Το θέατρο του Παύλου Μάτεσι

Το θέατρο του Παύλου Μάτεσι

Μοιράσου το!

  • Γιώργος Μιχαηλίδης

Ο ΜΑΤΕΣΙΣ παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο θέατρό μας με το μονόπρακτό του Η Τελετή που παίχτηκε στο Θέατρο Νέας Ιωνίας το 1967 (είχε προηγηθεί η δημοσίευσή του στο περιοδικό “Θέατρο”). Αν δεν μας καθόριζε σ’ αυτό του το έργο το χώρο και τη θεματογραφία που θα κινιόταν, οπωσδήποτε δήλωνε αμέσως το ύφος του, τον τρόπο γραφής του. Γιατί ο Μάτεσις είναι από τους λίγους Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς που έχει τον δικό του αποκλειστικό τρόπο γραφής, τον ξεχωρίζεις, έχει ταυτότητα, την δική του αποκλειστική φυσιογνωμία.

Ένας λόγος ευρηματικός, πανέξυπνος, όπου τα λεκτικά ευρήματα διαδέχονται το ένα το άλλο με πολυβολική συχνότητα, οι υπαινιγμοί, τα υπονοούμενα αιφνιδιάζουν συνεχώς τον θεατή και αρκετά συχνά τον φέρνουν σε αμηχανία καθώς δεν προλαβαίνει να αποκρυπτογραφήσει την σημασία τους. Γιατί ο Μάτεσις μπορεί κάποτε να παίζει με την γλώσσα, αλλά ποτέ δεν παίζει πρόχειρα, το χιούμορ του είναι διαβρωτικό, σκοπεύει σε βάθος, επισημαίνει το γελοίο, το τρεκλό, το βλακώδες, και τα γυμνώνει χωρίς καλοσύνη, τα τοποθετεί κάτω από την σκληράδα ανακριτικού προβολέα.

Στην Τελετή η γλώσσα δεν βοηθάει απλώς το θέμα να ξετυλιχτεί, μπορώ να πω πως ΕΙΝΑΙ το θέμα του έργου.

Οι άνθρωποι εδώ μιλούν, ωστόσο η ομιλία τους δεν είναι τίποτ’ άλλο από κλισέ, κωδικοποιημένες απόψεις, νεκρά σχήματα, κονσερβοποιημένες σκέψεις.

Με δηλητηριώδη ευστοχία ο Μάτεσις επιτίθεται στον μικροαστό, τον τοποθετεί μπροστά σ’ ένα καθρέφτη και τον αναγκάζει να δει το άδειο πρόσωπό του. Τα μέσα που χρησιμοποιεί είναι ακριβώς η ίδια η γλώσσα του μικροαστού, τα ίδια του τα λόγια – γιατί η Τελετή είναι ένα μικρό ανθολόγιο μικροαστικής κενολογίας.

Στη μνήμη του Μάτεσι έχουν καταγραφεί με φωτογραφική πιστότητα όλες εκείνες οι αντιδράσεις, οι στάσεις, οι γκριμάτσες, οι χειρονομίες που συνθέτουν την φυσιογνωμία του έλληνα μικροαστού· ωστόσο δεν περιορίζεται στον απλό μηρυκασμό όλων αυτών των “σημάτων” – σαν γνήσιος σατιρικός διογκώνει, μεγεθύνει, φτάνει πολλές φορές μέχρι την καρικατούρα ή μέχρι την τερατοποίηση. Το τελευταίο μοιάζει σαν φυσική κατάληξη. Ο μικροαστός είναι ένα τέρας: ιδεολογικά, πολιτικά, ηθικά. Ζει περιχαρακωμένος μέσα στα επιπλάκια του, τις φράσεις-κλειδιά του, τις επισκέψεις του, τους συγγενείς του και την ανασφάλειά του.

Είναι ένας κόσμος γελοίος, αντιδραστικός και ασφυκτικός.

Κι ο Μάτεσις τον μισεί αυτόν τον κόσμο γιατί μέσα στην συνείδησή του παίρνει το πλάτος και τη σημασία του ελληνικού κόσμου, του ελληνικού χώρου. Η Ελλάδα είναι χώρα μικροαστική (θα δούμε αυτή την διαπίστωση να γίνεται κλαυσίγελος στο έργο του Το Φάντασμα του κυρίου Ραμόν Νοβάρο).

