Λουκάς Χρέλιας: Από το σχολείο στο θέατρο

Λουκάς Χρέλιας: Από το σχολείο στο θέατρο

Μοιράσου το!

ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ μπουλούκι δεσπόζει στην προπολεμική αλλά και τη μεταπολεμική Ελλάδα ως ο κατεξοχήν φορέας της ψυχαγωγίας της. Οφείλουμε να λογαριαζόμαστε τυχεροί που ένας από τους αριστείς του είδους και τους πρωτομάστορες του μπουλουκιού στην Ελλάδα, ο Λουκάς Χρέλιας, μας άφησε πεθαίνοντας την αυτοβιογραφία του. Μια αυτοβιογραφία που κατά εκπληκτικό τρόπο μας γνωρίζει, μαζί με τις περιπέτειες ενός θιάσου που οδεύει με ξεροβόρια και λιοπύρια μέσα από τα δύσβατα μονοπάτια των επαρχιακών, κυρίως, κωμοπόλεων, τα κοινωνικά ήθη πολλών διακεκαυμένων εποχών της ελληνικής ζωής. Ο Λουκάς Χρέλιας στον ανηφορικό θεατρικό του δρόμο που τον ανέβηκε με τα μέλη της οικογένειάς του και με άλλους καλλιτέχνες, εικονογραφεί μια ομόλογη αλλά και διαφορετική εκδοχή του μεταγενέστερου, από τα χρόνια της δικής του δοκιμασίας, “Θιάσου” του Θόδωρου Αγγελόπουλου. (Οπισθόφυλλο του βιβλίου)

  • Λουκάς Χρέλιας

[…] Οι Αποκριές αυτής της χρονιάς για μένα ήταν σωστός εφιάλτης. Από τη μια μεριά ο φόβος μη μάθει ο πατέρας μου τα μαθητικά μου χάλια κι από την άλλη ντρεπόμουνα να βγω από το σπίτι γιατί οι συγχωριανοί συμμαθητές μου θα είχαν οπωσδήποτε διαδώσει τη μαθητική μου ανταρσία. Σάββατο, Κυριακή και Δευτέρα δεν είχα βγει πέρα από την αυλή μας, που είναι στο κέντρο του χωριού. Εφιαλτική η ζωή μου αυτές τις τρεις μέρες της Αποκριάς. Δεν έβλεπα την ώρα να ’ρθει το πρωί της Τρίτης για να φύγω.

Η βάβα μου η κακομοίρα ετοίμαζε το καλαθάκι με τα τρόφιμα που θα ’παιρνα μαζί μου: ψωμί, ελιές λίγο τυρί απ’ τις κατσίκες μας κι έναν κόκορα μαδημένο, έτοιμο για το φούρνο, και ό,τι άλλο μπορούσε για να μ’ ευχαριστήσει, καθώς και τα εσώρουχά μου πλυμένα και σιδερωμένα με το καρβουνοσίδερο, τα τσουράπια μου τα μάλλινα που τα έπλεκε με τα ζαρωμένα γέρικα χεράκια της. Όλα για τον Λουκά, να μάθει γράμματα για να μη μείνει κι αυτός στο χωριό ξωμάχος και ζευγάς στα χωράφια. Να γίνει επιστήμονας, όπως τα παιδιά του Σπύρου Σκαλτσά, για να μπορέσει μια μέρα να ξαποστάσει κι ο γερο-πατέρας του. Μεγάλη η χαρά τους που θα μάθαινα πολλά γράμματα. Καμάρι το ’χε η αδερφή μου η Αμαλία που θα ’χε αδερφό επιστήμονα. Εγώ όμως το βιολί μου. Είχε καρφωθεί μέσα μου να γίνω ηθοποιός όπως ο Ιβάν Πέτροβιτς, ο Ραμόν Νοβάρο, ο Χάρυ Μπορ κι άλλοι ηθοποιοί του κινηματογράφου της εποχής εκείνης.

Είμαι αναστατωμένος. Όλα μέσα στο κεφάλι μου ανακατωμένα. Η αγάπη της βάβας, ο πόνος της μάνας, η λατρεία και το καμάρι της αδερφής κι ο φόβος του πατέρα. Ολόκληρη επανάσταση μέσα στην παιδική μου καρδιά κι όλα αυτά τα ανάκατα κι αξεχώριστα συναισθήματα νικήθηκαν από την αμετάκλητη απόφασή μου, την αγάπη μου για το θέατρο.

