουρνάκη (Προξενήτρα), Γιάννης Μαυρογένης (Πρόεδρο Κοινότητας).
Latest posts by dromena (see all)
- ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΣ : Τζωρτζ Μπέρναρ Σω. Εικονοκλάστης και ηθικολόγος - 29 Νοεμβρίου, 2024
- Κυκλοφορεί σε μετάφραση του Καθηγητή Βάιου Λιαπή το βιβλίο «Το Αρχαίο Θέατρο μέσα από τις Πηγές» - 14 Νοεμβρίου, 2024
- ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΣ : Η Αυλή των Θαυμάτων (3) - 11 Νοεμβρίου, 2024
- ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΣ : Η Αυλή των Θαυμάτων (2) - 10 Νοεμβρίου, 2024
- ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΣ : Η Αυλή των Θαυμάτων (1) - 10 Νοεμβρίου, 2024