Ο πανικός. Δεν βρίσκω άλλη λέξη να χαρακτηρίσω την ουσία των έργων του Μάτεσι. Στο βάθος εκείνο που κατέχει τη συνείδηση του συγγραφέα είναι ο πανικός. Ο πανικός για ένα κόσμο βλακώδη, αδιέξοδο, κακόγουστο και απάνθρωπο.

Κι ο πανικός γεννάει εφιάλτες ή δεν μπορεί παρά να δει μόνο τον εφιάλτη που κάνει ακατοίκητο αυτόν τον κόσμο.

Υπάρχει ένα σουρεαλιστικό στοιχείο στο έργο του Μάτεσι κι αυτό είναι συνέπεια του γεγονότος ότι οδηγεί ώς την ακραία τους κατάληξη τα πράγματα. Στην πραγματικότητα δεν τα παραμορφώνει, απλώς τα οδηγεί ώς το τέρμα. Καταργώ τους τίτλους των έργων του Μάτεσι και συγκεντρώνω όλο το ζωντανό και άψυχο υλικό τους μέσα σ’ ένα χώρο. (Είναι μια μέθοδος που με βοηθάει με εντελώς αποτελεσματικό τρόπο να ανακαλύπτω τη μυθολογία των συγγραφέων καθώς όλος αυτός ο κόσμος συνωθείται, φωνάζει, ανασαίνει και στην πραγματικότητα είναι κάτι σαν το υποσυνείδητό τους). Τα ζωντανά και τα άψυχα του Μάτεσι προκαλούν τρόμο: τέρατα, υπερφυσικές γυναίκες, τεράστια ρολόγια και παπούτσια, εγκληματίες από πλήξη και πνευματικό αδιέξοδο, σαδομαζοχιστικά ξεσπάσματα, κατολισθήσεις, βλάκες, φαντάσματα, κακόμοιροι άντρες, καταπιεστικές γυναίκες, μαχαίρια, ένα πηγάδι, άγγελοι-υπάλληλοι, το χάος και η αυτοκτονία.

Στη Βιοχημεία η γη μεταμορφώνεται σ’ ένα φτερωτό θηρίο που ξυπνάει ύστερα από μακραίωνη νάρκη και χάνεται πετώντας μέσα στο αστρικό σύμπαν. Όσο κι αν κάτι τέτοιο μοιάζει με εκδήλωση υστερικής πια φαντασίας, ο Μάτεσις κρατάει και μας επιδεικνύει μια σίγουρη αποδειχτική πορεία. Η γη είναι πλανήτης, κατοικείται από όντα που σπαράσσονται, εκμεταλλεύονται και εκμεταλλεύουν, καταπιέζονται και καταπιέζουν, οδηγούνται στην τρέλα και την απομόνωση, “ζουν σ’ ένα χώρο που όλο και δυσχερέστερα χαρακτηρίζεται κατοικήσιμος”. Αυτός ο χώρος, η γη, που σπαράσσεται έτσι, που βογγά, που άλγει και ξεφωνίζει δεν μοιάζει με θηρίο; Τι άλλο μένει από την καταστροφή;

Η Βιοχημεία (Πειραματικό Θέατρο) είναι μ’ έναν αδιέξοδο τρόπο απαισιόδοξη. Από την πρώτη στιγμή του έργου όλα είναι καταδικασμένα. Οι άνθρωποι ζουν σε καραντίνα, το οξυγόνο λιγοστό και φοράνε [αντι]ασφυξιογόνες μάσκες, τα μωρά μέχρι τα δέκα τους χρόνια έχουν δεμένα χειροπόδαρα στην κούνια τους με σφραγισμένο στόμα, τηλεοράσεις παντού παρακολουθούν τους πολίτες άγρυπνα, τους καθοδηγούν, γέροι πατεράδες σφάζουν τους γιους τους και τους τρώνε, η αυτοδικία είναι κανόνας και αναγνωρισμένη νομικά πράξη, κυβερνήσεις εξουθενώνουν τη συνείδηση των πολιτών με την μαθηματικοποίησση της ζωής τους, φόβος, όλα κουρντισμένα και παράλληλα μ’ έναν εφιαλτικό τρόπο όλα ξεχαρβαλωμένα, άρρωστα.

Η Βιοχημεία θα μπορούσε να ήταν το θέμα ενός μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας, αν δεν αναγνώριζε κανείς έστω και μακρινά το πρότυπό της και την πηγή έμπνευσής της. Όσο κι αν η γη στο τέλος πετάει (τεράστιο, άγριο πουλί που κρώζει μέσα στο έρημο χάος) και εξαφανίζεται στο τίποτα, στο βάθος παραμένει η γη μας που συγκλονίζεται από τις αντιθέσεις και την απελπισία. Δικαίωμα του ποιητή να ονειρεύεται την πραγματικότητα.