Κι έτσι την Τρίτη της Καθαροβδομάδας, μαζί μ’ όλα αυτά τα συναισθήματα, φορτώθηκα και μ’ όλες τις μελλοντικές ευθύνες. Πρωί-πρωί μπήκα κι εγώ στο σαραβαλάκι λεωφορείο, όχι αυτό που πάει για το Μεσολόγγι, στο σχολείο, γιατί εκεί βρώμαγε μπαρούτι, αλλά εκείνο που πάει στο Αγρίνιο. Στο θέατρο.

Τα χρήματα που κρατούσα δεν ήταν περισσότερα από εκατό δραχμές. Αυτές μαζεύτηκαν από το γέρο και από τη βάβα για χαρτζιλίκι, γιατί στο Μεσολόγγι έτρωγα στο μαγέρικο του Αντώνη Ζαμπακόλα, που είχε τη Δημητρούλα για μαγείρισσα, που κάποτε, προτού πάει με τον Ζαμπακόλα, την είχαμε στο σπίτι μας με την κορούλα της, μια όμορφη κορούλα που της πέθανε. Στον Ζαμπακόλα είχε πίστωση ο γέρος.

Τώρα με τις εκατό δραχμές πώς θα τα βγάλω πέρα; Τι θα φάω και πού θα κοιμηθώ; Καινούργιες σκέψεις, καινούργιες υπευθυνότητες. Όλα αυτά ανακατεύονται στο μυαλό μου. Έχω μετανιώσει; Να πάρω το τρενάκι και να πάω στο Μεσολόγγι; Εκεί τα ’χω βρωμίσει Πώς θα παρουσιαζόμουνα στον καθηγητή; Οι συμμαθητές μου θα με παίρναν στο “μεζέ”. Με τι βιβλία θα εξακολουθούσα τα μαθήματα; Και το σπουδαιότερο είναι πως θα ’μενα στην ίδια τάξη. Και την επόμενη χρονιά ο γέρος δε θα μ’ έστελνε στο σχολείο. Έτσι κι αλλιώς το σχολείο ξόφλησε. Βρίσκομαι προ τετελεσμένου γεγονότος.

ΠΗΓΑ στο θέατρο και βρήκα τους θιασάρχες Μπίνη και Μπολίνη. Τους είπα την απόφασή μου αλλά και ψέματα, ότι άφησα το σχολείο με τη συγκατάθεση του πατέρα για να ακολουθήσω το θίασο. Έτσι έγινα δεκτός στο θίασο και ανέλαβα αμέσως και καθήκοντα. Μου δώσανε το θεατρικό έργο που θα παίζανε το βράδυ, το Γιο του ίσκιου του Σπύρου Μελά, να το διαβάσω γιατί το βράδυ θα το υπέβαλλα.

Ύστερα πήγαμε στο μαγέρικο να φάμε. Έβγαλα το χωριάτικο ψωμί, τυρί κι ελιές, κι όλοι μαζί φάγαμε τη φασολάδα του μαγέρικου. Το βράδυ μετά την παράσταση θα τρώγαμε τον κόκορα που είχα μαζί μου, έτοιμο για την κατσαρόλα. Φώναξαν το μάγειρα και του είπαν να τον φτιάξει κοκκινιστό. Ο γερο-Μπολίνης τον ήθελε βραστό κι ο γερο-Μπίνης κοκκινιστό. Υπερίσχυσε η γνώμη του Μπίνη, που ήταν γερό ποτήρι, και έγινε κοκκινιστός γιατί έτσι τον θέλανε και τα κορίτσια.

Μετά την παράσταση πήγαμε στην ταβέρνα κι ώσπου να μας ετοιμάσει ο ταβερνιάρης, έγινε και ο λογαριασμός της είσπραξης της βραδιάς και δόθηκε μίτζα στον κάθε ηθοποιό, γιατί η μοιρασιά δινόταν κάθε Δευτέρα. Το μερίδιο δινόταν με κλίμακα δεκαδική. Δηλαδή οι πρωταγωνιστές θα παίρναν δέκα, ο αμέσως επόμενος εννέα και ούτω καθεξής, μέχρι το πέντε, δηλαδή μισό μερίδιο. Εδώ σε τούτο το θίασο είχε συμφωνηθεί η πρωταγωνίστρια να παίρνει μια ποσοστιαία μονάδα παραπάνω, δηλαδή έντεκα τα εκατό. Αυτή η κλίμακα ήταν πολύ κλεψιμαίικη και αδικούσε πολύ τα μικρά μερίδια κι εκείνος που θα ’παιρνε πέντε τα εκατό δε θα μπορούσε να ζήσει, γι’ αυτό είπανε τότε στο τραπέζι που τρώγαμε να γίνει η κλίμακα με βάση το τριάντα και να μην κατεβαίνει κάτω από τα είκοσι. Έτσι κι έγινε. Όταν κάνανε λογαριασμό τη Δευτέρα, μου ήρθε μερίδιο εβδομήντα δραχμές. Αυτό για μένα ήταν πάρα πολύ ικανοποιητικό. Μπορούσα να τα βολεύω και ένιωσα μια κάποια σιγουριά.

Στο Αγρίνιο δεν κάθισε ο θίασος πολλές μέρες, γιατί ήταν και Αποκριές κι ο κόσμος ήταν απασχολημένος με τα γλέντια, γι’ αυτό ο θίασος έφυγε για τον Κραβασαρά. Μεγάλη μου χαρά που πηγαίναμε πιο μακριά απ’ το χωριό μου, γιατί φοβόμουνα τον πατέρα μην έρθει και κάνει καμιά φασαρία. Στενοχωρήθηκε τόσο πολύ σαν έμαθε πως δεν πήγα στο σχολείο αλλά ακολούθησα το θέατρο, που έπεσε το βράδυ να κοιμηθεί και ξύπνησε από τη στενοχώρια του το πρωί με άσπρο μουστάκι. Τόσο πολύ του κόστισε που βγήκα στο θέατρο.

Μαγευτική η θέα του Κραβασαρά. Το μικρό λιμανάκι του μέσα στον Αμβρακικό κόλπο, που τα ακύμαντα νερά του τα έσκιζαν μια φορά τη βδομάδα οι πλώρες των καραβιών που έκαναν τη συγκοινωνία, ήταν μια μαγεία για μένα που για πρώτη φορά αντίκριζα πλεούμενα.

Στο παραλιακό καφενείο του Φλώρου στήθηκε η σκηνή και κάθε βράδυ γέμιζε από θεατές διψασμένους για θεατρική ψυχαγωγία. Εδώ στον Κραβασαρά ανέβηκα για πρώτη φορά στη σκηνή σαν επαγγελματίας ηθοποιός. Υποδύθηκα τον Σταυράκη στη Μαρία Πενταγιώτισσα. Ο Σταυράκης ήταν ο εραστής της Μαρίας και καθώς με είχανε δεμένο και με ανακρίνανε, ήθελα να “παίξω” τραγικά. Κοκκίνιζα, σφιγγόμουνα κι έτρεμα, αλλά το τρεμούλιασμα δεν ήταν από το παίξιμο του ρόλου, εγώ έτρεμα σύγκορμος μπας και χάσω τη συνοχή στη σκηνή και τα κάνω θάλασσα. Ο γερο-Μπίνης που κατάλαβε την αγωνία μου, για να μου δώσει θάρρος, μου πετάει ένα “Μπράβο, Λουκά”. Ξεϊδρωσα και πήρα κουράγιο.