Το Φάντασμα του κ. Ραμόν Νοβάρο είναι μια ελεγεία, το θυμάται κανείς σαν ένα τραγούδι που άκουσε κάποτε και που ζωντανεύει μέσα του πολύ γνώριμα, πολύ κοντινά, πολύ δικά του πράγματα: “Α, ναι, λες, ξέρω ξέρω… έτσι είναι”. Αυτός ο γελοίος ανθρωπάκος, αυτή η καρικατούρα, ο αξιολύπητος Αντωνάκης, ξαφνικά σε πλημμυρίζει με μια θλίψη, γίνεται βάρος πάνω στο στήθος σου και κάποτε σου κόβει την ανάσα.

Αυτό που κατάφερε ο Μάτεσις είναι να ποιητικοποιήσει την αθλιότητα της ελληνικής μικροαστικής ζωής. Έτσι πέρα από την απεικόνιση, πέρα από την φωτογράφιση και την πιστή αναπαράσταση μιας πραγματικότητας, έχουμε τη σύνθεση συμβόλων που οδηγούν κατευθείαν στην ποίηση. Ο Αντωνάκης ανήκει πια στα “μυθολογικά πρόσωπα της νεοελληνικής πραγματικότητας. Δεν θυμίζει καθόλου τον Καραγκιόζη, θα ’θελα όμως να κάνω μια σύγκριση μαζί του. Ο ήρωας του θεάτρου των σκιών είναι ενεργητικός, δεν αρνείται την αντικειμενική πραγματικότητα. Μπορεί να είναι ο κατεξοχήν αμοράλ ήρωας αλλά συμμετέχει, προσπαθεί, αγωνίζεται να ξεπεράσει τις δυσκολίες και τελικά επιζεί, ξεγελάει, ελίσσεται, ξεφεύγει, δέρνεται και δέρνει. Είναι ο άνθρωπος που γεννήθηκε στη σκλαβιά και αντρώθηκε στην φτώχεια και την αθλιότητα.

Ο Αντωνάκης είναι παθητικός. Εκεί που βρέθηκε, έμεινε.

Δεν κινείται, φυτοζωεί, δέχεται τα χτυπήματα χωρίς αντίδραση μόνο με παράπονο. Κάποτε φτάνει στον έσχατο εξευτελισμό να δικαιολογεί θύμα αυτός, τους θύτες του.

Κώστας Γαλανάκης (Ένας γιατρός), Κούλα Αντωνιάδου (Η πεθερά του κυρίου Αντωνάκη), Άγγελος Γιαννούλης (Ο πεθερός του κυρίου Αντωνάκη), Θεανώ Ιωαννίδου (Η γυναίκα του κυρίου Αντωνάκη), Χριστόφορος Καζαντζίδης (Ένας παπάς), Θύμιος Καρακατσάνης (Κύριος Αντωνάκης), Νάσος Κεδράκας (Ο φίλος του), Αντώνης Αντύπας (Ο Αρχάγγελος), Αγγέλικα Καπελαρή (Θεώνη, παρακόρη), Γιάννης Λαμπρόπουλος (Ένας νέος με ναυτικό κασκέτο), Αγνή Μουζενίδου (Η μητέρα του κυρίου Αντωνάκη), Κώστας Κοκκάκης (Ο πατέρας του κυρίου Αντωνάκη). Το φάντασμα του κυρίου Ραμόν Νοβάρο (1973). Εθνικό Θέατρο: Νέα Σκηνή. Σκηνοθεσία: Κώστας Μπάκας. Σκηνικά-κοστούμια: Διονύσης Φωτόπουλος

Εδώ ο Μάτεσις έχει πιάσει καίρια την ιδεολογικοπολιτική στάση του μικροαστού. Πλάσμα πολιτικά άχρωμο ο μικροαστός, ιδεολογικά συντηρητικό και φοβισμένο, δεν ενεργεί ιστορικά, δέχεται τις ιστορικές κινήσεις και αλλαγές με παθητικότητα. Ποτέ δεν συγκρούεται, δεν αγωνίζεται με τα γεγονότα. Απλώς τον βρίσκουν απροετοίμαστο, τον αιφνιδιάζουν και τον τρομοκρατούν. Γι’ αυτό ο μικροαστός είναι το μόνιμο στήριγμα κάθε πολιτικής συντήρησης, κάποτε και αντίδρασης. Είναι αυτός που πύκνωσε τις τάξεις του ναζισμού ή το λιγότερο τον στήριξε στην αρχή και τον άνδρωσε κοινωνικά.