Τώρα το πράγμα είχε άλλη σημασία κι όχι αν έπαιξα καλά το ρόλο του Σταυράκη. Σημασία έχει πως ο θίασος είχε ανάγκη από έναν νέο, κι αυτός ο νέος ήμουνα εγώ, που θα μπορούσε ο θίασος ν’ ανεβάσει τα γνωστά του έργα. Την άλλη μέρα μου δίνουν νέο ρόλο, του Εδουάρδο στο Ναύτη Βαν Βρουστ, και στη συνέχεια μεγαλύτερους ρόλους, που ταίριαζαν στην ηλικία μου και στην ηλικία της ενζενί Σοφίας που πάντα θα έπαιζα μαζί της. Τους ρόλους μου τους μάθαινα στα πεταχτά και γρήγορα απ’ έξω. Την είχα από μαθητής τη συνήθεια να αποστηθίζω εύκολα. Έπειτα ο πόθος μου για το θέατρο μου ’δινε περίσσια όρεξη και δύναμη. Από το πρωί ξεκινούσα με το βιβλίο υπό μάλης, έπαιρνα τον παραλιακό δρόμο που πάει για την Άρτα, την άραζα στης ακροθαλασσιάς τα βράχια και διάβαζα δυνατά για να συνηθίσω να λέω καθαρά και στρογγυλά τις λέξεις του κειμένου και να αποφύγω τη ρουμελιώτικη προφορά και τους ιδιωματισμούς που ήταν ριζωμένα μέσα μου και καταβρόχθιζα φωνήεντα και καταλήξεις. Παιδί ακόμα, τι να ’κανα; Έπρεπε να φανώ άξιος. Έπρεπε να γίνω καλός ηθοποιός, για να χαρούν κι οι γονείς μου που δεν είχαν μεγάλη εκτίμηση σο θέατρο. Τόσα ξέρανε και δικαιολογημένα έτσι σκεφτόντουσαν γιατί τους είχανε χιλιοπαίξει και ξέραν τι θα κάνουν και πώς θα σταθούν στη σκηνή, ενώ εγώ άπειρο παιδί του χωριού τι να ξέρω. Διαβάζοντας μεγαλοφώνως κοντά στη θάλασσα θυμόμουνα τον αρχαίο Δημοσθένη που ’βαζε χαλίκια στη γλώσσα του. Έτσι μάθαινα τους ρόλους μου.

Ένα πρωινό με φωνάζει ο γερο-Μπίνης και μου δίνει ένα μάτσο καπνό και μια φαλτσέτα τσαγκάρικη να τον κάνω χαρμάνι γιατί ήξερα από τέτοια. Βάζω τη φαλσέτα στην από μέσα δεξιά τσέπη του σακακιού μου, με την αιχμή προς τα πάνω για να μη μου τρυπήσει την τσέπη. Παίρνω ένα ποδήλατο και τραβώ το δρόμο της Λευκάδας. Φτάνω μέχρι ένα ξωκκλήσι, παραπέρα δεν πήγαινε ο δρόμος, κατεβαίνω γιατί δεν μπορούσα να γυρίσω ποδηλατώντας κι όπως κάνω να ξανανέβω στο ποδήλατο, η φαλτσέτα χτυπάει πάνω στη σέλα και καρφώνεται στα πλευρά μου. Το αίμα έτρεχε. Βάζω το μαντίλι μου και τρέχω γρήγορα στο ποδηλατάδικο. Με βλέπει ο ποδηλατάς κατακίτρινο. Με ρωτάει τι συνέβη και του δείχνω τα αίματα και την πληγή. Με παίρνει και πάμε στο φαρμακείο. Το τραύμα ήταν σοβαρό. Παρ’ ολίγο να έφτανε η φαλτσέτα στον πνεύμονα.

“Φτηνά τη γλύτωσες. Αν ήτανε από αριστερά, δύσκολα…” μου λέει ο φαρμακοποιός.

Μαθεύτηκε σ’ όλη την αγορά πως το παιδί του θιάσου παρ’ ολίγο να την κλάσει, όπως λένε στην πατρίδα μου. Ο γερο-Μπίνης φοβήθηκε γιατί θεώρησε τον εαυτό του υπεύθυνο. Εγώ όμως συνήλθα γρήγορα. Μαθημένος ήμουνα, είχα δοκιμάσει πολλές φορές τέτοιες καταστάσεις από γαϊδαροπεσίματα κι έχω ακόμα τα σημάδια στο κεφάλι μου. Το μόνο που φοβόμουνα μήπως το βράδυ δε μ’ αφήσουν να παίξω. Έγινα περδίκι! Τι είναι ο πόνος μπρος στο θέατρο. Έπαιξα κι είχα και επιτυχία. Πάντα πονούσα, μα ο πόνος της πληγής μεταγγιζόταν στον πόνο της καρδιάς που εκφραζόταν με τους λυρικούς στίχους του έργου που έλεγα στην Αύρα, που την υποδυόταν η χαριτωμένη Σοφία, η οποία μόνο μέσα στο ρόλο της μου ανταποκρινόταν. Τρεις πόνοι: ο πόνος της φαλτσέτας, ο πόνος για την Αύρα του έργου και ο πόνος για τη Σοφία που πονούσε για τον Αλέκο της. Ένας πόνος 1+1+1 = μπουκάλα εγώ.

Κάθε μέρα αλλαγή προγράμματος. Νέο έργο, νέα νούτικη κωμωδία, καινούργια νούμερα. Από τα τελευταία δεν είχα ιδέα.. Μια μέρα που δεν έπαιζα στο έργο, μου είπανε να παίξω στη νούτικη κωμωδία Τα δικηγορικά γελοία. Σ’ αυτή την κωμωδία ο κάθε ηθοποιός έβγαινε κι έλεγε ό,τι ήθελε, σχετικά όμως με τον καμβά της κωμωδίας. Ο γερο-Μπίνης μου λέει:

“Το βράδυ να βγεις κι εσύ να πεις κάτι απ’ τη ζωή σου, ό,τι σου κατέβει, κάτι που σου ’χει κάνει εντύπωση”.

Ξαφνιάστηκα. Τι δουλειά έχει η αλεπού στο παζάρι; Εγώ δεν ήξερα πού πάνε τα τέσσερα, δυσκολευόμουνα και μ’ αυτά που διάβαζα. Έσπαγα το κεφάλι μου, βασάνιζα το μυαλό μου μπας και μου κατέβει καμιά ιδέα, αλλά πού… Ξεραϊλα.

Πήγα στην ταβέρνα που τρώγαμε, του μπαρμπα-Θανάση. Ένας ιδιόρρυθμος τύπος χωρικού ταβερνιάρη με καλοκάγαθο ύφος, με μουστάκι που το ’χε σαν εθνικό σύμβολο, πάντα γελαστός και με τα καλαμπούρια του. Κάθε βράδυ μας καλοδεχότανε κι όταν τελείωνε το σερβίρισμα, γέμιζε την πάφλινη οκά κοκκινέλι, έπαιρνε και το ποτήρι του και καθότανε στο τραπέζι μας για να πιούμε και να κουτσομπολέψουμε.

Τούτο το πρωινό, αφού μου είπε ο γερο-Μπίνης να παίξω κι εγώ στην κωμωδία και μου ’δωσε και τη μίτζα μου, πάω κατευθείαν στην ταβέρνα του μπαρμπα-Θανάση. “Μπαρμπα-Θανάση”, του λέω, “βάλε μου μισή φασολάδα για κολατσό”.

“Σε βυζαίνανε οι νεράιδες κι ήρθες πρωί-πρωί;”

Και παίρνει ένα βαθύ πιάτο και την κουτάλα. Τη βουτάει στην κατσαρόλα που βράζανε τα φασόλια και γεμίζει το πιάτο.

“Λίγη φασολάδα είπα, μπαρμπα-Θανάση”.

“Μωρέ φάε τον περίδρομο και σκάσε. Λίγη είναι”.

Ο καλός μπαρμπα-Θανάσης ήξερε από κάτι τέτοια γιατί από μικρός βγήκε στη βιοπάλη, ξενιτεύτηκε, ξενοδούλεψε και γνώριζε από πείνα πριν αράξει στον Κραβασαρά και στην ταβέρνα του.

Αφού απόφαγα, σκεφτόμουνα τι θα πω το βράδυ στην κωμωδία. Ο μπαρμπα-Θανάσης καθότανε στην καρέκλα του κι ακουμπισμένος με τον αριστερό αγκώνα στο τραπέζι κάπνιζε αρειμανίως το τσιγάρο του. Η πελατεία ήταν πάντα η ίδια κι ερχόταν στην ώρα της. Είχε όμως και κάτι πρώιμες επισκέψεις και να πρώτος και καλύτερος ένας γνωστός μπεκρής, που άρχιζε από τα χαράματα το κονιάκ κι αργότερα το κοκκινέλι στον μπαρμπα-Θανάση. Μπαίνει μέσα τρεκλίζοντας και λέει:

“Μπαρμπα-Θανάση, φέρε μου ένα κατοσταράκι, λίγο ψωμάκι κι ένα μπακαλιαράκι”.

Ο μπαρμπα-Θανάσης δεν του δίνει σημασία και καπνίζει έχοντας κλεισμένα τα μάτια κι ονειροπολώντας.