Τον Αντωνάκη δεν τον συμπονεί ο θεατής, απλώς οδηγείται μαζί του σε απελπισία και του αφήνει ένα πικρό κατακάθι μέσα του.

Αυτός ο Αντωνάκης γίνεται εφιάλτης καθώς συμπυκνώνει, μέσα στην άβουλη κακομοιριά του, ένα κομμάτι αυτού του τόπου που ζούμε.

Η Ποδοσφαιρική βραδιά της Μεγαλειοτάτης (Θίασος Σμαρούλας Γιούλη). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μ’ αυτό το έργο ο Μάτεσις για πρώτη φορά “πολιτικοποιείται”. Όχι πως η Ποδοσφαιρική βραδιά είναι ένα πολιτικό έργο, για πρώτη φορά ο Μάτεσις δεν επιτίθεται σ’ ένα τετελεσμέενο κοινωνικό φαινόμενο ή φαινόμενα, αλλά παράλληλα δείχνει και τις αιτίες και τους αίτιους, δείχνει και τα πρόσωπα και τα πράγματα. Το “κρατίδιο” που στήνει πάνω στη σκηνή είναι βέβαια η μικρογραφία της Ελλάδας, γι’ αυτό κανείς δεν αμφιβάλλει. Όπως δεν αμφιβάλλει για τον ρόλο του “υποβολέα” και την ταυτότητά του. Η Ελλάδα πάντα είχε τους “υποβολείς” της και όλα δείχνουν πως θα τους έχει ακόμη άγνωστο για πόσο.

Ο Μάτεσις οργανώνει το χώρο του, πλάθει τα πρόσωπά του κι ύστερα σαν χορογράφος στήνει μπροστά μας το θέαμά του. Κι εδώ θα χρησιμοποιήσει όλο το οπλοστάσιό του, όλη την χλεύη, τον σαρκασμό., τη γελοιοποίηση. Θα σαρκάσει με έναν τρόπο σχεδόν εξουθενωτικό. Τα ευρήματα, λεκτικά και σκηνικά, διαδέχονται το ένα το άλλο ασθματικά, μερικές φορές συνωστίζονται πολλά μαζί, τόσο που δυσκολεύεται κανείς να τα ερμηνεύσει σε βάθος και να τα απολαύσει. Η Ποδοσφαιρική βραδιά είναι ένα έργο εκδίκησης, ένα έργο μίσους και χολής, σ’ ό,τι έχει εξευτελίσει, ταπεινώσει και γελοιοποιήσει αυτόν τον τόπο. Δεν είναι τυχαίο ότι απουσιάζει εντελώς από το έργο ο Λαός. Όλα αυτά πρόσωπα που συνθέτουν ένα κράτος-οπερέτα, που συνωμοτούν, προδίδουν, εξαγοράζονται και εξαγοράζουν, γίνονται τελικά η μοίρα αυτού του τόπου, καθορίζουν την γραμμή πλεύσης του, τον οδηγούν στην υποτέλεια και στην ταπείνωση. Ο Μάτεσις δεν έχει άλλο όπλο από την σάτιρα και πυροβολεί με μανία συνέχεια, δεν έχει άλλο δρόμο από την αποκάλυψη, γι’ αυτό τους φορά μάσκες για να δείξει τα πραγματικά πρόσωπά τους: φαιδρά, άσκημα, γελοία, κενά. Βασιλείς και αυλικοί, υπουργοί και ξένοι πράκτορες, έμποροι και τουρίστες, “σύμμαχοι” και διάδοχοι, συνθέτουν τα κύρια πρόσωπα που παίζουν την “φάρσα” που λέγεται Ελλάδα. Κι ο λαός; Ο Μάτεσις προτιμάει φαίνεται να κάθεται ο λαός στα καθίσματα της πλατείας, να βλέπει και να κρίνει. Ίσως και να παίρνει τις αποφάσεις του, αν πιστεύει κανείς τόσο πολύ στην αποτελεσματικότητα του θεάτρου.

___________________________

  • Γιώργος Μιχαηλίδης, Νέοι έλληνες θεατρικοί συγγραφείς. Εκδόσεις Κάκτος, 1975.

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