“Μπαρμπα-Θανάση, δωσ’ μου ένα κατοσταράκι, ένα ψωμάκι κι ένα μπακαλιαράκι. Τα λεφτά που μου πήρες το χειμώνα θα τα πάρεις και το καλοκαίρι. Δώσ’ μου λίγο ψωμάκι, λίγο κρασάκι κι ένα μπακαλιαράκι”.

Ο μπαρμπα-Θανάσης τον άκουγε αλλά δεν κούναγε από τη θέση του. Αυτό όμως συνεχίστηκε πολλές φορές, ώσπου ο μπαρμπα-Θανάσης αγανάκτησε και για να τον ξεφορτωθεί, του ’δωσε το κατοσταράκι και το μπακαλιαράκι.

Τ’ άρπαξα! Αυτό θα κάνω το βράδυ στην κωμωδία. Θα κάνω τον μεθυσμένο. Όλη μέρα στριφογύριζε στο μυαλό μου ο μπεκρής κι ο μπαρμπα-Θανάσης.

Η κωμωδία Τα δικηγορικά γελοία είναι γεμάτη αυτοσχεδιασμούς, όπως όλες οι νούτικες κωμωδίες. Φερμένη κι αυτή από την Ιταλία, την πατρίδα της Κομέντια ντελ Άρτε. Πρωταγωνιστής είναι ένας δικηγόρος που ετοιμαζεται βιαστικά να πάει στο δικαστήριο, οπότε μπαίνει ένας θιασάρχης και του ζητάει να γράψει μια κωμωδία για το θίασό του που φιλοξενείται στην πόλη του. Το δικηγόρο τον κάνει ο Σπύρος Μπολίνης και το θιασάρχη ο Σπύρος Μπίνης. Ακολουθούν οι άλλοι ηθοποιοί του θιάσου και καθένας τους παρουσιάζει και μια κωμική κι απίθανη υπόθεση, που θέλοντας και μη ο δικηγόρος γίνεται κωμικός όπως και τα υπόλοιπα μέλη του θιάσου, που προσπαθούν να κλέψουν ο καθένας για λογαριασμό του την παράσταση της κωμωδίας.

Πέρασαν όλοι οι ηθοποιοί, ο ένας κοντά στον άλλο. Ήρθε η σειρά μου, που περίμενα μ’ αγωνία πίσω από την κουίντα, μακιγιαρισμένος από την Γκόλφω Μπίνη. Με βαμμένη κόκκινη μύτη, με κόκκινο μάγκικο ζωνάρι, μια ρεπούμπλικα και ξεχτένιστα στο μέτωπο μαλλιά, καθώς και το σακάκι περασμένο το ένα χέρι στο μανίκι και στ’ άλλο χέρι ένα μεγάλο κομπολόι και το απαραίτητο μουστάκι. Η μεγάλη στιγμή έφτασε. Όλοι οι ηθοποιοί στα παρασκήνια γεμάτοι περιέργεια να δουν τι θα κάνω. Τρέμω ολόκληρος. Η Γκόλφω που είναι πίσω μου με σκουντάει.

“Έλα, η σειρά σου…”

Διστάζω λίγο, μου ψιθυρίζει το τραγούδι που θα πω: “Τα παιδιά της γειτονιάς σου με πειράζουνε…” και παρασυρμένος λέω τραγουδώντς “Με πειράζουνε…” και με σπρώχνει να βγω στη σκηνή. Κι αρχίζω.

“Δικιόρος;”

“Μάλιστα”, ο δικηγόρος. “Τι θέλεις;”

“Πήγα στον μπαρμπα-Θανάση… γράψε… Έγραψες;”

“Έγραψα”.

“Γράψε: Πήγα στον μπαρμπα-Θανάση και του λέω…”

“Παρακάτω”.

“Και του λέω: Μπαρμπα-Θανάση, δώσ’ μου ένα κατοσταράκι, λίγο ψωμάκι κι ένα μπακαλιαράκι”.

“Κι ο μπαρμπα-Θανάσης;”

“Δεν έχει, μ’ λέει. Βρε μπαρμπα-Θανάση, δώσ’ μου ένα κατοσταράκι, λίγο ψωμάκι”.

“… κι ένα μπακαλιαράκι”, αποτελειώνει ο δικηγόρος.

“Δεν έχει, μ’ λέει. Βρε μπαρμπα-Θανάση, δώσ’ μου…”

“Δεν έχει, σου λέει…”

“Βρε μπαρμπα-Θανάση… γράψε… Έγραψες;”

“Έγραψα”.

“Κάτσε”.

“Έκατσα”.

“Γράψε: Βρε μπαρμπα-Θανάση… Έγραψες;”

“Βρε ποδαρικό που μου ’κανε ο θεατρίνος!”

“Έγραψες; Σβήσ’ τα”.

“Τα ’σβησα”.

Τα ’χω χάσει και είμαι σαστισμένος και επαναλαμβάνω τα ίδια και τα ίδια.

“Κόλλησε η βελόνα. Λέγε τι θέλεις και βιάζομαι”.

“Κάτσε, μπαρμπα-Θανάση… Μπαρμπα-Θανάση, τα λεφτά που μου πήρες το χειμώνα θα τα πάρεις και το καλοκαίρι. Γράψε: Μπαρμπα-Θανάση, δώσ’ μου ένα κατοσταράκι…”

“… λίγο ψωμάκι…” αρπάζει την πάτα και αρχίζει να με χτυπάει, “κι ένα μπακαλιαράκι… Παρακάτω!”

Έχει σταματήσει το μυαλό μου και δεν μπορώ να βρω λέξεις για να προχωρήσω, επαναλαμβάνω τα ίδια και δε φεύγω απ’ τη σκηνή, οπότε αγανακτισμένος ο Μπολίνης με χτυπάει με την πάτα όπου έβρισκε, στην πλάτη, στο κεφάλι, κι όσο χτυπούσε, τόσο οι θεατές γελούσαν, κι όσο γελούσαν, τόσο εγώ επίμονα να επαναλαμβάνω “Μπαρμπα-Θανάση, δώσ’ μου ένα κατοσταράκι”, ώσπου ο Μπολίνης άρχιζε να φωνάζει στους ηθοποιούς να με πάρουν από τη σκηνή.

“Πάρτε τον! Βγάλτε τον έξω, έξω, έξω!” και πέφει στην καρέκλα πραγματικά εξαντλημένος.

Μόλις τον βλέπω σωριασμένο στην καρέκλα, βγάζω τη ρεπούμπλικα και το μουστάκι και δείχνοντάς τον λέω:

“Έτσι για καθότανε ο μπαρμπα-Θανάσης”.

Έσπασε το θέατρο από τα χειροκροτήματα. Αυτή η ανέλπιστη και απροσδόκητη επιτυχία μ’ έκανε φίρμα στον Κραβασαρά. Όπου πήγαινα στην αγορά, μου φωνάζανε “Ο μπαρμπα-Θανάσης έτσι για καθότανε”. Το ίδιο και στο μαγέρικο, αντί για χαιρετισμό, λέγανε μπαίνοντας “Ο μπαρμπα-Θανάσης έτσι για καθότανε”.

Ένιωθα πολύ ευτυχισμένος με τον μελλοντικό δρόμο που χάραξα κι έπλαθα όνειρα ευτυχίας. Κάθε φορά που ανέβαινα στη σκηνή, το θάρρος μου μεγάλωνε. Παρακολουθούσα από τις κουίντες το παίξιμο των βετεράνων ηθοποιών. Ήταν σπουδαίοι με το άνετο παίξιμό τους που με ηλέκτριζε. Δοκιμασμένοι εργάτες του παλκοσένικου, άψογοι μύστες της υποκριτικής τέχνης, που πάλεψαν σ’ όλη τους τη ζωή δίνοντας ψυχαγωγία και πνευματική τροφή στον διψασμένο κόσμο της ελληνικής υπαίθρου εκείνα τα δύσκολα χρόνια, που η στέρηση ακόμα και των πιο απαραίτητων αγαθών μάστιζε τα χωριά του βουνού και του κάμπου. Οικογενειάρχες οι θιασάρχηδες με τις κόρες τους, δημιουργούσαν γνήσια οικογενειακή ατμόσφαιρα με τις παραστάσεις τους, ένιωθα μια θαλπωρή ανάμεσά τους. Κι απορούσα πώς είναι δυνατόν να κακολογείται το θέατρο σε τέτοιο βαθμό από τους δικούς μου και θέλησαν να σταθούν εμπόδιο στα σχέδιά μου και ενήργησαν με τέτοιο τρόπο, που ένα πρωί έρχεται στο καφενείο ένας χωροφύλακας και λέει στους θιασάρχες να περάσουν από την αστυνομία. Ποιος ήταν ο λόγος; Αναρωτιόνταν οι θαμώνες του καφενείου και σε κάθε τραπέζι έλεγε καθένας το κοντό και το μακρύ του. Σε λίγο ξαναφάνηκε ο ίδιος χωροφύλακας κι έρχεται σ’ εμένα και μου λέει να τον ακολουθήσω στην αστυνομία. Δεν είχα κάνει τίποτα για να φοβάμαι, πήγα.

Φτάνουμε στην αστυνομία και στο γραφείο του διοικητή του τμήματος ήταν και μια νεαρά κυρία. Με καλοδέχτηκε ο διοικητής με χαμόγελα, καθώς και η κυρία, και μου λέει σαν να με ήξερε από χρόνια, σαν να ’ταν συγγενής, χωριανός, τέλος πάντων σαν από παλιά γνωστός.

“Βρε Λουκά, άφησες το σχολείο για να γίνεις θεατρίνος;”

Ακούγοντας αυτά τα λόγια κατάλαβα πως οι δικοί μου κάτι μου σκάρωσαν.

“Δε θες να συνεχίσεις το σχολείο, να μάθεις γράμματα και να γίνεις ένας επιστήμων, ένας χρήσιμος άνθρωπος στην κοινωνία, να βοηθήσεις και τους γονείς σου στα γεράματά τους;” μου λέει ο διοικητής.

Είπε και πολλά άλλα ωραία λόγια που έδειχναν το ενδιαφέρον του και κατέληξε:

“Η κυρία από δω” – είπε το όναμά της μα δεν το θυμάμαι – “είναι δασκάλα τη Ναύπακτο. Είναι με άδεια εδώ και αύριο θα φύγει. Θα πας κι εσύ μαζί της, τα ναύλα είναι πληρωμένα από τον αδερφό σου τον Λάμπη. Αν δε θελήσεις να πας, θα πούμε στους θιασάρχες να μη σε πάρουν μαζί τους σαν θα φύγουν από δω”.

Κι άλλα πολλά μου είπανε με τη δασκάλα, μου πιπιλίσανε το μυαλό. Δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς. Δε θα με παίρναν μαζί τους οι θιασάρχες, δεν ήθελα να πάω στο χωριό, προτίμησα να πάω στη Ναύπακτο με τη δασκάλα.

Ύστερα από δυο μέρες περνούσε ένα καραβάκι που έκανε την άγονη γραμμή – νομίζω, αν θυμάμαι καλά, ήταν το “Ναυσικά”. Μπαριζόμαστε κι εμείς και πάμε για τη Ναύπακτο. Τα όνειρά μου σβήσανε, όχι όμως κι οι ελπίδες.

_________________________

Απόσπασμα από το βιβλίο: Λουκάς Χρέλιας, Όλη η Ελλάδα είναι ένα πατάρι. Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1998.

Ο Λουκάς Χρέλιας γεννήθηκε το Μάιο του 1910 στον Άγιο Ανδρέα Μακρυνείας Μεσολογγίου. Τέλειωσε το δημοτικό σχολείο στο χωριό του και το σχολαρχείο στη γειτονική Γαβαλού. Ασχολήθηκε με το θέατρο ευθύς μετά την αποφοίτησή του από το σχολαρχείο, δημιουργώντας το «μπουλούκι» των Χρέλια, που κυριάρχησε για δεκαετίες στην επαρχιακή Ελλάδα, προσφέροντας ψυχαγωγία στους κατοίκους της. Περιόδευσε, πάντα με το «μπουλούκι» του, σε χώρες του εξωτερικού, φτάνοντας ως τη Λατινική Αμερική. Διετέλεσε για πολλά χρόνια ταμίας του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και πρόεδρος της Εξελεγκτικής του Επιτροπής. Πέθανε το 1994 σε ηλικία ογδόντα τεσσάρων ετών, αφήνοντας, μαζί με την αγαθή μνήμη της προσφοράς του στον κόσμο της ελληνικής επαρχίας, ένα μοναδικό ντοκουμέντο για τα κοινωνικά και καλλιτεχνικά ήθη της εποχής που έδρασε, την παρούσα αυτοβιογραφία του.


Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